with a little help from my friends

DSC04886

Πήγα και γύρισα -πεντακόσια, και παραπάνω, χιλιόμετρα στους δρόμους- χωρίς να ακουστεί ένα ρεφρενάκι, ένα τόσο δα σόλο απ΄τα ηχεία. Ούτε ραδιόφωνο άνοιξε. Ατέλειωτη, πηχτή σιωπή. Στο πήγαινε, μετά από μια ώρα μου είπαν «γιατί δεν μιλάς;» και κούνησα τους ώμους αντί απάντησης. Στο έμπα της πόλης με ξαναρώτησαν «από πού θα πάμε;» και ανέλαβε πάλι ο δεξιός ώμος -με μια μικρή βοήθεια απ΄το κεφάλι- να αποκριθούν «δεν ξέρω, απ’ όπου να ΄ναι».

Μπήκαμε στο κλειστό σπίτι. Εκεί ζήτημα να είπα πενήντα λέξεις, αν τις έβαζες τη μια πάνω στην άλλη ίσα που έβλεπες την αράχνη στη γωνιά της κουζίνας. Το μόνο ζωντανό κει μέσα. Όταν την σκότωσα με δάγκωσαν οι τύψεις, αυτή σίγουρα θα ‘λεγε -αν της μίλαγες- κάτι περισσότερο απ΄όσα κατόρθωσα να βγάλω απ’ το στόμα μου εγώ επί δυο μέρες.

Τα ίδια στην επιστροφή. Όταν χτύπαγε το κινητό, ξεμπέρδευα με ένα «δεν μπορώ τώρα, θα καλέσω όταν τελειώσω» και οι συνεπιβάτες σταυροκοπιόντουσαν για την ακατάσχετη φλυαρία μου. Εφτά λέξεις. Το πλαφόν μισής μέρας, μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα. Για να μη φοβηθούν με την τόση μου πολυλογία, σε μισή ώρα το έκλεισα. Το ραδιόφωνο πάλι μουγκό. Τα σιντί στη θήκη τους, παραπονεμένα, μα μ’ έμαθαν. Ξέρουν ότι οι παλιοί έρωτες έχουν άσχημο τέλος. Ξέρουν τι τομάρι είμαι σαν νιώσω ότι εγώ κι αυτά δεν έχουμε πια πολλά να πούμε όταν οι μέρες των οργασμών τελειώσουν.

Την ώρα που πάρκαρα και ξεφόρτωνα, με ρώτησαν αν θέλω βοήθεια για να τα πάρουμε όλα χωρίς να ξανακατεβαίνω δεύτερη φορά. Το κεφάλι μου τους είπε να φύγουν πάνω. Μερικές φορές είμαι πολύ περήφανος για την ευγλωττία του αυχένα μου. Για τη μουγκαμάρα μέσα μου, που θέριεψε χωρίς να το πάρω χαμπάρι, δεν ξέρω..

Πέμπτη βράδυ

3hlysia

 

Βράδυ καθημερινής, στην παραπονιάρα πόλη, στον αγαπημένο δρόμο. Πίνουμε ένα ταιριαστό για την περίσταση κόκκινο του Καρυπίδη, ’θα διαλέξω εγώ για σας, έχε πίστη’ είπε. Και το όνομα είπε τρεις φορές αλλά το ξέχασα τέσσερις. Διάλεξε ολόσωστα, μεγάλο πράγμα η πίστη. Ο μικρός μου διηγείται ιστορίες της Νέας Υόρκης πασπαλισμένες με pretzel και all star μουσεία. Κάποτε λαχταρούσα να ακούσω και να πάω μετά να τις ζήσω, τώρα χλιαρά όλα, τα σιχάθηκα και τα αεροδρόμια και τις βαλίτσες και τα πηγαινέλα. Μετά μου λέει κάτι για τη Βοστώνη και για την ευρωπαϊκή κουλτούρα -πόσο πιά παράσημο να ‘ναι αυτό; – που σέρνει ξοπίσω της, την ώρα που μια πηρουνιά φάβα προσγειώνεται στο πρώην καθαρό παντελόνι μου. Ξεπλένω τον νόστιμο λεκέ με ένα ποτήρι κόκκινο ακόμη, νομίζω τριποικιλιακό είπε, στα ηχεία μια τυνήσια, αν δεν ήταν τυνήσια σίγουρα μαγκρεμπιανή ήτανε, ούτε κι αυτηνής το όνομα καταχωρήθηκε στον ταλαιπωρημένο σκληρό μου. Μια γνωστή φωνή τσιμπολογάει και πίνει στο τραπέζι απέναντι. Κάποια άλλη αναρρώνει σε ένα δωμάτιο όχι πολύ μακριά. Κολυμπάμε μέσα σε ζόρικα προφιτερόλ, ψάχνοντας γλύκα ανάμεσα σε πίκρες και γραμμάτια που ξεφυτρώνουν σαν αγριόχορτα. Στάχτες πέφτουν πάνω μου, αυτό δεν είναι παντελόνι, η Πομπηία λίγα λεπτά μετά την έκρηξη είναι. Προσγειώνεται μπροστά μας μια grappa αγίασμα. Κοινωνήσαμε όλοι. Τόσην ευλάβεια καιρό είχα να φιλοξενήσω εντός μου. Λίγο πριν, ή μετά, τα μεσάνυχτα στο δρόμο ξανά. Η μεγάλη παραπονιάρα πόλη είναι όμορφη τέτοιες νύχτες, μέχρι του Αη Δημήτρη. Μέχρι τότε που δεν προλαβαίνει να παγώσει το μέσα σου. Μα και να σφίξουν τα κρύα, πάντα θα υπάρχει μια κουβέντα, ένα γέλιο, ένα ποτήρι, γύρω από ένα τραπέζι που θα κρατάει τα σωθικά μας ζεστά. Όσο υπάρχουν άνθρωποι και όχι accounts.

