σε μια καντίνα στη μέση του πουθενά

Το πρόβλημα με τους ανθρώπους είναι ότι δεν μπορούν να δουν τα φλάσμπακ των άλλων. Κι αν από περίσσεια φαντασίας το καταφέρουν κάποια στιγμή, σε λάθος χρόνο βρίσκονται, λάθος εικόνες  βλέπουν, τυφλοί, μπερδεμένοι και χαμένοι είναι.

Ψέματα είπα, κατά βάθος ποτέ δεν ήθελα να σε πάω για να φάμε ή να πιούμε σε μια καντίνα στην μέση του πουθενά. Κανείς μας δεν πείναγε, δεν διψούσε, μας το λέγαμε συνέχεια θαρρείς και μας ανακούφιζε αυτό. Χορτάτοι ήμασταν, τόσο χορτάτοι που μαζεύαμε και τα ψιχουλάκια, γονατιστοί, ένα με το χώμα, μη μας ξεφύγει ούτε μισό, βάζαμε την γλώσσα μας να περιμαζέψει εκείνη την τελευταία σταγόνα μην τυχόν και πάει χαμένη, σχεδόν εκλιπαρώντας για «λίγο ακόμη». Κουράστηκες να με ακούς να λέω «διψάω», δεν κουράστηκα ποτέ να πίνω. Δεν θα στεκόμασταν έξω από την καντίνα, δεν είχε τίποτε να μας δώσει, μέσα ήθελα να ήμασταν και να την πηγαίναμε εκεί που δεν θα πάταγε ποτέ ψυχή. Θα αφήναμε τα τρόφιμα στα σκοτεινά ντουλάπια τους, να λιώσουν, να σαπίσουν, να πεθάνουν εκεί μέσα ανέγγιχτα, θα βγάζαμε τα ψυγεία από τις πρίζες, θ’ αφήναμε μυρμήγκια, σκουλήκια και μύγες να τα χαρούν. Παρείσακτα θα ήταν απ’ την αρχή, έτσι κι αλλιώς, άχρηστα, παραπανίσια, βάρος περιττό. Θα γέμιζα το σώμα σου -όσο οδηγούσες- με μπύρες, Dr Pepper και μαγιονέζες, θα σε έγλειφα από τους λοβούς των αυτιών μέχρι το μικρό στραβό σου δάχτυλο στο αριστερό πόδι για να μη μείνει ίχνος τους πάνω στο δέρμα σου και όταν σε στέγνωνα θα έψαχνα στα τυφλά να ανοίξω κι άλλες μπύρες για να σε λούσω και να σε ξαναστεγνώσω. Θα πετούσες κέτσαπ, μουστάρδα και τσίλι πάνω μου όταν θα ήταν σειρά μου να πάρω το τιμόνι, το στόμα και η γλώσσα σου θα δούλευαν υπερωρίες, λάθος λέξη, χρόνος δεν θα υπήρχε, θα με καθάριζες από το μέτωπο ως τις φτέρνες μου και μετά θα λέγαμε χωρίς να βγάλουμε κιχ «απ’ την αρχή, ξανά». Στην διαδρομή θ’ αλλάζαμε, μπύρες πάνω μου, κέτσαπ πάνω σου, στόματα και γλώσσες πάνω μας. Πείνα καταραμένη. Πουτάνα δίψα.

Κάποια μέρα θα μας βρίσκαν στην μέση του πουθενά πεταμένους στα καθίσματα, ένας σωρός από ξασπρισμένα κόκκαλα, δεν είναι σινεμά η ζωή, ξεκαθαρίστηκαν αυτά. Ούτε βραχιόνια οστά μπλεγμένα μεταξύ τους, ούτε φάλαγγες κολλημένες στο ηβικό οστό, ούτε κρανίο γερμένο στην κλείδα. Στο ένα παράθυρο ο ένας, στο απέναντι η άλλη. Τριγύρω μας αμέτρητα ξεθωριασμένα αλουμινένια κουτάκια και ξεραμένα βρώμικα πλαστικά, βουνά από αυτά. Μια χαρά. Θα σε πάω σε μια καντίνα στην μέση του πουθενά, υποσχέθηκα. Πάμε, είπες. Αυτή κι αν ήταν διαδρομή.