play it again August !

Λοιπόν έφυγε. Πολύ ήσυχα φέτος. Σαν κλέφτης, σχεδόν. Να έφυγε πικραμένο νομίζοντας πως δεν του ‘δωσα σημασία δεν θέλω να το πιστέψω, στ’ ορκίζομαι πως ήθελα και τα δυο μου χέρια και τα δυο μου πόδια και το μυαλό μου το ίδιο να του δώσω. Αν μπορούσα. Τα είχα όμως δώσει ενέχυρο αλλού, τρόπο να τα πάρω έγκαιρα πίσω δεν βρήκα.

Δώσαμε, εκατέρωθεν, τις καθιερωμένες υποσχέσεις στα πεταχτά, καταλήξαμε σε ένα -όλο κι πιο αμήχανο όσο μεγαλώνω- να βρεθούμε του χρόνου, στην εξώπορτα του είπα μη χάνεσαι, τέτοια νεορεαλιστικά…αυτό θα ‘ρθει, εγώ δεν έκανα συμβόλαιο να είμαι εδώ, πού να βρεις πρόθυμο Μεφιστοφελή σήμερα. Εκτός κι αν έρθει η συντέλεια του κόσμου και φύγουμε όλοι μαζί, άνθρωποι και καλοκαίρια. Μετά σκασίλα μου.

Τώρα πίσω στο κρεβάτι του φτηνόπωρου. Μέχρι πέρυσι αγχωτικά οικείο, σα να μυρίζεις πατάτες με κρέας στο φούρνο μια Κυριακή με βροχή, σα να τελειώνεις για χιλιοστή φορά μέσα στο ίδιο σώμα, φέτος προκρούστειο. Ο,τι δικό σου περισσεύει, κουβέντες, ανάσες, ώρες, γέλια, νύχτες, σαββατοκύριακα, βόλτες, λίγο παραπανίσιο αλκοόλ, ένα τσιγάρο, ακόμη κι ανθρώπους που αγαπάς, θα στα κόβει. Στα δυο, στα τρία, στα τέσσερα, δεν ξέρω να σου πω. Πρώτη φορά θα ξαπλώσω σε τέτοιο κρεβάτι.

Χτες βράδι στο μπαλκόνι -εκείνο που δεν σάλπαρε ποτέ γιατί τελικά δεν είχε σταγόνα καύσιμο μέσα του, υποθηκευμένo κι αυτό- άκουγα μια γνώριμη φωνή να λέει σ’ ένα τραγουδάκι, ανάμεσα στ’ άλλα, «I cant read my own note. I made a note and I can’t read it». Και σκέφτηκα τι διάολο, σε λίγο καιρό που θα αποκαλυφθούμε όλοι και κανείς δεν θα κρύβεται πίσω από δανεικά ονόματα, θα τα αποκηρύξω όλα, και ποστ και φέισμπουκ και τραγούδια και λέξεις και όλα, μα όλα. Θα ξαναγίνω ένας κανονικός άνθρωπος. Μπας και βιώσω καμιάν απώλεια βουβός. Χωρίς να κόβω κομματάκια της μοιράζοντας τα σαν αντίδωρα δεξιά κι αριστερά για να την κάνω -τάχα μου- σπουδαία. Καμιά τέτοια απώλεια δεν είναι σπουδαία. Τον χρόνο που ξόδεψα άσκοπα ψευτοπενθώ, πετώντας μαύρα σκουπιδάκια σε μια άσπρη οθόνη. Όχι αυτό που έφυγε.

Άντε Robin, ριχ΄ το. Ο,τι προλάβουμε, πριν ξεθωριάσουν όλα…

 

 

http://www.youtube.com/watch?v=qngc–zwGxY

 

 

ο αφρός των μικρομέγαλων

Έχω εξαντληθεί συζητώντας με κάθε πονεμένο -ανίατη ασθένεια, από την εποχή του φοιτητικού αμπέχωνου- τις παραλλαγές πάνω στο Λιβυκό (ζήτημα, το πέλαγος δεν με αφορά), το νεοπανεπιστημιακό, το πτωχευτικό (το ατομικό μου, το δίκαιο δεν με συγκινεί), το εργασιακό, το ασφαλιστικό,  το άδηλο του μέλλοντος -αυτό είναι σαν τον αφρό της μπίρας, ξεκινάς την κουβέντα έτσι και τελειώνοντάς την πάλι σ’ αυτό καταλήγεις-, το πρόδηλο της επαναθεώρησης των πάντων. Αρχής γενομένης από τα δεδομένα. Δεν υπάρχουν. Κανείς δεν μπορεί πια να επιπλεύσει πάνω στον αφρό κι ας είναι και της Guinness.

Εννιά φορές στις δέκα, αυτές οι κουβέντες γίνονται γύρω από ένα τραπέζι. Με υγρά και στερεά επάνω του. Πες το «μεταξύ τυρού και αχλαδιού, μεταξύ πεπονιού και γραβιέρας Νάξου, μεταξύ Kaiser και Fix, μεταξύ ιδρώτα και ανεμιστήρα», δεν με ενοχλεί αυτός σου ο απαξιωτικός υπαινιγμός. Παράσημο είναι να βάζεις γραβιέρα ναξιώτικη στο τραπέζι, σκέψου το κι έτσι, του χρόνου το καλοκαίρι το πεπόνι μπορεί να μείνει ορφανό.

