mixtape

Αγαπημένε μου Γ,

τα πρωινά της Κυριακής το ‘χω χούι να σκαλίζω σελίδες με ζόρικες συνταγές. Άσκοπα. Δεν το ‘χω αμανάτι να φτιάξω κάτι, ούτε χρήματα περισσεύουν για να το αντιγράψω απ΄ την εικόνα του. Γιατί ξεφυλλίζεις; θα μου πεις. Πες το διαστροφή, πες το eye porn, πες το ζήλια γι αυτά τα ποιηματάκια που φτιάχνουν άλλοι. Εγώ ούτε ένα στιχάκι πλέον. Μερικές φορές ξεχνιέμαι ξεφυλλίζοντας κι ο καφές κρυώνει. Αυτό σημαίνει ότι μόνο όταν ψυχραίνει ο καιρός μπορεί να βγάλω μέσα απ’ τα ντουλάπια κατσαρόλες, ταψιά και τηγάνια και να τα γεμίσω με ο,τι βρω. Καλοκαίρι και άνοιξη δεν χρειάζομαι manual για να βάλω σε τάξη δυο φέτες ψωμί, μια πρασινάδα και λίγο κρέας ή τυρί ανάμεσά τους. Γι αυτά λεφτά υπάρχουν, ως εκεί.

Όσην ώρα ανοιγοκλείνω ντουλάπια, ράφια και ψυγείο για να ανακουφιστώ βλέποντας μέσα τους τα λιγοστά υλικά της αρχαίας ευζωίας μου, στον απέναντι τοίχο φυτρώνουν μουσικές. Τις βλέπω να μεγαλώνουν, να σκαρφαλώνουν ως το ταβάνι, τύφλα να ‘χει η Λίντα Μπλερ, κι από κει να παίρνουν φόρα και να χυμάνε μέσα μου, σιγά το δύσκολο δηλαδή, συνθηκολογημένος ήμουν ανέκαθεν έτσι κι αλλιώς. Στο λέω εξ’ αρχής αν και συ το ξέρεις ήδη, δίχως τις μουσικές η συνταγή, κάθε συνταγή, είναι αποτυχημένη, ακόμη κι αν πρόκειται για μια σκέτη ντομάτα πασπαλισμένη με χοντρό αλάτι και μισή πρέζα θρούμπι. Ζωή στο mute δεν τρώγεται αγόρι μου.

Σου στέλνω τον ήχο της Κυριακής μου, δες τον σαν συνταγή. Κράτα τον, πέτα τον, θάψ’τον, σβήσ’τον. Αν τον βρεις πολύ αλμυρό, λαδερό ή άγευστο για τα γούστα σου είναι γιατί πάντα ξεχνιέμαι ανάμεσα στα μάτια της κουζίνας, ένα ποτήρι φτηνό κόκκινο κρασί και έναν καφέ που ξεψύχησε πριν κατορθώσει να φτάσει στα μισά του. Τι να προλάβεις να πρωτοσώσεις μετά….ούτε καν ψυχή. Η μουσική όμως, κατά πως λέει κι ο φίλος μου, θα είναι εκεί. Στο ντουλάπι, πίσω από τη ζάχαρη. Καφέ και ζάχαρη πάντα θα έχω.

Σε φιλώ

(από το εξώφυλλο μιας κασέτας που ευτυχώς δεν πρόλαβε να σβηστεί)