Ian Anderson said

30074021

 

Ο απογευματινός καφές της χειμωνιάτικης Κυριακής δεν έχει ταίρι. Ακόμη κι αυτός που βάζουν μπροστά σου μετά τις κηδείες, πιο εύκολα καταπίνεται. Τριάντα ζάχαρες να βάλεις, σκέτος θα βγει. Μέτριος, στην καλύτερη των περιπτώσεων.

Βροχή έξω, με το ζόρι. Σφίγγεται ο ουρανός για να ρίξει λίγο πράμα προς τα κάτω. Κουφώματα δεν αλλάξαμε, με τα εργολαβικά συζούμε ακόμη κι έτσι ο ήχος των λάστιχων πάνω στην άσφαλτο μπαίνει στο σπίτι μαζί με την ψύχρα που χτυπάει κάρτα μόλις λήξει η βάρδια του βαριεστημένου ήλιου. Αλλά τα καλοριφέρ καίνε, ένας μήνας έμεινε, συμφωνήσαμε όλοι -ειδικά εκείνοι που έχουν μήνες να πληρώσουν- να πληρώσουμε κι ένα κατοστάρικο παραπάνω.

Κι αυτές οι δυο δεν έχουν ταίρι. Οι ίδιες κουβέντες, θεέ μου πώς βαρέθηκα αυτές τις ίδιες κουβέντες τους. Παιδιά, δουλειά, σπίτια, κιλά, δίαιτες, μαγειρέματα, ταινίες, θάνατοι, λεφτά, λογαριασμοί, τσίπρας, μίπρας, ανεργίες, σπανίως γάμοι ή βαφτίσια. Είμαστε εκτός τάργκετ γκρουπ αλλεγκρίας σε εκκλησίες ή δημαρχεία. Δηλαδή ο μπαγάσας ο Anderson την είχε ψυλλιαστεί από παλιά τη δουλειά, βολοδέρνουμε στη νεκρή ζώνη ανάμεσα σε πρόωρα φευγιά και στους ερχομούς, too young to die. Χωρίς να ποντάρεις και πολλά πολλά σ’ αυτό βέβαια, την Πέμπτη το βράδυ ο άλλος έφυγε στα σαρανταοκτώ. Δεν έχει «γιατί;» κι «από τι;». Γιατί έτσι.

Βάζω ραδιόφωνο. Κανείς δεν ακούει. Σαν το βουητό απ’ το ψυγείο είναι, με λίγες περισσότερες νότες. Nα έχει τουλάχιστον σάουντρακ αυτό το πλαδαρό απόγευμα.

«Αποφασίζουμε» να μη πάμε πουθενά την καθαροδευτέρα. Προφάσεις ένα σωρό, βενζίνες, κούραση, ξεκούραση, ταμείο μείον, γεμάτα μαγαζιά, βρωμόλαδα στα τηγάνια, κατεψυγμένα όλα, φασαρία, μια να διαλέξεις και καθάρισες. Γι αυτό τη λένε και Καθαρή. Άλμα στην πρωτομαγιά, «τι πέφτει;», «Πέμπτη», «ωραία, μια μέρα άδεια και βγήκε τετραήμερο», «για σας, εγώ δουλεύω Σάββατο», σχεδόν ξεφυσάμε ανακουφισμένοι, «κρίμα», «δεν πειράζει, δε θα χαθούν τα τετραήμερα», έχουμε τελειοποιήσει την τέχνη της αυτοεξαπάτησης.

Το ραδιόφωνο βογκάει. Κανείς, καμιά δεν δίνει σημασία. Νομίζω πέρασε από δίπλα μου το ρεφρενάκι απ’ το sweet dreams, υπάρχουν ακόμη playlists με Lennox, το λες και συγκινητικό. Γκώσαμε στους Μαραβέγιες, στις Μποφίλιου, στις Σακίρες και στα μπάσταρδα του Φοίβου. Κι ο καφές όλο και πιο χλιαρός κι άνοστος, όπως τα τραγούδια.