φωτογραφία :  arcphotodays

Nostromo days

6-inside-nostromo-star-ship

 

 

Σκοτεινιάζει νωρίς. Ο καφές έγινε πια ζεστός. Οι σαγιονάρες ψάχνουν μια σκοτεινή γωνιά για να ξεκουραστούν. Είναι νωρίς για πάπλωμα αλλά οι κουβέρτες, οι λινές και οι άλλες, ξύπνησαν στο πατάρι και ετοιμάζονται να πιάσουν δουλειά, όπως το πλήρωμα του Nostromo. Να μας πάνε με ασφάλεια -ανάμέσα απ’ τα σκοτάδια τριγύρω- ως το τέλος του χειμώνα.

Kάθε τέτοια εποχή, εδώ και κάμποσα χρόνια, σκέφτομαι ότι γυρίζω σπίτι και το κλειδί δεν ταιριάζει στην πόρτα. Ψάχνω όνομα στο κουδούνι, κενό. Χτυπάω, κανείς.

Θα μπορούσε να ‘ναι και χειρότερα όμως. Να μου ανοίξω εγώ ο ίδιος και να με ρωτήσω «τι θέλετε;». Kαι να μη βρω το κουράγιο να με ρωτήσω τι κάνω μέσα στο ίδιο μου το σπίτι.

Τα κάναν και στο Twilight Zone αυτά. Aλλά εκείνα τα ασπρόμαυρα μοιάζουν τεχνικολόρ μπρος στα δικά μας σήμερα.

 

Ελπίζω οι κουβέρτες στο πατάρι να μη θέλουν να βρουν έτοιμο και καφέ όταν ξυπνήσουν…

«..και βέβαια tabasco»

27865405

Τα χρόνια που το φοιτητόσπιτο ήταν στην Κυψέλη (πριν μεγαλοπιαστώ κι ανηφορίσω προς την Τσόχα), συνήθιζα επιστρέφοντας απ΄τα απογευματινά μαθήματα να κάνω μια στάση στη γωνία Φωκίωνος Νέγρη και Δροσοπούλου. Νομίζω, δεν είμαι σίγουρος για την τοποθεσία. Πάει καιρός που ο σκληρός δίσκος αδειάζει από μόνος του, κάνοντας χώρο για τα πιο χρειαζούμενα.

Σε κείνη τη γωνία ένας παππούς -κοντά στα εξήντα- είχε ένα τοστάδικο. Την πρώτη φορά του ζήτησα να ετοιμάσει ένα με διπλό κασέρι, μπέικον (αφού το αφήσει πρώτα να «αρπάξει» μια στάλα στην τοστιέρα) και μπόλικο tabasco. Απόρησε, δεν απόρησε, δεν ξέρω, δεν μ΄ένοιαξε κιόλας. Νοέμβριος ήτανε, ψόφο είχε, νόμιζα πως το κάψιμο θα με ζεστάνει. Καλό ήταν το αποτέλεσμα. Δυο φορές τη βδομάδα, μερικές φορές και τρεις, ο παππούς με έβλεπε να περνάω το κατώφλι και να του ζητάω «διπλό κασέρι, μπέικον, tabasco». Ένα απόγευμα μετά από δυο  βδομάδες, ίσως και πιο νωρίς, δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω την τριλογία. Ο παππούς με διέκοψε –κόβοντας ταυτόχρονα το ψωμάκι στη μέση- λέγοντάς μου (νομίζω, δεν είμαι και πολύ βέβαιος, ότι μου έκλεισε και συνωμοτικά το μάτι) «…και βέβαια tabasco».

