
Να φύγω θέλω. Ένα κωλόσπιτο στο βουνό κι ας το βαφτίσαν ξενώνα, χωμένο μέσα σε δέντρα ψηλά και σκοτεινά. Τα σύννεφα θ’ ακουμπάνε στη σκεπή σαν να ισορροπούν πάνω της, μια τραμπάλα δίχως κομπάρσους, ένα μονοπάτι παραδίπλα, να χωθώ να περπατήσω σε βρεμένα φύλλα, καπνοί κι ομίχλες για παρέα στη διαδρομή, τίποτε άλλο. Παγωμένα χέρια μέσα στα γάντια. Παγωμένα αυτιά. Παγωμένη μύτη. Μόνο το μέσα μου ζεστό γιατί προνόησα να το αλείψω με πισσόχαρτο. Θέλω. Δεν έχουν πλαφόν αυτά, ούτε και χρέωση. Θα βρω ένα μπουκάλι τσίπουρο για να κολυμπήσω μέσα του κι αν έχω ανοιχτές πληγές στο δέρμα να τις κάψω μ΄αυτό, εντός μου δεν έχω έλκη, το πισσόχαρτο κάνει καλή δουλειά. Θα καίει ο οισοφάγος μου όσο θα με καίει πατόκορφα μια ξυλόσομπα, τα τζάκια είναι για τους φλώρους. Όσο θολώνει η ματιά μου τόσο πιο καθαρά θα βλέπω το υπόλοιπο της μέρας, μη σου πω και της ζωής ολόκληρης. Ένα λουκάνικο βγαλμένο απ’ την καρβουνιά, λίγο λάχανο πνιγμένο μέσα στην σαλαμούρα, μια φέτα ψωμί που γεννήθηκε πριν δυο ώρες για να πεθάνει νέα. Το δεξί μου μάγουλο, το πλευρό, το μπούτι, καίνε, σε λίγο θα πάω απ’ την άλλη πλευρά της σόμπας να ψηθώ ομοιόμορφα. Έξω απ’ το παράθυρο, πολύ μακριά από δω, η ζωή συνεχίζεται, εκεί θα ξαναμπώ σε λίγο. Τώρα όμως πάτησα save game. Και χαμογελάω στο πουθενά, στον κανέναν, στο τίποτε, μοιράζοντας αναίτια χαμόγελα στα ντουβάρια που μυρίζουν τσιγαρίλα, καπνό, αλκοόλ, χειμώνες, χνώτα, φευγιό, γνέφοντας «γεια σου και σένα» σε άγνωστους που μπαινοβγαίνουν στο παιχνίδι μου. Αδιαφορώντας για το αν εγώ μπήκα απρόσκλητος στο δικό τους.
Αν ήμουν ανίατα έντεχνος θα άνοιγα την πόρτα, θα έκοβα ένα κομμάτι απ’ τα σύννεφα -ένα άπλωμα χεριού ψηλά- και θα το έτρωγα, να περάσει το κάψιμο απ΄ το οινόπνευμα. Τέτοιες μαλακίες όμως δεν κάνω. Κι απ’ την καρέκλα κώλο δεν σηκώνω τώρα που γλάρωσα όμορφα. Οι παλιοί gamers είχαν δίκιο. Το πόσο γρήγορα πας απ’ το save game στο game over, ούτε που μπορεί να το χωνέψει το πάμφτωχό σου το μυαλό.