νηστεία & κατάνυξη (περιμένοντας την ανάσταση)

25590364

Θυμόταν κάθε λέξη, κάθε οδηγία. Κάθε εντολή, αν μπορούσε ας έκανε κι αλλιώς. Κακό τέλος τον περίμενε αν παράκουγε.

Φαγώθηκες γαμώτο, σα πεινασμένος κάνεις. Τράβα, τράβα να δούμε τι θα καταλάβεις.

Τράβηξε, αφού πρώτα αποστήθισε όλο το manual που του ‘δωσε.

Όχι ολόκληρη. Κυτταρίτιδα δεν θέλω να φαίνεται. Το κάτω απ’ το μαγιώ δεν το βγάζω, δεν πα’ να χτυπιέσαι. Στήθος φάτσα κάρτα ούτε γι αστείο, παιδιά ήθελες, λούσου το πεσμένο τώρα. Θα μου πεις αν φαίνεται χαλαρό το μπράτσο, αν ναι δεν πατάς κλικ. Θα την δω και αν δεν μ’ αρέσει τη σβήνεις. Δυο ευκαιρίες έχεις, δεν θα παριστάνω την όρκα στην παραλία. Άμα σ’ ακούσω να λες «γύρνα από δω, τεντώσου πίσω, τα μαλλιά μπροστά», ξαπλώνω στη σεζλόνγκ και δεν έχει σεξ μέχρι να ξαναγυρίσουμε σπίτι. Εντάξει;

Tότε, τα όχι και τόσο παλιά χρόνια, οι διακοπές κρατούσαν ίσα με δέκα μέρες. Δεν συνέφερε να παριστάνεις τον Arny Freytag . Είπε «εντάξει» και πάτησε κλικ.

Το photoshop είχε εφευρεθεί προ πολλού. Θαύματα έκανες, αν ήθελες. Δεν ήθελε όμως. Καλό είναι να δίνουμε στα παλιά καλοκαίρια την αξία που τους αναλογεί, ας ήταν και φλουταρισμένα, ας ήταν και κακοεμφανισμένα στην μεταφορά απ’ το ψηφιακό. Από μεγκαπίξελ και instagram και τελειότητα και εφέ χορτάσαμε. Χαρτί και δέρμα χρειάζεσαι για πυξίδα, αλλιώς τον ιδρώτα και την αρμύρα ανάμεσα στα στήθη της δεν τα ξαναμυρίζεις.

ͽ

spleen doctors

25573810

Σε τελική ανάλυση, αυτός θα έπρεπε -ή θα μπορούσε- να ήταν ο πατριάρχης των goths. Mπορεί τα gargoyles να μην ποζάρουν στις εικόνες του αλλά αισθησιασμός,  καλό, κακό, η φθορά της σάρκας, οι εμμονές του θανάτου είναι εκεί, μέσα στο μονόχρωμο κάδρο. Ταξιδεύουν first class με τις polaroid που τράβηξε, πάνω, κάτω, τριγυρνώντας να βρει παράθυρα.

Λατρεύουμε να κρυφοκοιτάμε σε σκοτεινά δωμάτια, σφιχτά κρατημένοι από το χερούλι της πόρτας μη τυχόν και γλιστρήσουμε μέσα. Σε πολλούς κλείνει πονηρά το μάτι μια βουτιά στην μελαγχολία που δεν είναι -όμως- τόσο βαθιά για να γίνει κατάθλιψη κι ανίατο spleen, μόνο στους καθ’ έξιν shiny happy people δεν έχει πέραση η καύλα της εκ του ασφαλούς ανατριχίλας, το ρίγος εκείνο που πάντα με σκεπάζει όταν διαβάζω τα «Κεριά» αλλά στέκομαι μόνο μισό μέτρο μακριά από το διακόπτη του ηλεκτρικού και μπορώ (έτσι κοροϊδεύομαι) να σβήσω -και να ξανανάψω- το φως όποτε θέλω.

Από μια διαστροφή της ιστορίας, θα μπορούσε να ήταν ένας αληθινά σπουδαίος blogger (τις παλιές καλές μέρες των μπλογκς), να ΄χει μια παρτ τάιμ στήλη στη LIFO (πρόταγκον και AV θα τον έβρισκαν πολύ μαλθακό & παραιτημένο) και βαριά τραυματισμένη κάρτα Εθνοcash Plus. Ή να δει ένα, δυο βιβλιαράκια του να εκδίδονται, στη διασταύρωση Μαντά, Χρονά και Χωμενίδη (αλοίμονο αν λαθέψεις στη στροφή). Ευτυχώς έζησε σε άλλες εποχές, λιγότερο ανεκτικές και ανοιχτές αλλά με αληθινούς ανθρώπους τριγύρω του, μακριά από δηθενιές, friends, unfriend, λάικ, εθελοντική χολή και δημοσιοσχεσίτες που γλείφουν ο,τι γυμνό βρουν για ξεροκόμματα. Θα ‘ταν κρίμα μια τέτοια μορφή να κινείται σα χαμένη -κι όχι κρυμμένη πια- ανάμεσα μεσάνυχτα και χάραμα, σε δρόμους, δώματα, παράθυρα και τοίχους μιας χώρας που αποδέχεται το κάθε διαφορετικό μόνον όταν έχει κάτι χειροπιαστό να καρπωθεί από τούτο.

