-παλιά (εντάξει, πολύ παλιά) είχα κερδίσει μισή ντουζίνα κουμπαράδες από το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο γιατί έγραφα μακράν τις καλύτερες εκθέσεις για την αξία της αποταμίευσης. Στη συνέχεια το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, αλλά και κάθε άλλο τραπεζικό ίδρυμα, από μένα δεν είδαν φράγκο τσακιστό. Στα λόγια ήμουν καλός, στη διαχείριση άθλιος. Πολλούς από τους στούρνους συμμαθητές μου που με κοιτούσαν τότε με φθόνο να παίρνω από τα χέρια του δάσκαλου το χρωματιστό γυαλιστερό μεταλλικό κουτί, τους κοιτάζω εγώ με φθόνο σήμερα. Ακόμη δεν μπορώ να κατανοήσω τις βασικές οικονομικές αρχές που ορίζουν πως ακόμη κι αν δεν μπορείς να περιγράψεις με σαφήνεια και ακρίβεια sniper τι είναι η αποταμίευση (κι ακόμη περισσότερο τι είναι επένδυση), μπορείς μια χαρά να την εφαρμόσεις στην πράξη. Τι Σμιθ, τι Κέινς, τι Κρούγκμαν και τι Χάγιεκ, σκατά μάτια έβγαλα πάνω απ’ τα βιβλία, ακόμη και στον Αμάραντο να πήγαινα, περισσότερα θα μάθαινα για την πραγματική -την έκτη-διάσταση της ζωής.
-δυο μέρες πριν στο ΙΚΕΑ, ήταν Τρίτη. Τις Τρίτες τα εστιατόρια των ΙΚΕΑ γίνονται κάτι σαν άσυλο νεόπτωχων, για μια στιγμή ήμουν σίγουρος πως θα έβλεπα και κανέναν Όλιβερ Τουίστ να περιφέρεται ψάχνοντας τραπέζι να ακουμπήσει το πιάτο με τα 10 ολοστρόγγυλα σουηδικά κεφτεδάκια για τα οποία πλήρωσε 1,60€ , αρκεί να μη λιποθυμούσε από την πείνα μέχρι να αρχίσει η προσφορά. Ορφανά με κουρέλια δεν είχε αλλά είχε παγκόσμιο συνέδριο των ΚΑΠΗ, λογικό αν υποθέσει κανείς ότι αγοράζοντας δυο μικρά κέικ με ένα και τριάντα πίνεις όσους καφέδες θέλεις και πληρώνοντας ενάμιση ευρώ βάζουν μπροστά σου για πρωινό ένα πιάτο με ομελέτα, λουκάνικα και κάτι άλλο που δεν είδα γιατί δεν θέλω να χαζεύω προσφορές που αφορούν τους πτωχούς, που μαζί με τα αβγά και τα λουκάνικα καταδέχονται να πίνουν και καφέ free. Τι πίεση, ζάχαρο, καρδιά και μαλακίες, σκατά βγάζει μαλλιά η γλώσσα των γιατρών να τα λένε, αν η σύνταξη ψυχορραγεί ευρώ τσακιστό δεν δίνεις για το ουρικό οξύ και τη χοληστερίνη, δίνεις ενάμιση για να φας σαν πρόσκοπος και η ζωή είναι γλυκιά αλλά είναι και μικρή σαν φτάσεις στα εβδομηνταπέντε.
-η ώρα είναι οκτώ και τέταρτο, δένω κόμπο τη γραβάτα για να φύγω ως σωστός κυνηγός του μεροκάματου που έχει εκπαιδευθεί το μαλακισμένο να βρίσκει καινούριες κρυψώνες κάθε μέρα, αν δεν ήταν τόσο ακατάλληλες για ευφυολογήματα οι εποχές θα έλεγα πως εγώ κι αυτό είμαστε η άλλη εκδοχή του Κλουζώ και του Κάτο. Βλέπω στο γυαλί διαφήμιση Τράπεζας, «αποταμιευτικός λογαριασμός από 20€ το μήνα», ψάχνω αφηρημένος το πορτοφόλι, έχει ακριβώς είκοσι ευρώ, ή θα ανοίξω λογαριασμό ή θα βάλω αμόλυβδη με 1,63€, τέτοια διλήμματα μου τσακίζουν το ηθικό και με κάνουν να μετανιώνω διπλά που το ‘χα βάλει γινάτι ως νέος να ξημεροβραδιάζομαι με Στατιστικές ένα δυο και τρία, Πολιτικές Οικονομίες, Διοίκηση Προσωπικού & Παραγωγής και δε συμμαζεύεται, αντί να ξεκινήσω από τότε να αποταμιεύω. Έστω χρόνο. Ακόμη κι αν χρειαζόταν να παραστήσω τον Φάουστ. Ως και ο Μεφιστοφελής θα είχε σιχαθεί τη γκρίνια μου τόσα χρόνια και θα με άφηνε σήμερα ελεύθερο.