
Εισιτήριο βγαλμένο βδομάδες νωρίτερα, «δεν μπορώ τηλεφωνικά αγόρι μου, όχι για τις μέρες πριν τα Χριστούγεννα, να έρθεις από δω». Θυσιαζόταν ένας για άλλους τρεις, άλλαζε κάποιο Σάββατο δυο αστικά και κατέβαινε από Γουδί Κηφισό. «Μαλάκα, τελευταία φορά που πάω εγώ, για το Πάσχα θα πας εσύ, εξηγούμαι από τώρα».
Λεφτά δεν περίσσευαν ποτέ, κανονίζαμε τα καύσιμα να μας πάνε στο όριο. Άρα ποτέ ταξί -φυσικά συνεταιρικά- ως τα ΚΤΕΛ κι ας σέρναμε βαλίτσα με δυο μηνών άπλυτα. Άλλη μια είχε φύγει μόνη της μετά την 28η Οκτωβρίου, δώρο στη μάνα μου. Τα -θεός να τα κάνει- «καθαρά» (αν έβλεπες τη γυαλάδα στο τζιν θα καταλάβαινες) σε ένα σακ βουαγιάζ. Ένα κόκκινο Champion, κληρονομιά απ’ τη γυμναστική στο λύκειο. Δυο αστικά (μη με ρωτάς γραμμή και αριθμό, όλα άλλαξαν έκτοτε, και η RAM μου το ίδιο), ανέβα, κατέβα, φορτώσου, ξεφορτώσου, στριμώξου, κάτσε, σήκω (εκείνη την εποχή τα σεβόμασταν τα γερόντια, ακόμη και τα πενηντάχρονα), φτάναμε στο σταθμό κατά τις 6.
Το βραδινό ΚΤΕΛ (δεν υπήρχε «λεωφορείο», μόνο ΚΤΕΛ υπήρχε, ανέκαθεν, σαν κάτι το βαριά υποτιμητικό ) έφευγε στις 7. Ποτέ δεν παίρναμε το πρωινό, των δέκα. Άμα με ρωτήσεις γιατί, θα σου πω «ιδέα δεν έχω». Σιωπηρά και συνωμοτικά, χωρίς ν΄αλλάξουμε ποτέ κουβέντα μεταξύ μας βγάζαμε εισιτήριο μόνο με το βραδινό. Τα πρώτα δυο χρόνια. Μετά άλλοι αγάπησαν κάτω, άλλοι συνέχισαν να αγαπάνε πάνω, με άλλους χωρίσαν οι αθηναϊκοί δρόμοι μας, αλλάξαν τα προγράμματα και οι προτεραιότητες, ταξιδεύαμε πια μόνοι.
Αν θες να γράψεις διήγημα, αρχίζεις να μαντρώνεις λέξεις και να τις βάζεις σε σειρά πάνω στη διαδρομή. Εσύ εδώ, εσύ στου Λεβέντη, εσύ κάτσε στα Τέμπη, εσύ στις στροφές στο Δερβένι. Μέχρι να φτάσεις.
Δεν θέλω όμως. Γράψαν άλλοι και γράψαν καλά. Και για λογαριασμό μου. Κέρουακ των πτωχών δεν μπορείς να γίνεις. Αναγκαστικά έσβησα τα δικά μου μέτρια, είπα στις δικές μου σημαδούρες μνήμης «εντάξει, μπορείτε να φύγετε, δεν σας χρειάζομαι άλλο», μερικές ήταν τόσο ηλίθιες που ως και σήμερα κάθονται εκεί που τις άφησα στα δεκαεννιά μου κουνώντας την ουρά τους, μέρα-νύχτα, μπας και ξαναπεράσω από κει. Θαρρείς και υπάρχει περίπτωση να με γνωρίσουν.
