τζάνκι

Ξενώνες με παράξενα ονόματα, πέτρινα και ξύλινα δωμάτια, κρύο έξω, μέσα ζέστη, κρασιά, τσιμπολόγημα, σιωπές, κουβέντες, γέλια, γαμήσια, βόλτες, ψιλόβροχο, ξενύχτια, ανοιχτά παράθυρα να φύγει η μυρωδιά απ’ τα τσιγάρα σου, βγαλμένα ρολόγια, μουγκά κινητά, τσίπουρα και τσάγια, καφέδες σκέτοι, το ρούχο σου που μυρίζει όπως όταν ήσουν εικοσιπέντε, μια αγκαλιά ξύλα, μαρμελάδα πορτοκάλι, παρκαρισμένα αυτοκίνητα με άγνωστες πινακίδες στην πλατεία, ησυχία, το μόνο που ακούγεται είναι οι ψιχάλες που χτυπάνε στην κουκούλα μου, πριν χρόνια ακουγόταν ένα ντουπ ντουπ κάτω απ’ τα πουλόβερ μας, σήμερα τα πουλόβερ βγαίνουν με ηχομόνωση, καθαρά παπλώματα, πολλά μαξιλάρια, σαν κρεβάτι-οχυρό, θα επιτεθείς και θα συνθηκολογήσω, σκαλιά για πάνω, ανεβαίνεις και χαζεύω τα πόδια σου, θέλω να γίνω σκαλοπάτι και να κάτσεις πάνω στο στόμα μου γυμνή, και πάπλωμα να γίνω δεν με χαλάει, λέρωσες το σεντόνι, δε με νοιάζει..δικά μου είναι, ένα πουλί στο παράθυρο μας κοιτάει λοξά, ένα πιάτο φασολάδα με ένα κουτάλι, ο ταβερνιάρης μας κοιτάει πιο λοξά απ’ το πουλί, μυρωδιά από βρεγμένα φύλλα στο μονοπάτι, το μόνο μέρος στον κόσμο -μαζί με τα ανοιχτά πόδια σου- που αναβλύζει μύρο, βγαλμένα γάντια για να πιάνω χέρι μέσα στην τσέπη σου, περίπτερο πουθενά, η γιαγιά στο καφενείο-μπακάλικο, δεν πουλάω τσιγάρα ψυχή μου, σπίρτα μόνο, στο ‘λεγα να πάρουμε τσιγάρα απ’ το δρόμο, το τελευταίο μισό-μισό, εντάξει; ένα τσίπουρο ακόμη, δύο, τρία, λάβα που κατεβαίνει βασανιστικά ως το στομάχι σου, ως τα -ωραία κομμένα- γόνατα, μια κονσέρβα ντακόρ πλάι στη σόμπα με δυο φέτες χτεσινό -δανεικό απ’ τη γιαγιά- ψωμί, πόδια που στεγνώνουν στη φωτιά, για κατευόδιο ένα λουκάνικο στο χέρι που έκαιγε πιο πολύ απ’ τα κάρβουνα, έξω λίγο φως, μέσα σβηστό φως, αναμμένα ξύλα, τώρα θα επιτεθώ εγώ και θα παραδοθείς εσύ, παίζουμε τα στρατιωτάκια αλλά όχι αμίλητα, ούτε αγέλαστα, μη μου σπας πάλι τα νεύρα με το λερωμένο σεντόνι, οι επόμενοι θα κοιμηθούν σε καθαρό, χέστηκα για τους επόμενους, χέστηκα για τους προηγούμενους, τώρα είναι τώρα, αρκεί αυτό.

Μια, δυο βραδιές, ένα σακ βουαγιάζ, μια αλλαξιά, τρία διόδια,  μισή ντουζίνα χαπάκια, δέκα ρυτίδες και χίλιες -παραπάνω είναι αλλά ποιός κάθεται να μετράει- γκρίζες τρίχες μακριά.

Είμαι σε καλό δρόμο. Φράγκο τσακιστό δεν έχω, πτώχευσα παντοιοτρόπως προ πολλού, μα δεν μπορώ να απεξαρτηθώ απ΄τους παλιούς χειμώνες. Δεν θέλω κιόλας. Εκεί έμεινα και δε λέω να ξεκολλήσω, κοντά στο τζάνκι, να μου λέω παραμύθια.

——————–

λεφτά δεν υπάρχουν, να ξοδέψουμε τις τελευταίες λέξεις που μας έμειναν πριν τις αποχωριστούμε κι αυτές

φραγή

Το ξυπνητήρι ακούγεται πιο θρασύ, το φως είναι αλλιώτικο στις εφτά. Το ίδιο και το πρωινό ξύπνημα, εκεί που πριν λίγες βδομάδες έσπρωχνες με τα πόδια το σεντόνι μακριά σου, τώρα το αγαπάς ξανά, μέχρι το λαιμό. Αλλάζεις πλευρό. Το στρώμα θέλει γύρισμα, το πάνω κάτω και τα πόδια στο κεφάλι, η βαρετή τελετουργία του δίμηνου. Ανοίγεις μάτια και σκέφτεσαι με αριθμούς. Μόνο με αριθμούς. Παλιά, πολύ παλιά, έβλεπες μια γυμνή πλάτη, μέση, πόδια δίπλα σου και άπλωνες το χέρι. Τρυφερά ή υπαινικτικά. Τώρα σκεπάζεις τη γύμνια, για να μη κρυώσει, για να μη βλέπεις, για να μη σκέφτεσαι, για να μη χάσεις τη σειρά απ’ τα συν και τα πλην. Αν χαθείς μέσα τους δύσκολα ξαναβγαίνεις, Αριάδνες καλόψυχες δεν υπάρχουν σήμερα, ούτε ευάλωτοι μινώταυροι. Και τους λαβύρινθους δεν τους κάνουν όπως παλιά, οι αρχαίοι ήταν ερασιτέχνες, οι σημερινοί θα παίρναν νόμπελ αρχιτεκτονικής, αν υπήρχε. Κακώς δεν υπάρχει. Τι σκέφτεται ο άνθρωπος με την τσίμπλα στο μάτι…

Δεν θέλω να διαβάζω τίποτε. Ούτε να βλέπω. Ούτε να ακούω. Αλλά διαβάζω, βλέπω, ακούω. Θυμώνω, λυπάμαι, καγχάζω, καταριέμαι, βρίζω, οικτίρω, σκάω, κλαίω, μερικές φορές γελάω κιόλας. Μαζί μου, κυρίως. Κρυφά όμως, ούτε μισή ρυτίδα στο πρόσωπο φανερώνει το τι βράζει μέσα μου. Η χαρά της ιατρικής επιστήμης. Μου ΄ρχεται στο μυαλό -όσην ώρα μπαίνω κάτω απ’ το νερό για να ξυπνήσω- αυτό που είχε πει ο Ντεπαρντιέ σε μια ταινία, ούτε θυμάμαι ποιάν, «αν κρατάς άσχημα πράγματα μέσα σου, θα βγουν μια μέρα έξω ανοίγοντας μιαν άσχημη τρύπα, στο στομάχι, στην καρδιά, στο κεφάλι, στο έντερο, θα βγουν πάντως και θα σ’ αφήσουν διπλωμένο πάνω σε ένα άσπρο σεντόνι». Δεν είναι καλή παρέα ο γάλλος την ώρα που πλένεσαι, άσε που είναι πλατύς και το μπάνιο μας μικρό, σκέτη δυσφορία.

Μετά φεύγω. Μια μέρα όπως ολωνών. Με συν και πλην. Κάποιες φορές γράφω γι αυτά, τις περισσότερες όχι. Όταν γράφω είναι για να ‘χω να θυμάμαι, έριξα μια ματιά τις προάλλες σε όσα έγραφα τέσσερα, πέντε χρόνια πριν και έφριξα με την αναλγησία μου. Πού τον έθαψα τον άλλον που ζούσε μέσα μου; αν με συλλάβουν και μου πουν «πήγαινέ μας τώρα στον τόπο του εγκλήματος» ποιόν θα βρω να με πιστέψει σαν του πω «δεν θυμάμαι τίποτε, ούτε λέξη, αυτός που λέτε ποτέ δεν έζησε εδώ»; Χωρίς πτώμα δεν νομίζω ότι θα με καταδικάσουν. Το τι θα κάνω εγώ μαζί μου είναι άλλη ιστορία, δικαστής, ένορκος, εισαγγελέας και δεσμοφύλακας μαζί. Μη σου πω και δήμιος.

Λίγο πριν τις έντεκα, επιστρέφω σπίτι με δυο γάλατα, όχι μπίρες, οι νύχτες ψύχραναν, το μέσα μου το ίδιο, σηκώνω το βλέμμα μου, οι οικοδομές ολόγυρα χρειάζονται βάψιμο και συντήρηση επειγόντως, σε ένα-δυο χρόνια οι σοβάδες θα πέφτουν στα κεφάλια μας αν δεν πέσει πρώτος ο ουρανός να μας πλακώσει, στο πεζοδρόμιο διασταυρώνομαι με μια γυναίκα -δεν συγκράτησα το πρόσωπό της, ούτε καν περίγραμμα- που μυρίζει ωραία, πολύ ωραία, γνώριμα, ξάφνου θυμάμαι -και με συλλαμβάνω να χαμογελώ, πράξη καταδικαστέα και οπωσδήποτε αντικοινωνική- εκείνο το σύνθημα στον τοίχο, «όσα ρούχα και να αγοράσεις εγώ θα σε σκέφτομαι γυμνή».

Μετά μου ‘ρχεται στο μυαλό το «αγοράσεις» και το χαμόγελο παγώνει. Πάλι καλά, σε κάποιους, σε κάποιες, κόβεται στο «γυμνή». Κανείς μας δεν είναι όπως παλιά. Κοινότυπο κοινότοπο μα καλό είναι να μη το ξεχνάς. Και το μέσα έξω να γυρίσεις δεν φοριόμαστε, άλλοι στενέψαμε, άλλοι φαρδύναμε, άλλοι κοντύναμε, αυτό κυρίως.

Με το «σκέφτομαι» τι γίνεται όμως; μπορείς ακόμη ή έβαλες φραγή;

 

 

 

 

bjork me baby

Την πολυθρόνα απέναντι και την καρέκλα στο μπαλκόνι, που με φιλοξενεί τώρα, τις  χωρίζουν ακριβώς έξη βήματα. Τι από τα εδώ μέσα είναι γραμμένο στην καρέκλα φαίνεται εύκολα, μπίρες, τσιγάρα, ιδρωμένα φανελάκια, παγάκια, βασιλικός, σακούλες με σκουπίδια που με κοιτάζουν εκλιπαρώντας να τις βγάλω βόλτα. Τη μέρα που θα διαβώ την μπαλκονόπορτα και θα την κλείσω –περίπου- οριστικά για οκτώ  μήνες, για να ξανακαθήσω στην πολυθρόνα, δεν θέλω να τη σκέφτομαι. Όλα μείον. Κοινόχρηστα συν. Και τσιγάρα έξω. Καπνιστής δεν είμαι μα με πληγώνει το έμπα-έβγα, ρίξε ένα χοντρό πανωφόρι στους ώμους, βάλε παπούτσια χωρίς κάλτσες (με τις παντόφλες δεν μπορώ, νιώθω σαν να κόβω βόλτες σε διάδρομο νοσοκομείου για να γλιτώσω τη θρόμβωση), βρες μια γωνιά που δεν θα σε πάρουν οι βοριάδες, άναψε και τόλμα λίγες ανάπηρες τζούρες, μέχρι να φτάσεις στην τρίτη έφτασες κιόλας στο φίλτρο, ή θα μάθω να στρίβω ή θα βγαίνω μόνο με νηνεμία. Να σαλιώνω χαρτάκια δεν μπορώ, να ‘ταν γνώριμο δέρμα εντάξει, θα μπορούσα να πεθάνω από αφυδάτωση. Στριφτά όχι. Ελπίζω στην καλοσύνη του θεού των μποφόρ. Αυτόν το θεό όμως τον αποκαθηλώσαμε στα μέρη μας, σαν αρχίσει να φυσάει δεν στέλνεις παιδί με τα πόδια στο σχολείο, θα πάρει αυτόματα μεταγραφή σε άλλο νομό, όπου σταματήσει. Μερικά τα βρήκαμε χρόνια αργότερα στην Κρήτη, ευτυχώς πρόλαβε και πέθανε ο Μινώταυρος και δεν μας κατηγόρησε κανείς για φόρο αίματος.