Με οικτίρω που δεν θεραπεύτηκα ακόμη από τα αμφιθεατρικά κατάλοιπα και συνεχίζω να έλκομαι από τους εμμονικούς Φιντέλ της καθημερινότητας, όπως ο καρχαρίας από μια ανοιχτή πληγή. Αφού το ξέρω καλά πως με έχω συλλάβει επανειλημμένα επ’ αυτοφώρω να το διαπράττω ως αυτοσκοπό. Δεν το κάνω για την κουβέντα, ούτε τη διαφωνία, ούτε τη χλιαρή σύγκλιση, ούτε καν για την πολιτισμένη ή φορτισμένη αντιπαράθεση. Μ’ αυτά έκλεισα λογαριασμούς. Το κάνω για να δουν οι μπίρες πόσο κουραστικοί μπορούμε να γινόμαστε, επαναλαμβάνοντας τα ίδια και τα ίδια -με ζήλο αντάξιο μουλάδων, ακόμη κι όταν ο μόνος άξιος λόγου αφρός τριγύρω μας είναι αυτός της θάλασσας- μέχρι να παγώσει ο ήλιος.

Θα συνεχίσω να το κάνω όμως, είναι τόσο μα τόσο ανακουφιστικό, έως εθιστικό, να διαπιστώνεις πως από το να ανατριχιάζεις με τα ξύλινα μικρομέγαλα της βουλής των εφήβων μέχρι να γίνεσαι πιο προβλέψιμος κι από αυτά (αθωώνοντάς τα, μετά, λόγω προτέρου εντίμου βίου), είναι μια γουλιά δρόμος. Με ή δίχως αφρό.

προ-σeπτeμβριανά

Λίγο πριν της Παναγίας θάψαμε την Β.  Πάλεψε τέσσερα καλοκαίρια. Ο πληθυντικός είναι ανάπηρη ενοχή. Γιατί αυτή και όχι εγώ, εμείς. Τέτοια υποκρισία. Γιατί εγώ, εμείς, γυρίσαμε στο σπίτι μετά και δεν είπαμε κουβέντα, ξορκίζοντας -τάχα μου- το κακό με ένα μπουκάλι κρασί και καμιά δεκαριά τσιγάρα που είχαν τη γεύση μιας -ακόμη- μόνιμης απουσίας.

Προσπαθώ -δεν έχω την παραμικρή ιδέα γιατί- να βρω έναν λόγο για να συνεχίσω να γράφω. Μα δεν βλέπω φως. Κουρτίνα μπροστά μου, από τις βαριές, τις βερσαλλιανές, αυτές που μυρίζουν κλεισούρα, ληγμένες κολώνιες και ημίφως οι λόγοι για να σταματήσω. Μετά θυμάμαι τη φατμέ, το παχύ της έντερο και τους μπαξέδες με τα ρόδα, ανακουφισμένος. Πόσο ηλίθια διλήμματα μπορεί να σε ταλανίζουν προσεγγίζοντας την ακτή με τα απολειφάδια ενός θέρους που δεν υπήρξε ποτέ.

Δεν αξιώθηκα να δω από κοντά νησί της άγονης -όπως εγώ την φανταζόμουν- γραμμής. Τα ονόματα Κουφονήσια, Δονούσα, Σχοινούσα, Αστυπάλαια, Αμοργός ήταν και παραμένουν terra incognita. Αν δεν μπορούσα να φύγω όποιαν στιγμή ήθελα από έναν τόπο, δεν τον προσέγγιζα. Ακόμη κι αυτό όμως να λυνόταν-με κάποιον μαγικό τρόπο- με φόβιζαν από παλιά οι καλοκαιρινοί -οι εναλλακτικοί, κατά πως λέει και το Βυτίο– ενοικιαστές τους, ίσως γιατί ενδόμυχα ένιωθα πως ανάμεσά τους θα ήμουν παρείσακτος. Ως σήμερα δεν το ξεπέρασα. Μάλλον τα καλοκαίρια μου περιγράφω. Όχι, ούτε αυτά. Τη ζωή μου, σίγουρα.

Άρχισα να κρατάω σημειώσεις -και να τις μοιράζομαι με άλλους- τρεις μήνες μετά το εξιτήριο απ’ το νοσοκομείο. Υποθέτω πως ένας από τους λόγους που δεν έχουμε αγαστές σχέσεις το joyful κι εγώ είναι ακριβώς αυτό. Η χωροταξία των συναισθημάτων και η οριοθέτησή τους είναι οι -πολύ- μελανές σελίδες του CV μου. 