Όσα κέρδισαν το σώμα του, τα μάτια του κι ο νους του, μας τα επέστρεψε γενναιόδωρα σε ψυχικά αναβολικά κι ας φοβόταν την τυραννία του φωτός. Να μη βρεθεί κανείς λιγόψυχος και πει πως κάναμε λάθος στην παραγγελία ή την πληρώσαμε ακριβά . Αυτά που ζητήσαμε, αυτά που είχαμε ανάγκη, αυτά -και παραπάνω- μας έδωκε.

(29/4/2008, γερασμένο & φτιασιδωμένο πλέον) 

days of future past

25557664

Σε λιγότερο από πέντε λεπτά θα δέναμε. Η πόρτα είχε ανοίξει, οι βιαστικοί βρισκόταν ήδη στο τελευταίο σκαλί, οι μισές εξατμίσεις είχαν πιάσει -κιόλας- δουλειά.

Η κόρνα του καραβιού ακούστηκε τρεις φορές . Διακόσιοι ανυπόμονοι κομπάρσοι – δεύτερης και τρίτης διαλογής- περιμέναμε τις οδηγίες του Zinneman, «ready, set, go» για να ξεχυθούμε, να αναμετρηθούμε με το καλοκαίρι.  Δυο, τρεις, πέντε, δέκα μέρες. Γι ακόμη μια φορά.

Όμως καμιά οδηγία δεν ακούστηκε απ΄τα μεγάφωνα. Στεκόμασταν εκεί, παγωμένοι, μουδιασμένοι κι ανήμποροι, να παρακολουθούμε τον σεναριογράφο ξαπλωμένο πάνω στην ιστορία του, την ώρα που περνούσε λίγα μέτρα μπρος απ’ την πλώρη μας. Σημασία δεν έδωσε στην κόρνα, στις φωνές, στα παρακαλητά μας, στιγμή δεν σήκωσε βλέφαρο, ούτε βλέμμα καταδέχτηκε να ρίξει προς στην πλευρά μας. Μετά από τρία λεπτά χάθηκε από τα μάτια μας.

Χωρίς σκηνοθέτη, δίχως σενάριο, κάποιοι έπρεπε πια να βρούμε -επιτέλους- μόνοι μας τα λόγια, τον τόπο και τον χρόνο για να ζήσουμε ένα θέρος τόσο αλλιώτικο από κάθε προηγούμενο.

Σε λιγότερο από δυο λεπτά θα δέναμε. Πρώτη φορά η προβλήτα έμοιαζε να απομακρύνεται με κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε…

ζέστη

 

sunny-day

 

Γαλαντόμος ήλιος έξω, το μέσα μου μυρίζει σαν φρεσκοσιδερωμένο, διπλωμένο φανελάκι. Το τσίπουρο σήμερα έχει γεύση από καλοκαιρινά σεντόνια. Δε χορταίνει η ψυχή μου να κυλιέται πάνω του.

 

Ποιός να το ‘λεγε ότι θα ‘ρχόταν κάποτε μέρες που θα λιμπιζόμουν είδη προικός..

 

 

before sixty

25211020

—–

Εύκολο. Mπορείς να γράψεις περισσότερες λέξεις απ’ όσες χώρεσε ο Linklater και στα τρία σενάρια μαζί. Σε πιο ταπεινά, δεύτερης διαλογής, μεταχειρισμένα σκηνικά. Ούτε Βιέννη, ούτε Παρίσια, ούτε Μάνη. Μήτε γεφύρια στο Σηκουάνα, τρένα στο Τιρόλο, ψάθινες καρέκλες στην Καρδαμύλη. Μια τραβηγμένη καρέκλα στο τραπέζι της κουζίνας αρκεί. Kαι μια κατσαρόλα στη φωτιά. Κατσαρόλα. Τα μωρά γλιτώσαν, γίναν μαντράχαλοι, κοτζάμ γυναίκες, ξέχνα τα φτηνά εφέ της γραπτικής. Για να γεμίζουν σελίδες είναι, ιστορίες με το κιλό, παραμύθια με τη σέσουλα. Μπορείς να βάλεις τις λέξεις να παριστάνουν τις καμπόσες μέσα στο κάδρο του Βαν Γκογκ, μπορεις να τις στριμώξεις και στα σκοτάδια του Pieter Bruegel για να μη μεγαλοπιάνονται. Σαν είσαι νέος φτιάχνεις και δικά σου κάδρα, τι να σου πουν των αλλωνών. Όλα στενά, άχρωμα και άτεχνα. Mετά, όσο περνάνε τα χρόνια διαλέγεις απ’ τα έτοιμα για να μη χάνεις χρόνο.