Αυτό κράτησε λίγες βδομάδες ακόμη. Κάθε φορά που άκουγα το «..και βέβαια tabasco» άφριζα, από μέσα μου. Θα μπορούσα να του πω «και βέβαια όχι, σήμερα θέλω πράσινη πιπεριά» αλλά δεν μίλησα ποτέ. Για την ακρίβεια δεν έδινα καν παραγγελία, έμπαινα μέσα, περίμενα τη σειρά μου, άκουγα το «..και βέβαια tabasco», το έπαιρνα, πλήρωνα, έφευγα. Μια μέρα -λίγο πριν μπω στο ΚΤΕΛ για την χριστουγεννιάτικη επιστροφή στα πάτρια- πέρασα απ΄έξω, κοντοστάθηκα, τον είδα, με είδε και συνέχισα το δρόμο για τη Νάξου. Ήταν η τελευταία φορά που κοιταχτήκαμε, από τότε άλλαξα και διαδρομή για να μη τον βλέπω.

Έξη, εφτά χρόνια μετά -επαναπατρισμένος πλέον για τα καλά- τα πίνω κάθε νύχτα στη Loris. Aπό τις αρχές του Οκτώβρη ως λίγο πριν βγει ο Ιούνης, μετά ο Αλέκος κατέβαζε ρολά για το καλοκαίρι. Ανέβαινα τα ξύλινα σκαλιά (σπάνια ως ποτέ μόνος), άνοιγα με δυσκολία τη σχεδόν φρακαρισμένη απ’ το λαό πόρτα (όχι πολύς λαός, σαράντα, πενήντα νοματαίοι -σαν φιλελεύθεροι σε απογευματινό τσάι, ένα πράμα- σε έναν χώρο όμως που ο τριακοστός έμπαινε αφού πρώτα είχε πασαλειφθεί με βαζελίνη για να κατορθώσει να φτάσει ως τη μπάρα) και πλησίαζα τη γωνιά μου πλάι στον Αλέκο, που είχε το σπάνιο χάρισμα να σερβίρει τους πολύ δικούς του, να αλλάζει ωραία δισκάκια (εκεί πρωτάκουσα Steely Dan και Doobie Brothers και Yma Sumac) και να μιλάει με καθέναν απ΄όλους μας, ταυτόχρονα. Σαν καλό αφεντικό.

Επί χρόνια παραγγελία δεν του έδωσα. Με το που έφτανα σε απόσταση βολής, χωρίς καν να τον κοιτάξω, χωρίς καν να με κοιτάξει, ένα ποτήρι με διπλή δόση Jack Daniels και ένα πάγο έφτανε στο χέρι μου. Με το που άδειαζε, το δεύτερο. Την ώρα που ακουγόταν η  Sade το τρίτο. Στον Frankie κόντευε να αδειάσει το μπουκάλι. Για την τσέπη δεν υπήρχε θέμα, όταν είχαμε πληρώναμε, όταν δεν είχαμε πίναμε. Ευτυχώς δεν κατέληξα ανήπαρκτος. Στο τσακ.

Από το στόμα μου ποτέ δεν ακούστηκε « Jack, διπλό, ένα πάγο». Μέχρι τη νύχτα εκείνη που -μπουχτισμένος πια απ΄τα ζουμιά του Τενεσσί- του είπα «μαρτίνι βότκα», το μπουκάλι με το Jack έμεινε μετέωρο (θαρρώ πως και ο χρόνος το ίδιο) και κάτι ράγισε στη σχέση μας. Το κατάλαβε κι ο Mick Hucknall που πάσχισε μάταια να σπάσει τον πάγο με το Something Got Me Started.

Δεν λέω ότι ήταν η τελευταία φορά που εγώ κι ο Αλέκος κοιταχτήκαμε, ούτε η τελευταία που ανέβηκα τα ξύλινα σκαλιά. Μα τίποτε δεν ήταν ξανά ίδιο. Έναν Οκτώβρη έφυγε και κανείς μας δεν τον ξανάδε από τότε. Δεν έφταιγε το μαρτίνι, it was meant to be.

Τώρα σκέφτομαι ότι αυτό το «στρίμωγμα», αυτό το (άδικο, πολλές φορές) άφρισμα όταν με θεωρούν δεδομένο, προβλέψιμο και -βέβαια- βολικό, έχει πολύ βαθιές ρίζες τελικά. Σε ένα χειμωνιάτικο κάψιμο και σε μια γεύση βερνικιού στον ουρανίσκο.

