«την αγαπημένη μας»

23668166

Αυτή είναι μια φωτογραφία της πόλης μου, σκεπασμένης απ’ τη μια γωνιά ως την άλλη -δεν απέχουν δα και πολύ, ένα άφιλτρο τσιγάρο δρόμος είναι οι γωνιές της- με ένα λερωμένο σύννεφο. Κάπνα απ’ τις σόμπες και τα τζάκια. Τρυπώνει παντού. Δεν τολμάς ν’ απλώσεις ρούχο έξω, τσάμπα τα μαλακτικά και τα αρώματα και τα χρωματιστά μανταλάκια. Βγαίνεις στο μπαλκόνι για ένα λεπτό, να φέρεις τρεις πατάτες κι ένα κρεμμύδι μέσα και κουβαλάς πάνω σου τη μυρωδιά από στάχτη και αποκαḯδια.

Σ’ αυτή την πόλη, κάποιος γράφει -πριν ένα μήνα- μιαν ιστορία-παραγγελιά για τον ένοικο μιας πολυκατοικίας, συνηθισμένης, χωμένης -όπως όλες οι άλλες- κάτω απ’ το κακοπλυμένο σύννεφο. Γράφει μια ιστορία που δεν έγινε ποτέ, μέσα -όμως- σε ντουβάρια και διαδρόμους που υπάρχουν, ανάμεσα σε ανθρώπους που υπάρχουν και δίπλα σε αληθινά σκαλιά που κατεβαίνουν στο λεβητοστάσιο, στα σπλάχνα μιας πυλωτής -φωτισμένης τα βράδια- όπως όλες οι άλλες.

Στην ίδια πόλη κάποιος γράφει, πριν μπει ο Δεκέμβρης, για τη μικρή ιστορία ενός δέντρου. Ενός δέντρου στην ίδια πολυκατοικία, δέκα βήματα μακριά, απ’ την ιστορία με τα σκαλιά που κατεβαίναν στο λεβητοστάσιο, ένα πλατάνι στον ακάλυπτο, δέκα βήματα -κι αν- μακριά από έναν δρόμο φωτισμένο, με αυτοκίνητα να περνάνε συνέχεια, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, πρωί, ασταμάτητα.

Τώρα πιά, κάθε φορά που αυτός ο κάποιος που έγραφε ιστοριούλες θα μπαίνει να παρκάρει, εκεί ανάμεσα στα σκαλιά που κατεβαίνουν στο λεβητοστάσιο και το πλατάνι, θα βλέπει την Ζωή, με το πρόσωπο ένα με το χώμα. Όσα χρόνια και να περάσουν. Και ποτέ δεν θα μπορέσει να πάει κοντά να της ψιθυρίσει έστω μια λέξη. Μια συγγνώμη γιατί εκείνη την ώρα δεν ήταν κανείς μας εκεί. Μια λέξη. Κάτι. Οτιδήποτε. Αυτός ο βολικός με τις λέξεις, δεν έχει ούτε μια τώρα. Ούτε μια. Έχουν όμως όλοι οι άλλοι.

Ακόμη κι όταν σβήσουν τα τζάκια και οι ξυλόσομπες, ακόμη κι όταν καθαρίσει ο ουρανός κι αρχίζει να μυρίζει ο ήλιος, αυτό το λερωμένο σύννεφο ήρθε για να μείνει από πάνω μας. Μπορεί να φύγει απ΄την πόλη αλλά όχι απ’ το σπίτι μας. Αυτή η μυρωδιά, σ’ αυτό τον ακάλυπτο, πότισε την ψυχή μας απ’ τη μια γωνιά της ως την άλλη. Που ανάθεμά με κι αν ξέρω πόσο απέχουν.

—-

 

 

music for ΚΤΕΛς

 

25895052

 

Εισιτήριο βγαλμένο βδομάδες νωρίτερα, «δεν μπορώ τηλεφωνικά αγόρι μου, όχι για τις μέρες πριν τα Χριστούγεννα, να έρθεις από δω». Θυσιαζόταν ένας για άλλους τρεις, άλλαζε κάποιο Σάββατο δυο αστικά και κατέβαινε από Γουδί Κηφισό. «Μαλάκα, τελευταία φορά που πάω εγώ, για το Πάσχα θα πας εσύ, εξηγούμαι από τώρα».

