
Αναζητώ τα βασικά του θέρους. Κάθε χρονιά η συνταγή γίνεται όλο και πιο απλή. Με τα ακριβότερα, τα σπανιότερα όσων θεωρούσα κάποτε -ο ανόητος- ευκολόβρετα υλικά.
Μια αυλή με βρεμένο τσιμέντο, ούτε ακριβά κεραμικά πλακάκια, ούτε τερακότες, ούτε φρεσκοκουρεμένο γκαζόν, μήτε χρωματιστά χαλίκια -άθλια ρέπλικα βότσαλων- που προσφέρονται σε σακιά, είκοσι κιλά ένα δεκάρικο. Τσιμέντο παλιοκαιρίσιο, βελούδινο, που φιλοξενούσε κιλίμια και κουρελούδες και τα γυμνά μας πόδια πάνω του. Δεν ξέρω πώς το φτιάχναν, ξέρω ότι εκείνο ψάχνω και μαστόρια δεν βρίσκω.
Ένα τραπέζι μικρό, μεταλλικό, τα αρχαία βαμμένα και ξαναβαμμένα μπλε των καφενείων που χωράγαν πάνω τους τρεις καφέδες ελληνικούς -πες τους και τούρκικους, δεν χαλάμε καρδιές για έναν καφέ- και τρία ποτήρια νερό, εκείνα τα πλισέ που γράφαν Yula στον πάτο τους. Τα ίδια τραπέζια που όταν φεύγαν οι καφέδες χωρούσαν δυο μικρά πιάτα μ’ ελιές ξυδάτες, ντομάτες αληθινές με ρίγανη, λίγη φέτα, δυο μπαστουνάκια κασέρι, σπάνια δυο μπουκιές παστουρμά, ίσως ο,τι τουρσί βρισκόταν πρόχειρο, λίγες αντσούγιες ή μια φέτα παλαμίδα απ΄το μπακάλικο του Αδαμίδη. Ψωμί ψωμένιο, που όταν ξέμενε λίγες μέρες γινόταν παξιμάδι, όχι δειγματολόγιο μούχλας. Τρία, τέσσερα ποτήρια. Μπορεί και δυο. Και μισό μπουκάλι ούζο Τσότρα. Με παγωμένο νερό, κατευθείαν απ΄το παλιό Kelvinator.
Ψάθινες καρέκλες. Ξέρεις, από κείνες που το χέρι σου πήγαινε από κάτω και άρχιζε να στρίβει και να στρίβει την ψάθα που περίσσευε μέχρι να κόψεις το κομμάτι, να το φέρεις στη μύτη σου κι αν ήσουν τολμηρός να το βάλεις και στο στόμα. Αθώες εποχές, αλλιώτικες. Τις στείλαν στον παράδεισο των καθισμάτων και των καλοκαιριών οι γαμημένες οι alibert.
Κληματαριά. Φορτωμένη, έτοιμη να με θάψει από κάτω της. Μέλισσες, σφήκες, σπούργιτες στα σωθικά της, ένα βουητό τρία μέτρα πάνω απ΄το κεφάλι μου. Πεσμένες ρώγες τριγύρω, φρέσκες, πατημένες, σταφιδιασμένες. Μυρμήγκια να παλεύουν για μια μπουκιά τους. Απ’ τα κανονικά μυρμήγκια που μπορούσες να τα κοιτάξεις στα μάτια, όχι τα σημερινά των μπαλκονιών που ούτε ψίχουλο από φτηνιάρικα καρβέλια μπορούν να τρομάξουν.
Ένα ραδιοφωνάκι. Για τα βράδια εκείνα που το ποτήρι πάνω στο τραπέζι δεν ζευγαρώνει ως το πρωί. Μια φωνή, γυναικεία, αντρική, δεν έχει σημασία, δεν ακούω τι λέει, παρέα θέλω όχι στιχάκια, όχι ρεφρέν, όχι νότες, παρέα. Για να μη μείνω μόνος με τη νύχτα και μου πιάσει την κουβέντα, τα τι και τα πως και τα αν και τα γιατί κι άκρη μαζί της δεν βγάζεις, είναι άσχημη γλωσσού η νύχτα.