Αφού ξαγκιστρώσαμε πρωτομαγιά, φτάσαμε καλοκαίρι. Με τα χίλια ζόρια. Πάει ο Ιούνιος, πάει ο Ιούλιος, δεν τσίμπησε κανείς μας. Τα κλασσικά, προηγούνται τα παιδιά, ασυντόνιστες άδειες (τυχεροί, άλλοι δεν μπορούν να συντονίσουν τις ανεργίες τους), σπίτια που θέλουν μερεμέτια, αυτοκίνητα που θέλουν λάστιχα, δυο έστω, σκισμένες τέντες, μια δραχμή στην άκρη για τον επόμενο χειμώνα (δραχμή, ποτέ ευρώ, η μιζέρια κι ο φόβος του αύριο μόνο σε δραχμές έχουν αντίκρισμα), πού να τρέχουμε που δεν ξαναπήγαμε, εγώ στα εξωτερικά δεν βγαίνω καλοκαίρι, άμα μου βρεις έρημη παραλία για να ξαπλώσω την κυτταρίτιδά μου εντάξει,  όπου και να πας με κάτω από έξη-εφτά κατοστάρικα δεν γλιτώνεις, για καναδυό σαββατοκύριακα θα δούμε,  ρωτάω αν θέλουν να πιουν κάτι αληθινό, γνέφουν ναι,  βγάζω την εντελώς ρώσικη βότκα απ’ την κατάψυξη, γεμίζω τα ποτήρια τους με παγάκια, δεν τσιγκουνεύομαι τις μερίδες, «με λιμοντσέλο ή με χυμό;», and the winner is limoncello, ζέστη έχει ή εγώ φούντωσα;, το θερμόμετρο λέει 24, μια, δυο, τρεις γουλιές, λέει 28, λέει 30, «βάλε ακόμη ένα», βάζω, λέει 32, καύσωνας. Τα  πρώην χλωμά πρόσωπα ροδοψήνονται όσο οι ώρες γλιστράνε προς τη Δευτέρα.

Κοιτάζω έξω απ το τζάμι τη βροχή και τα πλυμένα φώτα. Την ώρα που επιστρέφει η ματιά μου στο τραπέζι, πέφτει πάνω στο στήθος της. Χαμογελάω, αφηρημένα. Με κοιτάζει. «Τι;». «Tίποτε». Kαταλαβαίνει. Χωρίς σουτιέν accidents may happen. Τυχερό ύφασμα, σκέφτομαι. Χαμογελάει, από μέσα της. Η άνοιξη θέλει να βγει. Από μέσα της. Απ’ το δέρμα μας. Δεν πα’ να ακυρώνουμε φευγιά εμείς, καλά το είπε ο ποιητής. Too young to lie.

ον/οφ

light-switch

 

Αρκετά χρόνια πριν, μια μέρα που κόντευε στα μισά ο Σεπτέμβριος -τότε που ο μήνας άλλαζε δέρμα, φως και μυρωδιά, όπως και οι άνθρωποι άλλως τε- την ώρα που καθόμουν έξω ανύποπτος ανάμεσα σε πρόσωπα γνώριμα και χαμογελαστά, μια πολύ βρώμικη πατσαβούρα τρύπωσε με το ζόρι πρώτα στο λάρυγγα και μετά την ένιωσα να κατηφορίζει σαν φίδι ως το στομάχι, ένα βαρύ κι ασήκωτο χέρι έπεσε στο στήθος μου κι έμεινε κολλημένο σαν επίμονο στρείδι στα πνευμόνια (το κατάλαβα πως ήταν εκεί γιατί οι ανάσες μου όλες βγαίναν λειψές στο μέτρημα), ύστερα με πλάκωσαν ο τόπος, τα σπίτια, οι πλατείες, οι άνθρωποι, οι κουβέντες, τα γέλια, η βροχή, τα σύννεφα, τα πεζοδρόμια, η πόλη ολόκληρη. Χωρίς να μεσολαβήσει τίποτε, κανένα χειροπιαστό αίτιο ή αφορμή (ίσως, αναλογίζομαι τώρα, να ήταν ένα μικρό βουνό από «κανένα» και «τίποτε»). Έτσι, στα καλά του καθουμένου. Μπήκα ακούσια σε μια πρέσα απ’ όπου δεν έβρισκα τον τρόπο να ξαναβγώ, παρά μόνο σαν ερχόταν βαθύς Μάιος, πολλές φορές και Ιούνιος. Ενδιάμεσα άλλαζα συχνά πυκνά σχήμα. Όπως γίνεται σε κάθε πρέσα που σέβεται τον εαυτό της και το περιεχόμενό της. Κι αυτό έγινε θεσμός, τα δικά μου «Σεπτεμβριανά». Ξέπλενα κι άπλωνα για στέγνωμα την πατσαβούρα -όσο προλάβαινα- κάθε καλοκαίρι, την ξανάβρισκα μετά μέσα μου όλο και πιο λερή.