μικροί αποχαιρετισμοί

bela tarr Satantango 5-620x

 

Το ίδιο πρωί που μαθεύτηκαν τα νέα για το φονικό της Αμφιάλης, διάβαζα αργά αργά το μήνυμα, λέξη προς λέξη, για να καταλάβω τι μου γράφει. Ένα κουρασμένο μυαλό είναι, πώς να τα επεξεργαστεί όλα;

Στην αρχή διάβασα «το ΄χα πάρει απόφαση να φύγω, μα την περασμένη βδομάδα έκανα ένα βήμα πίσω» και Χάρηκα -με Χ- γιατί δεν τα παράτησε μα την ίδια στιγμή κάτι με έσφιξε. Με ε. Γιατί εδώ θα πνιγόταν.

Λάθος κατάλαβα. Όταν έφτασα στο τέλος που ΄λεγε «Γενάρη θα είμαι πάνω, τέλειωσε» , αυτό το όλο και πιο γνώριμο πια κολάρο του φευγιού με Έσφιξε -με Ε- αλλά η χαρά -με χ- νίκησε. Γιατί δεν άξιζε να πνιγεί.

Όλος ο βίος μας, το ΄ξερα βέβαια αυτό, μικροί αποχαιρετισμοί. Για λίγο, για πολύ, για πάντα, ήσυχα, με θόρυβο. Έτσι σφίγγει το πετσί του ανθρώπου, αλλιώς μένει για πάντα όπως βγήκε απ΄τη μήτρα. Κανείς δεν επιβιώνει γυμνός. Μα και κανείς δεν μένει ντυμένος ως το -κάθε, όποιο- τέλος. Αργά ή γρήγορα θα ξεγυμνωθείς, εκούσια ή άθελά σου. Σ’ αυτές τις εποχές μας έλαχε να ζήσουμε, ανάμεσά τους θα πορευτούμε. Και στα πουρνάρια θα κρέμονται σαν άσχημα στολίδια τα κομμάτια μας, και τα τσαλιά θα μας χαρακώσουν και στις μεγάλες σκιές ακόμη πιο μεγάλων δέντρων θα χαθούμε, δεν πα’ να πιστεύουμε πως είχαμε πυξίδα στην τσέπη. Σαν δεν ξέρεις πού είναι ο νότος και η ανατολή, άχρηστη η βελόνα.

Όλο και κάτι θα βρει καθένας, ίδιο ή διαφορετικό σε κάθε σπίτι, για να κρατηθεί ώσπου να βγει στο ξέφωτο, ή στο δρόμο. Καθένας από μας ξέρει τι πολύτιμο, αληθινά πολύτιμο όμως, έχει να μεταφέρει. Κι ας έχει μπει τόσο βαθιά στο δάσος που δεν βλέπει καν πότε κι αν ξημερώνει, όπως έγραφε ένα σημείωμα που μάζεψα από κάτω, στη ρίζα μιας ερυθρελάτης. Κι ας φοβάται -το ξέρει πως έτσι θα ΄ναι- ότι θα πάρει χρόνο και πόνο αυτή η ιστορία. Εκείνο που με παρηγορεί, γιατί ψάχνω κι εγώ ψίχουλα-σημάδια ανάμεσα στα φύλλα (κι ας μοιάζουν με τα δόντια του δράκου πολλές φορές και με τρομάζουν) είναι ότι μέσα σ΄αυτό το δάσος που χωθήκαμε, θέλοντας και μη, θα συνεχίσω να ελπίζω ότι θ’ ακούω φωνές. Είναι μια ανάσα να μη νιώθεις εντελώς μα εντελώς μόνος. Ότι φοράς κάποιους ανθρώπους πάνω σου, ότι για κάποιους είσαι το -έστω ξηλωμένο, ξεφτισμένο, χιλιοφορεμένο- πανωφόρι τους στις μεγάλες παγωνιές.

that’s fuckin’ entertainment !

24d0uhd1-842x670

 

