
Tα παιδιά ήταν, ακόμη, budget size. Τέσσερα, ούτε καν, ο ένας, είχε χρονίσει το μικρό. Είπαμε να τολμήσουμε να τα αφήσουμε πίσω, σε σίγουρα χέρια, για δυο νύχτες. Να ξαναδούμε πώς είναι, πλέον, το ‘μόνοι’ πάνω σε ξένα σεντόνια.
Οικογένειες. Σίγουρα ξενοδοχεία, για τους πιο τυχερούς. All inclusive, καλό και κακό μαζί. Ο Λάνθιμος μας τα μπέρδεψε πολύ αργότερα.
Φύγαμε νωρίς. Είναι αλλιώς ο κόσμος στις εφτάμιση το πρωί τα καλοκαίρια. Και τα λιμάνια αλλιώς και τα καράβια και οι κάβοι, ακόμη και οι γλάροι. Και ο καφές αλλιώς, διπλός ελληνικός, την ώρα της αναμονής. Χαζεύοντας ασπροντυμένους ένστολους με αστεία μπογιαντισμένα παπούτσια και ξεφτισμένα κορδόνια.
Όχι, δεν θέλω τσιγάρο.
Η θάλασσα. Γράψαν άλλοι γι αυτήν. Δεν έμεινε λέξη. Κανένα τραγουδάκι μόνο, ίσως.
Βγαίνουμε τελευταίοι από τον καταπέλτη. Εμείς και δυο ζευγάρια με δίτροχα. Τα κορίτσια είναι ήδη μαυρισμένα. Τα τιραντάκια χαϊδεύουν τους ώμους τους, ο πρωινός ήλιος τα πόδια τους. Μετά θα αναλάβουν άλλοι. Έτσι πάνε αυτά.
Στρίβουμε δεξιά. Σιγουράντζα. Για κει που μείναμε το τελευταίο καλοκαίρι πριν. Πέντε χρόνια. ‘Πάρε λίγα νερά να ’χουμε’. Ύπουλο πράμα οι αφυδατώσεις.
Πετάω τη σακούλα με τα νερά στο πίσω κάθισμα. Πατάω το play. Θα μας πάρει ένα τέταρτο να φτάσουμε. Όσο θέλει μια ιστοριούλα να γραφτεί, πάνω κάτω.
Δώσε ένα τσιγάρο τώρα.