Κάποια πολύ μεγάλη μέρα, σα να πατήθηκε ένας διακόπτης, αυτό το στρίμωγμα πέρασε. Χωρίς να κάνω κάτι, δίχως τη βοήθεια της χημείας, δίχως συμβουλές ειδικών (δεν ξέρω γιατί διάλεξα το «δίχως», ούτε καν αν αυτό με διάλεξε), τίποτε τέτοιο. Δεν θυμάμαι δηλαδή να μεσολάβησε κάτι συνταραχτικό, εκτός από το ότι πέρασαν καμιά δεκαπενταριά χρόνια έκτοτε, γεγονός -και κατόρθωμα- συναρπαστικό αφ΄ εαυτού. Και ουδόλως αυτονόητο.

 

Εδώ και λίγο καιρό όμως, έχω την εντύπωση πως κάτι, κάποιος, ξαναπαίζει με τον διακόπτη.

#

Λέξεις που μπορούν να αντικατασταθούν από άλλες, κατά βούληση: Σεπτέμβριος, Μάιος, Ιούνιος, δεκαπενταριά, κάτι, κάποιος, στρίμωγμα, Σεπτεμβριανά

 

#

 

(για την αντιγραφή : Κάπα Κάπα Μοίρης)

μια Κυριακή στο Radolfzell *

29972173 (1)

Τις Κυριακές στο Radolfzell -όταν δεν βρέχει, βρέχει σπάνια εδώ τις Κυριακές αντίθετα με τις καθημερινές- κάθομαι σε ένα παγκάκι δίπλα στη λίμνη (που δεν είναι καταδικιά τους, κι ας ξιπάζονται οι ντόπιοι) και χαζεύω τους ανθρώπους να φιλιούνται, να περπατάνε, να κάνουν σκέιτ, ποδήλατο, τζόκινγκ, ηλιοθεραπεία στα ψέματα. Λίγο μετά τις δώδεκα -εδώ και τρεις Κυριακές- περνάει από μπροστά μου το αρχαίο ζευγάρι, με τα μπαστούνια του σκι. Πριν τους δω ακούω πρώτα το τσικ τσικ του μέταλλου πάνω στο τσιμέντο. Τα πόδια του άντρα έχουν σκεβρώσει, ανάμεσα απ΄το άνοιγμά τους μπορείς να δεις ως και την Κοστάντζα, στην άλλη πλευρά της όχθης. Η γυναίκα περπατάει σκυφτή μισό μέτρο μπροστά του. Έχει σκεπασμένα τα άβαφα μαλλιά της με μια μαντίλα που έχει σχέδια με ντόπιες οσίες και αγίες, θαρρώ. Χρωματιστή, σαν να έφτιαξε αγιογραφίες ο σχωρεμένος ο Χέρινγκ. Δεν κάνουν σλάλομ με τα μπατόν αλλά ελεύθερη κατάβαση προς το Τέλος. Χωρίς να το βάζουν κάτω. Είμαι σίγουρος πως όχι μόνο τον Χίντεμπουργκ μα και τον Μπίσμαρκ πρόλαβαν αυτοί. Τον Βάγκνερ δε νομίζω.

Άσχετο αλλά μόλις συνειδητοποίησα ότι στο πάρκο αριστερά έχει πιο πολλές πάπιες από παιδιά. Κάνουν την ίδια φασαρία όμως. Μερικές φορές τα παιδιά παίζουν με τις πάπιες. Το χειρότερο είναι όταν οι πάπιες παίζουν με τα παιδιά. Τότε σηκώνομαι και φεύγω.

