sour times/strange days/

ΔΕΥΤΕΡΑ ( ή Τρίτη, ή Τετάρτη ή Πέμπτη…)

Άνοιγμα μάτια στις 6. Κλείσιμο αφύπνισης κινητού (προγραμματισμένο στις 07:01, μη ρωτάς γιατί) για να μην ξυπνήσουν αλαφιασμένοι αξημέρωτα οι υπόλοιποι. Πέταγμα παπλώματος στις 6 και 5. Κατούρημα. Ντους. Τριμάρισμα. 6 και μισή καφές νούμερο 1, μια τζούρα πράμα. Κωλοβάρεμα ως τις 7 παρα τεταρτο. Κινητό και κωλοβάρεμα, ομοίως, ως τις 7. Βρακί, κάλτσες. Και λάθος βρακί να βάλεις νο μπιγκ ντιλ, αυτές τις εποχές μόνο εσύ, η λατρεία σου στο σπίτι και -χτύπα ξύλο- στα εξωτερικά του νοσοκομείου υπάρχει περίπτωση να το δουν. Για την γυναίκα δεν παίρνω και όρκο, πιο πιθανό -χτύπα ξύλο- στο νοσοκομείο. Κάλτσες σε παράταξη στο συρτάρι σαν παρέλαση Βόρειας Κορέας, πουτάνα OCD την κατέστρεψες. Μ’ αυτές κανένα λάθος, πιο πιθανό να κάνει αντιπολίτευση ο Σκάι στον Μητσοτάκη παρά να πετύχεις κατά λάθος διχρωμία ή άλλο σχέδιο. Εφτά και τέταρτο ντυμένος. Τραβάω κουρτίνα. Τέτοια ώρα καλοκαίρι η απέναντι έπινε καφέ στο μπαλκόνι με βρακί και τι-σερτ. Τώρα μόνο περιστέρια χέζουν. Εφτάμιση στο αυτοκίνητο. Αυτά τα δεκάλεπτα κενά μνήμης-κωλοβάρεμα είναι ύποπτα και ύπουλα, δεν ξέρω τι γίνεται εντός τους. Οκτώ παρά εικοσιπέντε παρκάρισμα με αλάρμ στη διαδρομή και καφές 2. Το κορίτσι στο ταμείο είναι όμορφο αλλά η μάσκα της δεν είναι. Ξεχνάω το πρόσωπό της σιγά-σιγά. Spotify. Φλίτγουντ Μακ με την ξανθούλα πόκετ σάιζ. Αν δεν υπήρχε η Ντέμπι ίσως τα έφτιαχνα μαζί της. Οκτώ παρά δέκα, παρά πέντε, με καλημερίζουν στην πύλη, κάποιες φορές είμαι αφηρημένος και δεν ανταποδίδω και νιώθω, με αναδρομικότητα ραν ταν πλαν, πολύ γαïδούρι αλλά τους χαιρετάω διπλά όταν φεύγω (αν δεν είμαι πάλι αφηρημένος ή χαμένος σε καργιόλες σκέψεις) και έτσι νομίζω ότι ψιλοξεχρεώνω.

Κενό. Μεροκάματο. None of your business. Απλά οθόνες και καφέδες 2μιση, 3 και 4.

Έξη, εξήμιση, νύχτα πάντως, ξεπαρκάρω. Ρίχνω μια τελευταία ματιά μήπως ξέχασα ανοιχτά φώτα στο γραφείο. Αντανακλαστική κίνηση, βλακωδώς, αφού και να τα ξέχασα θα κλείσουν μόνα τους στις οκτώ. Ξεχνάω φεύγοντας να ανταποδώσω την καληνύχτα στον φύλακα αφού -εν τω μεταξύ- προλαβαίνει (γαμιόλη Μέρφι, «μόλις πάρει μπρος ο κινητήρας ενεργοποιείται αυτόματα το κινητό») να χτυπήσει το τηλέφωνο πριν περάσω την πύλη, γιατί εσύ μπορεί να έκλεισες δεκάωρο ή εντεκάωρο αλλά απ’ την άλλη πλευρά του Ατλαντικού είναι όλοι στα ντουζένια τους κι όλο και κάτι ‘τελευταίο-επείγον’ θα θυμήθηκαν οι goudaνθρωποι και οι Brexitάδες.