Λεφτά δεν περίσσευαν ποτέ, κανονίζαμε τα καύσιμα να μας πάνε στο όριο. Άρα ποτέ ταξί -φυσικά συνεταιρικά- ως τα ΚΤΕΛ κι ας σέρναμε βαλίτσα με δυο μηνών άπλυτα. Άλλη μια είχε φύγει μόνη της μετά την 28η Οκτωβρίου, δώρο στη μάνα μου. Τα -θεός να τα κάνει- «καθαρά» (αν έβλεπες τη γυαλάδα στο τζιν θα καταλάβαινες) σε ένα σακ βουαγιάζ. Ένα κόκκινο Champion, κληρονομιά απ’ τη γυμναστική στο λύκειο. Δυο αστικά (μη με ρωτάς γραμμή και αριθμό, όλα άλλαξαν έκτοτε, και η RAM μου το ίδιο), ανέβα, κατέβα, φορτώσου, ξεφορτώσου, στριμώξου, κάτσε, σήκω (εκείνη την εποχή τα σεβόμασταν τα γερόντια, ακόμη και τα πενηντάχρονα), φτάναμε στο σταθμό κατά τις 6.

Το βραδινό ΚΤΕΛ (δεν υπήρχε «λεωφορείο», μόνο ΚΤΕΛ υπήρχε, ανέκαθεν, σαν κάτι το βαριά υποτιμητικό ) έφευγε στις 7. Ποτέ δεν παίρναμε το πρωινό, των δέκα. Άμα με ρωτήσεις γιατί, θα σου πω «ιδέα δεν έχω». Σιωπηρά και συνωμοτικά, χωρίς ν΄αλλάξουμε ποτέ κουβέντα μεταξύ μας βγάζαμε εισιτήριο μόνο με το βραδινό. Τα πρώτα δυο χρόνια. Μετά άλλοι αγάπησαν κάτω, άλλοι συνέχισαν να αγαπάνε πάνω, με άλλους χωρίσαν οι αθηναϊκοί δρόμοι μας, αλλάξαν τα προγράμματα και οι προτεραιότητες, ταξιδεύαμε πια μόνοι.

Αν θες να γράψεις διήγημα, αρχίζεις να μαντρώνεις λέξεις και να τις βάζεις σε σειρά πάνω στη διαδρομή. Εσύ εδώ, εσύ στου Λεβέντη, εσύ κάτσε στα Τέμπη, εσύ στις στροφές στο Δερβένι. Μέχρι να φτάσεις.

Δεν θέλω όμως. Γράψαν άλλοι και γράψαν καλά. Και για λογαριασμό μου. Κέρουακ των πτωχών δεν μπορείς να γίνεις. Αναγκαστικά έσβησα τα δικά μου μέτρια, είπα στις δικές μου σημαδούρες μνήμης «εντάξει, μπορείτε να φύγετε, δεν σας χρειάζομαι άλλο», μερικές ήταν τόσο ηλίθιες που ως και σήμερα κάθονται εκεί που τις άφησα στα δεκαεννιά μου κουνώντας την ουρά τους, μέρα-νύχτα, μπας και ξαναπεράσω από κει. Θαρρείς και υπάρχει περίπτωση να με γνωρίσουν.

Σαν εκείνη τη σημαδούρα στην Αλαμάνα. Εκεί, μέσα σε ένα άθλιο εστιατόριο, με βρωμερά WC, να λέμε αστεία μεταξύ μας για τα “μπιντόκ α λα ρους” μέσα στα ταψιά, που δεν ήταν από κρέας αλλά από εξωγήινους κιμάδες. Και για το αβγό πάνω τους που σε κοίταζε λοξά «όπως το μάτι του Βούδα» και σ’ έστελνε με διπλωμένη την κοιλιά απ’ τα γέλια έξω, στον ψόφο, ο Δεκέμβρης δεν αστειευόταν όταν κόντευαν μεσάνυχτα. Δεν ξέρω αν το πρόσεξες ποτέ αλλά τα χνώτα απ’ τα γέλια ήταν τότε πιο καλοσχηματισμένα. Σήμερα άσ’ το. Από χαμόγελο δεν είδα ποτέ να γεννιούνται χνώτα..