Η τελευταία βουτιά στις αλυκές, εικοσιπέντε χρόνια πριν. Ένα τέταρτο του αιώνα δηλαδή, για να μετατρέψω τον χρόνο σε κάτι πιο γκράντε από αυτό που ήδη είναι. Κάποια στιγμή βαρεθήκαμε τις κουβέντες με τους άλλους δέκα της παρέας, ξεκινήσαμε  για το αρχαίο λατομείο στη μύτη του κόλπου, μετά μόνο θάλασσα, μάρμαρα, ένας ορίζοντας λιπόθυμος από τη ζέστη και τα μάτια μας πληγωμένα απ’ το άσπρο και το φως. Βουτήξαμε γυμνοί, σχεδόν τυφλοί, μετά από μισόν αιώνα -έτσι μετρούσαμε τότε, με αιώνες- βγήκαμε. Ξάπλωσε εκεί, πάνω σε ένα μάρμαρο που ήταν πιο ζεστό κι από τον ήλιο, το δέρμα της άντεξε το μεσαιωνικό βασανιστήριο, φορούσε μισό μαύριο μαγιώ και τα παλιά της ρέιμπαν, όταν ξαναβρήκα το φως μου και την ακούμπησα έκαιγε πιο πολύ από τις αρχαίες πέτρες, όχι εδώ, είπε, έχει συνωστισμό, είχε πράγματι αλλά τότε νόμιζα οτι δεν υπάρχουν άλλοι ένοικοι εκτός απ’ τους δυο μας σ’ ολόκληρο το σύμπαν. Επιστρέψαμε στην παραλία από το μονοπάτι στο δάσος, αριστερά μας γαλάζιο, δεξιά πράσινο, κάπου υπάρχει μια φωτογραφία μας από κείνη τη μέρα, μου φαίνεται πως έχουμε -και οι δυο μαζί- τριάντα κιλά παραπάνω σήμερα, ίσως όμως είναι οι ψυχές μας που σκλήρυναν και βάρυναν με τον καιρό. Αυτό είναι.

Δεν μπαίνω πια σε βιβλιοπωλεία για να αγοράσω τετράδια, στυλό, φακέλους, μπλάνκο, σβήστρες, ξύστρες, φάμπερ καστέλ και μπλοκ ζωγραφικής. Ο γιατρός μου είπε ότι παθαίνω κάτι σαν το σύνδρομο της άσπρης μπλούζας όταν μυρίζω σχολίλα. Μπορεί να τα αγοράζει μόνη της, μεγάλωσε. Άλλωστε έπαψε από καιρό να μυρίζει παιδίλα. Κάποιες ξεχασμένες μυρωδιές με εκδικούνται, θα με στοιχειώνουν για καιρό, στο τέλος θα με ξεσκίσουν σαν τον Γκρενούιγ..

Soon oh soon the light….η φωνή του Jon Anderson στο γύρο του νησιού. Λάθος διατύπωση. Εκείνον τον Αύγουστο ο Άντερσον είναι ο ίδιος Το Νησί. Αυτός και η κιθάρα του Howe. Δέκα, είκοσι φορές μπρος-πίσω η γαλάζια διάφανη Scotch. Το παλιό Ρενώ δεν πατούσε στιγμή στην άσφαλτο, ανεβοκατέβαινε στρατόσφαιρα-μεσόσφαιρα  με τρεις ταχύτητες, η δευτέρα είχε πεθάνει την ώρα που έβγαινα απ’ το καράβι. Υπήρχαν και εποχές -σκέφτομαι- που ετοίμαζα το σάουντρακ των διακοπών με επιμέλεια και φροντίδα ανάλογη του Bernard Herrmann όταν έγραφε για τον Άλφρεντ. Αν βάλω σήμερα το ίδιο, έστω και δυο φορές, στο cd-player του αυτοκίνητου με τις έξη ταχύτητες αλλά χωρίς παρελθόν και -αναμφίβολα- δίχως μέλλον, θα συνεχίσω τις διακοπές μόνος κι έρημος. Psycho summer.

Όπου να ‘ναι θα χτυπήσει την εξώπορτά μου το έκτακτο εκκαθαριστικό. Για να φανείς αλληλέγγυος, θα μου πει. Θα φανώ, δεν είμαι σκατόψυχος, λεφτά είναι, δεν είναι ψυχή. Αυτήν πρόλαβα να την πουλήσω, δεν ξέρω αν πήρα καλή τιμή αλλά ακόμη και στον διάβολο θα την χάριζα κοψοχρονιά παρά σ’ αυτούς.

Διάλεξε ένα γραφείο για το καινούριο σπίτι του. Μια βιβλιοθήκη. Και μια πολυθρόνα, απ’ αυτές τις στριφογυριστές. Δεν ζήτησε  καν τη γνώμη μου. Καλά έκανε. Κάποια στιγμή διασταυρώθηκαν οι ματιές μας, τι είδε εκεί μέσα, αν είδε, δεν ξέρω. Πλήρωσα. Φύγαμε. Τα ανεβάσαμε μαζί. Τα συναρμολογήσαμε παρέα. Μετά ήπιαμε δυο μπίρες σε μια σκιά στη Σβώλου. Η πόλη άδεια. Κερνάω εγώ, είπε, σειρά μου. Διάλεξε εσύ μπίρες. Όσο πίναμε χαμογελούσα, με κίνδυνο να με περάσει για βλαμμένο. Δεν μ΄ένοιαζε όμως, ήμασταν εκεί πίνοντας μπίρες. Μεγαλώνοντας μαθαίνεις πως αυτό αρκεί.

