δυο δισκάκια τον Αύγουστο (και δώδεκα φεγγάρια μπόνους)

 

τρία, δυο, ένα, πάμε

 

 

Είναι Αύγουστος, νομίζω. Τα πάντα γύρω καίνε, το μέσα της όμως έχει λιώσει. Κι εγώ μαζί, κάνω ό,τι μπορώ αλλά τίποτε απ’ όλα αυτά τα «ό,τι» δεν φαίνεται να είναι αρκετό. Τριών χρόνων (ούτε καν) ο ένας, τριών μηνών η μικρή. Έχουμε ακούσει, έχουμε διαβάσει για τα μεθεόρτια της κύησης και τα -πολλές φορές- πηχτά κατακάθια που αφήνει στην ψυχή, άσε το σώμα, αυτό έπεται, ξανακαλουπώνεται, σοβαντίζεται με κάμποσους τρόπους. Για το μέσα που είναι αθέατο -κι άσε να λένε οι παπάδες, οι ποιητές και οι γιατροί- ούτε σκαλωσιές βρίσκεις εύκολα, ούτε καλά μαστόρια πάντα. Κλαίει βουβά εδώ και μέρες, βδομάδες, κάνει πως γελάει όταν είναι με κόσμο, χώνεται σε σκοτάδια όταν μένει μόνη κι ας είμαι συνέχεια δίπλα. Φοβάμαι και φοβάται και κανείς δεν μιλάει, τα κρακ ακούγονται, το τρέμεις αυτό το τσόφλι που πάει να σπάσει. Είναι Αύγουστος, νομίζω. Προσπαθούμε να βάλουμε κάτι στο στόμα μας, επί βδομάδες ότι φαγητό μπαίνει στο πιάτο έτσι φεύγει -άντε με δυο τρεις μπουκιές λιγότερες- για τον κάδο. Drugs don’t work. Θα φύγουμε λίγες μέρες οι δυο μας, λέμε. Kάνει καλό, μας είπαν οι άνθρωποι που τα σπουδάσαν αυτά. Και ξελέμε πριν καν στεγνώσει το νερό από το ντους πάνω μας. Δεν πάω πουθενά, λέει. Κι εγώ στο πουθενά θα μείνω, μαζί. Το μικρό είναι ήσυχο, κοιμάται νωρίς, ξυπνάει αργά, δεν μας ξενυχτάει, φοβόμαστε να το πάρουμε αγκαλιά μήπως και το μολύνουμε με το μαύρο μας, λίγων βδομάδων ψιχουλάκι. Φοβόμαστε να της χαμογελάσουμε μη τυχόν και φανούν δόντια. Είναι Αύγουστος και φοβόμαστε, τι σόι άνθρωποι είναι αυτοί που φοβούνται τον Αύγουστο; Σκαλίζουμε τα πιάτα μας, μηχανικά. Κοιτάμε το κενό. Μηχανικά, συνειδητά, δεν ξέρω, περάσαν και εικοσιδυο χρόνια. Χτυπάει το τηλέφωνο. Το σηκώνω εγώ, μόνο εγώ απαντώ πλέον, εκείνη δεν ακούει τηλέφωνα, πολλές φορές δεν ακούει και ανθρώπους να της μιλάνε. Shrinks don’t work. Ακούω, γνέφω ναι μόνος μου, κάνω υπολογισμούς μόνος μου, λέω εντάξει μόνος μου, είναι φορές που τα «μαζί» είναι αδιέξοδα και χρονοβόρα. Δεν πάω πουθενά, λέει. Νωρίς το απόγευμα ξεπαρκάρουμε. Πριν πέσει ο ήλιος φτάνουμε. Δεν πάω πουθενά, λέει όσο οδηγώ κοντά τριακόσια χιλιόμετρα. Εκεί πάμε, λέω.

Το μικρό δάσος πίσω τους ήταν φωτισμένο. Αυτοί οι τέσσερις, ίσως πέντε, αν δεν ξέχασα να μετράω, περάσαν βλέπεις και εικοσιδυο χρόνια, είχαν φως δικό τους. Για δυο, δυόμιση ώρες. Που έφτανε και περίσσεψε και για κείνην, για μας. Για τα τριακόσια χιλιόμετρα της επιστροφής, για μετά, για πολύ.

Πριν τρία χρόνια -Αύγουστος ήταν, δεν γινόταν αλλιώς- έδωσα στη μικρή δυο δισκάκια. Και μια φωτογραφία, από κείνη τη νύχτα. Με ρώτησε τι είναι αυτά και γιατί, δεν είναι πολύ μαθημένα αυτά τα μικρά με τέτοια παλιοκαιρίσια. Music works, ήθελα να της πω. Αλλά μου φάνηκε πολύ κλισέ, πολύ σλογκανίστικο, πολύ λίγο. Χαμογέλασα μόνο, άφοβα πλέον και είπα “δικά σου”. Δεν χρειάζεται να ξέρουν τα πάντα. Ίσως το μάθει τώρα, από δω.

 

 

twelve-moons1

 

1123

10898222_1566718980239980_5280041979808234369_n