
Λίγο πριν της Παναγίας θάψαμε την Β. Πάλεψε τέσσερα καλοκαίρια. Ο πληθυντικός είναι ανάπηρη ενοχή. Γιατί αυτή και όχι εγώ, εμείς. Τέτοια υποκρισία. Γιατί εγώ, εμείς, γυρίσαμε στο σπίτι μετά και δεν είπαμε κουβέντα, ξορκίζοντας -τάχα μου- το κακό με ένα μπουκάλι κρασί και καμιά δεκαριά τσιγάρα που είχαν τη γεύση μιας -ακόμη- μόνιμης απουσίας.
Προσπαθώ -δεν έχω την παραμικρή ιδέα γιατί- να βρω έναν λόγο για να συνεχίσω να γράφω. Μα δεν βλέπω φως. Κουρτίνα μπροστά μου, από τις βαριές, τις βερσαλλιανές, αυτές που μυρίζουν κλεισούρα, ληγμένες κολώνιες και ημίφως οι λόγοι για να σταματήσω. Μετά θυμάμαι τη φατμέ, το παχύ της έντερο και τους μπαξέδες με τα ρόδα, ανακουφισμένος. Πόσο ηλίθια διλήμματα μπορεί να σε ταλανίζουν προσεγγίζοντας την ακτή με τα απολειφάδια ενός θέρους που δεν υπήρξε ποτέ.
Δεν αξιώθηκα να δω από κοντά νησί της άγονης -όπως εγώ την φανταζόμουν- γραμμής. Τα ονόματα Κουφονήσια, Δονούσα, Σχοινούσα, Αστυπάλαια, Αμοργός ήταν και παραμένουν terra incognita. Αν δεν μπορούσα να φύγω όποιαν στιγμή ήθελα από έναν τόπο, δεν τον προσέγγιζα. Ακόμη κι αυτό όμως να λυνόταν-με κάποιον μαγικό τρόπο- με φόβιζαν από παλιά οι καλοκαιρινοί -οι εναλλακτικοί, κατά πως λέει και το Βυτίο– ενοικιαστές τους, ίσως γιατί ενδόμυχα ένιωθα πως ανάμεσά τους θα ήμουν παρείσακτος. Ως σήμερα δεν το ξεπέρασα. Μάλλον τα καλοκαίρια μου περιγράφω. Όχι, ούτε αυτά. Τη ζωή μου, σίγουρα.
Άρχισα να κρατάω σημειώσεις -και να τις μοιράζομαι με άλλους- τρεις μήνες μετά το εξιτήριο απ’ το νοσοκομείο. Υποθέτω πως ένας από τους λόγους που δεν έχουμε αγαστές σχέσεις το joyful κι εγώ είναι ακριβώς αυτό. Η χωροταξία των συναισθημάτων και η οριοθέτησή τους είναι οι -πολύ- μελανές σελίδες του CV μου.
Η τελευταία βουτιά στις αλυκές, εικοσιπέντε χρόνια πριν. Ένα τέταρτο του αιώνα δηλαδή, για να μετατρέψω τον χρόνο σε κάτι πιο γκράντε από αυτό που ήδη είναι. Κάποια στιγμή βαρεθήκαμε τις κουβέντες με τους άλλους δέκα της παρέας, ξεκινήσαμε για το αρχαίο λατομείο στη μύτη του κόλπου, μετά μόνο θάλασσα, μάρμαρα, ένας ορίζοντας λιπόθυμος από τη ζέστη και τα μάτια μας πληγωμένα απ’ το άσπρο και το φως. Βουτήξαμε γυμνοί, σχεδόν τυφλοί, μετά από μισόν αιώνα -έτσι μετρούσαμε τότε, με αιώνες- βγήκαμε. Ξάπλωσε εκεί, πάνω σε ένα μάρμαρο που ήταν πιο ζεστό κι από τον ήλιο, το δέρμα της άντεξε το μεσαιωνικό βασανιστήριο, φορούσε μισό μαύριο μαγιώ και τα παλιά της ρέιμπαν, όταν ξαναβρήκα το φως μου και την ακούμπησα έκαιγε πιο πολύ από τις αρχαίες πέτρες, όχι εδώ, είπε, έχει συνωστισμό, είχε πράγματι αλλά τότε νόμιζα οτι δεν υπάρχουν άλλοι ένοικοι εκτός απ’ τους δυο μας σ’ ολόκληρο το σύμπαν. Επιστρέψαμε στην παραλία από το μονοπάτι στο δάσος, αριστερά μας γαλάζιο, δεξιά πράσινο, κάπου υπάρχει μια φωτογραφία μας από κείνη τη μέρα, μου φαίνεται πως έχουμε -και οι δυο μαζί- τριάντα κιλά παραπάνω σήμερα, ίσως όμως είναι οι ψυχές μας που σκλήρυναν και βάρυναν με τον καιρό. Αυτό είναι.
Δεν μπαίνω πια σε βιβλιοπωλεία για να αγοράσω τετράδια, στυλό, φακέλους, μπλάνκο, σβήστρες, ξύστρες, φάμπερ καστέλ και μπλοκ ζωγραφικής. Ο γιατρός μου είπε ότι παθαίνω κάτι σαν το σύνδρομο της άσπρης μπλούζας όταν μυρίζω σχολίλα. Μπορεί να τα αγοράζει μόνη της, μεγάλωσε. Άλλωστε έπαψε από καιρό να μυρίζει παιδίλα. Κάποιες ξεχασμένες μυρωδιές με εκδικούνται, θα με στοιχειώνουν για καιρό, στο τέλος θα με ξεσκίσουν σαν τον Γκρενούιγ..
