Θυμόταν κάθε λέξη, κάθε οδηγία. Κάθε εντολή, αν μπορούσε ας έκανε κι αλλιώς. Κακό τέλος τον περίμενε αν παράκουγε.
Φαγώθηκες γαμώτο, σα πεινασμένος κάνεις. Τράβα, τράβα να δούμε τι θα καταλάβεις.
Τράβηξε, αφού πρώτα αποστήθισε όλο το manual που του ‘δωσε.
Όχι ολόκληρη. Κυτταρίτιδα δεν θέλω να φαίνεται. Το κάτω απ’ το μαγιώ δεν το βγάζω, δεν πα’ να χτυπιέσαι. Στήθος φάτσα κάρτα ούτε γι αστείο, παιδιά ήθελες, λούσου το πεσμένο τώρα. Θα μου πεις αν φαίνεται χαλαρό το μπράτσο, αν ναι δεν πατάς κλικ. Θα την δω και αν δεν μ’ αρέσει τη σβήνεις. Δυο ευκαιρίες έχεις, δεν θα παριστάνω την όρκα στην παραλία. Άμα σ’ ακούσω να λες «γύρνα από δω, τεντώσου πίσω, τα μαλλιά μπροστά», ξαπλώνω στη σεζλόνγκ και δεν έχει σεξ μέχρι να ξαναγυρίσουμε σπίτι. Εντάξει;
Tότε, τα όχι και τόσο παλιά χρόνια, οι διακοπές κρατούσαν ίσα με δέκα μέρες. Δεν συνέφερε να παριστάνεις τον Arny Freytag . Είπε «εντάξει» και πάτησε κλικ.
Το photoshop είχε εφευρεθεί προ πολλού. Θαύματα έκανες, αν ήθελες. Δεν ήθελε όμως. Καλό είναι να δίνουμε στα παλιά καλοκαίρια την αξία που τους αναλογεί, ας ήταν και φλουταρισμένα, ας ήταν και κακοεμφανισμένα στην μεταφορά απ’ το ψηφιακό. Από μεγκαπίξελ και instagram και τελειότητα και εφέ χορτάσαμε. Χαρτί και δέρμα χρειάζεσαι για πυξίδα, αλλιώς τον ιδρώτα και την αρμύρα ανάμεσα στα στήθη της δεν τα ξαναμυρίζεις.
ͽ