
Η συνάντησή του με την υπεύθυνη εκδόσεων κράτησε εφτά λεπτά συν τον χρόνο αναμονής (σαράντα λεπτά μετρημένα δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο) μέχρι να τελειώσει με τον προηγούμενο, κάποιον που έμοιαζε περισσότερο με μελαχρινό Ρέντφορντ στα νιάτα του παρά με γουοναμπή συγγραφέα. Βγαίνοντας απ’ το γραφείο της, την ώρα που πέρασε δίπλα του μύρισε φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισο -Merito μαμάς, σίγουρα- και νέο, ατσαλάκωτο δέρμα ραντισμένο με μια στάλα Creed (δεν πρόλαβε να καταλάβει αν ήταν Royal Water ή η Royal Oud). Mούδιασε η οσχεϊκή ραφή του. Μ’ αυτούς πήγαινε να παραβγεί; και νέοι και ωραίοι και μυροβόλοι και γεννήτριες λέξεων; μ’ αυτούς που η φωτογραφία τους και μόνο πάνω στο οπισθόφυλλο θα έδινε από χέρι τρεις με τέσσερις εκδόσεις παραπάνω;
Ξάφνου ένιωσε πολύ άβολα με τις ρυτίδες που είχε φορτωμένες πάνω του, με τα παραπανίσια κιλά του, με την αληθινή εικόνα του. Ωραία ήταν τα άβαταρ και τα ψευδώνυμα μα δεν κρατάνε ισόβια. Τώρα στον προθάλαμο ήταν αργά για όπισθεν, υποταγή ή θάνατος. Όχι τόσο τραγικά δηλαδή αλλά πάντα του άρεσε να παρασταίνει την drama queen, ανέκαθεν προτιμούσε η μετεμψύχωση να τον βρει κομπάρσο σε b-movie παρά πρωταγωνιστή σε μιούζικαλ.
Για να γραφτεί με λεπτομέρειες το τι έγινε εντός του μέσα στα επτά αυτά λεπτά, χρειάζεται τόσο μελάνι όσο έχει ένα κοπάδι σουπιές σε ωορρηξία. Για όσους δεν έχουν εμπειρία με καυλωμένα μαλάκια, αυτό σημαίνει «πάρα πολύ». Ας συνοψιστούν, όμως, τα βασικά : η λεγάμενη ήταν προσωποποιημένη η Ingrid Thullin στο Salon Kitty. Χωρίς τις ζαρτιέρες, έχει και το kinky τα όριά του καταμεσής Αυγούστου. Υπήρξε σαφής, σύντομη και απόλυτη :
Διαβάσαμε αυτό που έστειλες. Ίσως μας κάνει. Κανείς δεν ζει από τα βιβλία σήμερα, στην καλύτερη των περιπτώσεων θα βγάλεις ένα χαρτζιλίκι όσο οι βενζίνες δυο μηνών, στην ιδανική θα αγοράσεις δυο εισιτήρια με τη Ryanair χωρίς εξτρά βαλίτσες, στην πιο πιθανή θα δεις το βιβλίο σου να κυλιέται σε κάθε πάγκο και πανηγύρι απανταχού της επικράτειας, στην χειρότερη θα το δίνουν δώρο με κάθε τσελεμεντέ μέχρι να ανακυκλωθεί. Είμαστε σοβαρό μαγαζί, λεφτά δεν θα σου ζητήσουμε για την έκδοση, βγάζουμε χίλια κομμάτια, πληρώνεις και παίρνεις 100 και τα κάνεις ο,τι θες. Απρίλιο το θέλω τελειωμένο, μπας και προλάβουμε τις ξαπλώστρες και τις μεγαλοκοπέλες, σύμφωνος;
Ήταν εξίσου αποφασιστικός :
Στους ιρλανδούς δεν μπαίνω ούτε για να με πάνε απ΄το ένα τέρμιναλ στο άλλο, οι πάγκοι δεν με πληγώνουν αρκεί να μην πουλιέται στις λαϊκές στην πόλη μου και ξεφτιλιστώ βαριά, οι βενζίνες για δυο μήνες καλά μου ακούγονται, με την ανακύκλωση έχω καλές σχέσεις. Είκοσι αντίτυπα θα χρειαστώ, δεν έχω λεφτά για εκατό. Σύμφωνος.