Κατά τις μια, μια και, πηγαίνω στην καντίνα δίπλα στη μαρίνα. Στην πρώτη, την κίτρινη, που πουλάει κάριβουρστ, τηγανητές -σε φοινικέλαιο- πατάτες και μπίρες. Η δεύτερη πουλάει γλειφιτζούρια, μαλλί της γριάς και γερμανικούς λουκουμάδες, είναι γεμάτη με μαμάδες και μπαμπάδες και παιδιά αλλά -ευτυχώς- όχι πάπιες. Ποτέ δεν μου άρεσαν οι γερμανικοί λουκουμάδες.

Με το μικρό χάρτινο δισκάκι στο χέρι, περπατάω ως την δέστρα νούμερο 14. Εκεί είδα για πρώτη φορά το πιο ωραίο μπλεμαύρο σκαρί με πανιά που έχω αντικρίσει ποτέ ζωντανό. Η αλήθεια είναι πως δεν έχω δει πολλά αλλά ετούτη η Wilhelmina είναι μια κούκλα. Που κάνει -όμως- βόλτες σε μια χλιαρή λίμνη, αντί να γεμίζει αλμύρα και μποφόρ. Μπορεί -δεν ξέρω- οι ιδιοκτήτες της να είναι δυο αγόρια ντυμένα με άσπρα κοντά παντελόνια και μπλουζάκια που τριγυρνάνε στις όχθες, χτυπάνε πόρτες σπιτιών και ζητάνε δυο αβγά. Άμα χτυπήσουν τη δικιά μου δεν θ’ ανοίξω. Θα τους πω ότι είμαι αλλεργικός στ’ αβγά.

Λεκιάστηκα με το κέτσαπ. Θα ξανατρέχω στο πλυντήριο, στο υπόγειο. Τρεις βδομάδες και βαρέθηκα να μετράω κόκκινους κυριακάτικους λεκέδες στα παντελόνια μου. Αλλά μ΄ αρέσει πολύ το κάριβουρστ. Αυτός εδώ ο μπαγάσας το κάνει καλύτερο από κάθε άλλο που δοκίμασα. Μια Κυριακή, δεν ξέρω ποιάν, θα καθήσω να φτιάξω φρικασέ στο σπίτι. Με δυο μαρούλια.

Είπα αβγά, το βράδι λαχτάρησα να φάω ομελέτα. Στραπατσάδα. Αφού τη βγάλω απ’ το τηγάνι θ’ ανοίξω το skype. Και θα κάνουμε ότι γελάμε όλοι, οι τρεις που μείναν πέρα κι εγώ εδώ. Μετά θα μιλήσω και με το φίλο μου αλλά δεν θα τον δω, μια ψωροκάμερα δε φιλοτιμήθηκε να πάει ν’αγοράσει ακόμη κι όλο «αύριο θα πάω ρε, αύριο, γαμώ τα αρχαία λάπτοπ μου γαμώ».

Φωτογραφίες δεν έχω να δείξω σε κανέναν. Στην αρχή τράβηξα κάμποσες, μετά τις έσβησα όλες. Ξέχασα πως εδώ θα είναι το σπίτι μου πια, ποιος κάθεται να φωτογραφίζει το σπίτι του;

Περίσσεψαν τρεις τηγανητές πατάτες. Θα ‘θελα να τις πετάξω στις πάπιες αλλά έχει πινακίδες «μη ταΐζετε τις πάπιες», εδώ ούτε τα πτηνά πεινάνε. “Εδώ” δεν ήθελα να έρθω μα ήρθα. Για να μη μου πετάνε εκεί κάτω τρεις πατάτες για να ζήσω.

Την επόμενη Κυριακή θα περπατήσω ως την άκρη της δέστρας νούμερο 21. Μπορεί να αγοράσω μαλλί της γριάς, άμα φυσάει πολύ. Για να το πάρει και να το σηκώσει μπας και αποκτήσει λίγο χρώμα αυτή η λίμνη, μέχρι να μπει η άνοιξη.