Η άλλη (;) πλευρά στο -δεν λέω κάλπικο- νόμισμα είναι ο Τομ και η Τζέρι του Mike Leigh στο Another Year. Μετρημένες κουβέντες, λίγες μα διόλου τσιγκούνικες αγκαλιές, το βλέπεις το ίζημα στο βάθος του μπουκαλιού, το βλέπεις και στο ποτήρι αλλά ξέρεις πως είναι απ’ τον καιρό, όχι απ΄τον φελό ή την κακοπέραση. Το δέρμα ζαρώνει, τα μαλλιά αραιώνουν, τα κάτουρα στο wc μυρίζουν αλλιώτικα τα πρωινά, η μέση έχει τσακίσει, δεν μπορείς να διαβάσεις αυτά τα σαχλά που γράφω δίχως τα γυαλιά σου. Εύκολο. Μπορείς να αραδιάσεις άλλα κι άλλα τόσα, περισσότερα από όσα χώρεσα ως εδώ. Στο σκηνικό που θα διαλέξεις εσύ. Όρθια πάνω από την κατσαρόλα με τα γεμιστά, καθισμένος -με το κεφάλι χωμένο μέσα στα χέρια- στη λεκάνη της τουαλέτας. Διαβάζοντας με σφιγμένο στομάχι τα τελευταία αιματολογικά ή μισογεμίζοντας το ντεπόζιτο για να πάτε μια βόλτα ως τη θάλασσα, εκεί που το ασύρτικο, η μπίρα ή ο καφές έχουν ακόμη αλλιώτικη γεύση και -κυρίως- επιτρέπονται. Φορώντας τα χρωματιστά σας φούτερ και τα απέθαντα Ray Ban. Με λιγο ρουζ στα μάγουλα, με Do the strand στο cd. Αλλά ξέχνα τα φτηνά εφέ της γραπτικής, ξέχνα τα ψευτο-χάνεκε της βόνταφον. Θα περάσει η μέρα, θα νυχτώσει κι όταν ξημερώσει θα ξαναγίνετε και οι δυο κολοκύθες. Όχι εικοσιπέντε. Για παραμύθια να πας αλλού.

Το ‘πε και η Ζιλί, το 2004. «It’s amazing what perverts we’ve become in the past nine years». Φαντάσου σήμερα.

—–

Vincent van Hawke

zombie_web

 

Μπερδεύω Rhone, Kαρδαμύλη, αστέρια, μεσάνυχτα, κουβέντες που τις ρουφάει ο θόρυβος απ΄τις ράγες, το ποτάμι ή το κύμα, δεκαοχτώ χρόνια μετά. Είναι να μη μπερδεύεις;  Στο βάθος δεν ακούγεται το Goldberg Variation Number 25 του Bach, τίποτε δεν ακούγεται. Mόνο ο αναπτήρας και η κάφτρα. H Julie φορά κάτι-σαν-κορσέ κάτω απ’ το μπλε φόρεμα, ντάλα καλοκαίρι. Φάρδυνε. Το μέσα της στένεψε.

O άλλος απλά μεγάλωσε αλλά η επιλεκτική αδικία των ρυτίδων είναι απέθαντη.

Sunset, sunrise, midnight. Σαν vampire story. Μα αληθινή.

Σε κοιτάζω την ώρα που ρίχνεις το αβγό μέσα στον κιμά, φάρδυνες κι εσύ. Σε ρωτάω αν θυμάσαι κάτι, έστω μια σκηνή απ΄τη Βιέννη, εκεί που τους πρωτοείδαμε μαζί.

Σκουπίζεις με το μανίκι μια σταγόνα ιδρώτα στο μέτωπο, που ‘βαλε στόχο να πέσει πάνω στο μουσκεμένο ψωμί. Aπαντάς χωρίς καν να γυρίσεις να με δεις -δεν σε αδικώ, στένεψε πια το βλέμμα σου- too 1995, it means nothing to me.

Μπορεί να λες ψέμματα. Μπορεί και όχι.

 

——

(προσεχώς στόρυ)

——

ντουλάπες

25208345

Ξύπνησα πιασμένος. Δεν φταίγαν τα χτεσινά έξη χιλιόμετρα. Έξη τετρακόσια για την ακρίβεια, μα επιπέδου lower. Τσιμέντα, πεζοδρόμια, μάνες και καρότσια τριγύρω, παραπανίσια κιλά στριμωγμένα σε φόρμες με άσχημα ξεθωριασμένα χρώματα, αγχωμένοι εξηντάρηδες που παλεύουν να ξορκίσουν χοληστερίνες, τριγλυκερίδια και εμφράγματα στον ορίζοντα.  Προχτές τα πέντε στο βουνό ήταν το βαρύ proficiency, ασήκωτο σχεδόν. Όταν όμως φτάνεις στη διχάλα, ανάμεσα σε πεύκα, πουρνάρια και αγριοσπάραγγα κι ακούς από κάτω -μακριά, αόρατο- το ποτάμι, λες χαλάλι τα πονεμένα γόνατα στις κατηφόρες και η λειψή ανάσα στις ανηφοριές. Εκεί πάνω η πόλη δεν ακούγεται,  κρυμμένη πίσω απ’ την πλαγιά. Σαν δεν την ακούς δεν την βλέπεις κιόλας, ευλογία. Ούτε λακκούβες, ούτε κάδοι, ούτε αδέσποτα, ούτε βρωμερές πυλωτές, ούτε παρατημένες και σκουριασμένες λαμαρίνες πάνω σε τέσσερις, τρεις, ίσως και δυο ρόδες. Μια ώρα δρόμος -κι αν- όλη η διαδρομή. Καθένας βολεύεται όπως μπορεί, μέσα στη δική του Χώρα των Θαυμάτων.

Σήμερα όμως πόναγαν όλα. Έπεσε βαρύς πάνω μου ο χειμώνας που κατάπια μονορούφι, χωμένος σε καναπέδες, πολυθρόνες, ουρές και καρέκλες, με παρέα κρασιά, μπίρες, τσίπουρα, λογαριασμούς και τσιγάρα. Μόνο με ιδρώτα ξεπλένεται τώρα. Ιδρώτα, πόνο και λίγο αίμα. Τα πουρνάρια δαγκώνουν αν φοράς κοντομάνικα.