Θάλασσα πέντε μέτρα μακριά. Ας είναι και δέκα, όχι παραπάνω. Μετά τα τσιμέντα να πατήσω κατευθείαν άμμο ή βότσαλο. Να μετρήσω δέκα βήματα και να βρω νερό. Μπω δεν μπω. Με ήλιο ή με φεγγάρι. Να ακούω το κύμα. Να μ’ ακούει κι αυτό, τι σόι γείτονες είμαστε αν δεν μιλάμε ο ένας στον άλλον. Ανάμεσά μας τίποτε, δέκα ανεμπόδιστα βήματα μονάχα. Κάποια νύχτα μια φωτιά πενήντα, εξήντα μέτρα μακρύτερα, μια παρέα, ας μη παίζουν έντεχνα τουλάχιστον, ούτε το blowin’ in the wind, ούτε dust in the wind, μη, μη μιλάς άλλο γι αγάπη, μη λες τίποτε, βγάλε τον σκασμό, φίλα την μονάχα, χάιδεψε τα πόδια της, άπλωσε μια πετσέτα, μπες και τέλειωσε μέσα της, άσε τον Χάρη και τον Πάνο και τον Λαυρέντη σπίτια τους καλέ μου, να χαρείς τα νιάτα σου..
Κι ένα βιβλίο, με μαλακό εξώφυλλο. Ταλαιπωρημένο. Με σελίδες λερωμένες από ανθρωπίλα, αντηλιακό και μπίρες. Δεν είναι το Ιερό Δισκοπότηρο για να το αγγίζω με δέος. Όχι με βαριές υπογραφές, ούτε με σκαλιστές λέξεις και νοήματα ρετιρέ. Ένα βιβλιαράκι με μικρές ιστορίες, της μιας, μιάμιση σελίδας. Μια ιστορία δυο γουλιές, τρεις με τον αφρό. Να την τελειώνω, να βγάζω τα πρεσβυωπικά και να χαζεύω το γαλάζιο απέναντι. Ή τα φώτα απ’ τα καΐκια μακριά. Να βάζω τις ιστορίες μέσα στο καλοκαίρι μου, όχι να στριμώχνω αυτό μέσα στις σελίδες. Όχι άλλα «ξέρω τι διάβασες πέρυσι το καλοκαίρι».
Μ’ αυτά νομίζω ότι μπορώ να τα καταφέρω. Και με λιγότερα μπορώ αν έρθεις κι εσύ. Υπόσχομαι να μη ροχαλίζω πολύ τα βράδια. Κι αν θες στο υπογράφω κιόλας, κι αυτό και ότι θα σηκώνομαι εγώ κάθε νύχτα να μονομαχώ με τα κουνούπια. Κάθε βράδι θα ετοιμάζω εγώ το καρπούζι και το τυρί, κάθε πρωί θα σου λέω πόσο όμορφες είναι οι ευρυαγγείες σου την ώρα που θα μιλάω με την κυτταρίτιδα σου χαμηλόφωνα, για να μη σε ξυπνήσουμε, λίγο πριν πεταχτώ στον φούρνο για δυο κουλούρια και μια τυρόπιτα, λίγο μετά που θα φτιάχνω τον καφέ, μέτριος διπλός εγώ, γλυκός φραπέ με γάλα (μια αηδία αλλά στο συγχωρώ) για σένα, λίγο πριν τα επόμενα καλοκαίρια, λίγο μετά τα προηγούμενα, όσα γινάτια και να κάνουν θα ‘ρθουν και -το καλό που μας θέλω- κοίτα να μας βρουν εδώ και να μας βρουν μαζί. Μόνο αυτό λέει η συνταγή…
—-