* ο φίλος μου είπε «γράψε ρε δέκα γραμμές για τις Κυριακές σου κει πάνω, γράψε γιατί αλλιώς θα γράψω εγώ για να μάθω πως τις περνάς»  

Holly Pussy

29947353

 

«Κι όμως, μπορούμε να μείνουμε για πάντα φίλοι. Τι σημασία έχει ποιος θα έχει το σώμα μου; Ολόκληρο το μυαλό μου, η μισή καρδιά μου, το 1/3 των χρόνων που έζησα, δικά σου θα ‘ναι για πάντα».

Του είπε.

Ολόκληρο, μισή , 1/3.

Αυτός έβγαλε αριθμομηχανή.

Χτύπησε αμήχανα μερικά νούμερα και πάτησε το πλην.

 

Τα άλλα τρία αριθμητικά σύμβολα προτίμησαν να σιωπήσουν, σε ένδειξη συμπαράστασης στην ακέραια οδύνη του.

(μικρό παλιό αφιέρωμα στην ημέρα)

0013

011

 

Του έκανε -ή του έκανε, κανείς απ’ τους δυο δεν θυμόταν πια- αίτημα φιλίας έναν Οκτώβριο. Μπορεί και Νοέμβριο. Απ’ τον Σεπτέμβρη και μετά δεν έχουν διαφορά οι μήνες, μέχρι να ξαναμπεί Απρίλης.

Περάσαν οι βδομάδες.

Πολλά κοινά βγήκαν στον τοίχο και στη φόρα.

Βιβλία, σινεμά, ίδιας κοπής ξινίλες, κοινές συμπάθειες, αγαπημένες αντιπάθειες. Κάθε μέρα κι άλλα ίδια.

 

Περάσαν οι μήνες.

«Κι εσύ πήγες σ΄εκείνο το φούρνο στη Rue De Lyon; κοίτα να δεις….»

Κι άλλοι μήνες.

«Στο Trastevere πού είπες ότι έμεινες; …..πλάκα μου κάνεις!»

Kι άλλοι.

«Ανέβασες φωτογραφία ένα μπουκάλι Limari Valley. Xτες πήρα τα τελευταία δυο απ΄το μάρκετ, θα πεθάνω στα γέλια»

 

Τέλειωσε το καλοκαίρι, ξαναχειμώνιασε.

Κάποια στιγμή άρχισαν να κοροϊδεύονται μεταξύ τους, «ρε συ, σίγουρα δεν είσαι εγώ;»

«Ξέρω γω…μάλλον όχι»

Γέλαγαν

Μπήκε Φεβρουάριος, πήγε 19

«Δυο χρόνια πέρασαν κιόλας»

«Από τι;»

«Απ’ τη συναυλία του Hawley»

Κρατήθηκε να μη ρωτήσει -γιατί μάλλον φοβήθηκε την απάντηση- «και τι σχέση έχεις συ με τη συναυλία του Hawley αλλά δεν πρόλαβε

«Ντράπηκα, ογδόντα άνθρωποι μετρημένοι όλοι κι όλοι»

Πληκτρολόγησε (αφού πρώτα το διόρθωσε τρεις φορές, τόσο ταράχτηκε) «ήμουν κι εγώ εκεί»

Μετά σιωπή. Και οι δυο. Ως την επόμενη μέρα.

«Αλήθεια ήσουν;»

«Γιατί να πω ψέματα;»

«Σίγουρα δεν είμαι εσύ;»

«Ξέρω γω…μάλλον όχι»

Ξαναγέλασαν. Λίγο μουδιασμένα αυτή τη φορά.

 

Πέρασαν κι άλλοι μήνες

Ένα απόγευμα έστειλε μήνυμα στο ίνμποξ

«Μήπως να βρισκόμασταν;»

«Καλή ιδέα, πάνω που έλεγα να στο προτείνω»

«Πού;»

«Πες εσύ»

«Θα σου λεγα στο Hugo αλλά δεν μας παίρνει». Έβαλε κι ένα εμότικον με τη γλώσσα έξω.