Την ώρα που την αποχαιρετούσε (κι αφού η συμφωνία έκλεισε στα πενήντα), του είπε -κοιτώντας αδιάφορα και παγωμένα τις σημειώσεις πάνω στο γραφείο της- : κοίτα στο μεταξύ να σουλουπωθείς λιγάκι, οι εποχές άλλαξαν, δεν είναι όλοι Βέλτσος, ούτε Θεοδωρόπουλος. Φτιάξου λίγο κι όταν είμαστε έτοιμοι για την έκδοση θα φροντίσω εγώ προσωπικά για το photoshop, μη σε δουν και τους πέσουν στα πατώματα οι ορμόνες πριν φτάσουν στο ταμείο.
Από εκείνο το αγέλαστο απόγευμα εγκατέλειψε τα πάντα : γυναίκα, παιδιά, το βλογ, το φέισμπουκ, τις -λιγοστές πια- μπίρες και τα τσίπουρα έξω, ακόμη κι όλες τις μικρές χαρές που μόνον ένας καναπές και μια δίωρη μελέτη του ταβανιού -στο ίδιο σημείο- μπορεί να προσφέρει απλόχερα. Έγραφε κι έσβηνε ασταμάτητα. Πιο πολύ έσβηνε παρά έγραφε, αν η ιστορία διαδραματιζόταν σαράντα χρόνια πριν, θα στέναζαν οι παραγωγοί συνθετικού καουτσούκ απανταχού της γης, απελπισμένοι που δεν θα μπορούσαν να καλύψουν την υπερβάλλουσα ζήτηση. Σκότωνε κάθε μια λέξη που έγραφε κι έβρισκε αμέσως μετά άλλες τρεις για να την αντικαταστήσει και μετά άλλες τρεις κι άλλες τρεις και τελειωμό δεν είχαν οι φόνοι, κάθε ιστορία που ξεκινούσε κατέληγε ένα μικρό τέρας κι αυτός ένας επίδοξος ατσούμπαλος Φρανκεστάιν.
Μια βδομάδα μετά άρχισε να του ανεβαίνει η πίεση στο 18 και το ζάχαρο στο 190 σαν έφερνε στο μυαλό του την κουβέντα του Ραπτόπουλου «υπάρχουν πόρτες για να μπεις σε μια ιστορία», ενώ αυτός ούτε από τον φεγγίτη μπορούσε να βάλει έστω και μισή βλεφαρίδα μέσα. Θυμήθηκε πως κάποτε διάβαζε -καγχάζοντας- για τον τρόμο του τερματοφύλακα πριν το πέναλτι, του μελλοθάνατου πριν την ένεση, του αρσενικού πριν την πρώτη τζούφια στύση, της σαρανταπεντάρας τη μέρα της αμετάκλητης εμμηνόπαυσης, της πεθεράς απέναντι στην νέα κι όμορφη νύφη, τον πρώτο απλήρωτο λογαριασμό (μετά από αυτόν οι άλλοι είναι συνήθεια). Kανείς όμως από αυτούς δεν μπορούσε -πλέον- να συγκριθεί με τα κομμένα γόνατα απέναντι σε μια παρθένα λευκή σελίδα που πεισματικά αρνιόταν να κηλιδωθεί.
Δυο μήνες μετά, ακόμη και η Αγία Τερέζα έμοιαζε Τζίνα Τζέιμσον μπροστά σ’ αυτή τη σελίδα…
♫