Περιπολικά με σειρήνες στο on, ζητάδες με τις ορμόνες στο on, ασθενοφόρα με σειρήνες στο on, μωρά με κλάμα στο on, σκυλιά με γαβγίσματα στο on, άσφαλτος στο off, ρημαγμένη εντελώς, πατάς φρένο στις σκέψεις σου πριν σε καταπιεί η λακκούβα, τα μισά φώτα στο δρόμο σβηστά, τα άλλα κάνουν σήματα μορς μέχρι να πουν «τετέλεσται» κι αυτά, τα απομεινάρια ενός σπασμένου καθρέφτη μπάνιου πλάι στον κάδο, μαζί με ένα ζευγάρι παλιά Reebok pump νούμερο 41, δυο παζλ με τρενάκια και ένα σακατεμένο παιδικό τηλέφωνο μέσα σε μια σακούλα απ΄τα τζάμπο. Κάποτε τρεις γωνίες παρακάτω είχε έναν τηλεφωνικό θάλαμο, τώρα ρημάδι κι αυτός, τα μωρά μεγάλωσαν και μπορούν να παίζουν πια με τη φωτιά ξηλώνοντας καλώδια και σπάζοντας τζάμια, αφού πρώτα γράψαν στο ντουβάρι του διόροφου πίσω «γαμιέται ο Γκράχαμ Μπελ». Τον Οκτώβρη το φως φεύγει γρήγορα, φουρφουράκια ζουν στο στομάχι σου, μια σαύρα κάνει βόλτες πάνω στ΄ αρχίδια σου κι ανατριχιάζεις, μερικές μέρες έρχονται και εξαφανίζονται πιο γρήγορα κι από τρία ευρώ στην τσέπη, βρέχει χωρίς σταματημό απ΄τη Δευτέρα μέχρι την Τετάρτη και νερώνει τη μπίρα στο πεζούλι δίπλα σου, στις ειδήσεις είπαν ότι οι άνεργοι φτάσαν ένα εκατομμύριο τριακόσιες χιλιάδες αλλά εσένα σε νοιάζει ο μπαμπάς σου, ένα εκατομμύριο τριακόσιες χιλιάδες ένας από χτες, δεν θες να γυρίσεις στο σπίτι κι ας είσαι μουσκίδι, κι ας τρως τη βροχή με το πηρούνι, καλοριφέρ έχει ν’ ανάψει από πρόπερσι και το κλιματιστικό παίρνει μπρος μόνο την ώρα του μπάνιου και μισή ώρα το πρωί, μέχρι να ντυθεί και να φύγει η μικρή στο σχολείο, δεν είσαι σίγουρος αν οι λεκέδες στο ταβάνι είναι υγρασία ή τα μυαλά σου που θέλαν να πάρουν δρόμο και λοξοδρόμησαν, τα ηλίθια. Τον Ιούλιο ξύπναγες απ΄τις έξη, την ώρα που η τυχερή η μάνα σου έφευγε για το τετράωρο -αλλά δεν γύρναγε ποτέ πριν τις μιάμιση, δυο το μεσημέρι-, έκανες ότι κοιμάσαι για να μην αρχίσει την κουβέντα, μόλις άκουγες πόρτα να κλείνει έφτιαχνες καφέ, έβγαινες στο μπαλκόνι, άναβες τσιγάρο, η πόλη μύριζε ήδη μπαγιάτικη ανθρωπίλα ανάκατη με τα βουνά από σκουπίδια μέσα και έξω απ΄τους κάδους, η γειτόνισσα έβαζε την κασέτα με τα τροπάρια, άνοιγες το κινητό ψάχνοντας sms, κανένα,  λυσσάς να βρεις κάποιον για να φύγετε μαζί, κάπου, όπου, καλοκαίρι είναι γαμώτο, αλλά με τριάντα ευρώ δεν πας ούτε μια γωνιά παρακάτω. Ίσως θα μπορούσες να πας μέσα της, στην αγκαλιά, στο λαιμό, στα μαλλιά, στη μυρωδιά της, στα μπούτια της, αν υπήρχε, δεν υπάρχει, μαλώσατε με το τελευταίο τσιγάρο δέκα μέρες πριν, έφυγε, θυμάσαι από ποια γωνιά στην άσφαλτο πέρασε απέναντι, ποιο πεζοδρόμιο πάτησε, τι ήθελες να φωνάξεις και λέξη δεν βγήκε, δε γαμιέται, θα πας στο πάρκο σήμερα παρέα με μια μπίρα απ΄το ψυγείο, θα βλέπεις την μισοάδεια -μουχλιασμένη σχεδόν- γούρνα, παιδάκια έτοιμα να σπάσουν τα κεφάλια τους στις κούνιες, ένα ζευγάρι που θαρρείς ξημερώθηκε εκεί, θα ανάψεις άλλο ένα τσιγάρο -να ΄ναι καλά ο περιπτεράς με τα χύμα ρώσικα- και θα ορκιστείς ότι μια μέρα θα εξαφανιστείς, μακριά από όλη αυτή τη μαλακία, απ’ τα ξεχειλωμένα τετράωρα και τη φλεβίτιδα της μάνας σου, απ’ το τρύπιο βλέμμα του μπαμπά σου, απ’ τους απλήρωτους λογαριασμούς που στρογγυλοκάθησαν στο σπίτι και θέλουν να σας πετάξουν σαν χαλασμένα έπιπλα έξω απ’ αυτό. Θα εξαφανιστείς. Αφού πρώτα γράψεις σε κάθε γωνιά της πόλης «χάρισμά σας τόση ευτυχία μαλάκες, μη τη μοιράζεστε μαζί μου», θα μπεις σ’ένα λεωφορείο, σ’ένα τρένο, σ’ ένα κάτι και θα πας να τη βρεις. Ο,τι όνομα κι αν έχει.