Θυμήθηκα τα τερτίπια του Τσαγκαρουσιάνου και των μικρών στάθηδων στο 01, «αυτό το τεύχος γράφτηκε ακούγοντας Σάρα Βον, Άφεξ Τουίν, Φώτη Πολυμέρη, Λου Ντόναλτσον και Βίκη Μοσχολιού». Κάτι μου διαφεύγει αλλά κάτι πρέπει να σκεφτώ κι εγώ για το τέλος αυτού του ποστ, ξεροσφύρι γράψιμο ίσον φτήνια.  

Προς το παρόν στράγγιξα την τρίτη φιξ. Ακούγοντας τις φωνές της ρωσοπόντιας -αν πιεις πάνω από δυο καταπίνεις μαζί και την πολιτική ορθότητα και τους παλιννοστούντες και την πίκρα σου που δεν έχει τέταρτη στο ψυγείο- από το μπαλκόνι αριστερά και κάτω, στον λαϊκό πρώτο της διαγώνιας οικοδομής. Εγώ ζω στον αστικό τρίτο. Και τέταρτο έχουμε αλλά δεν ξέρω ποιάς τάξης όντα ζουν εκεί, ούτε και με νοιάζει, αρκεί να πληρώνουν τα κοινόχρηστα. Τώρα η ρωσίδα μπήκε μέσα και έμεινε έξω το άλλο της μισό. Όχι άντρας, όχι σύντροφος, είπαμε, αν περάσεις τα τέσσερα ποτήρια σκέφτεσαι φωναχτά κι ας σε κακοχαρακτηρίσουν, πρέπει να είναι εκατοντριάντα κιλά, όση και να μπει μέσα, η άλλη μισή μένει έξω απ’ τη μπαλκονόπορτα. Πόσο ντρέπομαι. Όχι πάρα πολύ.

Ένας με άσχημο πορτοκαλί σορτσάκι, γυμνός από πάνω, το ένα χέρι να σκαλίζει μέσα στο σορτσάκι και το άλλο μ’ ένα φραπέ, βγήκε στο μπαλκόνι της. Έχει μόνο μια μπαλκονόπορτα, είναι ν’ απορείς λοιπόν από πού βγήκε. Πάντως ανακάλυψα ότι η ρωσίδα έχει δυο μισά, ένα δικό της κι ένα κανονικό. Οι μπίρες δεν ακρωτηριάζουν την ορθή κρίση. Τώρα βγήκε η άλλη μισή και κάθησε δίπλα του, αγκάλιασαν τα κάγκελα και χαζεύουν τις γάτες που σκαλίζουν τους δυο γεμάτους κάδους των σκουπιδιών ακριβώς από κάτω τους. Στα τρία μέτρα.  Sailing on a sea of junk.

Η ώρα είναι τέσσερις και εφτά. Μεσημέρι. Κάποιος ηλίθιος ακούει πολύ δυνατά Uriah Heep. Πέφτω σε ένα πηγάδι και κουτρουβαλιέμαι τριανταπέντε χρόνια πίσω. Έχω γεμίσει μελανιές, θα κιτρινίσουν και μετά θα γίνουν μαύρες. Και δεν μ’ αρέσουν οι Uriah Heep, ας έβαζε Status Quo. Ούτε κι αυτοί μ΄ αρέσουν, καλύτερα κανένα σαχλό, Sweet, Slade, Gary Glitter, τέτοια φτηνά. Όσο πιο φτηνά τόσο καλύτερα. Κλιφ Ρίτσαρντ να βάλει. Λούλου. Μετά θα του απαντήσω εγώ με Tammy και Τάσο Παπασταμάτη, να ξεκινήσει ο τρίτος παγκόσμιος από τα μπαλκόνια γιατί απ’ τις πλατείες δεν λέει να πάρει μπρος. Εκτός κι αν δεν ζ’ήσουμε έναν Τρίτο Παγκόσμιο αλλά πολλούς μικρούς, της γειτονιάς, του πεζοδρόμιου, του ξαφνικού, του “δεν πάει παραπέρα”.. 

Bjork ! Bjork ! αυτή ρε πούστη μου, αυτή, το θυμήθηκα, αν δεν άκουγαν το ισλανδικό χτικιάρικο γράφοντας, όχι τεύχος αλλά ούτε flyer έβγαζαν. Στο 00 θα έμεναν, 01 δεν θα έγραφε ποτέ το κοντέρ.

Τέταρτη μπίρα δεν έχει. Ελπίζω να σφίξει ο καιρός σύντομα. Δεν συμφέρουν τα μπαλκόνια. Εξακόσιες λέξεις ως εδώ κι ακόμη κατουριέμαι…

Μια πάρα πολύ ωραία γυμνή πλάτη κατηφορίζει, απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο. Πολύ γυμνή, σχεδόν αγγίζει η γύμνια της τα λακκάκια χαμηλά, δεν φοράω γυαλιά αλλά τα λακκάκια τα νιώθεις κι ας μη τα βλέπεις, κι ας είναι μεσάνυχτα, κι ας είναι ξένα κι ας είναι περαστικά, για λίγα μόνο δευτερόλεπτα. Ξαφνικά το λάπτοπ μυρίζει Escape, πέφτω σε ένα πηγάδι και τσακίζομαι, δεκαπέντε χρόνια πίσω. Αφού εκεί είμαι, το ξέρω. Απλά εδώ επιστρέφω γιατί κουράστηκα να με ρωτάνε «πού χάνεσαι;».

Πουθενά δεν χάνομαι. Πώς να χαθείς μέσα σου; άστους να λένε, όσο κι όπου κι αν ταξιδέψεις, όσος καιρός κι αν περάσει στο τέλος θα βγεις σε ένα μπαλκόνι με κάγκελα ολόγυρα, να τ΄αγκαλιάζεις, να βάζεις το σαγόνι πάνω τους και να κοιτάς χαμηλά, με βλέμμα άδειο, ένα κάδο σκουπιδιών. Γεμάτο. Με πράγματα χρήσιμα ως χτες, για πέταμα σήμερα. Έτσι διέταξαν. Τίποτε για ανακύκλωση, τις ίδιες σκέψεις ανακυκλώνεις χρόνια και χρόνια και τα είδαμε τα χαΐρια μας, prepared words, prepared worlds. Σε στενεύει το κοστούμι, η καρέκλα, το δωμάτιο, η οθόνη, τρώγεσαι με όλα, αντί ν’ αλλάξεις ρούχα, γωνιά και ματιά. Γυμνός, στην ανάγκη. Χωρίς λεφτά, χωρίς δουλειά, χωρίς καθωσπρεπισμούς, δίχως Bjork για μούρη και δεκανίκι. Και κάτω απ’ το μπαλκόνι, έξω απ’ τα κάγκελα.

Μ’ εκείνη την ηλίθια μπλε σακούλα που με κοιτάζει περιπαιχτικά απ’ τη γωνιά, σα να λέει “σιγά ρε Μπολιβάρ” θα τα πούμε ένα χεράκι το βράδι. Την πήρα και την σήκωσα….

Την ώρα που θα ανοίγω τον κάδο, κάτω στο δρόμο, στο σπίτι θ’ αφήσω να παίζει το In a landscape του John Cage. Ερήμην μας. Τιμής ένεκεν. Για τα σκουπίδια που –σε πείσμα κάποιων ανόητων που νομίζουν πως τα ΄μαθαν όλα γι αυτά- τραγουδάνε ακόμη. Και μπορεί να τους πνίξουν μέσα τους.

Θεσσαλονίκη

Ο Αντώνης δεν ήταν ψηλός. Μόνον ένας κακός άνθρωπος θα έγραφε «ήταν κοντός». Γι αυτό εφευρέθηκε το «δεν», για να λειαίνει τις γωνίες που πέφτουν σαν τις ύαινες πάνω σου αν παραπατήσεις στις σκέψεις. Τέλος πάντων, ο Αντώνης ήταν ένα και εξηνταοκτώ με φλατ παπούτσι, ξυπόλητος δεν πατούσε στα πατώματα.

Ξυπόλητη ήταν η Σωτηρούλα. Όχι αυτό που λέμε «ξεβράκωτη», λεφτά για παπούτσια είχε αλλά είχε και χούι να περπατάει στο σπίτι με πόδια γυμνά. Εγώ σφουγγαρίζω, εγώ καθαρίζω, θα κάνω όσες πατημασιές θέλω, του έλεγε όταν τον έβλεπε να κοιτάζει με αηδία τα σημάδια απ’ τον ιδρώτα στα μάρμαρα. Μη φανταστείς τίποτε ακριβό, άγιαξ της σειράς ήταν, εργολαβικά.

Όπως καταλαβαίνεις ο Αντώνης και η Σωτηρούλα ζούσαν μαζί, μοιραζόταν τα ίδια μάρμαρα. Παιδιά δεν είχαν, όχι γιατί δεν ήθελαν αλλά γιατί τους εμπόδιζε το αίμα τους. Μη βάζεις στο νου σου καμιά σπάνια αρρώστια, καμιά λευχαιμία, μπα, τίποτε τέτοιο. Μόνο κακοί άνθρωποι βασανίζουν τους άλλους μέσα σε ιστοριούλες με νοσοκομεία, καρκίνους, πάνες ακράτειας, τσιγάρα και ξενύχτια με χώματα στα μάτια. Ο Αντώνης και η Σωτηρούλα ήταν μια χαρά, το ίδιο και οι τακτικές εξαμηνιαίες εξετάσεις τους στο ΙΚΑ. Τέλος πάντων, ο Αντώνης και η Σωτηρούλα ήταν αδέρφια. Of a certain age, που λέει κι ο Χάνον.

Το πώς ξέμειναν οι δυο τους στο ίδιο σπίτι είναι μεγάλη ιστορία. Πολύ μεγάλη. Mόνο κακοί άνθρωποι θα επέμεναν φορτικά λέγοντας «γράψ’ την», γι αυτό λοιπόν εφευρέθηκε το «δεν», για να ξεκινάς την ιστορία από όποιο σημείο θέλεις. Και να την τελειώνεις όπου θέλεις, επίσης.

Μια Παρασκευή λίγο μετά την πρωτομαγιά, ο Αντώνης ντύθηκε για να βγει να συναντήσει -για πρώτη φορά, μπλάιντ ντέιτ και τα συναφή- την sweetmamma. Aυτή δεν ξέρω τι κουμάσι ήτανε αλλά ξέρω πως την πέτυχε στο φέισμπουκ. Έκαναν τα καθιερωμένα ένα, δυο, τρία αλληλοlike σε τοίχο αλλουνού, ράγισε ο πάγος, πριν σπάσει εντελώς και τους σιχαθούν όλοι οι υπόλοιποι βλέποντάς τους να σαλιαρίζουν σε ξένα ντουβάρια, έριξε τα μούτρα του ο Αντώνης, έκανε friend request, τον σπίτωσε η sweetmamma. Μαζί με άλλους 684 αλλά αυτά δεν τα μετράς αν έχεις να πας με γυναίκα από τη μέρα που εγκατέλειψε το ποδόσφαιρο ο Γιόχαν Κρόιφ. Ή ο Γιόχαν Νέσκενς. Κάποιος απ’ τους δυο πάντως, δεν κράτησα και σημειώσεις πότε πήδηξε τελευταία φορά ο Αντώνης, μια μικρή ιστορία προσπαθώ να διηγηθώ, δεν γράφω ιστορικό δοκίμιο.

Η Σωτηρούλα δεν κατούρησε στο πηγάδι, είχε και αυτή σελίδα στο φέισμπουκ. Και βλογ είχε. Με το ίδιο όνομα και τα δυο, «Poisson Ivy». Mε δυο s , αλλιώς θα την μπέρδευαν με την κανονική του σχωρεμένου του Lux και θα είχαμε δράματα. Για avatar είχε τη μικρή γοργόνα, όχι την άριελ, την άλλην. Το τι έγραφε εκεί μέσα -και τι μύριζε, με τέτοιο όνομα και άβαταρ- δε στο λέω. Φαντάσου το. Σωστά. Επιστρέφουμε στον Αντώνη τώρα.

Κοιταζόταν για τις τελευταίες διορθώσεις στον καθρέφτη της -από ξύλο τριανταφυλλιάς- τρίφυλλης ντουλάπας, απ’ την προίκα της μάνας τους. Κι ο μπαμπάς τους έκανε ωραία τρίφυλλα αλλά καμιά σχέση με ντουλάπες. Ήταν λοιπόν στημένος απέναντι απ’ τον καθρέφτη -όχι πολύ μεγάλο καθρέφτη, τα είπαμε αυτά στην αρχή-  φτιάχνοντας το γιακά του πουκάμισου όταν μπήκε η Σωτηρούλα και τον σκάναρε πατόκορφα.