Μπήκα στο μπάνιο, η γύρη τριγυρνάει έξω εδώ και δυο βδομάδες αλλά ώρες ώρες νομίζω πως τρυπώνει ύπουλα σε κάθε πόρο μου -ζωντανό ή αποθαμένο- ακόμη κι όταν κοιμάμαι. Βγήκα και έψαξα ρούχα. Δεν τα σηκώσαμε ακόμη τα χειμωνιάτικα, άνοιξα τη ντουλάπα και σφίχτηκε η ψυχή μου. Τα άσπρα γκρίζαραν δίχως ήλιο. Τόσο μπλε, γκρι, μαύρο και καφέ δεν αντέχεται. Καναδυό χρωματιστά είναι για να κοροϊδεύουν το μέσα σου και τους απέναντι, ότι τάχα μου είσαι μακριά -ακόμη- από εξωτικούς προορισμούς που ‘χουν ονόματα όπως ουρία, κρεατινίνη, ουρικό οξύ, γαλακτική αφυδρογονάση, CPK και PSA. Την έκλεισα γρήγορα. Ερχόταν ένα καράβι απ’ το βάθος της και δεν είναι να τα βάζεις με καράβια πρωινιάτικα. Η θάλασσα όμως έφτασε ως τα πόδια μου, που τα ΄νιωσα μούσκεμα. Ίσως και να μη σκουπίστηκα καλά, βγαίνοντας απ’ το μπάνιο. Ίσως κάτι δεν πάει καλά με τη ντουλάπα μου, εικοστέσσερα χρόνια εκεί, ακίνητη, αμίλητη, κι αν έχει δει κι αν έχει ακούσει..

Στο αυτοκίνητο δεν άνοιξα ραδιόφωνο, ούτε cd έβαλα. Όλες οι διαδρομές φέτος ήταν mute. Σαν το χειμώνα. Μόλις δω τα πρώτα γυμνά πόδια στους δρόμους, χωρίς καλσόν και παντελόνια, θα ψάξω και για τραγούδια. Όχι πριν. Τίποτε King of Convenience, καμιά Feist, ίσως Slowdive ή σκέτον Neil Halstead, τέτοια ψυχοχάδια.

Βγαίνοντας απ’ την πυλωτή με την όπισθεν, που κάθε χρόνο με δυσκολεύει στη μέση και στον αυχένα όλο και περισσότερο, πάτησα απότομα φρένο. Νόμισα πως απ’ το δρόμο περνούσε ένα καράβι. Έκλεισα μάτια και όταν τα ξανάνοιξα ήταν η σκουπιδιάρα. Ευτυχώς, γιατί με τα απόνερα έχεις πολλές φορές άσχημα ξεμπερδέματα. Με τα σκουπίδια  μάθαμε, κουτσά στραβά, να πορευόμαστε.

Το απόγευμα θα ξανανέβω στο βουνό. Ελπίζω να μη μ΄ακολουθήσει κι εκεί το πλεούμενο. Τις φοβάμαι τις παροιμίες. Μερικές φορές τις πιστεύω κιόλας..

—-

42.005 μέτρα

25386606

 

8yr old killed in #BostonMarathon was there with his mom & sis. They were both hurt. All there to watch dad run and hug him after he crossed finish line

 

Time is the enemy δε λένε; Όχι time is on my side. Όχι. Time is the enemy.

 

Να ‘σαι ο «dad» και να σε σκοτώνει μια ζωή το «κι αν τερμάτιζα δυο λεπτά νωρίτερα; ένα, έστω»

….

trailer

25372009

ΜΕΡΟΣ Α

 

 

 

ντριν ντριν ντριν ντριν

αλό

-τι αλό ρε μαλάκα; πού ζεις ;

-σόρυ, ήμουν επηρεασμένος απ τη Φατμαγκιούλ και το Σουλεϊμάν, έτσι κάνουν αυτοί όταν σηκώνουν τηλέφωνο

-βλέπεις τούρκικα ρε παπάρα ; πες μου, βλέπεις τούρκικα  ;

-τα παιδιά πάνε φροντιστήριο αγγλικά και γαλλικά, εγώ τους κάνω γερμανικά και τα στέλνω Mega για τούρκικα, τραβάς κανα ζόρι;

-μα τούρκικα ρε παπάρα; σε λίγο δεν θα προλαβαίνεις να σφουγγαρίζεις τα κατουρλιά απ’ την εξώπορτά σου

-δια βίου μάθηση ρε μαλάκα, επένδυση ζωής είναι, σε καναδυο χρόνια σε τι γλώσσα θα ζητάω ρουσφέτι απ’ το δήμαρχο;

-καλά ρε, τούρκικα, αλλά καν΄το σωστά, είχε ο Σουλεϊμάν τηλέφωνο για να λέει και «αλό» ;

-α, όμως εσύ δεν βλέπεις τούρκικα

-τα βλέπω χωρίς ήχο, είμαι πατριώτης εγώ

-μαλάκας είσαι, πες μου τώρα τι με ήθελες γιατί έχω να δω «Το κορίτσι που αγάπησα» και με απασχολείς

-λέω να πάω μάρκετ, θα ‘ρθεις παρέα; for old times’ sake

-θα ‘ρθω αλλά να δω πρώτα αν η Ντερίν θα το σκάσει απ’ τη φυλακή, πάρε με τηλέφωνο μετά, hoşçakal