Εξήμιση, εφτά παρά σε μεγαλομπακάλικο. Η λίστα έχει έρθει προ πολλού στο κινητό. Δεν ζουν παιδιά στο σπίτι, νερόφιδα ζουν, μισή ντουζίνα χυμούς και δυο λίτρα γάλα κάθε μέρα, γερά να είναι τα πουλάκια μου. Τα αγαπώ unconditionally όμως, κοντεύει καιρός που θα αδειάσουν τα δωμάτια-χρηματοκιβώτια και θα μείνω πάμπτωχος αλλά θα τους λέω, στο τηλέφωνο, ότι είμαι πάμπλουτος. Αρχίδια θα είμαι. Όσο πηγαίνω σχεδόν τρέχοντας στο ταμείο (ο σχωρεμένος ο Ρομέρο θα έκανε παπάδες σκηνοθετώντας σήμερα σε μάρκετ γεμάτα με ασυμπτωματικούς αντί για ζόμπι) χτυπάει τηλέφωνο «Skinos πήρες;», «γιατί, είχε η λίστα Skinos;», «γιατί είχε τζιν και Τζακ που κουβάλησες το Σάββατο;», δεν βγάζεις άκρη ούτε γλώσσα, λες μόνο ένα «εντάξει μωρό μου, δεν θα φτωχύνουμε με λίγο μαστιχόζουμο, πάω» και κλείνω πριν προλάβω να ακούσω κριτική για το χιούμορ μου που ξεψυχάει εβδομάδα με τη βδομάδα, μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, λεπτό προς λεπτό. Σεφερλή θα σε αποκαθηλώσω πριν μπει η άνοιξη.

Κενό.

Spotify. Πέφτω πάνω σε Πετ Σοπ Μπόηζ. Παίρνω τον περιφερειακό για να ακούσω όλο το Vampires. Δεκάδες Βηταεξάδες στα πεζοδρόμια. Και αμέτρητα σκυλιά. Πέθανε νωρίς ο Ρομέρο τελικά. Και η Κρουέλα. Kάνε ότι δεν το διάβασες.

Παρκάρισμα.

Κανείς παπάρας δεν φιλοτιμήθηκε να ανάψει τα φώτα της πυλωτής. Το κάνουν επίτηδες, περιμένοντας εμένα να τα ανάψω στις εφτάμιση που φτάνω, τέρατα οικονομίας και σταρχιδισμού όλοι τους. Όταν ξαναγίνω διαχειριστής θα βάλω στα κοινόχρηστα «Επίδομα καντηλανάφτη», τσάμπα τίποτε πλέον κουφάλες.

Ασανσέρ με προφυλάξεις έξτρα. Δεν μπορώ να ξέρω ποιος ασυμπτωματικός έκανε βόλτες στους ορόφους μ’ αυτό. Ευτυχώς τρεις όροφοι είναι, ανεβάζω μάσκα ως το μέτωπο -δεν έχω μεγάλη μούρη, βολεύει- και κρατάω αναπνοή. Ο Enzo Molinari των πτωχών.

Ξεκλειδώνω.

Στις δυο, τρεις ώρες που μεσολαβούν μέχρι να με πάρει ο ύπνος με την ροζ φλις στον καναπέ (σετάρει ωραία το ροζ με τις γκρι τρίχες, την γκρι βερμούδα και το μαύρο παρτάλι τι σερτ) έχω προλάβει να μάθω το σκορ νεκρών της ημέρας, να κάνω ντους, να βάλω ρούχα στην κρεμάστρα και να τα βγάλω έξω στο μπαλκόνι ανάβοντας -με την ευκαιρία- τα λίγο καταναγκαστικά happiness λαμπάκια, να πατήσω κουμπί στα μικροκύματα, να απαντήσω «όλα καλά» και «τα συνηθισμένα» στα «πώς πήγε η μέρα σήμερα;» και «κανένα νέο;» and the rest is none of anyone’s business μέχρι να πάει έντεκα και να με ξυπνήσει ένα τρυφερά γνώριμο «θα βλέπουμε ταινία ή θα ακούμε ροχαλητό τώρα;».

Μετά παλεύω να κοιμηθώ στο κρεβάτι εμβαδομετρώντας το ταβάνι και μετρώντας εμβόλια να πηδάνε φράχτες εμβολιαστικών κέντρων όσο περιμένω να ξημερώσει Τρίτη (ή Τετάρτη, ή Πέμπτη, ή Παρασκευή). Άνοιγμα μάτια στις 6. Κλείσιμο αφύπνισης κινητού (προγραμματισμένο στις 07:01, μη ρωτάς γιατί)……..