Αυτό θα βάλεις; είσαι σίγουρος ; Κακιασμένη οχιά να μιλούσε, πιο τρυφερά θα ακουγόταν το σφύριγμά της.

Ξανακοιτάχτηκε. Δεν είδε κάτι περίεργο πάνω του. Την κοίταξε μέσα απ’ τον καθρέφτη, είδε πολλά περίεργα πάνω της αλλά ανακουφίστηκε που την είδε, έτρεμε την ημέρα που ο καθρέφτης δεν θα την είχε μέσα, ήξερε καλά ποιός δεν έχει είδωλο στον καθρέφτη. Η Σωτηρούλα είχε. Προς το παρόν.

Τι έχει ρε συ το κουστουμάκι; της αντιμίλησε. Πρόπερσι το πήρα, δυο χρόνια το φάγαν οι ναφθαλίνες, τα σκοτάδια και οι κρεμάστρες κι εμένα μ’ έφαγε το μέσα, καιρός να βγει μαζί μου βόλτα κι αυτό, να πάρει καμιάν ανάσα.

Λάθος έκανα πριν, βιάστηκα να οπλίσω με όποια λέξη βρήκα πρόχειρη και αστόχησα. Οι σκέτες κακιασμένες οχιές κρατάνε κάποια προσχήματα. Οι κακιασμένες κι αγάμητες ταυτόχρονα όχι.

Σπαγκί λινό κοστούμι θα βάλεις; ενάμιση σκαμπό άνθρωπος; δεν φτάνει που είσαι ζουμπάς, είναι και μές στην τσαλάκα το ρούχο, γουμίδι, σαν μπαντονεόν μοιάζεις ρε, για καφέ θα βγεις ή για να σκορπίσεις το γέλιο απλόχερα;

Mπαντονεόν. Η κουφάλα. Ούτε καν ακορντεόν. Άμα είσαι ένα και εξηνταοκτώ γερνάς και πεθαίνεις στο Μπουένος Άιρες. Σηκουάνα δεν θ’ αξιωθούν να δουν τα μάτια σου.

Πληγώθηκε όσο να ‘ναι ο Αντώνης αλλά ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά θα ήταν. Από τη μέρα που της είπε «θα βγω για καφέ με τη sweetmamma» λύσσαξε. Γιατί αυτήν την κατάπινε ζωντανή το σπίτι, το μέσα, τα ντουβάρια, ο νεροχύτης, τα μπαλκόνια, ο μπιντές. Πώς ρουφάει ο σατανάς τους αμαρτωλούς; πώς ο μακαρίτης ο Μάρλει το μπάφο; ο Μπάροουζ το όπιο; πώς καταπίνει η φάλαινα το πλαγκτόν; Έτσι.

Φάλαινα…χμμ…η Σωτηρούλα δεν ήταν αδύνατη. Μόμπι Ντικ δεν την έλεγες αλλά αν ο θεός έκανε καμιά υπερωρία την ώρα της δημιουργίας και μαστόρευε κάτι ανάμεσα σε μεγάλη φώκια και μωρό όρκας, θα είχες φωτογραφία της αδερφής του Αντώνη. Οκτάωρο μου ήθελε ο θεός, βάλε εσύ κοινέ θνητέ τη φαντασία σου να δουλεύει overtime τώρα.

Ε όχι και μπαντονεόν, είπε φουρκισμένος ο Αντώνης. Όχι και μπαντονεόν. Πες κάτι άλλο που κάνει λιγότερο θόρυβο, είπα να περάσω απαρατήρητος όταν βγω, δεν θέλω όλα τα βλέμματα καρφωμένα πάνω μας.

Πάνω μας. Μας. Α ρε Αντωνάκη, η Μητέρα όλων των Λαθών ήταν αυτό το «μας». Τη Λίβερπουλ μαζί με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ να κατέβαζες σε αρένα απέναντι από καυλωμένο ταύρο, πιο ήρεμος θα ήταν αυτός σε σχέση με την Σωτηρούλα όταν το άκουσε.

Άσε μας ρε αδερφέ Κατσάμπα που σε πείραξε το μπαντονεόν. Βγες απ’  τη ντουλάπα και άμε στο καλό με την καλή σου.

Αδερφέ Κατσάμπα! Την καργιόλα. Χτυπάει εκεί που πονάει. Πάλι καλά όμως, αφού δεν τον είπε και Έρικα Μπρόγιερ ή Χάρη Κατσιμίχα, στεγνός την έβγαλε. Καραμαζώφ αποκλείεται να ξεστόμιζε η Σωτηρούλα, ορθόδοξη δεξιά ανέκαθεν, αριστούχα Σχολής ΕΡΕ, ότι έληγε σε –ωφ δεν υπήρχε γι αυτήν. Με την εξαίρεση του στρογκανόφ. Δεξιά ήταν, ηλίθια όχι. Το πρόφερε με όμικρον και το έτρωγε.

Γύρισε και της είπε «να σου κοπούν τα πόδια κακούργα, αυτή η ζήλια σου θα σε φάει στο τέλος, να σου κοπούν τα πόδια!». Βρόντηξε την πόρτα της ντουλάπας, βρόντηξε και την εξώπορτα, έφυγε. Η Σωτηρούλα έμεινε για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια μόνη. Με αγκαλιά το πιεσόμετρο, δέκα μικρή, δεκαεννιά η μεγάλη. Και πάλι καλά να λες που δε χτύπησε μπλακτζάκ με τέτοια σύγχυση.

Βγήκε ο Αντώνης παρέα με το ένα και εξηνταοκτώ του. Πήρε και την ψυχή του μαζί, κανόνας απαράβατος και πατρική παρακαταθήκη, «μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει» έλεγε ο μπαμπάς του όσην ώρα έστριβε το τρίτο τρίφυλλο της μέρας ενώ η γυναίκα του κουβαλούσε σαν το μουλάρι -δεν το λέει η καρδιά μου να πω μουλάρα- τα όσπρια του μήνα, μισή οκά φυτίνη και δυο μπουκάλια πετρέλαιο -για τους λεκέδες και τους κοριούς- απ’ τα λαδάδικα ως τα μισά της Αγίου Δημητρίου. Μετά τα έφτυνε η γυναικούλα και άδειαζε το μισό μπουκάλι σε ένα παρτέρι με λεμονιές, έξω απ’ τη Μητρόπολη, για να αντέξει να βγάλει την ανηφόρα της Ρακτιβάν. Άμα έβγαλε αυτή η λεμονιά έστω και ένα κουκούτσι, να μη σώσω να ξαναγράψω λέξη. Θεός σχωρέστους, και το μπαμπά του και τη μάνα του και τη λεμονιά.

Είχαν πει να βρεθούν στη «Σαχάρα», εκείνος δεν ήξερε πού είναι αυτό, αυτή τον κατατόπισε. Όποιος φτάσει πρώτος μπαίνει και πιάνει τραπέζι, του έγραψε. Εκείνο στη γωνία κάτω απ’ το κλιματιστικό, αυτό στάζει είτε δουλεύει είτε όχι κι έτσι κανείς δεν κάθεται εκεί, είναι κι ακριβώς δίπλα στο βεσέ, οπότε δεν χρειάζεται καν να ψάξουμε ο ένας τον άλλον. Μπρίλιαντ ;

Not so. Tη Σαχάρα τη βρήκε σχετικά εύκολα, το τραπέζι ευκολότερα, άλλωστε ένα κλιματιστικό και ένα βεσέ είχε όλο κι όλο το μαγαζί, ούτε ο τυφλός της Ιεριχούς -πριν τον περιλάβει βέβαια ο Χριστός- θα λάθευε. Μπήκε, κάθησε, μετά από μια ώρα -κι ενώ η σερβιτόρα το πήρε απόφαση πως την δούλευε λέγοντάς της «περιμένω παρέα»– παρήγγειλε ένα βερμούτ, πριν προλάβει να φρικάρει η κοπελίτσα της έγνεψε ο κοτσιδάτος πίσω απ’ το μπαρ σα να έλεγε «έλα, ξέρω», ήξερε να μεταφράζει το βερμούτ γιατί η κοτσίδα ήταν χρώματος ξεθωριασμένα  –ήντα, του έβαλε διπλή μερίδα κόκκινο μαρτίνι σε νεροπότηρο κι ένα μπολ με φιστίκια και στραγάλια, η ώρα πήγε εννιάμιση, δέκα, δέκα και μισή, έφαγε άλλες δυο μερίδες στραγάλια σκέτα -γιατί τα φιστίκια δεν συνέφεραν το μαγαζί με ένα ποτό μονάχα- αλλά sweetmamma γιοκ. Στις έντεκα παρά είκοσι ακριβώς τους άδειασε τη γωνιά, αφού πρώτα έριξε ακόμη ένα -το έβδομο- κατούρημα «για το δρόμο». Μετά μπήκε στο 23 «Ν.Σ.Σταθμός-Συκιές» και ορκίστηκε μόλις φτάσει σπίτι να κάνει unfriend αυτή την άκαρδη.

Μέσα στο λεωφορείο άρχισε να σκέφτεται τι θα πει της Σωτηρούλας, μέχρι που θυμήθηκε ότι δεν είχε βγάλει εισιτήριο και το μεγάλο άγχος στραγγάλισε το μικρό. Από το κούνα-κούνα και το σταμάτα-ξεκίνα ζαλίστηκε, μπορεί να έφταιγε και το βερμούτ, μπορεί κι ο οδηγός που βιαζόταν να τελειώσει βάρδια για να πάει στο Blue Iguana Live, να χαζέψει κώλους. Ανακατεύτηκε και κατέβηκε μια στάση νωρίτερα, αυτό ήταν αποκοτιά -σκέφτηκε καθυστερημένα- , καλύτερα να μπω ξεβράκωτος στις δυο τα ξημερώματα στο Bar Me παρά να περπατήσω μόνος στη γειτονιά μου νυχτιάτικα. Σταυροκοπήθηκε που ο θεός τον έκανε στρέιτ και αν απορείς πώς ήξερε το Bar Me, κακώς απορείς.

Ξεκλείδωσε την εξώπορτα της οικοδομής στις εντεκάμιση, την κλείδωναν από τις εννιά το βράδυ -εφτά το χειμώνα-. Όποιος δεν είχε κλειδιά μαζί του ή συγγενή πρώτου βαθμού στην άλλη άκρη του θυροτηλέφωνου να του ανοίξει μέσα σε ένα λεπτό, τον τρώγαν σαν kofta οι πακιστανοί αν δεν είχαν -στο μεταξύ- προλάβει να τον ξεκοκαλίσουν οι γεωργιανοί που παραφυλάγαν πίσω απ’ τον μεγάλο κάδο με τα μπάζα στην απέναντι γωνία. Πριν τρεις μήνες αυτοί είχαν φάει μια γριά -που την βρήκαν μετά στο Χαρίσειο γιατί βαρέθηκε να ζει μόνη- και ανήμερα Καθαρά Δευτέρα εξαφανίστηκαν δυο μικρά δίδυμα κοριτσάκια, θα ‘ταν δεν θα ‘ταν δεκάξη, που κάποιος είπε ότι τα είδε μέσα στις λαγάνες που μασουλούσαν τρεις ρουμάνοι καθισμένοι στα σκαλιά της πολυκατοικίας που μέναν τα δίδυμα, για τέτοιο θράσος μιλάμε. Αν είχαν και ταραμά θα κινδύνευε ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο, βάλε και ελιές και μετά θα χρειαζόταν να εκκενώσουν και την Κασσάνδρου και την Αγίου Δημητρίου μαζί. Δυο μέρες μετά τα κοριτσάκια επέστρεψαν σπίτι, πήγαν μια εκδρομή με φίλους τους στις Πρέσπες, για τέτοιο θράσος μιλάμε, να δεις που αυτά θα είχαν και σελίδα στο φέισμπουκ. Οι ρουμάνοι μάλλον όχι.