O πατέρας μου -δεινός ψαροφάγος- διάλεγε πάντα τη συναγρίδα που θα τρώγαμε. Τότε τις κόβαν και φέτες, χωρίς πολλές πολλές γκρίνιες. Πήγαινε στην κουζίνα, τις επιθεωρούσε στο ψυγείο, έδειχνε «αυτήν», έμενε πλάι στη ζυγαριά για να αποφύγει τα απρόοπτα, δεν επέστρεφε στο τραπέζι παρά μόνο τη στιγμή που οι μερίδες μας ακουμπούσαν πάνω στη σχάρα. Εκείνος διάλεγε πάντα κάτι άλλο, ο προϋπολογισμός των διακοπών άρχιζε και τέλειωνε στα παιδιά του και στη γυναίκα του. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς διάλεγε. Μάλλον να είναι ο μπαμπάς μας. Τότε δεν καταλάβαινα τι μπορεί να σημαίνει αυτό, σήμερα ξέρω. Μετά τα δεκαεφτά, τα καλοκαίρια μας δεν ξανασυναντήθηκαν σε τραπέζια παρά μόνο ελάχιστες φορές, γρήγορα και μάλλον τυχαία, έτσι γίνεται συνήθως, όπου κι αν καθήσω όμως -πριν καν προλάβω να παραγγείλω- τον βλέπω να μπαίνει στην κουζίνα για να διαλέξει για μας. Και να δείχνει με καμάρι στο σερβιτόρο το τραπέζι μας. Να λέει «εκεί, σ’ αυτούς». Να ‘σαι καλά, σ’ ευχαριστώ για όλα. Και για τα καλοκαίρια μαζί.

Our heart is open. Our reason to be here…

(είπε -με έναν φοβισμένο κι αμήχανο πληθυντικό – λίγο πριν τον αναλάβει ο αναισθησιολόγος στο St Thomas για τα περαιτέρω…τα ιδιαίτερα μαθήματα με τον Jon έπιασαν, εν τέλει, τόπο)

Ξεψυχάει ο Αύγουστος και δεν μου αρέσει να τον βλέπω να βαριανασαίνει απο μακριά. Θέλω να είμαι δίπλα του και να του κρατάω το χέρι, ως την ύστατη ώρα.

 

 

 

τα αγόρια/οι ώρες

Το αγόρι που ήταν ξαπλωμένο, αποκαμωμένο, αφυδατωμένο πάνω στη μικρή του σανίδα, ανάμεσα σε κύματα που πήγαιναν κι έρχονταν, δίπλα σε γκαζάδικα που το προσπερνούσαν αδιάφορα, παρέα με κοπάδια από μέδουσες και υπερωκεάνειους γλάρους, χάθηκε απ’ τα ραντάρ μια μέρα του Αύγουστου του 2011. Βάρδια στη σελίδα δεν είχε κανείς, δύσκολος μήνας ο Αύγουστος για υπερωρίες, οπότε κανείς δεν ξέρει την ώρα που σβήστηκε από τον χάρτη.

Την ίδια ακριβώς -άγνωστη σε όλους- ώρα, ένα άλλο αγόρι με ένα γαλάζιο φανελάκι εμφανίστηκε να τρέχει στους δρόμους μιας πόλης όταν έπεφτε το φως και άναβαν τα φώτα στα πεζοδρόμια και τις βιτρίνες τριγύρω. Εκεί νύχτωνε. Αλλού ξημέρωνε, αλλού ήταν μεσημέρι, αλλού ήδη μεσάνυχτα, αλλού το ρολόι της πλατείας έδειχνε πέντε το απόγευμα, αλλού έπλεναν τα πεζοδρόμια για να απλώσουν τα πρωινά τραπέζια με τους καφέδες πάνω τους, ποτέ και πουθενά οι ώρες δεν είναι ίδιες και αυτό είναι που τις κάνει τόσο μα τόσο πολύτιμες.

το πράσινο αυγουστιάτικο μίλι

Περνάει ο καιρός, έρχεται το φθινόπωρο, δεν έχω θέμα. Ο κόσμος μου αναλύεται σε κάτι ψευτοεικόνες ασαφείς. Τυχαία συναισθήματα ξεπηδάνε εδώ κι εκεί. Αλλά δεν κρατιούνται έτσι τα blogs.

Εδώ πάνω ο καιρός είναι παλαβός, έχει μέρες που ξυπνάς με το στρώμα μούσκεμα, κάποια πρωινά τραβάς το σεντόνι ψηλά ως το λαιμό. Όταν πέσει ο ήλιος χρειάζεσαι κάτι ελαφρύ να κάνει παρέα στους ώμους και κάτι δυνατό για να ξεχάσεις αυτό που έρχεται – ή αυτό που φεύγει-. Όπως και να ΄χει όμως, νυχτώνει απ’ τις οκτώ, αδιαπραγμάτευτα.

Γιατί ν’ ανάβεις φως, αναρωτιέμαι, και να σκαλίζεις το κεφάλι σου να βρεις φαΐ αφού ο άλλος στο έβαλε ζεστό -κι ας περάσαν εφτά ολόκληρα χρόνια- στο πιάτο.

——————————

λέξεις : Vita Moderna (ο “άλλος”)

μαρκίζα : κλεμμένη, απο κατεδάφιση

28 τοίχους μετά

Άνοιξε την οθόνη, όλο λαχτάρα. Τρία λεπτά δεν πέρασαν από την ώρα που η λαχτάρα ξεψυχούσε μπρος στα πόδια της, αβοήθητη. Ούτε μισό κόκκινο σημαδάκι ψηλά. Ο τοίχος άδειος. Τα like άφαντα. Οι 267 φίλοι το ίδιο. Λίγα στιχάκια της Δημουλά και ένα γιουτιούμπ του Vassilikos που είχε ρίξει για ευαίσθητο δόλωμα, μείναν αφάγωτα να σαπίζουν μόνα τους, 3 ώρες πριν, 8 ώρες πριν, 21 ώρες πριν, χθες στις 07:58 π.μ.