(blame it on Paul Weller, δικά του τα στιχάκια και οι λέξεις όλες, that’s fuckin’ entertainment ! )

να, εδώ !

27795863

 

Χιλιοειπωμένη, χιλιογραμμένη, κουραστική ιστορία, κάθε χρόνο από Σεπτέμβρη τα ίδια. Αντίδοτο, αντιοφικός ορός γι αυτό που σε δαγκώνει και σε μασουλάει από μέσα. Με το που οι μπαλκονόπορτες σχεδόν σφραγίζουν και οι κουρτίνες σταματούν να πηγαινοέρχονται, κάθεσαι πλάι της και της δείχνεις -ή σου δείχνει- ωραίες λαχταριστές εικόνες, μπαίνεις και ζουμάρεις στο google map, τριγυρίζετε στο booking.com, της λες -ή σου λέει- «δεν πειράζει, πάει πέρασε και φέτος, μη μοιρολογούμε πάνω απ΄το κουφάρι. Του χρόνου θα βάλουμε λίγα στην άκρη -για όσο φτάσουν- και θα αποφασίσουμε από νωρίς, απ’ τον Απρίλη. Να, εδώ!».

Και δείχνεις με το δάχτυλο θριαμβευτής,  σα να ανακάλυψες την τρύπα που είναι καταχωνιασμένο το Άγιο Δισκοπότηρο. Μόνος εσύ, ο Λάνσελοτ του καναπέ, πριν απ΄ όλους τους άλλους.

Και κάποια μέρα, μετά από μια στρατιά αποκαμωμένων «δεν πειράζει», ανακαλύπτεις ότι δεν ήταν οι άλλοι αυτοί που παράβγαινες, εσύ ήσουνα το βαρίδι. Οι άλλοι μάθαν, βρήκαν τον τρόπο να κοινωνούν λίγο «σήμερα» και μέσα από τη χούφτα τους, χωρίς να περιμένουν δισκοπότηρα. Το χωνέψαν καλά, πολύ πριν από σένα, ότι το επόμενο «Να, εδώ!» μπορεί να μην ειπωθεί ποτέ.

 

 

(ο άλλος, ο σοφός, έγραψε “carpe diem” και καθάρισε)

St Jenna

27779638

 

Η συνάντησή του με την υπεύθυνη εκδόσεων κράτησε εφτά λεπτά συν τον χρόνο αναμονής (σαράντα λεπτά μετρημένα δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο) μέχρι να τελειώσει με τον προηγούμενο, κάποιον που έμοιαζε περισσότερο με μελαχρινό Ρέντφορντ στα νιάτα του παρά με γουοναμπή συγγραφέα. Βγαίνοντας απ’ το γραφείο της, την ώρα που πέρασε δίπλα του μύρισε φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισο -Merito μαμάς, σίγουρα- και νέο, ατσαλάκωτο δέρμα ραντισμένο με μια στάλα Creed (δεν πρόλαβε να καταλάβει αν ήταν Royal Water ή η Royal Oud). Mούδιασε η οσχεϊκή ραφή του. Μ’ αυτούς πήγαινε να παραβγεί; και νέοι και ωραίοι και μυροβόλοι και γεννήτριες λέξεων; μ’ αυτούς που η φωτογραφία τους και μόνο πάνω στο οπισθόφυλλο θα έδινε από χέρι τρεις με τέσσερις εκδόσεις παραπάνω;

Ξάφνου ένιωσε πολύ άβολα με τις ρυτίδες που είχε φορτωμένες πάνω του, με τα παραπανίσια κιλά του, με την αληθινή εικόνα του. Ωραία ήταν τα άβαταρ και τα ψευδώνυμα μα δεν κρατάνε ισόβια.  Τώρα στον προθάλαμο ήταν αργά για όπισθεν, υποταγή ή θάνατος. Όχι τόσο τραγικά δηλαδή αλλά πάντα του άρεσε να παρασταίνει την drama queen, ανέκαθεν προτιμούσε η μετεμψύχωση να τον βρει κομπάρσο σε b-movie παρά πρωταγωνιστή σε μιούζικαλ.