Όταν μπήκε στο σπίτι όλα τα φώτα ήταν σβηστά, μόνο η τηλεόραση έπαιζε Λιακόπουλο, πάλι πούλαγε αυτός εφτά βιβλία ένα εικοσάρικο, πότε τα γράφουν, πότε τα τυπώνουν, μόνον η ΝASA  και τα μυστικά τυπογραφεία των Μάγια το ξέρουν. Η Σωτηρούλα ήταν καθισμένη στον τριθέσιο αμίλητη με τα πόδια της πάνω, σκεπασμένη από τη μέση και κάτω με μια αχρησιμοποίητη ως τότε κουβέρτα -πλεκτή με βελονάκι- της προίκας της που μύριζε κλεισούρα και ληγμένα οιστρογόνα. Κανείς τους δεν μίλησε και τι να προλάβεις δηλαδή να πεις άμα ανοίξει το στόμα του ο Λιακόπουλος. Κάθησε στην άκρη του καναπέ χωρίς να βγάλει το σακάκι του, μόνο τα παπούτσια άφησε στη θέση τους δίπλα στην πόρτα μπαίνοντας, κανόνας Σωτηρούλας απαράβατος, ή ξυπόλητος ή πετάς, εγώ καθαρίζω, εγώ σφουγγαρίζω, μόνο δικές μου πατημασιές θα υπάρχουν εδώ μέσα.

Μετά από τρεις συγκρατημένους αναστεναγμούς που κράτησαν πέντε λεπτά -κι αφού στο ενδιάμεσο ο Λιακόπουλος πρόλαβε και φώναξε εφτά φορές «σε μένα η κάμερα»-, της είπε «δεν ήρθε». Ούτε παραπονεμένα, ούτε θυμωμένα, ούτε πικραμένα. Απολογητικά. Σα βρεγμένη γάτα, δαρμένος σκύλος, άντρας που μόλις ανακάλυψε ότι η γυναίκα του διάβασε όλα τα sms του, καλύτερα ζώο και βασανισμένο κι ας με σταυρώσει η φιλοζωική, δεν το συζητώ. Δεν του απάντησε, δεν γύρισε καν να τον κοιτάξει και αυτή της η σιωπή ήταν χειρότερη κι από γιατρού την ώρα που κοιτάζει την αξονική. Θέλησε να σηκωθεί να πάει στο κρεβάτι του αλλά οι ενοχές του -μια που την άφησε μόνη βραδιάτικα, μια εκείνο το «να σου κοπούν τα πόδια»– τον είχαν καρφωμένο στον καναπέ, στο πλάι της.

«Κοίτα τι μου ‘κανες κακούργε» είπε τραβώντας την κουβέρτα απ’ τα πόδια της, «σ’ ευχαριστεί τώρα αυτό; πες μου, αυτό ευχήθηκες;».

Εδώ -κοντά στην κορύφωση του δράματος- θα περίμενε κανείς κρατώντας την ανάσα του να διαβάσει ένα φτηνό συγγραφικό κολπάκι, που θα περιέγραφε με προσεκτικά διαλεγμένες λέξεις οτι το «αυτό» δεν ήταν παρά τα κομμένα με το κουζινομάχαιρο πόδια της. Από το γόνατο και κάτω, πάνω τα είχε τα παχάκια της η Σωτηρούλα και δεν θα τέλειωνε πριν το ξημέρωμα. Γερό ήταν το μαχαίρι, προίκα της κι αυτό, ένα Wusthof Classic 23, οπότε δεν θα ζορίστηκε πολύ στο κόκαλο. Έτσι θα έπαιρνε την εκδίκησή της, κάνοντάς τον να λιώνει από ισόβιες τύψεις. Τι μίζερυ και χαζά, αυτό το σχέδιο ήταν επώδυνο μα και μεγαλοφυές ταυτόχρονα. Σωστά;

Λά-θος.

Μαχαίρι πάνω στο γυμνό της δέρμα δεν ακούμπησε. «Αυτό» δεν ήταν παρά η ουρά ενός ψαριού, στο extreme size της Σωτηρούλας, που ξεκίναγε μια σπιθαμή κάτω από κει που αν σκάλιζες πολύ και ανασήκωνες πεντέξι σάρκινες δίπλες θα ‘βρισκες τον αφαλό της. «Αυτό» ήταν μια γοργόνα που την ζωγράφισε ο Φράνσις Μπέικον και αμέσως μετά την έκανε χίλια κομμάτια, έτσι για να ΄χεις μια -έστω- θολή εικόνα του τι τρομαχτικό και μισοτελειωμένο αντίκριζε ο κεραυνοβολημένος και δακρυσμένος Αντώνης. Ένα από τα greatest hits του σουρεαλισμού. Το πώς συνέβη κάτι τόσο τραγικό κι αναπάντεχο και τι συζήτησαν μετά, μέχρι το ξημέρωμα, τα δυο ορφανά γέρνοντας το ένα στον ώμο του άλλου -επίπονη και επικίνδυνη μανούβρα για τους σκουριασμένους αυχένες τους- δεν θα το μάθουμε ποτέ και ίσως να είναι καλύτερα έτσι. Δεν πρέπει όλες οι ιστορίες να είναι ξεδιάντροπα αδιάκριτες. Ξέρω μόνο πως εκείνη κάποια στιγμή του ζήτησε -αφηρημένα, από συνήθεια- να της τρίψει τα πόδια γιατί πιάστηκαν τόσες ώρες πάνω στον καναπέ κι εκείνος αγόγγυστα έφερε μια λεκάνη με ζεστό νερό από το μπάνιο και της έβαλε προσεκτικά την ουρά μέσα. Το νερό το κράτησε για να το κάνει ψαρόσουπα, αύριο. Αύριο θα έκοβε και την ευρυζωνική, τους ήταν άχρηστη πλέον.

Εκείνο που μπορώ με σιγουριά να σου πω τελειώνοντας είναι ότι ποτέ ξανά το πάτωμα δεν θα φιλοξενούσε τις πατημασιές της Σωτηρούλας πάνω του. Από κείνη τη μέρα κιόλας έπρεπε να μάθει να κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού τσουλώντας και πλατσουρίζοντας σαν τη φώκια. Αυτά τα μάρμαρα είχαν σίγουρα ζήσει και καλύτερες μέρες….

Aπό το απέναντι δυαράκι, ανάμεσα σε μυρωδιές από καμμένο σπορέλαιο, σκουριασμένα κάγκελα, πεσμένους σοβάδες και ξεχειλισμένους σκουπιδοντενεκέδες, τα χείλια του Νάστα συνέχιζαν να πονάνε…

 ————————————

 

Φωτογραφία :  arcphotodays(αυτό έλειπε να μην..)

 

 

 

 

losing my religion

Λύσσαξες με τις ζέστες του Σεπτέμβρη. Φαγώθηκες με τον καθαρό ουρανό. Απόρησες που το καλοκαίρι ξεχείλωσε. Γκρίνιαξες που δεν μπορείς να διακρίνεις πια τις εποχές.

Και τώρα τι κατάλαβες;

Οι απρόσμενες ζέστες, ο γαλάζιος ουρανός, η άδεια παραλία που μάταια σε περιμένει αλλά ξέρεις πως είναι εκεί, οι νύχτες με ανοιχτή μπαλκονόπορτα, ένα σεντόνι ανάμεσα στα πόδια σου, μια μπίρα στο μπαλκόνι χαζεύοντας το φως απ’ την τηλεόραση των απέναντι, λίγο νερό στις γλάστρες, τα κινητά που ακούγονται να χτυπάνε από πάνω, από κάτω, από δίπλα, ο ηλίθιος Ρωμαίος που είναι παρκαρισμένος στη γωνία με ανοιχτά παράθυρα και Βέρτη στα κόκκινα- ούτε τις Ιουλιέττες τις φτιάχνουν όπως παλιά-, το κρύο νερό στο ψυγείο, δυο ρεσώ που φωτίζουν τη χαραμάδα ανάμεσα στα πόδια της, τα δάχτυλά σου που μυρίζουν βασιλικό και σκόρδο, μια βόλτα με τις σαγιονάρες στο γαλατάδικο για τσιγάρα, τα δυο, τρία τι-σερτ που επιμένεις μουλαρίσια -και καλά κάνεις- να μένουν κρεμασμένα κι ετοιμοφόρετα, να βγαίνεις απ’ το μπάνιο ακούγοντας το δέρμα σου να λέει «ευχαριστώ» αντί «σκέπασέ με γρήγορα», ν’ ανοίγεις την πόρτα του ασανσέρ και να μην αντικρίζεις το χαρτί με τα κοινόχρηστα, να μπαίνεις μέσα της και να μην είσαι σίγουρος αν η ανατριχίλα είναι από την κουρτίνα που μόλις κουνήθηκε λιγάκι, όλα αυτά -όταν αρχίζει να νυχτώνει απ τις εφτάμιση, απ’ τις εφτά- είναι η μεθαδόνη μας, το δεκανίκι για να αντέξουμε όσο μπορούμε, παριστάνοντας τους καθαρούς, πριν ξαναπέσουμε στα σκληρά του Οκτώβρη. Φέτος, έτσι έφτασε στ’ αυτιά μου, η διαδρομή ως τον Μάη του χρόνου δεν θα είναι μόνο πανάκριβη, θα ‘ναι και νοθευμένη. Όσοι αντέξουν. Αλήθεια σου είπαν ότι δεν θα σε κυνηγήσουν για τη χρήση, θα σε κυνηγήσουν όμως αλύπητα επειδή ζεις.

Χτες, με τον αέρα, τη βροχή, τον μαβί ουρανό και την τηλεόραση ανοιχτή με το πένθιμο και χυδαίο εμβατήριο του σκληρού, άδικου μα και εθνικά απαραίτητου, κατάλαβα πως ο Σεπτέμβρης δεν είναι παρά η πλάτη μιας ωραίας γυναίκας λίγο πριν ή αμέσως μετά το «αντίο». Την ώρα που αρχίζει να βρέχει. Με τη μυρωδιά της κολλημένη σε κάθε γωνιά σου. Και κάτι σαν φίδι να κόβει βόλτες στο στομάχι σου. Μείον το φίδι, ούτε ο Τρυφώ θα μπορούσε να το φιλμάρει καλύτερα αυτό το αντίο. Που -από μια στιγμή και μετά- ούτε «τα λέμε» είναι, ούτε «στο επανιδείν». Αντίο σκέτο είναι.

Θα μου πεις τίποτε δεν κρατάει για πάντα. Αν σ’ ανακουφίζουν οι αλήθειες πες το. Εγώ την πίστη μου στις αλήθειες την έχασα. Ειδικά των άλλων. Ίσως φτιάξω μερικές δικές μου αλήθειες ή μια ολοδικιά μου πίστη, τώρα που τέλειωσε η μεθαδόνη του Σεπτέμβρη, να ‘χω να πορεύομαι.

Thanks Michael..

Ηρωική Συμφωνία

Δεν με αντέχω όταν παίρνω το πινέλο και βάφω τα ντουβάρια μαύρα. Ακόμη περισσότερο όταν δεν πιάνω καν πινέλο και πασαλείβω με τα χέρια ή πετώντας με λύσσα μελανές σκέψεις στους τοίχους, σαν Τζάκσον Πόλοκ των κατά φαντασίαν θυμωμένων. Αν θυμώσεις πας και σπας, δεν θαλασσοδέρνεσαι με «σκέφτομαι και γράφω».

Το κουμπί mute πάνω μου έχει την τιμητική του. Oύτε volume up, ούτε loudness, ούτε on στο subwoofer. Mούγκα. Η μουσική είναι εκεί, βαράει αλύπητα αλλά το mute βαράει επιστημονικά, όταν με βρουν στα πατώματα ούτε μελανιές θα δουν πάνω μου, ούτε εκδορές, ούτε «σημεία πάλης». Αυτοχειρία, θα πουν. Παραδόθηκε στις σιωπές του γιατί ξέχασε να μιλάει. Εκπαίδευσε τα δάχτυλά του και ευνούχισε τη γλώσσα του. Αντί να πιάσει μια πέτρα και να βρει στόχο, προτίμησε να γράψει δέκα like βλέποντας άλλες εύστοχες. Θλιβερός.