Ξεπάρκαρε από το στενό της, μπήκε στην κεντρική λεωφόρο, πήρε τη διασταύρωση «πιο πρόσφατες». Είδε λίγα φώτα, μακριά. Έκανε όσο πιο βιαστικά μπορούσε λάικ σε δυο από αυτά, τυχαία, φτάνοντας κοντά διάβασε τις πινακίδες τους «18 ώρες πριν», «Πέμπτη στις 5:06 μ.μ», οι οδηγοί άφαντοι, σε ένα που νόμισε πως είχε αναμμένα αλάρμ «7 ώρες πριν» άφησε ένα ορφανό σχόλιο, τρεις ώρες αργότερα τα αλάρμ συνέχισαν να ανάβουν, η θέση του οδηγού παγωμένη. Zombie walls.  Είδε κάποιους να αλλάζουν δυο-τρεις συνωμοτικές κουβέντες σε έναν τοίχο που της φάνηκε ύποπτος, σκέφτηκε «για να ‘ναι αυτοί μαζεμένοι εκεί τέτοια μέρα ποιος ξέρει τι ετοιμάζουν», πέρασε από δίπλα όσο πιο αθόρυβα μπορούσε με δυο γκαζιές κλικ, γλίτωσε.

Κι αυτή δεν θυμάται πόσες ώρες οδηγούσε νηστική ανάμεσα σε κουφάρια αφήνοντας like και σχόλια. Μετά από δέκα ώρες, τρεις καφέδες και μισό μπουκάλι samos doux, που έγινε σαν κάτουρο διαβητικού έξω απ’ το ψυγείο, ξαναπάρκαρε στον τοίχο της, πάτησε το off και χύθηκε στον καναπέ. Να πάτε να γαμηθείτε όλοι.

Το κενό, απορημένο και απελπισμένο -εν τέλει- βλέμμα του Cillian Murphy δεν μπορεί να συγκριθεί με το δικό της. Αγώνας άνισος, καταδικασμένος από τη μέρα της γέννας του.

Κανείς -σκέφτηκε αποκαμωμένη- δεν μπορεί να πάει κόντρα στον Δεκαπενταύγουστο, ούτε με smartphones, ούτε με ευρυζωνικές, ούτε με G G G. Κανείς δεν μπορεί να τα βάλει με τα αληθινά τζιτζίκια. Aκόμη κι αν κάνει τάμα στον αι-πι , στον αι-φον και στον αι-γαμήσου μαζί…

(ποστ genderless, επιλέξτε φύλο και παίξτε, bye)

κάτι που ο Γιάνναρης και ο Μπόιλ δεν είχαν ποτέ φαντασθεί

Αν φίλμαρε σήμερα τον «Δεκαπενταύγουστο» θα είχε μέσα σίγουρα και έναν δεσμώτη του φέισμπουκ. Ή του βλογ. Όχι smartphones και εφέσιμες με αναστολή ποινές. Εγκλεισμός κατ’ οίκον. Χωρίς φύλο, δίχως κλιματισμό, μόνο με βρακί και ιδρωμένη καρέκλα. Άντε κι ένα πακέτο τσιγάρα με ένα φραπέ στο πλάι. Σε μια πόλη μισογεμάτη από ανθρώπους αλλά άδεια.

Ένα από τα πράγματα που έμαθα μεγαλώνοντας είναι ότι όλο δένουμε με καινούριο κολάρο και λουρί την αυτογνωσία κι όλο βρίσκει τρόπο να λύνεται παριστάνοντας τον αυτοσαρκασμό, better than Harry Houdini.

Για το Λονδίνο, το Μπέρμπινχαμ, το Μπρίστολ, το Μάντσεστερ μη με ρωτάς. Μελετώ Strummer † και θα γεμίσω τα κουτάκια με τo σωστό √ στα multiple choices όταν ξεκαθαρίσω μέσα μου πόσα νόθα έσπειρε πίσω της η Θάτσερ ανά την υφήλιο. Κι αυτά που σπάνε και καίνε -με ή χωρίς blackberries στα χέρια- νόθα της είναι, τερατογεννέσεις. Αν δυσκολευτώ θα ζητήσω ενισχυτική διδασκαλία, τόσοι πρόθυμοι και αφοσιωμένοι επίγονοι αρθρογραφούν σήμερα.

Δεν έχω την παραμικρή ιδέα τι θα γίνει 28 βδομάδες, μήνες ή 28 χρόνια μετά. Κανείς τους δεν έχει. Poors μπορεί να γεννάνε, στρατιές από αυτούς, κάθε μέρα. Σε standards όμως ας μη βασίζονται.

τσεκούρια, κουτάλια κι ένα κρακ

Eδώ και καιρό δεν με συγκινούν τα περισσότερα απ’ αυτά που διαβάζεις εδώ μέσα.

