
Περασμένες οκτώ, τέλος βάρδιας ήλιου, οδηγώ ανάμεσα στο βουνό και το ποτάμι ακούγοντας Κριστόφ. Αν με ρωτάς γιατί τόση φτηνή απελπισία, θα σου πω δεν ξέρω. Λίγες μέρες πριν έκανα την ίδια διαδρομή με συνοδηγό Αλ Μπάνο. Ούτε και τότε ήξερα. Είχα χάσει τη διασταύρωση, ένας βούλγαρος με πόρσε που ερχόταν από πίσω με μούτζωσε σλάβικα γιατί έστριψα χωρίς να βγάλω ελληνικό φλας, σάμπως και θα μπορούσε να το μεταφράσει ο απόγονος του Κρούμου αν έβγαζα έγκαιρα..
Με την πλατεία μας ξεμπέρδεψα. Μάλλον. Μια, δυο, τρεις, μετά άρχισαν να έρχονται τα κουτιά με τις πίτσες, τις κρέπες, τα εξάμπιρα, τα simeco, δεν είχαμε και κανέναν να φασκελώσουμε τριγύρω, κάτι έρημα και σκοτεινά γραφεία του ΠΑΣΟΚ μονάχα αλλά είναι σα να κλέβεις παγκάρι, αυτοί μουτζώνονται και μόνοι τους, ένα βράδι πέταξα το τελευταίο κουτάκι της άμστελ στον κάδο της ανακύκλωσης και χάθηκα. Με ελαφριές τύψεις αλλά χάθηκα. Περπάτησα ως το σπίτι, μπήκα στο αυτοκίνητο, άνοιξα τα παράθυρα και ξαναπήγα στο βουνό, χρειαζόμουν άλλοθι, χρειαζόμουν αέρα, χρειαζόμουν όμως και αμόλυβδη, ή το βουνό θα έπρεπε να έρθει πιο κοντά ή θα μάθαινα να αναπνέω -ξανά- και στο μπαλκόνι για να μη καταστραφώ οικονομικά.
Εκεί, στο μπαλκόνι, βάλαμε ξανά κάτω τους αριθμούς για να δούμε τι αποτέλεσμα βγάζει το φετινό καλοκαίρι. Ακέραιο δεν βγαίνει, οπότε είπαμε να πορευτούμε με τα δεκαδικά κι ο,τι προκύψει. 1,20 αντηλιακή, 7,44 βουτιές, 2,2 πετονιές, 5,08 δύσεις ηλίου, 3,14 ανατολές, λίγη λαθραία άμμος στα σεντόνια, ενοχλητικό αλάτι ανάμεσα στα δάχτυλα, μερικές ατελείς αλλά έντιμες στύσεις, μετρημένες στο ένα χέρι τζούφιες ανατριχίλες, μάλλον απ’ την βραδινή υγρασία παρά από φιλότιμες ορμόνες. Και ούτε μια εφημερίδα. Ούτε καν βιβλίο. Μη σου πω ούτε καν κουβέντες. Μπούχτισα κι από κουβέντες.
Κάποτε -μαζί με τα βιβλία που διάλεγα για να μπουν στον σάκκο- έγραφα κασέτες για τις διακοπές. Πολλές. Η μουσική δεν σταματούσε στιγμή, όλα τα καλοκαίρια μου, τα καλοκαίρια μας, είχαν σάουντρακ ζηλευτό, side 1, side 2, εξηντάρες, ενενηντάρες, χρώμια, dolby, στη μέση εμείς. Νομίζω πως από τη μέρα που γεννήθηκαν τα cds, τα καλοκαίρια ξέφτισαν λιγάκι. Όταν ήρθαν τα mp3 ξεθώριασαν, όταν τα τραγούδια κρύφτηκαν μέσα σε κινητά οι ζέστες ξεψύχησαν κι ας έδειχνε 34 C υπό σκιά έξω. Δυο τέτοια ξεφτισμένα ομοναμούρ και ιοντινότε άκουγα τις προάλλες, ξεφτισμένα και ξεφτιλισμένα. Όμοιος ομοίω. Έπαψα από καιρό όμως να ντρέπομαι για την κατάντια μου όταν οδηγάω μόνος κάνοντας ταυτόχρονα σαχλές βουτιές προς τα πίσω, χωρίς κανένα φόβο μη σπάσει ο σβέρκος μου ή βγω απ΄το δρόμο. Ούτε ο Φέτελ μπορεί να τα κάνει αυτά. Ούτε ο Σένα θα τολμούσε.
Μια κασέτα βρήκα πριν λίγες μέρες, μέσα σε ένα κουτί από παπούτσια που κάποτε φιλοξενούσε κάτι πάνινα superga, στη ντουλάπα με τα κοστούμια. Eίχε κι άλλες αλλά σ’ αυτήν έπεσε πρώτα το μάτι μου, είχε και χειροποίητο τίτλο, marine girls & lazy boys. Πρώτος στην πρώτη πλευρά, Ben Watt, some things don’t matter. Πρώτo στη δεύτερη πλευρά, plain sailing, Tracey Thorn, 1984 ήταν. Αν καλοσκεφτείς ότι κοντά τρεις δεκαετίες αργότερα, μιαν ολόκληρη γενιά δηλαδή, εκείνη συνεχίζει να τραγουδάει χωρίς αδιέξοδες πικρίες Oh, the divorces κι αυτός τα κατάφερε να γκριζάρει μια χαρά με κοτζάμ Σύνδρομο Churg–Strauss στους ώμους, συνειδητοποιείς ότι η μόνη ψήφος εμπιστοσύνης που μετράει, το μόνο δημοψήφισμα που θέλει με λύσσα «ναι» για απάντηση, είναι αν έχεις το κουράγιο, τα κότσια να μείνεις ακόμη ζωντανός μέσα σε τόσο θυμό, τόση αβεβαιότητα, τόσο γκροτέσκ, τέτοια παράνοια. Όσα συνταγογραφημένα χημικά κι αν ποτίζεσαι πρωί, μεσημέρι, βράδυ για να στέκεις όρθιος. Όσα αδέσποτα δακρυγόνα κι αν σταματάς λίγα χιλιοστά από τα μάτια σου κάθε μέρα γιατί fuckin’ boys don’t fuckin’ cry. Όσες ασπίδες κι αν βλέπεις ορθωμένες απέναντι να σου φράζουν το δρόμο για ένα βράδι στη θάλασσα με μόνη παρέα μια πετσέτα, μια μπίρα και ένα χαμόγελο. Ούτε καν μαγιώ, ρολόι, λεφτά, κινητό. Πριν ξαναγυρίσεις στα χημικά, τα δακρυγόνα, τα συντάξιμα, τα μεσοπρόθεσμα και τα εκπρόθεσμα. Για να προλάβεις έστω και μια λυτρωτική βουτιά προτού ξαναμπεί ο χειμώνας και η θάλασσα τα κάνει όλα λίμπα μέσα στο σπίτι, οργισμένη μαζί σου που την άφησες μόνη της φέτος…
————————–
Art : Ana Teresa Fernandez