Πήγα σήμερα με τον μεγάλο για να γραφτεί. Με το που περάσαμε την πύλη της σχολής ήρθαν κοντά μας δέκα, δώδεκα αγόρια, πράσινα, γαλάζια, ροζ, κόκκινα. Τον άφησα στα χέρια τους, μπορεί να κολυμπάει μόνος. Έμεινα έξω, κάθησα στο πρώτο τραπέζι που είχε άδεια καρέκλα, τα χρωματιστά παιδιά, δεκαεννιά, είκοσι, εικοσιένα, είχαν όλα καθαρά πρόσωπα. Και λαμπερά μάτια. Κάποιος, δεν θυμάμαι από ποιο τραπέζι, με ρώτησε ποια είναι η γνώμη σας για το νόμο της Διαμαντοπούλου. Δεν έβγαλα λόγο, αντιστάθηκα στο μανδραβέλη που κρύβω μέσα μου, είπα είμαι σίγουρος πως εσείς ξέρετε καλύτερα γιατί θα τον νιώσετε στο πετσί σας. Κανείς τους δεν ικανοποιήθηκε με τέτοια ερμαφρόδιτη απάντηση, εκτός από μένα. Όλοι τους κουνάνε το δάχτυλο επιτιμητικά, οι αιώνια σοφοί (αυτοί οι αιώνιοι είναι οι αληθινά επικίνδυνοι, όχι οι άλλοι), οι πρέσβεις της ορθής –ελληνικής- αγωγής Ε.Π.Ε. και οι καθημερινοί εμμονικοί, εγώ θα προτιμούσα να το κόψω αντί να το δω τεντωμένο μπρος στα πρόσωπά τους. Τριάντα χρόνια κοντεύουν που σταμάτησα να είμαι στη θέση τους, ούτε δάσκαλος ούτε τιμητής τους δικαιούμαι να γίνω όσο δεν έχω να τους προσφέρω κάτι λιγότερο ευχο-λογικό από το «σας αξίζουν καλύτερα πανεπιστήμια». Και καλύτερη ζωή τους άξιζε αλλά προλάβαμε και τη δανειστήκαμε εμείς. Αγύριστη. Όσο περίμενα τον νέο συμφοιτητή τους με κέρασαν έναν καφέ απ’ το κυλικείο, πλαστικό ποτηράκι αλλά από τους πιο ωραίους καφέδες της ζωής μου, πάνω στα τραπεζάκια της «παθογένειας». Είπαμε πολλά. Είπαν, για την ακρίβεια. Με έκπληξη συνειδητοποίησα πως διάλεξα ν’ ακούσω. Μαθαίνεις αν ακούς. Ακόμη κι αν είσαι στην απέναντι όχθη, εσύ είσαι στην ασφάλεια της στεριάς, αυτοί είναι μέσα στα νερά. Πολλές φορές θυμώνω μαζί τους, τις πιο πολλές όμως θυμώνω μαζί μου γιατί δεν έδωσα τη χαριστική βολή σ’αυτό το δάχτυλο που όλο θέλει να σηκωθεί, σαν φανταστική μπαγκέτα που θα διευθύνει ένα σωρό εκ του ασφαλούς παραινέσεις. Που αν τις βάλεις όλες μαζί, μόνο φάλτσα μπορούν να παίξουν. Τις είδαμε τις Ηρωικές Συμφωνίες μας των -άντα και των -ήντα, τις χορτάσαμε.

Όταν τέλειωσε με τις γραμματείες και με βρήκε -ακόμη- έξω, με κοίταξε λοξά. Τι δουλειά έχεις εδώ; …Πήγαινε κι έρχομαι, του είπα, κάνω ένα τσιγάρο -κερασμένο κι αυτό- και ξεκινάω, τους προτρέπω να μη γίνουν ποτέ πρόεδροι της ΕΦΕΕ, έχει ο καιρός άσχημα γυρίσματα.

Ο φίλος μου νοίκιασε ακριβώς απέναντι από το μπαλκόνι μου. Ο χειμώνας προμηνύεται λαμπρός. Για πρώτη φορά εδώ και καιρό συμφώνησα, χωρίς καμιάν αναστολή, μαζί μου. Και χωρίς καν να ρωτήσω το χειμώνα, αν αυτός διαφωνήσει -που θα διαφωνήσει, δεν το συζητώ- δεν είναι καιρός για ανόητους ηρωισμούς.

the moon over Mtatsminda

Κοιτάζω ντουβάρια, ταβάνια, γωνίες, μπαλκόνια, ώρες ώρες το μισώ αυτό το σπίτι. Πληρώνω συνέχεια εξ αιτίας του με κάθε προβλέψιμο ή ευφάνταστο τρόπο. Πληρώνω για κάθε σπιθαμή του, για κάθε ανάσα, για κάθε στιγμή μέσα του. Πληρώνω επειδή επιμένουμε να ζούμε. Γαϊδουρινό πείσμα.

Πάμε για μπίρες. Στο καφενείο. Μαλώνω τον Γιώτη, τα τρία και τα τέσσερα ευρώ να τα ξεχάσεις, αν δεν βγαίνεις με τα μπουκάλια φέρε βαρέλι, τα μεγαλεία τέλειωσαν, κάτι πάει να πει για ΔΕΗ, για φιπιά, για δημοτικά τέλη, δεν ακούω λέξη. Ξεκίνησε η εποχή του δίευρου, έπεται του μονόευρου, όταν ξυπνήσουμε με δραχμή κομμένες και οι μπίρες και τα έξω και τα θέλω και όλα.

Εσείς δουλεύετε και οι δυο, σωστά; τον ακούω να λέει κατεβάζοντας τη μπουκιά του. Οτι θα ερχόταν μέρα που θα έτρεμα ακούγοντας αυτό, σαν να με ανακρίνουν ο Αρτέμης Μάτσας και ο Δήμος Σταρένιος μαζί, δεν το φαντάστηκα ποτέ. Να νιώθεις ενοχές όταν απλώς είδες τον δολοφόνο και τον έδειξες κιόλας, με ονοματεπώνυμο, πάει πολύ. Τίποτε δεν είναι πολύ τελικά. Ούτε πάτο στο βαρέλι βάλαμε ποτέ γιατί απλά δεν υπήρχε βαρέλι. Χύμα όλα.

Στη βιβλιοθήκη, απέναντι απ’ τον Yamaha. Φωτάκια ερμητικά κλειστά. Σκοτάδι στην πρόσοψη. Σηκώνω το καπάκι του πικ-απ. Μούχλα, κλεισούρα, θα έλεγα και «αράχνες» αλλά εδώ εμείς δεν μπορούμε να φάμε, για οικόσιτα είμαστε; Χαϊδεύω τρυφερά και προσεκτικά τη βελόνα, σα να της λέω εδώ είμαι, ησύχασε, εδώ είμαι, είμαι ο πιο θλιβερός ψεύτης του σύμπαντος, ούτε μια ακίδα μπορώ να πείσω, ρίχνω μια κλεφτή ματιά στα βινύλια. Οι ομαδικοί τάφοι στην Καμπότζη την εποχή του Ποτ περισσότερη ζωντάνια είχαν.

Την περασμένη βδομάδα δοκίμασα ν’ ακούσω το Garlands. Το σκούπισα, το ακούμπησα πάνω στη λαστιχένια βάση, ξάπλωσα το εξώφυλλο στο τραπεζάκι με τις αποδείξεις. Βελόνα δεν το άγγιξε, ξεχάστηκα. Παλιά ξέχναγα να φάω όταν γύριζα σπίτι με καινούριο λάφυρο, σήμερα έχω μιαν ακριβή τροπαιοθήκη απέναντι, όχι στον τοίχο, ούτε στο πάτωμα, αν και πολλές φορές βλέπω το πετσί του Iggy απλωμένο μπρος στα πόδια μου, δίπλα στον καναπέ, με στόμα ορθάνοιχτο, δόντια κίτρινα,  έτοιμο να με καταπιεί και δυο γυάλινα μάτια που με κοιτάζουν με αηδία, I would never find myself looking bored, τι ψεύτης θεέ μου…

Το δωμάτιο της μικρής είναι βαμμένο. Καινούριο κρεβάτι, καινούριο γραφείο, παλιά ντουλάπα. Δυο στα τρία, I plea guilty. Και χωρίς απόδειξη από τον μπογιατζή. Ο αντιπρόεδρος είναι σοφός, εγώ κι ο μπογιατζής τα φάγαμε, ευτυχώς -σκέφτομαι- δεν χωράει στο δωμάτιό της. Οι παχύσαρκες ιδέες κι αποφάσεις τους όμως αφήνουν λεκέδες παντού, το λίπος των κυνικών ξεχειλίζει, θα χρειαστεί να ξαναβάψω σύντομα. Μαζί με τον Λεό, για να μου μάθει την τέχνη στα γωνιάσματα και στα σπατουλαριστά, θα πίνουμε  μπίρες και θα πετάμε τα  άδεια τενεκεδάκια στα απλωμένα χαρτιά στο πάτωμα. Μαζί θα τα καθαρίσουμε μετά, όσο μου διηγείται ιστορίες απ’ την πόλη του, τα πάρκα της και την Αρντζβίκ. Σε λίγο καιρό ίσως παίξω τον ρόλο αυτό, κάπου μακριά από την πόλη μου και τα -ανύπαρκτα- πάρκα της, απλά θ’ αλλάξω τα ονόματα. Ευτυχώς, γιατί πέντε σύμφωνα στη σειρά δεν μπορώ να τα βγάλω απ’ το στόμα μου.

Κατ΄ ευφημισμόν ανεφοδιασμός, έρχεται το αγόρι με τη μάνικα στο χέρι, ανοίγω το παράθυρο του συνοδηγού, απλώνω δεκάρικο χωρίς να πω λέξη, ακολουθεί η ερώτηση που με εξόργιζε, «δέκα;», στην αρχή το εκλάμβανα ως ειρωνεία με χαμηλά λιπαρά, χρειάστηκε να περάσει λίγος καιρός για να χωνέψω πως είχε έτοιμα πέντε ευρώ για ρέστα, από συνήθεια, είναι αυτό που σου ‘λεγα, ο ορισμός του ανεπαρκούς, αφού και είκοσι να βάλεις με το που γυρίζεις το κλειδί σου ξανανάβει το «please refuel», περιορίσου στα δέκα. Αχάριστα τετράτροχα.

Να τους γαμήσει. Αυτό ακούω συνέχεια από το παραδιπλανό τραπέζι. Να τους γαμήσει, τόσα χρόνια αυτοί δυόμιση και τρία χιλιάρικα κι εγώ κάθε χρόνο στο επίδομα μέχρι την επόμενη ελεημοσύνη με ένσημα και μετά επίδομα ξανά. Να τους γαμήσει. Μπροστά του ένα αργιάνι, απέναντι κάποιος σιωπηλός που αντί να τον ακούει βρίζει που και που τον Μακούν στην τηλεόραση. Εκείνος δεν βλέπει, κάνει αυτό που νομίζει πως ανακουφίζει τη μαυρίλα μέσα του, το μαύρο των άλλων ποτέ δεν είχε τις προδιαγραφές για να βάψει γκρι τα δικά του σωθικά, ούτε με δυο, ούτε με τρία χέρια κι αν το περάσεις. Δεν το ξέρει όμως, το μαντρί του γείτονα πρέπει να αδειάσει από κατσίκες κι ας μην έχει αυτός ούτε καν γη, όχι μαντρί και ζωντανά. Ο Γκαίμπελς ήταν ένα σκουπίδι μπροστά στους δικούς μας.

Ο Λεό βάφει το ταβάνι και μου μιλάει τρυφερά για τη χώρα του, έχει είκοσι χρόνια που έφυγε, κάθε χρόνο επιστρέφει, μια, δυο φορές, για δέκα μέρες, εγώ δεν ξέρω αν θα είμαι τόσο καλός όσο εκείνος. Βουτάει το ρολό στο άσπρο υδρόχρωμα που αραίωσε κι άλλο με τον ιδρώτα του, μου λέει για τον αδερφό του που έφυγε πίσω, στη Γεωργία. Όταν ακούω τον Jansug Kaxidze σκέφτομαι πως μπορεί να μην είναι τόσο άσχημα εκεί, μπορεί να κάθομαι στα παγκάκια με καλούς ανθρώπους δίπλα, να μου μιλάνε στη γλώσσα τους κι εγώ στη δική μου και να σκεφτόμαστε τα ίδια πράγματα. Να αγαπάς, να σ’ αγαπάνε, να μην αφήνεις νηστική την ψυχή σου, να είσαι ζωντανός.

Ο αφρός της μπύρας κατακάθισε. Το βυτίο είχε δίκιο, η γεύση είναι αλλιώτικη. Είτε πέντε ευρώ την πληρώσεις, είτε δέκα, είτε ένα, δεν είναι ίδια όπως πριν. Ούτε το βλογ, είτε πέντε λέξεις γράψεις, είτε πεντακόσιες, είτε καμιά. Ελπίζω όμως, σχεδόν ικετεύω όποιον ρυθμίζει τα δρομολόγιά τους, τα φεγγάρια να μείνουν ίδια. Απ’ όπου κι αν τα βλέπουμε.

ein, zwei, die ( frappe zombies )

Στην Αϊτή η μετατροπή σε ζόμπι θεωρείται ως φόνος, αν και το θύμα παραμένει ζωντανό. Το άρθρο 246 του ποινικού κώδικα της Αϊτής δηλώνει:

Θα πρέπει επίσης να αξιολογηθεί ως απόπειρα για δολοφονία η διαδικασία που μπορεί να έχει γίνει εναντίον οποιουδήποτε ατόμου, με τη χρήση ουσιών που χωρίς να επιφέρουν στην πραγματικότητα τον θάνατο, προκαλούν ληθαργικό κόμμα λίγο ή περισσότερο παρατεταμένο. Εάν εν τω μεταξύ το άτομο θαφτεί, ο δράστης διώκεται με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας.