Μέσα ξανά, στα στενά πλαστικά καθίσματα. Ούτε υφάσματα τότε, ούτε δερματίνες. Πλαστικίλα άσχημη. Καθένας στον αριθμό του. Ο 7, η 11, ο 18, ο 21, η 34. Ο οδηγός μετράει κεφάλια, «είμαστε όλοι εδώ;», ο,τι και να απαντούσες ψέματα θα έλεγες, κάποιον άφησες πίσω, κάποιος που ταξιδεύει μαζί σου δώδεκα ώρες τώρα κοιμάται και περιμένει -όπως κι εσύ- να ξημερώσει γα να δει αν φιλάς όπως την τελευταία φορά ή αν έφυγες ήδη γι’ αλλού. Μόνο από κει θα το καταλάβαινε, ποιά τηλέφωνα, ποια κινητά, ποια sms και ποια φέισμπουκ. Φιλί. Fake or real.

Το κάστρο στον Πλαταμώνα δεξιά. Ακόμη κι αυτό το μακρινό φως σε πειράζει στα μάτια. Κοιτάς τριγύρω, κανείς δεν κρατάει smartphone η κινητό, το πολύ πολύ να δεις κανένα walkman. Ασπίδα για να μη σου ματώσει το αυτί η Έλενα Γιαννακάκη, να μη στο δαγκώσει η Ρένα Ντάλμα, να μη στο ξεριζώσουν οι Κωστάδες, Κόλλιας και Μοναχός. Δώδεκα ώρες -μείον οι στάσεις- aural sculpture, που λέγαν και οι ποιητές, αλλά με μυτερά καλέμια, με σκουριασμένα σκαρπέλα και σμίλες. Ο Οδυσσέας λιγότερα τράβηξε απ΄τις Σειρήνες. Αν μπορείς να πεις Σειρήνα την Ρένα Βιολάντη.

Τα χέρια σταυρωμένα μπρος στο στήθος, ή κάτω απ το κεφάλι, σα μαξιλάρι. Αν είσαι τυχερός και έπιασες παράθυρο. Τα δάχτυλα ακίνητα, αγύμναστα, σχεδόν σοφά. Αφού, τότε, καύλωναν ακουμπώντας δέρμα και ρώγες, όχι χαϊδεύοντας εικονίδια πάνω σε τέσσερις ή πέντε ίντσες.

Ασπροβάλτα. Ακρογιάλι. Η μηχανή σβήνει, τα 8 track κλείνουν, η θάλασσα μπαίνει από τις ανοιχτές πόρτες και καθαρίζει τον άσχημο θόρυβο, όπως ο Βαν Χέλσινγκ τα τέρατα. Νυστάζω, δεν βγαίνω έξω, κάποιος να κλείσει τις πόρτες. Η πρώτη σκέψη. Όμως οι δεύτερες σκέψεις είναι σοφότερες, ειδικά αν η κύστη σου συμμαχήσει μαζί τους. Είκοσι χρονών. Πεταλούδες στο στομάχι, χώμα στα μάτια, δέκα λίτρα κάτουρα στην κύστη κι αντέχεις άλλα εκατό χιλιόμετρα, δεν ήμασταν άνθρωποι εμείς, οι τρανσφόρμερς ήμασταν

Και είμαστε. Ψόφιες πεταλούδες στην κύστη, χώμα στο στομάχι, κουρασμένα μάτια. Αλλά ακόμη στο δρόμο.