-άει σικτίρ ρε τσογλάνι

κλικ

 

 

ΜΕΡΟΣ Β (coming soon)

——-

cars & girls & sex & drugs & rock & roll

25313330

 

 

Το πρώτο (ίσως και τελευταίο) αυτοκίνητο που λάτρεψα παράφορα ήταν μια πράσινη Alfa Romeo Montreal. Είχε ιταλικές πινακίδες, πάρκαρε για δυο-τρεις βδομάδες κάθε Ιούλιο στην Αγίας Λαύρας, στην πάνω γειτονιά, κι όταν εμφανιζόταν ξέραμε πως καλοκαίριασε για τα καλά. Μίσησα μέχρι θανάτου τον ιδιοκτήτη της γιατί έβγαινε βόλτα με την Άλφα και γυναίκες με μίνι φούστα στο διπλανό κάθισμα (άλλωστε πίσω ούτε το βρακί τους, που σίγουρα θα το ‘βγαζαν μετά, χώραγε) ενώ εγώ έκανα γύρες στις γειτονιές με το τσεχοσλοβάκικο Velamos, σε αναζήτηση κοριτσιών που δεν συναντήθηκαν καν με την πρώτη περίοδο. Τριαντακάμποσα χρόνια αργότερα εγώ κι αυτός βρεθήκαμε σε διπλανά κρεβάτια σ’ ένα δημόσιο νοσοκομείο. Και οι δυο θα μπαίναμε για εγχείρηση το επόμενο πρωί. Σηκώθηκα και περπάτησα οκτώ ώρες μετά, εκείνος βογκούσε. Φεύγοντας, μετά από δυο νύχτες, δεν του είπα καν περαστικά. Όχι, δεν ντράπηκα. Νομίζω κοιμόταν, ίσως να ροχάλιζε κιόλας.

—–

Θυμάμαι ότι τα πόδια της μύριζαν γάλα την πρώτη φορά. Το στήθος της μύριζε Μάιο καταμεσής Νοέμβριου, είχε γεύση φράουλας κι ας μην είχε -εκείνα τα χρόνια- φράουλες χειμωνιάτικα. Φορούσε μια γκρι φανελλένια φούστα λίγο πάνω απ΄το γόνατο κι ένα άσπρο πουλόβερ, αν θυμάμαι καλά «ανκορά» τα ‘λεγαν, κατάσαρκα. Μου άρεσε να τη βλέπω μόνο με το άσπρο πουλόβερ. Μου λείπει πολύ εκείνο το πουλόβερ.

—–

Μπαίνω στο μπάνιο, μόλις γυρίσαμε από τη θάλασσα. Πιτσιλάω παντού. Δε με νοιάζει για τα πατώματα, στις διακοπές στα νοικιασμένα κάνεις ο,τι θες. Χτυπάει, «να μπω; κατουριέμαι», «έλα, θα κλείσω την κουρτίνα», μπαίνει, μετά από ένα τεράστιο λεπτό την ακούω να ψιθυρίζει «οι άλλοι φύγαν στο χωριό να πάρουν τσιγάρα», η ξανθιά τώρα είναι έξω, ο Νόρμαν κάτω απ΄ το νερό. Κάτι σαν reverse Ψυχώ. Το ‘χουν στη μοίρα τους οι κουρτίνες του μπάνιου να μη μένουν κλειστές.

—–

Ικετεύω για οπιούχα, μορφίνες, οτιδήποτε μπορεί να σταματήσει για μισή ώρα τον Πόνο. Κάθε πέντε, έξη ώρες φωνάζω, παρακαλώ, βρίζω, εκλιπαρώ, πηγαίνω κι έρχομαι. Κυρίως πηγαίνω. Η επιστροφή δεν είναι σίγουρη. Την τέταρτη μέρα μπορώ ν’ αντέξω χωρίς να ματώνουν τα δάχτυλά μου σφίγγοντας παλιοκρέβατα, παλιοσέντονα και το χέρι της, όταν ήταν εκεί. Την εικοστή ένατη μέρα βγαίνω. Τις τελευταίες δέκα -άυπνες- νύχτες άκουγα everybodys changin’ and I don’t feel right. Ξανά και ξανά και ξανά και ξανά.

—–

Μπαίνω στην Alfa. Ξύλο και δέρμα. Είναι ξανά 1972, κάπου εκεί, μπορεί και ’73. Η θέση δίπλα είναι βρεμμένη, κανείς μας δεν σκέφτηκε να ξανατραβήξει την κουρτίνα, στα εικοσιπέντε δεν ασχολείσαι με κουρτίνες. Στο πίσω στενούρι -θεός να το κάνει 2+2- είναι πεταμένο ένα άσπρο ανκορά πουλόβερ που μυρίζει άσπρη σοκολάτα με φράουλα. Σηκώνω το τι-σερτ, ψηλαφώ τα σημάδια, ένα, δυο, τέσσερα, εκεί είναι όλα. Γυρίζω το κλειδί, ψάχνω κασέτα. Βρίσκω μια BASF, πορτοκαλί και μαύρη. Led ZeppelinV.  Πατάω fast forward για το 2, πατάω γκάζι, ανοίγω -μια υποψία- το παράθυρο, ο,τι γκρι απέμεινε πάνω στο κεφάλι μου κάνει πως κουνιέται πέρα-δώθε.