Ο καθηγητής Roland Littlewood των τμημάτων Ανθρωπολογίας και Ψυχιατρικής του UCL και ο Chavennes Douyon, γιατρός στην πολυκλινική Medica της πρωτεύουσας της Αϊτής, εξέτασαν τις κλινικές περιπτώσεις που αφορούσαν τρεις ανθρώπους που αναφέρθηκε ότι είχαν μετατραπεί σε ζόμπι και δημοσίευσαν τα ευρήματά τους στο περιοδικό «The Lancet» το 1997. Παρακάτω περιγράφουν τη συμπεριφορά ενός από τους ανθρώπους που εξέτασαν:

Ο WD είναι ένας αδύνατος άντρας σε μία κατάσταση διαρκούς κατήφειας& περνά τον περισσότερο χρόνο καθισμένος ή ξαπλωμένος σε μία χαρακτηριστική θέση, τα κάτω άκρα του γερμένα προς τα αριστερά, τα άνω άκρα προς τα δεξιά, μιλάει μετά δυσκολίας και μονολεκτικά. Δεν μπορούσε να περιγράψει την ταφή και την υποδούλωσή του, αλλά δήλωσε ότι ένιωθε ασθενής. Μπορούσε να πεισθεί να περπατήσει με κανονική στάση και βήμα, σταθερά αλλά πολύ σιγά. Τα μάτια του περιεργαζόντουσαν τον χώρο με καθαρή πρόθεση, τα χέρια του κρεμόντουσαν δίπλα στο κορμί του και απέφευγε να κοιτάξει κάποιον στα μάτια.

Tραγουδάκι. Ας χορέψουμε. Βάλε τα κόκκινα παπούτσια σου και λικνίσου στο ρυθμό τους. Όπως κτυπάγαν παλαμάκια και το ντέφι στις αρκούδες….η εσπερία παρακολουθεί εκστατική το ματωμένο φολκλόρ και τους χαλκάδες, τα φραγκοδίφραγκα πέφτουν διστακτικά, οι αρκουδιάρηδες υποκλίνονται και χαιρετούν το κοινό τους, αύριο νέο πρόγραμμα.

Comment te dire frappe ?

λήγει κουβέντα ακόμη *

[ altstadt, στα πλακόστρωτα της τσίκνας, βράδυ, τρώγοντας και μιλώντας βρώμικα ]

Ο χειμώνας δεν είναι μακριά, είπε φυσώντας τη μύτη του σε ένα μεταχειρισμένο χαρτομάντηλο. Πάντα σκεφτόταν δημιουργικά όταν φυσούσε τη μύτη του. Βλέπεις πόσο μίκρυναν οι μέρες, ξαφνικά θα πέσουν δυο απανωτές βροχές και τέλειωσε, αυτό ήταν, έληξε, εδώ στα βόρεια φθινόπωρο δεν ζει πια. Σκέφτηκες τι θα κάνεις με τη θέρμανση;

Είχε σκεφτεί, σίγουρα είχε σκεφτεί, λύση δεν βρήκε. Ντρεπόταν να του το πει όμως, τον είχε προειδοποιήσει για τις δύσκολες εποχές που έρχονται εδώ και έξη-εφτά μήνες, εκείνος προτίμησε να ζήσει κουτσά στραβά το καλοκαίρι αλαφρωμένος από σκέψεις πολύπλοκες και αποφάσεις με κοφτερές γωνίες. Τις αποφάσεις που έπρεπε να πάρει τις έντυνε γύρω γύρω με εφημερίδες παλιές -απ τις μέρες τις καλές- και δυο ρολά γάζες, ξεμπέρδευε μαζί τους. Κάποτε απέδιδε αυτό, τώρα οι γάζες ακρίβυναν, τις εφημερίδες τις έκοψε σε μικρά κομάτια και τις κράτησε για το WC, θυμήθηκε ότι οι παλιοί το κάναν αυτό, οι παλιοί ήταν σοφοί. Τώρα οι αποφάσεις ήταν νυστέρια.

Όχι. Ας έρθει η ώρα να βάλουμε μπρος το λέβητα και βλέπουμε. Θα τα καίμε δυο ώρες τη μέρα, θα φοράμε κανένα πιο χοντρό ρούχο στο σπίτι, έχω μια εξάδα ουκρανικές βότκες στην άκρη, κουβέρτες έχω μπόλικες απ’ την προίκα της, τα ‘χω δει αυτά να τα κάνουν και οι ρώσοι στις εργατικές πολυκατοικίες τους, οι ρώσοι είναι σοφός λαός.

Άκουσε μέχρι το «προίκα», εκείνη τη στιγμή πέρναγε μπροστά τους ένα τρισδιάστατο στήθος -απ’ αυτά που μπορείς να τα δεις και κρεμασμένος από πάνω, όχι μόνο απ΄το πλάι- και χάθηκε σε άλλες σκέψεις. Καθόλου πρωτότυπες, περιορισμένες στα βασικά πράγματα που μπορείς να κάνεις με ένα στήθος. Τα ‘χε δει αυτά να τα κάνουν στις παλιές γερμανικές τσόντες, οι γερμανοί είναι εργατικός λαός, πιάνουν κάτι και του δίνουν να καταλάβει. Αν χρειαστεί το στίβουν κιόλας.

Έχεις κουβέρτες στο σπίτι; ρώτησε λίγο αφηρημένα, λίγο περιπαιχτικά. Άλλη προίκα δεν πήρες; το πεθεράκι μου ΄δωσε  δυο γκαρσονιέρες, ένα χωράφι στα Κίργια και ένα εξοχικό στην Τούζλα, όχι σπουδαία πράματα, επισκευές θέλει αλλά βλέπει θάλασσα, την είδες αυτήν που πέρασε; aληθινά ήταν τα βυζιά της;

Mε τέτοιες συνθήκες κουβέντα δεν γίνεται. Άμα βγεις όμως για να σκοτώσεις δυο ώρες, όλες οι συνθήκες είναι βρώσιμες.

Όχι ρε, ποια προίκα, σε ποιόν αιώνα ζεις; τη δουλειά της έχει στην εφορία, αυτό είναι η προίκα της, αληθινά ήταν μάλλον, δεν ακουμπούσαν στο σαγόνι της, έχεις σκεφτεί ποτέ πόσο πιο ευτυχισμένος θα ήσουν αν είχες γεννηθεί σουτιέν;

Eίχε σκεφτεί, σίγουρα είχε σκεφτεί, σκληρή δουλειά, στατικά μιλώντας, αλλά αποζημιώνεσαι. Ντρεπόταν να το παραδεχτεί όμως, ολόκληρος άντρας και να ‘χει στόχο ζωής να γίνει στήριγμα για δυο βυζιά, καλά να στηρίζεις οικογένεια, παιδιά, γυναίκα, σπίτι, δουλειά…αλλά βυζιά;

Όχι ρε μαλάκα, δεν το σκέφτηκα, αν δεν είσαι τυχερός μπορεί να κουβαλάς μέσα σου δέκα κιλά κρέας με φλέβες και ραγάδες. Αν και,  ξαναφύσηξε τη μύτη του για να σκεφτεί, δεν ξέρω τι είναι χειρότερο, αυτό ή να ‘χεις γυναίκα δημόσιο υπάλληλο που της κόβουν τα επιδόματα και δεν υπάρχει ένα χωραφάκι να το κάνεις ρευστό για τις μέρες που ‘ρχονται. Έτσι κάνουν οι μονογαμικοί όμως, πάνω απ’ όλα η αγάπη κι ας είναι άνεργη αύριο.

Τον πλήγωσε. Δεν έχανε ευκαιρία να το κάνει αυτό, ήθελε πάντα η ζυγαριά να γέρνει στην μεριά του, με πειραγμένες ζυγαριές δεν στεριώνουν φιλίες. Γκαραντί.

Θες σουτζουκάκια; τον ρώτησε ενώ ήδη ήταν όρθιος, ο κώλος του είχε ιδρώσει απ’ τη βρωμιάρα alibert και ζητούσε αλαφιασμένος αέρα. Eγώ θα φάω τέσσερα, λέγε, θες;

Πάρε έξη σουβλάκια για μένα….και μια κάιζερ…μη βάλουν λεμόνι πες τους, το ρεύομαι μετά και θα τρέχω για simeco. Πού στο διάολο είναι οι γυναίκες μας ρε; Πιάστε τραπέζι και σε πέντε λεπτά ερχόμαστε είπαν, είναι δυνατόν να χαθείς σε δυόμιση δρόμους ρε πούστη μου;

Δεν τον άκουσε. Είχε ήδη γυρισμένη την πλάτη, πηγαίνοντας στο ταμείο για να παραγγείλει. Σκούντηξε, σμπρώχτηκε, μύρισε ιδρωτίλα από μια βαμμένη σα τη ζωζώ σαπουντζάκη μπροστά του, έναν παπά που στεκόταν κι εκείνος στην ουρά έκανε πως δεν τον είδε, έβαλε το χέρι στην τσέπη, έβγαλε ένα ιδρωμένο εικοσάρικο, όταν ήρθε η σειρά του είπε «μια Μαλαματίνα και δέκα λουκάνικα, απ΄τα κατσιβέλικα, βάλε και λίγη μουστάρδα στην άκρη, ρίξε και μπούκοβο, το ψωμί μη ξεχάσεις».

Την ώρα που έπαιρνε τα ρέστα, ψιλά πράματα, ένιωσε ένα σφίξιμο, μια πίεση, ένα βάρος στην πλάτη του, «έμφραγμα ρε πούστη μου» σκέφτηκε, «τσάμπα τα λουκάνικα». Αλλά δεν ήταν παρά το 3D στήθος που ήρθε για ανεφοδιασμό, γύρισε, την είδε, της χαμογέλασε διακριτικά και της είπε ψιθυριστά «σε καμιά ώρα θα ξεμπερδέψω, έρχονται οι γυναίκες μας, τσιμπάμε και φεύγουμε, περίμενέ με στο σπίτι, για στίψιμο είσαι σήμερα»….

 

(συνεχίζεται)

* στο φίλο μου που συζητάει -ο τυχερός- σε καλοκαιρινές αυλές, κάτω από δέντρα, καπνίζοντας

τα αγόρια/οι ώρες/οι δρόμοι

 

Την ίδια ακριβώς -άγνωστη σε όλους- ώρα, στους δρόμους μιας πόλης έπεφτε το φως και άναβαν τα φώτα στα πεζοδρόμια και τις βιτρίνες τριγύρω. Εκεί νύχτωνε. Αλλού ξημέρωνε, αλλού ήταν μεσημέρι, αλλού ήδη μεσάνυχτα, αλλού το ρολόι της πλατείας έδειχνε πέντε το απόγευμα, αλλού έπλεναν τα πεζοδρόμια για να απλώσουν τα πρωινά τραπέζια με τους καφέδες πάνω τους,  μα σε κανένα απ’ αυτούς τους δρόμους δεν εμφανίστηκε το αγόρι που έτρεχε φορώντας το γαλάζιο του φανελάκι, ποτέ και πουθενά δεν υπάρχουν δεδομένα αγόρια που τρέχουν και αυτό είναι που τα κάνει τόσο μα τόσο πολύτιμα….

 

 

 

της μιας δραχμής τα φωτοτυπικά

Θα φωτοτυπήσω τη μισθοδοσία μου σε μια Α4, από κάτω θα φωτοτυπήσω τους λογαριασμούς του μήνα, θα φωτοτυπήσω τις ταυτότητες και των τεσσάρων μας και θα τους ταχυδρομήσω τα φωτοαντίγραφα. Επικυρωμένα, αν θέλουν. Μπορούν να μας διαβάσουν από κει μέσα. Μια, δυο, τρεις, πενήντα, χίλιες φορές. Ποτέ δεν θα μας μάθουν όμως. Όχι μέσα από ένα κωλόχαρτο των 10 λεπτών. Εμείς τους ξέρουμε, απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, όλους. Αυτοί δεν πρόκειται να μας μάθουν ποτέ. Γι αυτό μας φέρονται όπως στα κωλόχαρτά τους. Λάθος. Ούτε καν όπως σ’ εκείνα, αυτά τα διαλέγουν ευωδιαστά και τρυφερά για να μην παραπονεθούν οι καλοζωισμένοι κώλοι τους.