—-

boxing life

23339642

Να σου πω ότι όλα είναι καλά, ψέμα θα είναι. Πιο μεγάλο όμως αν σου πω ότι δεν είναι. Λεφτά, κι ας είναι ακρωτηριασμένα, μπήκαν κι αυτό το μήνα στο σπίτι. Θυμάσαι το Boxing Helena; Έτσι είναι το μηνιάτικο, σαν την Helena λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους, ζωντανό μα έκτρωμα. Αλλά δεν πειράζει, κανείς δεν λείπει και φέτος, ξαναμετρηθήκαμε για σιγουριά. Κοιμόμαστε στα κρεβάτια μας, όχι σε παγκάκια, αυτοκίνητα ή σε καναπέδες φίλων. Τα χέρια μας μπαίνουν και βγαίνουν ανενόχλητα μέσα κι έξω απ΄το πάπλωμα, δεν φιλοξενούν καμιά βελόνα μέσα στη φλέβα να τους φωνάζει «ώπα! ως εκεί». Το πρωί ακούμε το ξυπνητήρι κι όχι μια φωνή που λέει -μ΄αυτό τον ενικό της οικείας παγωμάρας- «βάλε το θερμόμετρο». Τριανταοκτώ και τέσσερα. Σκατά. Είπα θερμόμετρο, ζέστη έχουμε, εικοσιένα βαθμούς, αλλά έχουμε. Προχτές βάλαμε ενάμιση χιλιάρικο πετρέλαιο και από πίσω κάναμε ευχέλαιο -στην είσοδο της οικοδομής- για το κακό μάτι. Κατάσχεση δεν μας κάναν, ως τώρα, αν και δεν ξεχνάνε να τηλεφωνήσουν τα κορίτσια των τριακοσίων ευρώ να «υπενθυμίσουν» και ότι «η συνομιλία μας καταγράφεται». Ακούω «συνομιλία» και θέλω να τις ρωτήσω «και η συνεύρεση; κι αυτή καταγράφεται;» μα δεν είναι πρέπον να πουλάω εξυπνάδα στα κορίτσια του μεροκάματου, δικός τους είμαι κι εγώ. Τώρα που το καλοσκέφτομαι ποτέ δεν με πήρε τηλέφωνο άντρας, χαζά κολπάκια του μάρκετινγκ. Τα ΑΤΜ με βλέπουν πιο συχνά κι από τη μάνα μου. Οι γονείς ΑΤΜ έχουν πεθάνει, παλιά μοντέλα, δεν ξαναβγαίνουν. Βενζίνη μπαίνει με ρυθμούς κατοχικούς, μια φορά τη βδομάδα, άντε δύο στα μεγάλα κέφια. To please refuel αναμμένο μόνιμα, τι χαḯρι να δει με ένα δεκάρικο, τζάνκι της πλάκας το κουρσάκι. Αλλά δεν πειράζει, δυο ευρώ χαρτζιλίκι στη μικρή βγαίνει, κάθε μια, δυο μέρες. Παλιά την έπαιρνα στο κινητό να της πω -όλο ενοχές- «ξέχασα να σου αφήσω λεφτά», τώρα ανακουφίζομαι που δεν θυμάμαι καν αν άφησα. Ή που δεν θυμάμαι να πάρω τηλέφωνο. Ο μεγάλος έχει το μαγικό εικοσάρικο, αυτό που δεν τελειώνει πριν περάσει μισός μήνας. Χρυσό παιδί, αλλά δεν μας φανερώνει το μυστικό να σωθούμε μια και καλή. Φαγητό υπάρχει για όλους, κάθε μέρα. Πετάμε όλο και λιγότερο. Αλλά συνεχίζουμε να πετάμε και να ντρεπόμαστε πολύ γιατί τα περίσσια μας είναι τριάστερο Michelin για κάποιους. Και ρούχα έχουμε, καθαρά, σιδερωμένα. Καινούρια μόνο για τα παιδιά, όλο και πιο αραιά. Ο ράφτης μου με κοιτάζει με λατρεία στα μάτια όσο δεν αποφασίζω αν θα βάλω κιλά ή αν θα χάσω. Τη μικρή την αγαπάει ένας, μπορεί και τρεις. Θα υποφέρουν. Ο μεγάλος αγαπάει. Θα απελπιστεί. Οι πιο μεγάλοι καθόμαστε με τις φόρμες στους καναπέδες, μασουλάμε φιστίκια και μανταρίνια και βλέπουμε «North by Northwest». Οι έρωτες μας βαρέθηκαν και βγήκαν μια μέρα «για τσιγάρα». Δεν επέστρεψαν έκτοτε. Παπάρα Χίτσκοκ που νομίζεις ότι έκανες και ταινίες.

—-