Soon oh soon the light….η φωνή του Jon Anderson στο γύρο του νησιού. Λάθος διατύπωση. Εκείνον τον Αύγουστο ο Άντερσον είναι ο ίδιος Το Νησί. Αυτός και η κιθάρα του Howe. Δέκα, είκοσι φορές μπρος-πίσω η γαλάζια διάφανη Scotch. Το παλιό Ρενώ δεν πατούσε στιγμή στην άσφαλτο, ανεβοκατέβαινε στρατόσφαιρα-μεσόσφαιρα με τρεις ταχύτητες, η δευτέρα είχε πεθάνει την ώρα που έβγαινα απ’ το καράβι. Υπήρχαν και εποχές -σκέφτομαι- που ετοίμαζα το σάουντρακ των διακοπών με επιμέλεια και φροντίδα ανάλογη του Bernard Herrmann όταν έγραφε για τον Άλφρεντ. Αν βάλω σήμερα το ίδιο, έστω και δυο φορές, στο cd-player του αυτοκίνητου με τις έξη ταχύτητες αλλά χωρίς παρελθόν και -αναμφίβολα- δίχως μέλλον, θα συνεχίσω τις διακοπές μόνος κι έρημος. Psycho summer.
Όπου να ‘ναι θα χτυπήσει την εξώπορτά μου το έκτακτο εκκαθαριστικό. Για να φανείς αλληλέγγυος, θα μου πει. Θα φανώ, δεν είμαι σκατόψυχος, λεφτά είναι, δεν είναι ψυχή. Αυτήν πρόλαβα να την πουλήσω, δεν ξέρω αν πήρα καλή τιμή αλλά ακόμη και στον διάβολο θα την χάριζα κοψοχρονιά παρά σ’ αυτούς.
Διάλεξε ένα γραφείο για το καινούριο σπίτι του. Μια βιβλιοθήκη. Και μια πολυθρόνα, απ’ αυτές τις στριφογυριστές. Δεν ζήτησε καν τη γνώμη μου. Καλά έκανε. Κάποια στιγμή διασταυρώθηκαν οι ματιές μας, τι είδε εκεί μέσα, αν είδε, δεν ξέρω. Πλήρωσα. Φύγαμε. Τα ανεβάσαμε μαζί. Τα συναρμολογήσαμε παρέα. Μετά ήπιαμε δυο μπίρες σε μια σκιά στη Σβώλου. Η πόλη άδεια. Κερνάω εγώ, είπε, σειρά μου. Διάλεξε εσύ μπίρες. Όσο πίναμε χαμογελούσα, με κίνδυνο να με περάσει για βλαμμένο. Δεν μ΄ένοιαζε όμως, ήμασταν εκεί πίνοντας μπίρες. Μεγαλώνοντας μαθαίνεις πως αυτό αρκεί.
O πατέρας μου -δεινός ψαροφάγος- διάλεγε πάντα τη συναγρίδα που θα τρώγαμε. Τότε τις κόβαν και φέτες, χωρίς πολλές πολλές γκρίνιες. Πήγαινε στην κουζίνα, τις επιθεωρούσε στο ψυγείο, έδειχνε «αυτήν», έμενε πλάι στη ζυγαριά για να αποφύγει τα απρόοπτα, δεν επέστρεφε στο τραπέζι παρά μόνο τη στιγμή που οι μερίδες μας ακουμπούσαν πάνω στη σχάρα. Εκείνος διάλεγε πάντα κάτι άλλο, ο προϋπολογισμός των διακοπών άρχιζε και τέλειωνε στα παιδιά του και στη γυναίκα του. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς διάλεγε. Μάλλον να είναι ο μπαμπάς μας. Τότε δεν καταλάβαινα τι μπορεί να σημαίνει αυτό, σήμερα ξέρω. Μετά τα δεκαεφτά, τα καλοκαίρια μας δεν ξανασυναντήθηκαν σε τραπέζια παρά μόνο ελάχιστες φορές, γρήγορα και μάλλον τυχαία, έτσι γίνεται συνήθως, όπου κι αν καθήσω όμως -πριν καν προλάβω να παραγγείλω- τον βλέπω να μπαίνει στην κουζίνα για να διαλέξει για μας. Και να δείχνει με καμάρι στο σερβιτόρο το τραπέζι μας. Να λέει «εκεί, σ’ αυτούς». Να ‘σαι καλά, σ’ ευχαριστώ για όλα. Και για τα καλοκαίρια μαζί.
Our heart is open. Our reason to be here…
(είπε -με έναν φοβισμένο κι αμήχανο πληθυντικό – λίγο πριν τον αναλάβει ο αναισθησιολόγος στο St Thomas για τα περαιτέρω…τα ιδιαίτερα μαθήματα με τον Jon έπιασαν, εν τέλει, τόπο)
Ξεψυχάει ο Αύγουστος και δεν μου αρέσει να τον βλέπω να βαριανασαίνει απο μακριά. Θέλω να είμαι δίπλα του και να του κρατάω το χέρι, ως την ύστατη ώρα.