Μια χαρά..όλα καλά…

—-

το βιβλίο/ποστ των μικρών εξερευνητών

25285653

Φτηνές σκέψεις πάνω στο «How to Write With Style» του Kurt Vonnegut

 

 

1. Find a subject you care about

Γυναίκες. Για τα άλλα γράφουν κι άλλοι. Με ένα pinch κοινωνικής ευαισθησίας ώστε να μη κατηγορηθείς για ερωτικό ασκητισμό.

2. Do not ramble, though

Εννοείται. Μέχρι τις πενήντα, το πολύ εξήντα λέξεις  πρέπει να ξορκίσεις τους αριθμούς που δεν βγαίνουν και ν’ακουμπήσεις δέρμα. Χέρι, πόδι, στόμα, μύτη, κάτι ακάλυπτο κι απροστάτευτο, για αρχή. Blitzkrieg hormones.

3. Keep it simple

Γι αυτό διαλέγεις μια γυναίκα κάθε φορά (ποτέ δυο) και εξαντλείς πάνω της κάθε πιθανή κι απίθανη πληκτρολογιακή φαντασίωση, σε ένα κεφάλαιο (ή ποστ, για τους ταπεινούς). Εκτός κι αν είναι πολύ φιλελεύθερη, βαριά αριστερή ή ανίατα  intellectual οπότε it’s complicated. Αν σκοπεύεις να γράψεις κάτι και με τις τρεις αυτές μέσα, don’t bother. Το ‘κανε ήδη ο Jesus Ignacio Aldapuerta.

4. Have guts to cut

Δεν είναι πρέπον να τελειώνεις στα μούτρα του αναγνώστη για να μην αναγκαστείς να καταφεύγεις σε all time classic ηλιθιότητες του τύπου «ατένιζε αγέρωχα την υγρή σχισμή της», «τον έκλεισε τρυφερά μέσα στα ροδοπέταλά της» , «το υγρό πυρ του έκανε τη λάβα του Βεζούβιου να μοιάζει παγετώνας». Μετά δικαίως διαμαρτύρονται ότι δεν υπάρχουν άντρες σήμερα. Τους φάγανε τα βλογ και τα φέισμπουκ και τα Caps Lock αφού πρώτα βρήκαν φιλόξενο καταφύγιο σε ένα βρακί (ας είναι και Intimissimi).

5. Sound like yourself

Βλακείες Κurt. Στις ιστορίες όλοι είναι κάποιος άλλος.

6. Say what you mean

Σεξ. Ian Dury spiced. Με μια ιδέα Rankin, Coe και Λακάν στην επίγευση, που αναδεικνύουν τον σπάνιο εσωτερικό σου κόσμο.

7. Pity the readers

No mercy. Aπ’ τη στιγμή που γράφουν ακόμη οι κασιμάτηδες, οι γεωργελέδες και οι κανέλληδες, κανένα σοβαρό δικαστήριο δεν θα καταδεχτεί να αφήσει τους μακελάρηδες για ν’ασχοληθεί μαζί σου.

——

pictures from a Sunday exhibition

2525680425256816

2525682225256829

2525683925256845

2525685625256864

Με πόσες λέξεις μπορείς;