Μου το λέω κι εγώ συχνά: μη καταπιάνεσαι με τα εύκολα, παίδεψέ το το γράψιμο, βούτα στα σωθικά σου και άσε την ασφάλεια της μπανιέρας, οι καλές οι λέξεις δεν είναι κρέμες σώματος, ούτε μαλακτικά και κοντίσιονερ, βρώμικες είναι και ζουν έξω απ’ αυτήν. Μέρα παρά μέρα με ρωτάω, πώς μπορεί και σε συγκινεί ακόμη ο βυθός της πισίνας; Ίδιος είναι, κάθε φορά, χειμώνα-καλοκαίρι. Δεν σε στέλνω να πιάσεις κατευθείαν ωκεανό, ούτε καν να γυρνάς σαν στοιχειωμένη σχεδία περαδώθε τη Μεσόγειο αλλά ένα Πόρος-Γαλατάς δοκίμασέ το μια φορά. Σαν δεν πιεις αλατισμένο νερό και δεν σκεπάσει τα φρύδια σου ένα ξεχασμένο κύμα, μέρες δόξας δεν θα δεις στον ορίζοντα, σκέφτομαι. Μόνο βατήρες θα βλέπεις, άδειες κερκίδες και θα μυρίζεις χλώριο. Ποιος συγκινείται από δολοφόνους βακτηριδίων στην εποχή μας;

Πάω να γράψω κάτι αρχιτεκτονημένο -σπουδαία λέξη αυτή-, κάτι που υπερβαίνει το έλασσον ερείπιο στο οποίο νοικιάζω και αντί να βρω ρυθμό με ένα Myself when I’m real,  με την 9η του Mahler -Bernstein καθοδηγούντος-, με το my funny Valentine έστω, κάνω παρέλαση πίσω από το her face forms in summertime επειδή κάποιος πρέπει να δώσει μιαν αξία στα παραπεταμένα κι έτσι διαλέγω πάντα αυτό το ρόλο στη -φανταστική- διανομή. Aθεράπευτα εμμονικός και αμετανόητος, αντί να καταταγώ στους Beefeaters και να δω ν’ αστράφτουν τα -οπωσδήποτε αδέσποτα μα ευπρόσδεκτα- φλας τριγύρω μου προτιμώ να συχνάζω ως παρείσακτος στα στέκια της  Légion étrangère  ακούγοντας τις ίδιες χιλιοειπωμένες ιστορίες, καπνίζοντας παθητικά και πίνοντας φτηνόκρασα ως τη συντέλεια του κόσμου ή σε κάτι σαν κι αυτήν. Ώσπου να καταλάβω ότι άλλο οι μικροί ρυπαροί μου λεγεωνάριοι και άλλο η Garde nationale, έρχεται το χαρτί στο γραμματοκιβώτιό μου που επίσημα πλέον με ειδοποιεί ότι οι προθεσμίες της κατάταξης τέλειωσαν. Του χρόνου ξανά. Μετά παίρνω το δρόμο της επιστροφής αφού πρώτα με βάζω να υποσχεθώ -με το γόνατο πάνω στο λαιμό μου- πως τέρμα τα χλώρια και οι φορμόλες, θα πέσω στα κύματα. Τέρμα οι μικρές τάχα μου αδιέξοδες διαδρομές, τέρμα οι drama queens που πίνουν ακουμπώντας στον ώμο μου ζητώντας πάντα κερασμένα κι αγύριστα δανεικά, τέρμα οι ξεπέτες των λέξεων στα όρθια, τέρμα οι τριακόσιες λέξεις και τα κάλπικα ένσημα. Απεταξάμην!

Τέτοιος απατεώνας ήμουν ανέκαθεν. Υπόσχομαι τα πάντα για να ‘χω την άγρια χαρά να τα πετάξω όλα στα σκουπίδια μετά. Είναι εκμαυλιστικές οι μικρές τσουλίτσες που δεν απαιτούν το χρόνο μου, με τις λέξεις που θέλουν να ντύνονται σαν μεγαλοκυρίες και να με κρατάνε απ’ το μπράτσο δεν τα πάω καλά. Πολλοί καλοί άνθρωποι τα βρήκαν μαζί τους, όχι εγώ. Θα μπορούσα, ίσως. Αλλά με τις δευτεροκλασάτες τα πήγαινα πάντα καλύτερα, ήμουν στο στοιχείο μου, δεν παρίστανα κάτι που δεν είμαι, δεν χρειαζόταν να σιδερώσω τα καλά μου για να σταθώ στο πλάι τους. Προτίμησα -και καλά έπραξα, μέγιστη αρετή η αυτογνωσία- τα κουτάλια από τα τσεκούρια.

Αυτό με τα φονικά όργανα το έγραψε ο Τριαρίδης με αφορμή τον κρυμμένο κι αδικημένο Παπαδιαμάντη, Καμύ, Ροθ ή ο,τι άλλο αγαπάς και προαιρείσαι, που καθένας νομίζει πως φιλοξενεί εντός του:  

Συγγραφέας ωστόσο είναι, κάποιος που γυρεύει (: προσδοκά) από τα βιβλία του να είναι (: να γίνουν κάποτε) τσεκούρια που σπάζουν την παγωμένη θάλασσα μέσα μας (έγραψε ο Κάφκα)..

Πώς να τον πιστέψω; Tο μέσα μας βαυκαλίζεται πως έχει τη στόφα της Aνταρκτικής αλλά το νιώθω πως μεταλλάχτηκε, δεν είναι παρά μια crème brûlée της γειτονιάς, μια τόση δα κρούστα κατάφερε να πιάσει από πάνω, ίσα για να κοροϊδεύεται πως είναι ανθεκτική στα απρόσεκτα και λαίμαργα κουτάλια μέχρι να ακουστεί το πρώτο κρακ. Γι αυτό το καθημερινό, μικρό, ταπεινό -αλλά τόσο ερεθιστικό- κρακ γράφουν όλοι, σκέφτομαι για να παρηγορηθώ. Για ποια τσεκούρια και παγωμένες θάλασσες μιλάει ο ασήμαντος υπαλληλίσκος της Βοημίας;

