e la città va

21491068984_db4b5bbfcd

 

Είμαι ρηχός, είμαι ελαττωματικός, είμαι πιο χλιαρός κι από νερό της βρύσης εν μέσω καύσωνα, μα η παραλία αυτής της ’ερωτικής’ πόλης ανέκαθεν με φόβιζε ακόμη κι όταν η επιφάνειά της ήταν πιο επίπεδη κι από φρεσκοστρωμένο μεταξωτό σεντόνι. Δεν ξέρω αν είναι κάποιο παιδικό τραύμα, κατάλοιπο, απώθηση, πως τα λένε οι shrinks. Τη θάλασσα απέναντι την έβλεπα σαν στόμα ανοιχτό και σκοτεινό, έτοιμο να σε καταπιεί αν ξεγελαστείς και πας κοντά του. Ακόμη και τώρα που πέρασαν τα χρόνια και πάλεψα να ξεθαρρέψω, μια άσχημη είδηση αρκεί για να με ξαναστείλει πίσω, στο απέναντι πεζοδρόμιο ή είκοσι μέτρα μακριά, χαζεύοντας με ασφάλεια τους τολμηρούς που τρέχουν πλάι της με τα ντράι φιτ τους, βαδίζουν πιασμένοι χεράκι χεράκι, κάνουν ποδήλατο, τρώνε μαλλί της γριάς, πετάνε τσόφλια από σπόρια καταγής, ρίχνουν πετονιές, πουλάνε πρέζα, βγάζουν σέλφι στο χείλος της και -οι πιο γενναίοι- ακουμπώντας ,σχεδόν, το νερό με τα λερωμένα σταράκια τους.

Αν είχε κάμπο εκεί, στη θέση του Θερμαϊκού, θα ήταν μια -ακόμη- κακάσχημη πόλη. Ανοχύρωτη στις ισιάδες που φτάνουν ως εκεί που πάει το μάτι, σε άλλες βαρετές ισιάδες δηλαδή που τις βαφτίζουν ’ορίζοντα’ για να κανακεύουν τους άνεργους ποιητές.

Μα δεν είναι έκπληξη, για μένα, το ότι νιώθω μιαν ακαθόριστη ασφάλεια μέσα στη βαρεμάρα, παρατηρώντας ίσιες κι ακίνητες γραμμές σαν αυτές που αφήνουν πίσω τους οι άρτι αποδημήσαντες και όχι τις αφρισμένες ή ασημένιες της γαλάζιας έκτασης. Ο Καββαδίας δεν θα καταδεχόταν να μου ρίξει μισή ματιά, είμαι σίγουρος ότι δεν θα πέταγε καν σωσίβιο ακόμη κι αν μ’ έβλεπε να πνίγομαι μέσα σε μια κουταλιά τσιμέντο.

 


 

photo: Dimitris Giovis

σεντιμένταλιστ

IMG_0956

 

Είμαστε φτωχοί. Αυτή είναι η πληγή που πολεμάμε να σφραγίσουμε με μπεταντίν, πούλβο και γάζες δυο νούμερα μικρότερες, όχι το ημερολόγιο.

Δεν ξέρω τι ράτσας φτωχοί. Καθένας ξέρει να μετράει αλλιώς τις απώλειές του, καμιά φτώχια δεν μπαίνει σε πλάστιγγα. Σε μερικούς γίναν και συνήθεια, κατά πως λέει κι ο ποιητής. Αληθινές ή ανύπαρκτες, κατά φαντασίαν. Να χάσεις κάτι που δεν σου ανήκει δεν κατάλαβα πώς το μετράς στο ζύγι για να παραπονεθείς μετά πως κάποιος σε ξεγέλασε.

Δεν υπάρχει κανένα Gloomy Sunday. Ο άλλος ποιητής, το love to hate you ποζέρι, αποφάνθηκε ότι κάθε μέρα είναι Κυριακή. Τον φαντάστηκα, παλιά, κάμποσες φορές να γράφει στιχάκια και να τραγουδάει πάνω στο ’Όταν έρχονται τα σύννεφα’. Κληρονόμησα πολλά κουσούρια από τους ευαίσθητους, ήμουν ευάλωτος και ευκολόπιστος ως νέος. Τώρα οι τρύπες που ανοίγουν εντός μου είναι αληθινές και μερικές έχουν περίεργα, λίγο φοβιστικά, ονόματα. Το πιο τρομαχτικό είναι ότι τα καλοκαίρια δεν έχουν πια original soundtrack.

Την πρώτη βροχή που θα πέσει αφού μαζέψουμε τα μπανιερά και τις πετσέτες, τη φοβόμαστε κατά βάθος γιατί ξέρουμε ότι θα ξεβάψουμε. Ανεξίτηλες μπογιές το καλοκαίρι δεν υπάρχουν, αντί να το χωνέψουμε τα βάζουμε με τους μπογιατζήδες και μ’ όσους μας τις πουλάνε.

Το θέμα, αυτά μαθαίνονται με τον καιρό, είναι να σε περιμένει τρένο στην πλατφόρμα νούμερο 9. Όχι να κατέβεις στην 8 και να περιμένεις το επόμενο, σκαρώνοντας γκρι ποιηματάκια, χαζεύοντας προορισμούς, ώρες και δρομολόγια.

Και τα τρένα που φύγαν, αλίμονο. Χωρίς κλισέ και λίγο σεντιμένταλ δεν περνάει ο χρόνος.

Οι παλιοί και έμπειροι σε τέτοιας λογής αποχαιρετισμούς, ξέρουμε ότι το θέρος αποδημεί όταν το τελευταίο καρπούζι βγει από τη γούρνα με το παγωμένο νερό. Κι όταν τα ΄χύνω’ επιστρέψουν για να κουρνιάσουν σε οικόσιτα σεντόνια.