Για να γραφτεί με λεπτομέρειες το τι έγινε εντός του μέσα στα επτά αυτά λεπτά, χρειάζεται τόσο μελάνι όσο έχει ένα κοπάδι σουπιές σε ωορρηξία. Για όσους δεν έχουν εμπειρία με καυλωμένα μαλάκια, αυτό σημαίνει «πάρα πολύ». Ας συνοψιστούν, όμως, τα βασικά : η λεγάμενη ήταν προσωποποιημένη η Ingrid Thullin στο Salon Kitty. Χωρίς τις ζαρτιέρες, έχει και το kinky τα όριά του καταμεσής Αυγούστου. Υπήρξε σαφής, σύντομη και απόλυτη :

Διαβάσαμε αυτό που έστειλες. Ίσως μας κάνει. Κανείς δεν ζει από τα βιβλία σήμερα, στην καλύτερη των περιπτώσεων θα βγάλεις ένα χαρτζιλίκι όσο οι βενζίνες δυο μηνών, στην ιδανική θα αγοράσεις δυο εισιτήρια με τη Ryanair χωρίς εξτρά βαλίτσες, στην πιο πιθανή θα δεις το βιβλίο σου να κυλιέται σε κάθε πάγκο και πανηγύρι απανταχού της επικράτειας, στην χειρότερη θα το δίνουν δώρο με κάθε τσελεμεντέ μέχρι να ανακυκλωθεί. Είμαστε σοβαρό μαγαζί, λεφτά δεν θα σου ζητήσουμε για την έκδοση, βγάζουμε χίλια κομμάτια, πληρώνεις και παίρνεις 100 και τα κάνεις ο,τι θες. Απρίλιο το θέλω τελειωμένο, μπας και προλάβουμε τις ξαπλώστρες και τις μεγαλοκοπέλες, σύμφωνος;

Ήταν εξίσου αποφασιστικός :

Στους ιρλανδούς δεν μπαίνω ούτε για να με πάνε απ΄το ένα τέρμιναλ στο άλλο, οι πάγκοι δεν με πληγώνουν αρκεί να μην πουλιέται στις λαϊκές στην πόλη μου και ξεφτιλιστώ βαριά, οι βενζίνες για δυο μήνες καλά μου ακούγονται, με την ανακύκλωση έχω καλές σχέσεις. Είκοσι αντίτυπα θα χρειαστώ, δεν έχω λεφτά για εκατό. Σύμφωνος.

Την ώρα που την αποχαιρετούσε (κι αφού η συμφωνία έκλεισε στα πενήντα), του είπε -κοιτώντας αδιάφορα και παγωμένα τις σημειώσεις πάνω στο γραφείο της- : κοίτα στο μεταξύ να σουλουπωθείς λιγάκι, οι εποχές άλλαξαν, δεν είναι όλοι Βέλτσος, ούτε Θεοδωρόπουλος. Φτιάξου λίγο κι όταν είμαστε έτοιμοι για την έκδοση θα φροντίσω εγώ προσωπικά για το photoshop, μη σε δουν και τους πέσουν στα πατώματα οι ορμόνες πριν φτάσουν στο ταμείο.

Από εκείνο το αγέλαστο απόγευμα εγκατέλειψε τα πάντα : γυναίκα, παιδιά, το βλογ, το φέισμπουκ, τις -λιγοστές πια- μπίρες και τα τσίπουρα έξω, ακόμη κι όλες τις μικρές χαρές που μόνον ένας καναπές και μια δίωρη μελέτη του ταβανιού -στο ίδιο σημείο- μπορεί να προσφέρει απλόχερα. Έγραφε κι έσβηνε ασταμάτητα. Πιο πολύ έσβηνε παρά έγραφε, αν η ιστορία διαδραματιζόταν σαράντα χρόνια πριν, θα στέναζαν οι παραγωγοί συνθετικού καουτσούκ απανταχού της γης, απελπισμένοι που δεν θα μπορούσαν να καλύψουν την υπερβάλλουσα ζήτηση. Σκότωνε κάθε μια λέξη που έγραφε κι έβρισκε αμέσως μετά άλλες τρεις για να την αντικαταστήσει και μετά άλλες τρεις κι άλλες τρεις και τελειωμό δεν είχαν οι φόνοι, κάθε ιστορία που ξεκινούσε κατέληγε ένα μικρό τέρας κι αυτός ένας επίδοξος ατσούμπαλος Φρανκεστάιν.