Σαν εκείνη τη σημαδούρα στην Αλαμάνα. Εκεί, μέσα σε ένα άθλιο εστιατόριο, με βρωμερά WC, να λέμε αστεία μεταξύ μας για τα “μπιντόκ α λα ρους” μέσα στα ταψιά, που δεν ήταν από κρέας αλλά από εξωγήινους κιμάδες. Και για το αβγό πάνω τους που σε κοίταζε λοξά «όπως το μάτι του Βούδα» και σ’ έστελνε με διπλωμένη την κοιλιά απ’ τα γέλια έξω, στον ψόφο, ο Δεκέμβρης δεν αστειευόταν όταν κόντευαν μεσάνυχτα. Δεν ξέρω αν το πρόσεξες ποτέ αλλά τα χνώτα απ’ τα γέλια ήταν τότε πιο καλοσχηματισμένα. Σήμερα άσ’ το. Από χαμόγελο δεν είδα ποτέ να γεννιούνται χνώτα..
Μέσα ξανά, στα στενά πλαστικά καθίσματα. Ούτε υφάσματα τότε, ούτε δερματίνες. Πλαστικίλα άσχημη. Καθένας στον αριθμό του. Ο 7, η 11, ο 18, ο 21, η 34. Ο οδηγός μετράει κεφάλια, «είμαστε όλοι εδώ;», ο,τι και να απαντούσες ψέματα θα έλεγες, κάποιον άφησες πίσω, κάποιος που ταξιδεύει μαζί σου δώδεκα ώρες τώρα κοιμάται και περιμένει -όπως κι εσύ- να ξημερώσει γα να δει αν φιλάς όπως την τελευταία φορά ή αν έφυγες ήδη γι’ αλλού. Μόνο από κει θα το καταλάβαινε, ποιά τηλέφωνα, ποια κινητά, ποια sms και ποια φέισμπουκ. Φιλί. Fake or real.
Το κάστρο στον Πλαταμώνα δεξιά. Ακόμη κι αυτό το μακρινό φως σε πειράζει στα μάτια. Κοιτάς τριγύρω, κανείς δεν κρατάει smartphone η κινητό, το πολύ πολύ να δεις κανένα walkman. Ασπίδα για να μη σου ματώσει το αυτί η Έλενα Γιαννακάκη, να μη στο δαγκώσει η Ρένα Ντάλμα, να μη στο ξεριζώσουν οι Κωστάδες, Κόλλιας και Μοναχός. Δώδεκα ώρες -μείον οι στάσεις- aural sculpture, που λέγαν και οι ποιητές, αλλά με μυτερά καλέμια, με σκουριασμένα σκαρπέλα και σμίλες. Ο Οδυσσέας λιγότερα τράβηξε απ΄τις Σειρήνες. Αν μπορείς να πεις Σειρήνα την Ρένα Βιολάντη.
Τα χέρια σταυρωμένα μπρος στο στήθος, ή κάτω απ το κεφάλι, σα μαξιλάρι. Αν είσαι τυχερός και έπιασες παράθυρο. Τα δάχτυλα ακίνητα, αγύμναστα, σχεδόν σοφά. Αφού, τότε, καύλωναν ακουμπώντας δέρμα και ρώγες, όχι χαϊδεύοντας εικονίδια πάνω σε τέσσερις ή πέντε ίντσες.
Ασπροβάλτα. Ακρογιάλι. Η μηχανή σβήνει, τα 8 track κλείνουν, η θάλασσα μπαίνει από τις ανοιχτές πόρτες και καθαρίζει τον άσχημο θόρυβο, όπως ο Βαν Χέλσινγκ τα τέρατα. Νυστάζω, δεν βγαίνω έξω, κάποιος να κλείσει τις πόρτες. Η πρώτη σκέψη. Όμως οι δεύτερες σκέψεις είναι σοφότερες, ειδικά αν η κύστη σου συμμαχήσει μαζί τους. Είκοσι χρονών. Πεταλούδες στο στομάχι, χώμα στα μάτια, δέκα λίτρα κάτουρα στην κύστη κι αντέχεις άλλα εκατό χιλιόμετρα, δεν ήμασταν άνθρωποι εμείς, οι τρανσφόρμερς ήμασταν
Και είμαστε. Ψόφιες πεταλούδες στην κύστη, χώμα στο στομάχι, κουρασμένα μάτια. Αλλά ακόμη στο δρόμο.
—-