«Ποιο Hugo;ποιο Hugo ρε;»

«Στην γωνιά στην Place des Vosges»

«Αντεγαμήσου, αλήθεια σου λέω αντεγαμήσου»

Δεν γέλασε κανείς

«Λέγε, πού;»

«Στο Rose, το ΄χουν φίλοι, καλές μούζικες, όχι να μας παίρνουν τ’ αυτιά, θα σου πω πού είναι»

«Θα πεις σε μένα για το Rose; κοντεύουν να βάλουν πλακέτα με το όνομά μου απ΄έξω»

Μπορεί και να γέλασαν, μα μπορεί και να φοβήθηκαν περισσότερο.

«Αύριο δέκα, καλά είναι;»

Kαλά ήταν

«Πως θα γνωριστούμε ρε;»

«Kάτσε στη γωνιά της μπάρας, κάτω απ΄την πινακίδα του Jameson, θα ΄ρθω κατευθείαν εκεί»

«Συνήθως εκεί κάθομαι»

Δυο «αντεκαιγαμήσου» πνίγηκαν πριν κολυμπήσουν στην οθόνη

Την επόμενη μέρα έγραψε «δεν είναι και πολύ έξυπνο να μην εμφανίζεσαι, δεν είναι η ηλικία μας για παιχνίδια»

«Πας καλά; εγώ εκεί ήμουν απ΄τις εννιάμιση, θες και τα ρέστα; και τι σκατά έχει η ηλικία μας δηλαδή»

«Δεν ήσουν»

«Ήμουν, άσε τις βλακείες, εσύ φοβήθηκες και δεν ήρθες»

«Μη λες μαλακίες, πιάστηκε ο σβέρκος μου να κοιτάω την πόρτα κάθε φορά που άνοιγε, στις εντεκάμιση πιάστηκε για τα καλά, βαρέθηκα και έφυγα»

Κανένα γέλιο πια. Κρύφτηκαν κι αυτά, σκιαγμένα από το τι μπορεί να ακολουθούσε.

 

Σάββατο βράδυ του πέρασε κάτι άσχημο απ΄το μυαλό.

Έστειλε μήνυμα

«Είπες ότι ήσουν στη συναυλία, θέλω να δω το εισιτήριο»

«Το σκανάρω και το στέλνω. Δεν έχει ταίρι η τρέλα σου άπιστε»

Σε τρία λεπτά ήρθε.

Ήταν όντως στη συναυλία, το ‘γραφε καθαρά «Ράδιο Σίτυ -19 Φεβρουαρίου 2010». Φτυστό. Τόσο πολύ, που είχε τον ίδιο αριθμό με το δικό του που ήταν ακουμπισμένο πάνω στην playlist, μια σπιθαμή μακριά απ’ το πληκτρολόγιο.

το κουμπί που λείπει

The-Foreigner-21

Περιμένω στη σειρά, τρίτος, στον τσαγκάρη. Δεν τους λένε πια έτσι, εδώ και καιρό γράφουν στη βιτρίνα κάτι μεγαλοπιασμένα «επιδιορθώσεις», «επισκευές», «μετατροπές, μεταποιήσεις», παίζουν με τις λέξεις και απορώ πού βρίσκουν το χρόνο να φτιάχνουν σόλες, να κολλάνε πάτους και να περνάνε τακούνια.

Χτυπάει το τηλέφωνο, δεν το ακούω με την πρώτη, νιώθω τη δόνηση και σχεδόν συγκινούμαι που το πετσί μου είναι -ακόμη- ζωντανό και παίρνει μηνύματα ερήμην των αυτιών μου. Φεύγω απ΄ τη σειρά, βγαίνω έξω.

Την ακούω μετά από αρκετό καιρό. Μήνες. Χριστούγεννα δεν είπαμε τα τυπικά στο τηλέφωνο, δεν με βρήκε, δεν τη βρήκα, δεν θυμάμαι, συνήθως κανείς δεν νοιάζεται να ψάξει τον άλλον. Μάθαινα όμως νέα από την παλιά της φίλη, ήξερα πόσο στριμωγμένα είναι τα πράγματα, έξοδα, παιδιά, τρεχάματα, δουλειά, χωρίς δουλειά, οι αναπόφευκτες αρρώστιες, πολλά μείον, η κλασσική – άγαρμπα εικονογραφημένη πια, με λίγες πρόχειρες μπογιές- ιστορία της γενιάς μας.

