πανιά

Από αυτόν τον μήνα αρχίζεις να σκαλίζεις άκεφα και μηχανικά τα ράφια με τα πουλόβερ. Μη σε ξεγελάει το χρώμα. Ο,τι χρώμα και να ΄χουν είναι αυτό του κρύου, της μέρας που το φως εξαφανίζεται από τις εφτά, σε λίγο στις έξη, σύντομα στις πέντε. Τα περισσότερα τι-σερτ μετακόμισαν σε άλλα ράφια, ψηλότερα. Εκεί θα ξεχειμωνιάσουν, ελπίζοντας ότι θα ξανασυναντηθείτε μετά την άνοιξη. Κανείς δεν ξέρει, έχει καιρό ως τότε. Τρία-τέσσερα (αυτά που αγαπάς, αυτά που κάτι σου θυμίζουν, αυτά που κοντεύουν να λιώσουν πάνω σου, αυτά που μυρίζουν σάρκα ακόμη κι αν πλύθηκαν εκατό φορές) δεν μετακομίζουν ποτέ, μένουν δίπλα στα πουλόβερ βγάζοντάς τους περιπαικτικά γλώσσα. «Όσο κρύο και να κάνει δεν θα μας αποχωριστεί, δεν πρόκειται να σας αγαπήσει όσο εμάς». Ένα δίκιο το ΄χουν. Έχω να θυμάμαι ταξίδια, ιδρώτες, λεκέδες και σημάδια πάνω τους, χιλιόμετρα, αλάτια, χέρια, ήλιο να τα καίει, όσο πιο παρτάλια και ξεχειλωμένα γίνονται τόσο αγαπιόμαστε εγώ κι αυτά, λάμπει το πρόσωπό μου τη στιγμή που βλέπω την πρώτη μικρή τρύπα πάνω τους γιατί αυτή είναι μια τεράστια νίκη απέναντι στη φθορά των χρόνων, άλλα έχουν στενέψει, άλλα φάρδυναν, ξεχρώμιασαν, γέμισαν ξέφτια, καμιά σημασία δεν έχει, ούτε λέξη χαράμισα ποτέ για ένα πουλόβερ, γι αυτά θα μπορούσα σελίδες ατέλειωτες, το νιώθουν τα πουλόβερ ότι με φοράνε, δεν τα φοράω, ένα γαμήσι που κρατάει λίγο καιρό είναι, δεν υπάρχει έρωτας κι αγάπη κι αφοσίωση εδώ. Σαν στενός κορσές είναι τα πουλόβερ ο,τι νούμερο και να γράφει πάνω τους, υποτίθεται ότι σε προστατεύουν απ’ τις ψύχρες αλλά είναι φορές -πολλές- που κρυώνεις περισσότερο μέσα τους. Υπήρξαν μέρες -πολλές- που παρά την παγωνιά ένα τι-σερτ με ζέσταινε σαν να φόραγα κατάσαρκα ένα μεσημέρι Ιούλιου. Γι αυτό ένα-δυο μπαίνουν πάντα σε κάθε βαλίτσα είτε Νοέμβρης είναι, είτε Δεκέμβρης, είτε Φεβρουάριος, τους χρωστάω κι άλλα ταξίδια, βόλτες σε γνωστές κι άγνωστες πόλεις, σε αγαπημένους δρόμους και πρωτοειδωμένους πεζόδρομους, τους χρωστάω μονόκλινα, ψεύτικα δίκλινα, ένα ποτήρι κρασί τις νύχτες που βγαίνει η στολή, τους χρωστάω αεροδρόμια και μεγάλες πλατείες και στενάκια με παράξενα ονόματα, τα αγαπάω αυτά τα κουρελάκια που πετάχτηκαν σε καρέκλες, πατώματα και κρεβάτια, κάμποσες φορές πέσαν για ύπνο μαζί μου και ξυπνήσαμε κι οι δυο ωραία γουμίδια, μερικές φορές βραχήκαμε παρέα και στεγνώσαμε μαζί, δεν κακοπέρασαν κι αυτά κι εγώ, ζήσαν, μυρίσαν, είδαν, το ‘παν και οι ποιητές  we never, ever argue, we never calculate the currency we’ve spent, we love you, you pay our fare. Fair.

Εκείνο που κατάλαβα με τον καιρό είναι πως όσο πιο πολύ ντύνονται οι άνθρωποι τόσο πιο ανυπεράσπιστοι είναι.