Ο απογευματινός καφές της χειμωνιάτικης Κυριακής δεν έχει ταίρι. Ακόμη κι αυτός που βάζουν μπροστά σου μετά τις κηδείες, πιο εύκολα καταπίνεται. Τριάντα ζάχαρες να βάλεις, σκέτος θα βγει. Μέτριος, στην καλύτερη των περιπτώσεων.
Βροχή έξω, με το ζόρι. Σφίγγεται ο ουρανός για να ρίξει λίγο πράμα προς τα κάτω. Κουφώματα δεν αλλάξαμε, με τα εργολαβικά συζούμε ακόμη κι έτσι ο ήχος των λάστιχων πάνω στην άσφαλτο μπαίνει στο σπίτι μαζί με την ψύχρα που χτυπάει κάρτα μόλις λήξει η βάρδια του βαριεστημένου ήλιου. Αλλά τα καλοριφέρ καίνε, ένας μήνας έμεινε, συμφωνήσαμε όλοι -ειδικά εκείνοι που έχουν μήνες να πληρώσουν- να πληρώσουμε κι ένα κατοστάρικο παραπάνω.
Κι αυτές οι δυο δεν έχουν ταίρι. Οι ίδιες κουβέντες, θεέ μου πώς βαρέθηκα αυτές τις ίδιες κουβέντες τους. Παιδιά, δουλειά, σπίτια, κιλά, δίαιτες, μαγειρέματα, ταινίες, θάνατοι, λεφτά, λογαριασμοί, τσίπρας, μίπρας, ανεργίες, σπανίως γάμοι ή βαφτίσια. Είμαστε εκτός τάργκετ γκρουπ αλλεγκρίας σε εκκλησίες ή δημαρχεία. Δηλαδή ο μπαγάσας ο Anderson την είχε ψυλλιαστεί από παλιά τη δουλειά, βολοδέρνουμε στη νεκρή ζώνη ανάμεσα σε πρόωρα φευγιά και στους ερχομούς, too young to die. Χωρίς να ποντάρεις και πολλά πολλά σ’ αυτό βέβαια, την Πέμπτη το βράδυ ο άλλος έφυγε στα σαρανταοκτώ. Δεν έχει «γιατί;» κι «από τι;». Γιατί έτσι.
Βάζω ραδιόφωνο. Κανείς δεν ακούει. Σαν το βουητό απ’ το ψυγείο είναι, με λίγες περισσότερες νότες. Nα έχει τουλάχιστον σάουντρακ αυτό το πλαδαρό απόγευμα.
«Αποφασίζουμε» να μη πάμε πουθενά την καθαροδευτέρα. Προφάσεις ένα σωρό, βενζίνες, κούραση, ξεκούραση, ταμείο μείον, γεμάτα μαγαζιά, βρωμόλαδα στα τηγάνια, κατεψυγμένα όλα, φασαρία, μια να διαλέξεις και καθάρισες. Γι αυτό τη λένε και Καθαρή. Άλμα στην πρωτομαγιά, «τι πέφτει;», «Πέμπτη», «ωραία, μια μέρα άδεια και βγήκε τετραήμερο», «για σας, εγώ δουλεύω Σάββατο», σχεδόν ξεφυσάμε ανακουφισμένοι, «κρίμα», «δεν πειράζει, δε θα χαθούν τα τετραήμερα», έχουμε τελειοποιήσει την τέχνη της αυτοεξαπάτησης.
Το ραδιόφωνο βογκάει. Κανείς, καμιά δεν δίνει σημασία. Νομίζω πέρασε από δίπλα μου το ρεφρενάκι απ’ το sweet dreams, υπάρχουν ακόμη playlists με Lennox, το λες και συγκινητικό. Γκώσαμε στους Μαραβέγιες, στις Μποφίλιου, στις Σακίρες και στα μπάσταρδα του Φοίβου. Κι ο καφές όλο και πιο χλιαρός κι άνοστος, όπως τα τραγούδια.