Χαίρομαι αμήχανα που ακούω τη φωνή της. Φωνή που πάει να σπάσει αλλά στέκεται όρθια, «χαθήκαμε ρε συ, ναι, τα ‘πα με την δικιά σου, έρχεστε, ερχόμαστε, πέντε λεπτά για έναν καφέ στο σπίτι δεν βρήκαμε, δεν λέω για μια μπίρα και τρομάξεις, πέντε λεπτά τα χαραμίζουμε γι άλλα κι άλλα, για να βρεθούμε όχι, πες πως πάς εσύ, ν’ ακούσω τα δικά σου, τα άλλα τα ξέρω, τα μαθαίνω».

Λέω. Ο,τι λέγεται δηλαδή. Τα πιο πολλά ανείπωτα μένουν, δεν ξέρω και πόσο «δικά μου» είναι πλέον, τα ίδια βλέπω φορεμένα σε τόσους και τόσους, όλο και πιο στενά ρούχα, άβολα για να γελάς αβίαστα μέσα τους, μονόχρωμα μουντά, τι να πεις καινούριο που δεν το φοράει κι ο άλλος, ούτε παρηγοριά είναι, ούτε να αυτοσαρκαστείς -πια- μπορείς μ’ αυτά, λέω, λέει, χαθήκαμε, να βρεθούμε, ναι ρε, θα μας φάει το μέσα, θα μας φάει το μέσα μας, το άλλο σαββατοκύριακο ίσως, αυτά τα ίσως θα μας καταπιούν στο τέλος, κάτι λέει για το καλοκαίρι, αν ταιριάξουν τα προγράμματα, μακάρι, ψέματα λέω, μπορεί κι εκείνη, τα προγράμματα κάνουν αυτό που θα τους πεις, σα σκυλιά μαθημένα από καιρό, άσπρισες ρε;, άσπρισα, κι εγώ έβαλα κιλά, γελάω, μη γελάς ρε, δεν γελάω, άντε κανόνισε, θα κανονίσω, να ξεχαστούμε λίγο, ναι αυτό, φίλα την λέει, κι εσύ τον δικό σου, ανοίγω την πόρτα, ξαναμπαίνω στη σειρά, τελευταίος τώρα.

Το κινητό στην τσέπη ξανά. Μουγκό κι ακίνητο. Είμαι σίγουρος πως η φωνή της λύγιζε κάπου κάπου και προσπαθούσε να την κρατάει ίσια, μη δείξει τη καμπούρα της μπροστά μου, το ΄χουν οι φωνές αυτό το κουσούρι, να τις βλέπεις και με κλειστά τα μάτια. Δεν ξέρω τι έκανε μετά που έκλεισε το τηλέφωνο, δεν ξέρω καν γιατί με πήρε, μέρα μεσημέρι, ανάμεσα σε οθόνες ή σε κατσαρόλες, ιδέα δεν έχω, δε ρώτησα κιόλας πού είναι και τι κάνει αλλά και τι σημασία θα είχε, δεν είχε, μπορεί και να είχε, μπορεί και να παραείχε, ποιος ξέρει.

Μπορεί και να μετάνιωσα που δεν είπα ένα «έρχομαι για έναν καφέ και τρία τσιγάρα». Μπορεί να μετάνιωσε που πήρε τηλέφωνο και δεν είπε «έλα για έναν καφέ και τρία τσιγάρα». Για μια στιγμή μου πέρασε απ’ το μυαλό να τη ρωτήσω -νομίζω, δεν είμαι και πολύ σίγουρος-  «εκείνη την άσπρη ζακέτα, την λεπτή, την δεν ξέρω πως τη λέτε, την έχεις ακόμη;». Περιμένοντας να ακούσω «ναι αλλά λείπει ένα κουμπί και δεν με χωράει πια και δεν ξέρω γιατί έχω κρατημένα τόσα άχρηστα στη ντουλάπα, γιατί ρωτάς;» για να πω «ωραία, φόρα την κι έρχομαι, πιάσε ένα τραπέζι να βλέπει θάλασσα, ρώτα αν θα μας αφήσουν να καπνίσουμε και είμαι στο δρόμο, θα πίνω καφέ και θα βλέπω το δέρμα σου κάτω απ’το  κουμπί που λείπει, αν δεν μας αφήσουν να καπνίσουμε πάμε σ’ ένα παγκάκι, τρία τσιγάρα, ένα τέταρτο παρέα, γελάμε, κλαίμε, από μέσα μας όλα, μετά καθείς το δρόμο του». Κι εμείς και τα κουμπιά μας. Ούτε είπε, ούτε είπα.