Σε DVD θα τα περάσω όλα. Και να δω πώς θα σκουπιστούν μετά…

η Υπέρτατη Αλήθεια για τα blogs

Το βλόγιν (συγγραφή και ανάγνωση, εκτός εξαιρέσεων) με κάνει και πλήττω. Ίσως και να αρνούμαι να μασάω -δε λέω να χωνεύω- τα ‘σωψυχα καθενός.

 

Δεν το έγραψα εγώ, θα σκότωνα για να το είχα πει αλλά δεν το λέω επειδή κατά -πολύ- βάθος είμαι ψυχοπονιάρης. Είναι μισανθρωπία να λες του αλλουνού «γείρε αλλού το κεφάλι σου να ανακουφιστείς παιδάκι μου, ο ώμος μου είναι κατειλημμένος», στο κάτω-κάτω της γραφής ένας ώμος είναι, δεν ζήτησαν και την ψυχή σου για ακουμπιστήρι, το νιώθω πως αν θες να βγάλεις κάτι από μέσα σου χέστηκες αν ο ώμος είναι φιλόξενος ή το στέρνο ευρύ, στην ουσία το κεφάλι σου στον δικό σου ώμο γέρνει κι εκεί θα μείνει εσαεί μέχρι να το πάρεις απόφαση πως ή θα το κόψεις ή θα σταθεί όρθιο χωρίς e-ποστυλώματα.

Σε τελική ανάλυση καλύτερα μίλα εκεί που πρέπει, βρίσε αυτόν που θέλεις, κάνε χαρακιές στο σωστό αυτοκίνητο, στείλε απειλητικά sms χωρίς απόκρυψη, αν έχεις την παρόρμηση να δώσεις και ένα χαστούκι καν’το -μη στο χτυπάνε καμιά μέρα πως ήταν ανάπηρο πάθος ή οργή η απουσία της μπάφλας- όχι οτι θα ανακουφιστείς δηλαδή αλλά τουλάχιστον θα γλιτώσουν οι λέξεις που θέλοντας και μη θα μπουν στη γραμμή όπως τα ναυτάκια πάνω στα αντιτορπιλλικά που βγαίνουν απ’το ναύσταθμο, κοιτώντας με άδειο στομάχι την ξηρά να απομακρύνεται ενώ η στεριά είναι εκεί, απλά αυτοί φεύγουν.

Πράξε κατά βούλησιν γιατί κανενός ο κώλος δεν κουδουνάει στ’ αλήθεια για το τι αραδιάζεις εδώ μέσα. Καλύτερα να τα πεις, να τα κάνεις, παρά να τα γράφεις σε e-ντουβάρια που πάνω τους όλο και κάποιος θα κατουρήσει μια μέρα, εκεί που νόμιζες πως έγραφες τη δική σου Οδύσσεια, μα τι ιεροσυλία, αν ήταν έτσι ο Οδυσσέας η Πηνελόπη θα προτιμούσε να ερωτευτεί παράφορα τον δονητή της.

Λοιπόν, τα σώψυχα είναι για τα συρτάρια και όχι για άπλωμα σαν σώβρακα, επειδή είναι άδεια τα σκοινιά και σου περισσεύουν μανταλάκια δεν θα το βάλεις γινάτι να γεμίζεις καθημερινά την οθόνη. Ναι, είχες-ως συνήθως- δίκιο, αυτή τελικά είναι Η Υπέρτατη Αλήθεια για το βλόγιν, πρέπει να το βάλεις από κάτω κι όχι αυτό εσένα. Να του πεις «άντε και γαμήσου, εγώ μπορώ χωρίς εσένα, εσύ μπορείς χωρίς εμένα;».

Καλύτερα να γράφεις σε χαρτάκια από τσιγάρα και μετά να τα στρίβεις, ωραίο είναι να ρουφάς τις λέξεις σου, αν θες ντε και καλά να τα πεις κάπου υπάρχουν και οι shrinks και οι παπάδες, μην είσαι τόσο γύφτουλας και θες να τη βγάλεις χιου-χιου με ένα ψωροπόστ,  αν φοβάσαι τους καναπέδες και τις μετάνοιες υπάρχουν και οι φίλοι, σταμάτησες να γράφεις, σε γράφουν στα αρχίδια τους όλοι οι μαντρωμένοι μέσα σε « » και αυτό είναι υγεία, e-κολλητοί δεν υπάρχουν, ευτυχώς, χειρότερη αρρώστια από την κλαψομουνίαση δεν υπάρχει αν είσαι αγοράκι, τα κοριτσάκια το δικαιούνται και ανατομικώς -αν και φέρονται συνήθως αξιοπρεπέστερα-, αν δεν βρεις αντιβίωση την έχεις την ξεφτίλα στο τσεπάκι κι άσε τους απ’ έξω να χτυπάνε παλαμάκια και respect επειδή την έντυσες με ολίγη από αυτοσαρκασμό και πρόχειρα φτιασιδωμένη κυνικότητα.

Δεν σ’ άρεσε; μη ζητήσεις το λόγο «επί προσωπικού». Να γράψεις για τη δική σου Υπέρτατη Αλήθεια. Κυκλοφορούν μερικά εκατομμύρια αδέσποτες εκεί έξω.

(γραμμένο πριν τρία χρόνια, δεν είναι μόνο Υπέρτατη είναι και απέθαντη)

αρχαία καλοκαίρια..

μυρωδιές και γεύσεις χύμα

Σύκα. Πολλά. Οι συκιές ήταν εχθροί μας, όποιος προλάβαινε τρυγούσε. Πόσα να φας; τέσσερα, πέντε, έξη; τα άλλα στην τσέπη -που κόλλαγε μετά- για το σπίτι, τότε δεν ξέραμε τι μπορεί να σημαίνει το take no prisoners.

Μούρα στο στόμα, στο χώμα, βαμμένα χείλια, βαμμένα χέρια, βαμμένα παντελόνια και μπλούζες, η σκιά της μουριάς πάντα μύριζε αλλιώς. Απαγορευμένα, συνήθως. Κλέβαμε μούρα απ΄τις ξένες. Μόνο. Από τότε εμπεδώσαμε ότι το ξένο είναι πιο καλό. Κι ας σε βάφει, ανεξίτηλα πολλές φορές.

Ψωμί με θρεψίνη. Μια μέρα Αυγούστου την σκότωσε εν ψυχρώ η μερέντα. Γυναίκες….πφφ….

Πάγος ψυγείου. Ωραία ψυγεία. Είχαν ένα τεράστιο κομμάτι νερογρανίτας  μέσα τους, έκοβα στα κλεφτά με το μαχαίρι μια γωνιά απ’ τον πάγο και έγλυφα μέχρι να λιώσουν τα δάχτυλά μου ή να γίνει μουσκίδι η φανέλα μου. Αυτόν με την πέτσινη ποδιά που έφερνε με το τρίκυκλο τον πάγο και έκοβε στα δυο με το πριόνι την κολώνα για να την πιάσει μετά με την φοβερή και τρομερή του λαβίδα τον είδα μετά από χρόνια στις ταινίες του Τιμ Μπάρτον και του Γουές Κρέιβεν. Απέθαντος ο καργιόλης…

Βυσσινάδα από βύσσινο γλυκό και παγωμένο νερό. Καμιά τιποτένια δεν έχει το ηθικό ανάστημα -ως και σήμερα- να αναμετρηθεί μαζί της.

Τα σουτζουκάκια του Κουμαρέλα, στη γωνία της πλατείας. Με το φωτισμένο ρολόι απέναντι να χτυπάει εννιά. Δέκα. Το έντεκα το ακούσαμε στο δρόμο για το σπίτι. Μέχρι και σήμερα πιστεύω ότι ο Κουμαρέλας ήταν ένας εξωγήινος που κατέβηκε σ΄αυτόν τον πλανήτη για να μάθει στους γήινους πώς φτιάχνονται τα σουτζουκάκια. Μετά πήγε και σε άλλους γαλαξίες για να μεταδώσει αυτή τη γνώση. Συνταγή δεν άφησε φεύγοντας. Το ρολόι το άφησε.

Γκαζόζα Εσπέρια. Παίρναμε μια κάσα -δεκάξι μπουκάλια είχε, θυμάμαι- πορτοκαλάδες και από μισή λεμονάδες και γκαζόζες. Αυτές ήταν δικές μου, όταν ερχόταν η κάσα κερνούσα μια στον Σωτηράκη από δίπλα και τέλος. Κάθε βδομάδα ανανεώναμε την κάβα μέχρι που ένα καλοκαίρι η Εσπέρια δεν ξαναφάνηκε. Πολύ μου κακοφάνηκε. Μετά έφυγε κι ο Σωτηράκης.

Παγωτό κασσάτο Άσος. Και ο ανταγωνιστής,  Τάσος. Ένα κάθε μέρα. «Εσύ ρε πόσα παγωτά έφαγες φέτος;», «εβδομήντα», «εγώ εβδομηνταένα», «ναι αλλά εγώ έκανα πιο πολλά μπάνια από σένα»…

Ψάρι πλακί. Τίμια μοιρασμένο, τόσες μερίδες όσα τα κεφάλια στο τραπέζι. Με μπόλικη ντομάτα, σκόρδο, μαϊντανό και κρεμμύδια για να φτουρήσουν οι μπουκιές. Το σιχαινόμουν.

Βρεμένα τσιμέντα και σκάλες. Κάθε απομεσήμερο. Και μετά ξανά το απόγευμα. Για να στεγνώσουν, να μπουν κουρελούδες πάνω τους και να πιάσουν μανάδες και γιαγιάδες γειτόνισσες κουβέντα ως αργά το βράδι. Αργά. Σάμπως έβλεπε ρολόι καμιά τους; Μόνο όταν ήταν να μας φωνάξουν σπίτι δεν λάθευαν στην ώρα.

Καλαμπόκια βραστά. Ψητά. Αλατισμένα. Κολλημένα στο δόντι. Κάθε μέρα. «Πριν πέσεις για ύπνο να πλύνεις τα δόντια σου, κολγκέιτ με γκαρντόλ σου πήρα, μη φυτρώσει καλαμποκιά μέσα σου», «καλά μαμά», «καλάθια».

Μια φέτα ψωμί, ένας κεφτές, πάντα κρύος, το απογευματινό μου, τη μέρα που είχαμε ζεστούς το μεσημέρι. Όμως οι ζεστοί της γειτόνισσας μύριζαν πάντα καλύτερα, ειδικά τη μέρα που εμείς είχαμε φασολάκια.

Βύσσινο γλυκό πάνω σε ψωμί με καλό βούτυρο, το άλλο απογευματινό μου. Αυτό έτρωγε η αστική τάξη. Η εργατική έτρωγε ψωμί με καφέ και ζάχαρη. Μερικές φορές έτρωγα κι εγώ ψωμί με καφέ και ζάχαρη κι από τότε δεν μπόρεσα να ξεκαθαρίσω τι σόι αστική καταγωγή είχα αφού δεν έτρωγα κάθε μέρα κεφτέδες ή βύσσινο γλυκό πάνω σε καλό βούτυρο.

Μυρωδιά ασβέστη σε δέντρα και πεζούλια. Κυκλάδες στη Θράκη, έτσι κάναμε παλιά. Αλλά όχι από καμιά ζήλια, μη φανταστείς, άλλωστε τι θα πει Μύκονος μόνο απ’ τη Γεωγραφία και τους χάρτες ξέραμε. Μετά μάθαμε ότι είναι ένα νησί που έχουν έναν πελεκάνο και έναν γαλάτη και είπαμε «παράξενο νησί», μετά μάθαμε κι άλλα πολλά αλλά γίναμε κι εμείς παράξενοι οπότε τους αφήσαμε στην ησυχία τους. Σταματήσαμε και να ασβεστώνουμε.

Τα Σεραφίνο, τα Τιραμόλα, τα Μπλεκ. Το ορκίζομαι, τα καλοκαιρινά-διπλά τεύχη- μύριζαν. Μάλλον τα ψέκαζαν με κάτι για να μην απεξαρτηθούμε ως το φθινόπωρο.