Ξέρω γω; Λίγες. Δεν μου αρέσει ο καφές σε κούπες σαν χύτρες, τις Κυριακές τον θες δυνατό και λίγο αλλά η νεσπρέσο κι ο γκριζαρισμένος ζουν μόνο σε διαφημίσεις, στα σπίτια ζει φτηνός νεσκαφέ και καζανιές φίλτρου. Μουσική, πατάω 14, comment te dire adieu,  σα να ψήνεις την Jane σε tajine είναι, σήμερα θέλω κοκκινιστό με τηγανητές πατάτες κι όχι δαμάσκηνα και βερύκοκα με αρνί, βγάζω. Τηλεφώνημα μάνας, «μπορείς να με πετάξεις ως το νοσοκομείο;», η κλάση της μπαινοβγαίνει εδώ και καιρό σε παθολογικές, καρδιολογικές και εντατική. Την αφήνω στην είσοδο, δεν αντέχεται η μυρωδιά του απολυμαντικού ανάκατη με μπεταντίν, ειδικά τέτοια μέρα. Την ίδια μύτη με μένα έχουν πολλοί. Τις καθημερινές η ουρά για το επισκεπτήριο σε τρομάζει κάποιες φορές, την Κυριακή σε τρομάζουν δέκα φορές πιο πολύ οι άδειοι διάδρομοι. Πίνω έναν διπλό ελληνικό σε πλαστικό, δυνατό ήθελα, πάρε να ‘χεις τώρα. Σε μισή ώρα κατεβαίνει, φεύγουμε, «πώς είναι;», «δεν την είδα καλά, ούτε οι γιατροί λένε κάτι». Τις Κυριακές γίνεσαι χειρότερα εκεί μέσα, τι να σου κάνουν οι άσπρες στολές και οι οροί. Ποτέ δεν γιατρεύεσαι την Κυριακή. Την αφήνω σπίτι της, φίλα τον μπαμπά, δεν θ’ ανέβω, έχω δουλειά. Μ’ αρέσουν τα κυριακάτικα ψέματα. Να βγω να περπατήσω θέλω, βάζω παπούτσια, φόρμες, αμολιέμαι στους δρόμους κι ας φυσάει άσχημα. Στ’ ακουστικά τα άπαντα των Yello, περπατάμε με τον Dieter Meier δίπλα σε άσχημα τσαλιά που δεν θα πρασινίσουν ποτέ, ανάμεσα σε παρατημένα σπίτια, γκρεμούλια τα ‘λεγε η γιαγιά μου, έξω από χρωματιστές αυλές με καμέλιες που θα ‘καναν την Γκάρμπο να λυσσάει απ΄τη ζήλια της, η πόλη μοιάζει εγκαταλειμμένο θέατρο, βρώμικο, γεμάτο τρύπες, λακκούβες και σκισμένες τέντες, έτοιμο να γκρεμιστεί με μένα μέσα. Μετράω χιλιόμετρα, τρία, τέσσερα, πέντε, έξη, στρίβω για το σπίτι. Μωρά στα τσιμέντα. Παίξαν μαζί τους, τα ντύσαν, τα γδύσαν, τα διώξαν. Έτσι πάνε αυτά, μετά βρίσκεις αληθινούς ανθρώπους να παίζεις μαζί τους, τους ντύνεις, τους γδύνεις, τους διώχνεις, σε διώχνουν, κάτι τέτοιο. Στα στερνά καταλήγεις σε ένα δωμάτιο, σε ντύνουν, σε γδύνουν, φεύγεις, γαμώ τις Κυριακές σας και τους σοφούς που λένε ότι αν περπατάς δεν σκέφτεσαι, σκατά σοφοί. Ανοίγω πόρτα, χτυπάω και μπαίνω στο δωμάτιο του μεγάλου, άδειο, τεντωμένα όλα, «πού είναι αυτός;», «δεν ήρθε, είπε ότι θα κοιμηθεί στου Βασίλη, μπίρες χτες, εργασία σήμερα, το βράδι Odeon, μη χάνουν χρόνο». Έχω να κοιμηθώ σε ξένο σπίτι μερικούς αιώνες. Ζηλεύω τα μαλακισμένα τα εικοσάχρονα. Μπαίνω στο μπάνιο να ξεπλύνω τη ζήλια, αφήνω το νερό να με μουλιάσει, να καθαρίσω απ’ όλα, ξεχνιέμαι εκεί κάτω μέχρι που το νερό παγώνει, βγαίνω, στάζω, αφήνω νερά στο διάβα μου, ας μουρμουρίζει, νερά είναι, όχι αίματα. Δεν είμαι σίγουρος ότι έχω αίμα μέσα μου, πέρασαν οκτώ μήνες απ΄τις τελευταίες αιματολογικές, να πάω από βδομάδα για να ξανασιγουρευτώ. Τραβάω τις κουρτίνες, φως με δελτίο. Βροχή στα τζάμια, άπλυτος ουρανός. Τις άλλες μέρες το καταλαβαίνω, αλλά τις Κυριακές; Γίνεται να μην έχει ήλιο τις Κυριακές;

Eίπες «λίγες»..

Ας μην ήσουν περίεργος. Ας διάβαζες μόνο τις φωτογραφίες. Δε μου λες, εκείνο το μωρό να ΄ναι άραγε ακόμη πεταμένο στην άσφαλτο;

—-

η συνταγή

25179753

Αναζητώ τα βασικά του θέρους. Κάθε χρονιά η συνταγή γίνεται όλο και πιο απλή. Με τα ακριβότερα, τα σπανιότερα όσων θεωρούσα κάποτε -ο ανόητος- ευκολόβρετα υλικά.

Μια αυλή με βρεμένο τσιμέντο, ούτε ακριβά κεραμικά πλακάκια, ούτε τερακότες, ούτε φρεσκοκουρεμένο γκαζόν, μήτε χρωματιστά χαλίκια -άθλια ρέπλικα βότσαλων- που προσφέρονται σε σακιά, είκοσι κιλά ένα δεκάρικο. Τσιμέντο  παλιοκαιρίσιο, βελούδινο, που φιλοξενούσε κιλίμια και κουρελούδες και τα γυμνά μας πόδια πάνω του. Δεν ξέρω πώς το φτιάχναν, ξέρω ότι εκείνο ψάχνω και μαστόρια δεν βρίσκω.

Ένα τραπέζι μικρό, μεταλλικό, τα αρχαία βαμμένα και ξαναβαμμένα μπλε των καφενείων που χωράγαν πάνω τους τρεις καφέδες ελληνικούς -πες τους και τούρκικους, δεν χαλάμε καρδιές για έναν καφέ- και τρία ποτήρια νερό, εκείνα τα πλισέ που γράφαν Yula στον πάτο τους. Τα ίδια τραπέζια που όταν φεύγαν οι καφέδες χωρούσαν δυο μικρά πιάτα μ’ ελιές ξυδάτες, ντομάτες αληθινές με ρίγανη, λίγη φέτα, δυο μπαστουνάκια κασέρι, σπάνια δυο μπουκιές παστουρμά, ίσως ο,τι τουρσί βρισκόταν πρόχειρο, λίγες αντσούγιες ή μια φέτα παλαμίδα απ΄το μπακάλικο του Αδαμίδη. Ψωμί ψωμένιο, που όταν ξέμενε λίγες μέρες γινόταν παξιμάδι, όχι δειγματολόγιο μούχλας. Τρία, τέσσερα ποτήρια. Μπορεί και δυο. Και μισό μπουκάλι ούζο Τσότρα. Με παγωμένο νερό, κατευθείαν απ΄το παλιό Kelvinator.