Δεν μίλησα γιατί ο,τι και να ‘λεγα θα ‘βγαιναν ξεκάθαρα τεράστιοι υπότιτλοι που θα ‘γραφαν  «ναι, με νοιάζει που σ’ ακούω έτσι αλλά δεν μπορώ να νοιαστώ». Γιατί θα πρέπει μετά να εξηγώ τις διαφορές ανάμεσα στο ένα και στο άλλο. Και τι να προλάβεις να εξηγήσεις ανάμεσα σε τρία τσιγάρα που δεν άναψες καν.

«Δύσκολο να αλλάξω ξανά σόλα, αν χρειαστεί. Μάλλον θα πρέπει να τα αποχωριστείτε την επόμενη φορά»

Βγαίνω. Κάνει κρύο. Ξέχασα το κασκόλ, ξέχασα τα γάντια. Αλλά θυμάμαι απ’ έξω τα στιχάκια.You’ll stumble in my footsteps if you try walking in my shoes…

κάτι σαν skype

29784444

 

Γράφει «Σε λίγο καιρό θα μάθω να κοιμάμαι με το μπαμπά σε άλλη χώρα και σε λίγα χρόνια θα μάθω να κοιμάμαι με το μπαμπά σε άλλη ζωή».

Μισή αλήθεια, μπορεί και ακόμη πιο μισή.

Μάθανε να λένε οι μπαμπάδες τόσο πειστικά ψέμματα, να τα ντύνουν σαν όμορφες αλήθειες, ξεγελώντας και τρομάζοντας ακόμη κι αυτούς τους ίδιους.

Κάποια στιγμή θα φύγεις, θα κάνεις τη ζωή σου, τη ζωή μας κι εμείς, φοβίες και κτητικότητες δεν χωράνε, δεν μας ανήκετε, δικιά σας η ζωή, δικό σας θέμα να μάθετε να κοιμάστε μ’ όποιον διαλέξετε δέκα ή δέκα χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, δικό μας θέμα να το πάρουμε απόφαση -όσοι δυσκολευόμαστε-.

Λοιπόν, ούτε σε άλλη χώρα, ούτε σε άλλη ζωή θα πάνε οι μπαμπάδες. Όχι ολόκληροι, πάντως. Βρήκαν ένα μαγικό τρόπο -και σε κανένα δεν χαρίζουν το μυστικό- να αφήνουν πάντα ένα κομματάκι τους πίσω. Σε έναν καναπέ, σε ένα μπαλκόνι, στο κρεβάτι, μισοξύπνιοι, μισοκοιμισμένοι, περιμένοντας ένα τηλεφώνημα «καλά είμαι» , «μπορείς να ‘ρθεις να με πάρεις;» ή τον ήχο των κλειδιών στην πόρτα. Και μετά να κλείνουν μάτια ήσυχοι. Κι ας έχουν κλείσει για πάντα, από καιρό.

Οι μπαμπάδες είναι ελαττωματικοί. Όχι με τον τρόπο που τους βλέπουν τα παιδιά τους, μα αλλιώς. Μαθαίνουν να κοιμούνται με μισάνοιχτο το ένα μάτι ακόμη και για τριάντα, σαράντα και πενήντα -άμα δεν χάσουν το μέτρημα- χρόνια. Μέχρι να πουν -κάθε βράδι – φωναχτά, ψιθυριστά ή από μέσα τους (για να μη τους περάσουν για τρελλούς) «καληνύχτα». Και να σβήσουν το πορτατίφ δίπλα.