Ημερολόγια Θέρους

Θα ξυπνήσω πρώτος, τα ΄χει αυτή η δυόμιση ηλικία, αξημέρωτα. Θα μπω για ντους χωρίς φασαρία, για να κερδίσεις πέντε λεπτά ύπνο ακόμη κι ένα τσιγάρο μόνος στο μπαλκόνι εγώ, με δυο γουλιές καφέ και ησυχία. Την ώρα που θα μπαίνεις στο μπάνιο, εγώ θα βγάζω την πετσέτα. Ούτε μισή ματιά θα ρίξεις στην γύμνια μου. Μόνο στα νερά στο πάτωμα. Ούτε κι εγώ στην δικιά σου, την ώρα που παίρνεις σειρά κάτω απ΄το νερό για να βγάλεις τον ιδρώτα μιας πολύ ζεστής νύχτας από πάνω σου. Πάτσι.

Τα σακ βουαγιάζ στο χωλ, έτοιμα από χτες το απόγευμα. Δυο πλέον, εδώ και καιρό. Πέρασαν οι καιροί που διάλεγες τα βρακιά μου, τα τι σερτ, τα παπούτσια, καναδυο πουκαμισάκια με ενσωματωμένο κλιματισμό, τις βερμούδες, όλα σιδερωμένα και φρεσκοκαθαρισμένα θαρρείς και θα βγαίναν σε επιθεώρηση Τάγματος. Μετά ήρθε ο καιρός για επιτιμητικά βλέμματα «μα αυτό το γουμίδι;», «δεν βλέπεις ότι είναι τρύπιο;», μετά πήρε σειρά η εποχή που πέθαναν και τα βλέμματα, καθένας με τα πανιά του και τις τρύπες του, έτσι κι αλλιώς άπνοια.

Μια τελευταία ματιά στα κατεβασμένα στόρια, στους διακόπτες, στα φυτά στο μπαλκόνι -κάποια θα τα βλέπαμε ζωντανά για τελευταία φορά-, στις ανεβασμένες τέντες, στα μαζεμένα μαξιλάρια, λεφτά, κλειδιά, σχεδόν εθιμικά λίγο πριν κλείσει η πόρτα πίσω χώνω στον σάκο μου κι ένα κουρέλι ακόμη, έστω κι αν επιστρέψει αφόρετο. Σαν μπόνους, σαν χάδι, άντεξες έναν ολόκληρο χειμώνα σε ντουλάπα, θα σε πάω λίγες μέρες βόλτα τώρα.

Στη διαδρομή για το καράβι όλα με το manual, λίγες κουβέντες και to the point. «Γέμισες ρεζερβουάρ;», «Ναι», «Πάλι τα ίδια θα ακούμε;», «Διάλεξε εσύ», «Τους άλλους θα τους βρούμε στην διασταύρωση», «ΟΚ». Οι «άλλοι». Σωσίβια, αερόσακοι, αλεξίσφαιρα γιλέκα. Ίσως κι εμείς για κείνους. Μάλλον. Αδιάφορο. Στα είκοσι, άντε και στα τριάντα-λίγα δεν χρειάζεσαι σωστικά μέσα.

Βγαίνει να κόψει εισιτήρια. Προχωράω σιγά-σιγά, δεν είναι μεγάλη η ουρά. Χαζεύω τον κόσμο που περπατάει προς το καράβι. Έχω μια παρόρμηση να ρωτήσω την πρώτη γυναίκα, εκεί στα σαράντα, πενήντα, που θα βρεθεί στο δρόμο μου «σε κοιτάζει όταν μπαίνεις γυμνή στο μπάνιο ή είσαι αόρατη; τον αγγίζεις έστω τυχαία όταν βγαίνει βρεγμένος ή δεν υπάρχει εκεί δίπλα;» αλλά προσγειώνομαι γρήγορα, μπορεί να προλάβει να κοιτάξει αυτή μέσα στο μυαλό μου και δεν καθάρισα πάλι το αχούρι σήμερα.

Στο κατάστρωμα μαζεύω πρωινή ψύχρα και ήλιο, χαζεύοντας γλάρους. Ένας-δυο μου φάνηκαν γνώριμοι αλλά μπα, αυτά είναι σαχλά φτηνά ευρήματα σε ιστοριούλες φαστ ανάγνωσης.

Ας μας κάψει, τουλάχιστον, ο ήλιος εκεί που πάμε.