Ψάθινες καρέκλες. Ξέρεις, από κείνες που το χέρι σου πήγαινε  από κάτω και άρχιζε να στρίβει και να στρίβει την ψάθα που περίσσευε μέχρι να κόψεις το κομμάτι, να το φέρεις στη μύτη σου κι αν ήσουν τολμηρός να το βάλεις και στο στόμα. Αθώες εποχές, αλλιώτικες. Τις στείλαν στον παράδεισο των καθισμάτων και των καλοκαιριών οι γαμημένες οι alibert.

Κληματαριά. Φορτωμένη, έτοιμη να με θάψει από κάτω της. Μέλισσες, σφήκες, σπούργιτες στα σωθικά της, ένα βουητό τρία μέτρα πάνω απ΄το κεφάλι μου. Πεσμένες ρώγες τριγύρω, φρέσκες, πατημένες, σταφιδιασμένες. Μυρμήγκια να παλεύουν για μια μπουκιά τους. Απ’ τα κανονικά μυρμήγκια που μπορούσες να τα κοιτάξεις στα μάτια, όχι τα σημερινά των μπαλκονιών που ούτε ψίχουλο από φτηνιάρικα καρβέλια μπορούν να τρομάξουν.

Ένα ραδιοφωνάκι. Για τα βράδια εκείνα που το ποτήρι πάνω στο τραπέζι δεν ζευγαρώνει ως το πρωί. Μια φωνή, γυναικεία, αντρική, δεν έχει σημασία, δεν ακούω τι λέει, παρέα θέλω όχι στιχάκια, όχι ρεφρέν, όχι νότες, παρέα. Για να μη μείνω μόνος με τη νύχτα και μου πιάσει την κουβέντα, τα τι και τα πως και τα αν και τα γιατί κι άκρη μαζί της δεν βγάζεις, είναι άσχημη γλωσσού η νύχτα.

Θάλασσα πέντε μέτρα μακριά. Ας είναι και δέκα, όχι παραπάνω. Μετά τα τσιμέντα να πατήσω κατευθείαν άμμο ή βότσαλο. Να μετρήσω δέκα βήματα και να βρω νερό. Μπω δεν μπω. Με ήλιο ή με φεγγάρι. Να ακούω το κύμα. Να μ’ ακούει κι αυτό, τι σόι γείτονες είμαστε αν δεν μιλάμε ο ένας στον άλλον. Ανάμεσά μας τίποτε, δέκα ανεμπόδιστα βήματα μονάχα. Κάποια νύχτα μια φωτιά πενήντα, εξήντα μέτρα μακρύτερα, μια παρέα, ας μη παίζουν έντεχνα τουλάχιστον, ούτε το blowin’ in the wind, ούτε dust in the wind, μη, μη μιλάς άλλο γι αγάπη, μη λες τίποτε, βγάλε τον σκασμό, φίλα την μονάχα, χάιδεψε τα πόδια της, άπλωσε μια πετσέτα, μπες και τέλειωσε μέσα της, άσε τον Χάρη και τον Πάνο και τον Λαυρέντη σπίτια τους καλέ μου, να χαρείς τα νιάτα σου..

Κι ένα βιβλίο, με μαλακό εξώφυλλο. Ταλαιπωρημένο. Με σελίδες λερωμένες από ανθρωπίλα, αντηλιακό και μπίρες. Δεν είναι το Ιερό Δισκοπότηρο για να το αγγίζω με δέος. Όχι με βαριές υπογραφές, ούτε με σκαλιστές λέξεις και νοήματα ρετιρέ. Ένα βιβλιαράκι με μικρές ιστορίες, της μιας, μιάμιση σελίδας. Μια ιστορία δυο γουλιές, τρεις με τον αφρό. Να την τελειώνω, να βγάζω τα πρεσβυωπικά και να χαζεύω το γαλάζιο απέναντι. Ή τα φώτα απ’ τα καΐκια μακριά. Να βάζω τις ιστορίες μέσα στο καλοκαίρι μου, όχι να στριμώχνω αυτό μέσα στις σελίδες. Όχι άλλα «ξέρω τι διάβασες πέρυσι το καλοκαίρι».

Μ’ αυτά νομίζω ότι μπορώ να τα καταφέρω. Και με λιγότερα μπορώ αν έρθεις κι εσύ. Υπόσχομαι να μη ροχαλίζω πολύ τα βράδια. Κι αν θες στο υπογράφω κιόλας, κι αυτό και ότι θα σηκώνομαι εγώ κάθε νύχτα να μονομαχώ με τα κουνούπια. Κάθε βράδι θα ετοιμάζω εγώ το καρπούζι και το τυρί, κάθε πρωί θα σου λέω πόσο όμορφες είναι οι ευρυαγγείες σου την ώρα που θα μιλάω με την κυτταρίτιδα σου χαμηλόφωνα, για να μη σε ξυπνήσουμε, λίγο πριν πεταχτώ στον φούρνο για δυο κουλούρια και μια τυρόπιτα,  λίγο μετά που θα φτιάχνω τον καφέ, μέτριος διπλός εγώ, γλυκός φραπέ με γάλα (μια αηδία αλλά στο συγχωρώ) για σένα, λίγο πριν τα επόμενα καλοκαίρια, λίγο μετά τα προηγούμενα, όσα γινάτια και να κάνουν θα ‘ρθουν και -το καλό που μας θέλω- κοίτα να μας βρουν εδώ και να μας βρουν μαζί. Μόνο αυτό λέει η συνταγή…

—-