Αφού ξαγκιστρώσαμε πρωτομαγιά, φτάσαμε καλοκαίρι. Με τα χίλια ζόρια. Πάει ο Ιούνιος, πάει ο Ιούλιος, δεν τσίμπησε κανείς μας. Τα κλασσικά, προηγούνται τα παιδιά, ασυντόνιστες άδειες (τυχεροί, άλλοι δεν μπορούν να συντονίσουν τις ανεργίες τους), σπίτια που θέλουν μερεμέτια, αυτοκίνητα που θέλουν λάστιχα, δυο έστω, σκισμένες τέντες, μια δραχμή στην άκρη για τον επόμενο χειμώνα (δραχμή, ποτέ ευρώ, η μιζέρια κι ο φόβος του αύριο μόνο σε δραχμές έχουν αντίκρισμα), πού να τρέχουμε που δεν ξαναπήγαμε, εγώ στα εξωτερικά δεν βγαίνω καλοκαίρι, άμα μου βρεις έρημη παραλία για να ξαπλώσω την κυτταρίτιδά μου εντάξει, όπου και να πας με κάτω από έξη-εφτά κατοστάρικα δεν γλιτώνεις, για καναδυό σαββατοκύριακα θα δούμε, ρωτάω αν θέλουν να πιουν κάτι αληθινό, γνέφουν ναι, βγάζω την εντελώς ρώσικη βότκα απ’ την κατάψυξη, γεμίζω τα ποτήρια τους με παγάκια, δεν τσιγκουνεύομαι τις μερίδες, «με λιμοντσέλο ή με χυμό;», and the winner is limoncello, ζέστη έχει ή εγώ φούντωσα;, το θερμόμετρο λέει 24, μια, δυο, τρεις γουλιές, λέει 28, λέει 30, «βάλε ακόμη ένα», βάζω, λέει 32, καύσωνας. Τα πρώην χλωμά πρόσωπα ροδοψήνονται όσο οι ώρες γλιστράνε προς τη Δευτέρα.
Κοιτάζω έξω απ το τζάμι τη βροχή και τα πλυμένα φώτα. Την ώρα που επιστρέφει η ματιά μου στο τραπέζι, πέφτει πάνω στο στήθος της. Χαμογελάω, αφηρημένα. Με κοιτάζει. «Τι;». «Tίποτε». Kαταλαβαίνει. Χωρίς σουτιέν accidents may happen. Τυχερό ύφασμα, σκέφτομαι. Χαμογελάει, από μέσα της. Η άνοιξη θέλει να βγει. Από μέσα της. Απ’ το δέρμα μας. Δεν πα’ να ακυρώνουμε φευγιά εμείς, καλά το είπε ο ποιητής. Too young to lie.
♪
Τα μπροστινά λάστιχα.Τα πίσω ας παραμείνουν σκίνχεντ.
σάματις μακριά θα πάμε;
Μουσκέψανε τα λόγια που ‘χαν γεννήσει αστροφεγγιές.
Χάρισμά σας:
Και αυτό (2 σε 1):
Και τι έγινε που έτσι κάνουν όλοι/ες κι όχι εσείς,
είτε γιατί δε σας βγαίνει,
είτε από επιλογή;
ευχαριστώ για το τρατάρισμα αλλά ακόμη δεν κατάλαβα τι (δεν) έκανα, εκούσια ή ακούσια 🙂
Μια χαρά καμωμένα όλα. Που, σημειωτέον, τα λέτε επίσης μια χαρά.
(Αθώος ο …κατηγορούμενος!)
Προφανώς, εγώ κόλλησα στις καθαροδευτέρες, στις πρωτομαγιές και στα καλοκαίρια.
http://tkrachtis.tumblr.com/post/77698344074
Να τρατάρω κι εγώ λουκουμάκι.
να μη κρυφοκοιτάτε τη ζωή μου κύριε
Won’t happen again. Promise.
βοτκα με λιμοντσελο;; Πολυ ενδιαφερων συνδυασμος!
καλός είναι. όταν βγουν τραπέζια στο μπαλκόνι καλύτερος
@ Θ. Κ. ,ούτε που να το διανοηθείτε να μη ξανασυμβεί. άψογος
Flattered. 🙂
Πρώτη φορά σε διαβάζω…..
Αναρωτιέμαι γιατί δεν σε διάβαζα τόσο καιρό!!
Βότκα με λιμοντσέλο;; (διάβασα πιο πάνω)
Φιλάκια και καλή βδομάδα:))
@serenata, να μην αναρωτιέστε. πορτοκαλιές με πορτοκάλια ένα σωρό 🙂