Ξέρεις τι σκέφτομαι τώρα; Κάμπια ήσουν -στη γραφή- ανέκαθεν. Ήλπιζες, κατά βάθος, στην ενηλικίωση. Με το που μεγάλωσες όμως, αντί φτερά έβγαλες κι άλλες τρίχες.

la vita e 24 Mbps

πήρε πέντε μέρες άδεια για τη βδομάδα μετά της Παναγίας. είχε κάνει κράτηση πριν καιρό στο facebook. ανάποδα πράγματα, όταν άδειαζε αυτό γέμιζε ο τόπος έξω. ανέκαθεν τον βόλευε η σιγουριά όμως. αν βαριόταν εκεί, θα πεταγόταν για καμιά μπίρα στο βλογ, για καμιά βουτιά στο tweeter, μπορεί και να ξενυχτούσε πίνοντας με κάποιο υποσχόμενο mail ή να ‘βαζε κανένα παγάκι στο τσίπουρο την ώρα που έριχνε τον μπάζο του. στην ανάγκη θα ‘παιρνε το smartphone στο WC. πού να τρέχεις να ψάχνεις δωμάτιο αυγουστιάτικα…

(niemandsrose, διαρκής πηγή έμπνευσης, μας έχει τσακίσει το ηθικό, να το κλείσει λίγο μπας και ξεκουραστούν τα δαχτυλάκια μας)

σφαίρες απ’ την ιβοζίμα

 

 

Χρειάστηκαν εφτά ανέβα-κατέβα με το ασανσέρ για να μην αφήσει τίποτε πίσω. Μετά από μισή ώρα όλα είχαν τακτοποιηθεί στο αυτοκίνητο. Δυο καρεκλάκια για τη θάλασσα, μια ομπρέλα δώρο από βενζινάδικο, μια ψάθα αληθινή και όχι απ’ τις πλαστικούρες των κινέζων, ένα χαμηλό τραπεζάκι για να αφήνει τον καφέ, ψυγείο γεμάτο με τις παγοκύστες του, τις μόνες κύστες -μαζί με την ουροδόχο- που πάντα είναι χρηστικές, βατραχοπέδιλα, μάσκα, αναπνευστήρας, ένα σακίδιο ώμου με τα μαγιώ, τις πετσέτες, μέσα έβαλε μια μικρή θήκη με τα αντηλιακά και την αμμωνία για τις τσούχτρες, τους αχινούς και τις ανθρωποφάγες σφήκες, ένας σάκος λίγο μεγαλύτερος με τα ρούχα του, καναδυό βερμούδες και παντελόνια δηλαδή, μερικά χρωματιστά μπλουζάκια, δυο πουκάμισα γουμίδια αλλά καθαρά, έξη αλλαξιές εσώρουχα, παπούτσια, κάτι πέδιλα αγορασμένα τέσσερα ευρώ στο παζάρι και σαγιονάρες τα ‘κλεισε σε μια σακούλα του μαρινόπουλου και τα στρίμωξε όπως-όπως στην πλαϊνή θήκη του σάκου, εκεί έβαλε κι άλλες δυο άδειες σακκούλες -του βερόπουλου νομίζω αλλά δεν έχει και καμιά σημασία- για τα βρώμικα βρακιά, ας βρίσκονται, τελευταία στιγμή θυμήθηκε το θερμός οπότε οι διαδρομές προς το σπίτι έγιναν οκτώ, φορτιστή πήρε, κασέτες πήρε, τον παναμά τον πήρε, τα γυαλιά για τον ήλιο τα φορούσε, της μυωπίας τα είχε στην τσέπη, ξυριστικά δεν πήρε γιατί ως και ο τομ χανκς χρειάστηκε μια ώρα στο μοντάζ για να γίνει σαν μητροπολίτης κι αυτός δεν σκόπευε να ναυαγήσει μέσα στο καλοκαίρι, τον ζίπο δώρο της σχωρεμένης της αδερφής του τον είχε πάντα κατάκαρδα, έτσι είχε δει σε μια ταινία για την ιβοζίμα, ως και σφαίρα σταμάτησε εκείνος, να φανταστείς έκανε αγώνα ολόκληρο να βρίσκει πού πουλάνε τι-σερτ και πόλο με τσεπάκι στη θέση της καρδιάς, όχι ότι εκείνος κινδύνευε από καμιά αδέσποτη γιαπωνέζικη σφαίρα δηλαδή αλλά καλό είναι την καρδιά σου να μη την αφήνεις εντελώς απροστάτευτη όταν επί τριανταέξη χρόνια κάνεις ακριβώς το ίδιο ανέβα-κατέβα γεμίζοντας τα σωθικά ενός ξεθωριασμένου πράσινου -κάποτε- ford taunus και ξεκινάς μετά για το πολύ μακρύ ταξίδι  μέσα σε έναν Αύγουστο που τα ‘χει όλα εκτός από γεμάτο καρεκλάκι δίπλα και δεύτερο ποτήρι με καφέ στο χαμηλό τραπεζάκι μπροστά…

άπνοια

Μπαλκόνι, δυόμιση, ξημερώματα, Τρίτη. Υπάρχουν κάποιοι που διατείνονται πως «ξημερώματα» πριν τις τέσσερις, άντε πέντε το πρωί, δεν υπάρχουν. Προφανώς τα ξημερώματά μας δεν πρόκειται να συναντηθούν ποτέ. Ίσως -σκέφτομαι- σε κανένα δωμάτιο ή προθάλαμο νοσοκομείου αλλά εκεί δεν έχει ώρες, όλα είναι ένα. Η μέρα είναι νύχτα και ανάποδα.