Δυο κιλά ντομάτες «για σαλάτα». Όσες ξέμεναν και δεν άντεχαν τις κακουχίες, πήγαιναν στο διπλανό τελάρο, «για φαγητό». Μερικές φορές παίρναμε απ’ αυτές του φαγητού και τις κάναμε σαλάτα. Δεν καταλάβαινα γιατί, τότε. Σήμερα μια χαρά το καταλαβαίνω αλλά ντοματίλα δεν μυρίζει καμία.

Γεμιστά πιπέρια και τομάτες στο ταψί που γύριζε απ το φούρνο της κάτω γειτονιάς. Μίσησα την ώρα και τη στιγμή που μπήκε η Siemens  –ε ναι, ψέματα να λέω; – σπίτι και σταμάτησαν η γιαγιά μου και η μάνα μου να τρέχουν στο φούρνο, αυτές ξεκουράστηκαν κι εγώ πιπέρια δεν ξανάφαγα δυο καλοκαίρια, έτσι για να τους μάθω να κάνουν μαλακίες αγοράζοντας άχρηστες συσκευές.

Το κερί μέσα στο άδειο καρπούζι-φαναράκι. Στο ξανάπα, νομίζω : αν κάτι μυρίζει καλοκαίρι στη συναχωμένη μνήμη μου, αυτό είναι.

Ένα Φαντάζιο με τη Θάλεια Παπάζογλου ξεβράκωτη, είχε ξεδιπλωμένη μιαν άκρη σελίδας -εκείνες τις «ξεκόλλα και μύρισε»- και νόμιζα πως μύριζε το δέρμα της Αqua Velva. Έκανα ένα μήνα να συνέλθω. Τον επόμενο Ιούλιο τσοντάραμε όλοι και πήραμε Playboy. Ο πιο ξύπνιος έβρεξε ένα βαμβάκι με οινόπνευμα για να βγάλει τα σημάδια του μαρκαδόρου πάνω απ τα γυμνά στήθια. Εκείνος ο Ιούλιος μύριζε οινόπνευμα, όπως όλο το περιοδικό. Ρώγες δεν είδαμε. Ευτυχώς διαπιστώσαμε, καιρό αργότερα, ότι τα αληθινά μυρίζαν αλλιώς.

Σπόρια και Ταμ-Ταμ στα θερινά Ηλύσια. Δεν με ενδιαφέρει τι παίζει. Ήθελα ένα σακουλάκι σπόρια και Ταμ-Ταμ. Και να βγάλω τα πέδιλα για να ακουμπήσω τα ξυπόλητα πόδια μου πάνω στα χαλίκια. Πίνοντας Ταμ-Ταμ, απέναντι απ’ την οθόνη, χαμογελώντας στα σκοτεινά.

Το ντι ντι τι. Δεν υπήρχε μικρή Τερέζα που μπορούσε να αντισταθεί στη γοητεία του φλιτ του. Εδώ που τα λέμε ακόμη και μεγάλη –σα μικρός δεινόσαυρος- θα υπέκυπτε.

Kρέμα ξυρίσματος Kolynos και η βρεγμένη βούρτσα ξυρίσματος του πατέρα μου. Πολύ λυπήθηκα όταν μια μέρα είδα το μπολάκι που έφτιαχνε τον αφρό να φιλοξενεί κέρματα εντός του και έναν φριχτό αφρό Splendid να φιλοξενείται στο ντουλαπάκι του μπάνιου. Δεν τον είχα για τόσο άσπλαχνο.

Ο κόκκινος τραχανάς που στέγνωνε στο πίσω δωμάτιο. Δεν την άντεχα εκείνη τη μυρωδιά, πρώτη φορά κατόρθωσα να φάω τραχανά τριάντα χρόνια μετά. Κόκκινο. Τον άσπρο τον ξερνούσα, βαρέθηκαν να σκουπίζουν φορμάικες, μουσαμάδες και μωσαϊκά, ξεμπέρδεψα.

Κοτόπουλο τηγανισμένο με καλό βούτυρο στον Τεκέ. Οι κάμπιες απ τα δέντρα πέφτουν σαν καμικάζι στα κίτρινα πιάτα αλλά απτόητος συνεχίζω να κάνω παπάρες. Κάποιος βάζει στο τζουκ-μποξ Τζίμη Μακούλη, ο μπαμπάς μου παίρνει τη μάνα μου για να χορέψουν στη μικρή πίστα και μ’ αφήνουν μόνο με τα κοτόπουλα, τις κάμπιες και δυο Fix. Άμα αφήσεις μικρό παιδί με μια μπίρα δίπλα, ενηλικιώνεται απότομα. Ειδικά αν είναι Αύγουστος.

Ο ιδρώτας ανάμεσα στα στήθη της κυρίας  Χρυσοσπάθη όταν έσκυβε στο ψυγείο για να μας γεμίσει τα χωνάκια με κρέμα-σοκολάτα. Ποιο παγωτό ήταν πιο βαθιά; εκείνο διαλέγαμε, εντάξει, η γαλατού μας δεν ήταν ακριβώς η Malena αλλά άμα είσαι δεκατρία όλα τα γυναικεία στήθη με κρέμα-σοκολάτα είναι γεμάτα. Δυο μεγάλα χωνάκια που λιώναν μέσα στο μυαλό μας. Και λίγο παρακάτω….

Φρέσκα σκορδάκια απ΄τον κήπο. Σκέτα. Με τυρί, ελιά και ψωμί, πλάκα ή φόρμα. Μύριζα δεν μύριζα χέστηκα. Μικρό ήμουν, φιλιά δεν έπαιρνα, δεν έδινα. Και στην καρδιά της Τρανσυλβανίας να με άφηναν νυχτιάτικα, θα με βρίσκαν σώο και αδάγκωτο την επόμενη μέρα.

Κοκοράκια γλειφιτζούρια με κόκκινη ζάχαρη και καραμελωμένο φιρίκι-γλειφιτζούρι. Αυτό ήταν για τα πλούσια της γειτονιάς, εγώ κι ο αδερφός μου δεν ήμασταν απ΄τα φτωχά αλλά η μάνα μας έλεγε να μη το παίρνουμε γιατί πριν το καραμελώσουν ήταν άπλυτο και έτσι έμεινε. Την πίστεψα ο σιχασιάρης, ποτέ δεν δοκίμασα.

Μπάμιες μέσα σε νερό με ξύδι «για να μη μαυρίσουν». Μετά σκέτες. Μια Κυριακή στις τέσσερις και με κοτόπουλο. Ωραίο φαΐ, το καλύτερο μη σου πω, όταν είχαμε μπάμιες εγώ έτρωγα τηγανητές πατάτες.

Νivea και Atrix για τα χέρια απ τους συγγενείς της Γερμανίας. Αυτοί οι περίεργοι άνθρωποι με τα περίεργα αυτοκίνητα που είχαν οβάλ πινακίδες, κατέβαιναν μόνο τα καλοκαίρια για να σώσουν τα χέρια των γυναικών από τις φοβερές κακουχίες ώστε να μπορούν να αγγίζουν μετά τους άντρες τους χωρίς να τους γρατζουνάνε. Εμείς συγγενή στη Γερμανία δεν είχαμε αλλά παραγγέλναμε τις νιβέες μας σε συγγενείς γειτόνων κι έτσι τα χέρια της μάνας μου τα χρωστάνε όλα στην καλοσύνη –με το αζημίωτο- των ξένων.

Συμπυκνωμένος χυμός πορτοκάλι σε γυάλινο μπουκάλι. Κρύο, παγωμένο νερό για να αραιώσει η αντιβίωση. Μη το βάλετε χέρι κι αυτό, για κέρασμα το ΄χω..

Ο παππούς μου επιστρέφει σπίτι, κρεμάει το ψαθάκι του στο καρφί δίπλα στον καθρέφτη, τη μυρωδιά απ’ το ιδρωμένο καπέλο –Σταμίων ήταν- δεν την ξεχνώ, αυτή η μυρωδιά ήταν ο παππούς μου, πλένει χέρια, κάθεται στο μικρό τραπέζι της αυλής, ένα ποτήρι ούζο Τσότρα μπροστά του, δυο ελιές, μια φέτα παστουρμά. Και μετά αργιάνι, φορώντας το άσπρο του φανελάκι, πριν πέσει για σιέστα. Ιεροτελεστία. Sacred Summer, πράγματι..

Το πρώτο τζιντζερ-έιλ που ήπια στο Ξενία, όταν τελειώσαν οι εξετάσεις της Δευτέρας Γυμνασίου, για να το γιορτάσω, τόσο βαριές μου έπεσαν. Ως και σήμερα πάντα έχω δυο τρία κουτάκια στο ψυγείο, σαν αγχολυτικά. Για να βεβαιωθώ πως τέλειωσαν οι εξετάσεις και δεν θα με φωνάξουν για να ξαναδώσω.

Πάρα πολύ μουρουνέλαιο. Άγνωστο γιατί, μου το δίναν πάντα καλοκαιριάτικα, τόσο δηλαδή που νόμιζα ότι οι μουρούνες –που δεν είναι μουρούνες- είναι καημένα ψάρια που ζουν μόνο τρεις μήνες το χρόνο και παίρνουν το ζουμί τους για να το δίνουν σε τσογλανάκια σαν κι εμένα που όλα τα φαγητά μου ξίνιζαν και μου βρώμιζαν. Αν με δεις σήμερα, θα πεις έπιασε τόπο. Ο αδερφός μου έπεσε μέσα σε ένα μπουκάλι, όπως ο Οβελίξ στη μαρμίτα, κι αν τον δεις σήμερα θα πεις ότι έπιασε τζακποτ. Ώρες ώρες σκέφτομαι πως θυσιάστηκε αυτός για να σωθώ εγώ.

Αληθινά γλυκά, σε ωραίο πιατάκι, με ένα ποτήρι κρύο νερό δίπλα, ντοματάκι ασβεστωμένο και τραγανό, καρπούζι τυλιχτό, τύφλα να ‘χουν τα σαραγλί και τα ελατήρια, μελιτζανάκι γλυκό με καρφωμένο ένα γαρύφαλλο στον μελιτζανί κώλο του. Καίσια και κολοκύθια δεν έτρωγα, άμα έχεις μελιτζανάκι δεν ασχολείσαι με δεύτερης διαλογής κώλους.

Τα άσπρα λαστιχένια παπούτσια της θάλασσας στη σακκούλα με τα μαγιώ. Ούτε το αλάτι μύριζε, ούτε το ιώδιο, παρά μόνο το λάστιχο. Έσκισα τρία ζευγάρια παίζοντας μπάλα στην ξεραμένη λιμνοθάλασσα πίσω απ την παραλία. Για δοκάρια δυο κουβαδάκια…

Ψόφιες γάτες σε έρημες και χορταριασμένες αυλές. Βόθροι που ξεχείλιζαν περιμένοντας τον καθυστερημένο αχόρταγο. Δεν ξέρω αν φταίνε τα γατιά ή το μαλθακό παχύ μας έντερο σήμερα, αλλά ακόμη και τα βρωμερά καλοκαίρια μύριζαν καλύτερα τότε.

Ο βραδινός δροσερός αέρας στο δωμάτιό μου, με την αφίσα του Κούδα πάνω απ’ το κεφάλι μου. Μύριζε. Ο αέρας, όχι ο αρχηγός. Το συμπύκνωμα μιας ολόκληρης καλοκαιρινής μέρας, με γδαρμένα γόνατα, χτυπημένους αστραγάλους και πλυμένα πόδια στη βρύση της αυλής. Για να μη γίνουν τα καθαρά σεντόνια «σαν τα μούτρα μου». Τι κακό έχουν τα μούτρα ενός εντεκάχρονου δηλαδή; εκτός απ’ το ότι μπορεί να ‘πεσε για ύπνο με κανένα κολλημένο κουκούτσι από καρπούζι πάνω τους…

Περιττό να σου πω –αλλά θα στο πω για να σφιχτεί και το δικό σου το στομάχι- ότι σαν ερχόταν η ώρα για ξυμένα μολύβια, σβήστρες και ένα κομάτι λαγάνας γεμιστής με βούτυρο κραφτ και μουρταδέλα μέσα στην τσάντα, ήξερα πως το θέρος παρήλθε. Tώρα το νιώθω και με τις μισές αισθήσεις…όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος τόσο πιο ολιγαρκής στις μνήμες γίνεται..

——————————-

(παράλειψη, επανορθώνω ως όφειλα, ιδού ο ηθικός αυτουργός   http://vlemma.wordpress.com/2011/09/03/athina-myrodia/   )