Παράτησα το βιβλίο που διάβαζα, το βαρέθηκα πριν καν αποφασίσω να ψάξω σελιδοδείκτη, ακουμπάω στο κάγκελο το χέρι μου, σε λίγο γέρνω και το κεφάλι, κοιτάζω στην ευθεία του κάγκελου, μέχρι εκεί που πάει το μάτι μου και προσπαθώ να χαθώ. Δεν είναι δύσκολο, η μυωπία είναι ενισχυτική του άγνωστου, μόνο γκρίζους και μαύρους όγκους βλέπω μέσα στο σκοτάδι. Οι τέντες είναι ανεβασμένες, ένα αεράκι κουνάει ο,τι απέμεινε πάνω στο κεφάλι μου, σε λίγο γίνεται πιο δυνατό, κοροϊδεύομαι ότι το μπαλκόνι σήκωσε άγκυρα και ξεκίνησε, ευτυχώς δεν ζω -όχι ακόμη- δίπλα σε καμιά χωματερή, να ακούσω και πεντέξι γλάρους να πετάνε παραδίπλα και να τρέχω μετά για Xanax.

Αν -μια στο δισεκατομμύριο- είναι καράβι, το υπόλοιπο πλήρωμα κοιμάται. Πρέπει να μείνω ξύπνιος λοιπόν και να το βγάλω στα ανοιχτά μόνος μου, αφού πρώτα ειδοποιήσω αυτόν με το αναμμένο φως στην απέναντι πλευρά του δρόμου να περιμένει λίγο, αν ξεκινήσουν ταυτόχρονα δυο τρίτοι όροφοι μπορεί να έχουμε δράματα, αν σαλπάρει και ο δεύτερος διαγώνια -βλέπω την κάφτρα του ύπαρχου να κουνιέται εκεί χαμηλά- τότε κανείς δεν θα διηγείται την ανιαρή ιστορία του Τιτανικού σε λίγα χρόνια. Κακώς οι μηχανικοί δεν σκέφτηκαν να βάλουν κόρνα στα μπαλκόνια, δε λέω για τις παλιές μπρούτζινες ναυτικές, μια φτηνή κινέζικη θα αρκούσε. Ποιος προέβλεπε τότε, θα μου πεις, ότι θα καταλήγαμε να περιφερόμαστε καλοκαιριάτικα σ’ αυτό το κατάστρωμα, πέρα δώθε, να το πλένουμε κάθε μέρα -σαν τους μούτσους του Bounty- και να αγναντεύουμε από μια γωνιά του τον ίδιο σταθερό ορίζοντα που ούτε κοντά μας έρχεται ούτε στην αγκαλιά του πάμε. Σαράντα, πενήντα, εξήντα μπαλκόνια, άλλα με μηχανές, άλλα με πανιά, ακινητοποιημένα καταμεσής δυο δρόμων. Σα να μας τέλειωσαν ξαφνικά τα καύσιμα ή να έκλεισε κάποιος τον διακόπτη του αέρα και της ανάσας μας.

Ελπίζω αύριο, μεθαύριο, να αποφασίσω να βουτήξω. Λάντζα δεν έρχεται, λιμάνι δεν πιάνουμε, ανεμόσκαλα δεν έχουμε, αν δεν έρθει το καλοκαίρι προς τα δω λέω να πάω εγώ να το βρω πριν χαθεί οριστικά το στίγμα του από το ραντάρ..

δυο καφέδες τον Αύγουστο

Ο πρώτος διπλός ελληνικός του μήνα, η τέχνη του να ξυπνάς πάντα μισοξεκούραστος ενώ απ’ το Σεπτέμβρη και μετά σηκώνεσαι μισοκουρασμένος, η τραβηγμένη κουρτίνα την ώρα που μπαίνεις κάτω απ’ το νερό, εκεί ξεπλένονται όλα εκτός από τις σκέψεις… λογαριασμοί, προσθέσεις και αφαιρέσεις με ρυθμό μετρονόμου, το χτεσινό φορεμένο πουκάμισο πάνω στην καρέκλα, ένα αυθάδες κουμπί στο παντελόνι, βρεγμένη πετσέτα πάνω στο καλοριφέρ, σκουπίδια που περιμένουν χαιρέκακα το αφεντικό τους στο μπαλκόνι, σακατεμένα λουλούδια κι ας ταΐστηκαν χτες, ξεψυχισμένο κινητό, χαμένα γυαλιά, κρυμμένα κλειδιά, δεν βαριούνται να παίζουν κρυφτό μαζί μου κάθε πρωί, μια καλημέρα από τη Νέα Υόρκη που επιστρέφεται ως καληνύχτα, γυμνές πλάτες και στα τρία δωμάτια, σεντόνια διπλωμένα ανάμεσα στα πόδια τους, δεν πήγε ακόμη οκτώ, έξω τριγυρίζει μια ακαθόριστης ποιότητας ζέστη, η μέση μου έχει τσακίσει στα δυο, το καλοκαίρι επίσης. Ένας καφές ακόμη με ένα ποτήρι κρύο νερό στο πλάι του. Οπουδήποτε μακριά απ’ τα τσιμέντα και τα μπαλκόνια. Sailing in August…