Μια βδομάδα μετά άρχισε να του ανεβαίνει η πίεση στο 18 και το ζάχαρο στο 190 σαν έφερνε στο μυαλό του την κουβέντα του Ραπτόπουλου «υπάρχουν πόρτες για να μπεις σε μια ιστορία», ενώ αυτός ούτε από τον φεγγίτη μπορούσε να βάλει έστω και μισή βλεφαρίδα μέσα. Θυμήθηκε πως κάποτε διάβαζε -καγχάζοντας- για τον τρόμο του τερματοφύλακα πριν το πέναλτι, του μελλοθάνατου πριν την ένεση, του αρσενικού πριν την πρώτη τζούφια στύση, της σαρανταπεντάρας τη μέρα της αμετάκλητης εμμηνόπαυσης, της πεθεράς απέναντι στην νέα κι όμορφη νύφη, τον πρώτο απλήρωτο λογαριασμό (μετά από αυτόν οι άλλοι είναι συνήθεια). Kανείς όμως από αυτούς δεν μπορούσε -πλέον- να συγκριθεί με τα κομμένα γόνατα απέναντι σε μια παρθένα λευκή σελίδα που πεισματικά αρνιόταν να κηλιδωθεί.

 

Δυο μήνες μετά, ακόμη και η Αγία Τερέζα έμοιαζε Τζίνα Τζέιμσον μπροστά σ’ αυτή τη σελίδα…

δεν

27732424 (2)

Δεν μπορώ να προσποιούμαι, μου ‘πε.

Δεν μπορώ να γράψω. Εμένα οι ιστορίες μου είναι μικρές, τελειώνουν πριν καν αρχίσουν γιατί κουράστηκα, βαρέθηκα να βάζω τις σκέψεις μου σε μια σειρά ολημερίς και το άλλο πρωί να λείπουν οι μισές -αφού πήγαν να πηδηχτούν με κάποιον πιο καπάτσο- και οι άλλες μισές να κάνουν ότι πρώτη φορά με βλέπουν.

Δεν μου πάει εμένα το μεγάλο. Τέλος.

 

 

Λύσσαγα να του πω οτι ακριβώς το ίδιο λέγαν κι οι σκέψεις του γι αυτόν αλλά σιώπησα. Άλλωστε δεν είχαμε τίποτε πια να πούμε.

οταν (δεν) πηγαίναμε μαζί σχολείο

doisneau3

 

Τη νοσταλγία που σέρνουν ξοπίσω τους οι school days δεν την ένιωσα ποτέ. Ούτε το αντάμωμα με παλιούς -και σπανιότερα νέους- συμμαθητές, ούτε τους νέους δασκάλους στην τάξη (και το συνεπακόλουθο αναγνωριστικό διάστημα, μέχρι να σπάσει το αβγό και δούμε τι κρύβει μέσα), ούτε το «γλυκό σφίξιμο» της πρώτης (κάθε χρονιά) μέρας. Με κανονικό σφίξιμο πήγαινα που καμιά γλύκα δεν έκρυβε μέσα του και μ’ αυτό πορευόμουν κάθε μέρα μέχρι το τελευταίο κουδούνι.

Χωρίς αιδώ ομολογώ πως ούτε νοστάλγησα, ούτε πεθύμησα ποτέ να ξαναδώ παλιούς δασκάλους και καθηγητές. Αν τύχαινε να ανταμώσουμε έξω στην πόλη, χαιρετιόμασταν εγκάρδια (ή χλιαρά, όσο επέτρεπε η μεταξύ μας προϊστορία δηλαδή) και συνεχίζαμε καθείς το δρόμο του. Δεν είμαι σίγουρος αν νιώθω -αναδρομικά, έστω- ευγνωμοσύνη για κάποιον απ’ όλους τους. Κάποια καλά ή άσχημα κομμάτια μέσα μου μπορεί και να ‘χουν αυτούς σαν ηθικούς αυτουργούς, ως εκεί όμως. Αγάπησα ή μίσησα θανατερά μαθήματα με δασκάλους που (ήταν φανερό) είχαν τον τίτλο μα όχι και το χάρισμα. Σήμερα τους θυμάμαι όλους (εκτός από μερικούς άχρωμους που ξέβαψαν στη μνήμη μου) σαν πρωταγωνιστές ταινίας. Με μας κομπάρσους. Εμείς ήμασταν που μπαίναμε στο πλάνο για λίγο και μετά φεύγαμε για να χωρέσουν κι άλλοι, κι άλλοι, κι άλλοι, ως τη σύνταξη. Τα «ζην» και τα «ευ ζην» κρύβουν αλήθειες, κρύβουν και ψέματα. Κοστούμι που χωράει σ’ όλους δεν είναι. Καλή τους ώρα, πάντως, όπου κι αν βρίσκονται σήμερα.

Και τους χαμένους από καιρό συμμαθητές δεν λαχτάρησα να συναντήσω. Τα ανάλατα reunion μ’ αφήναν ανέκαθεν αδιάφορο. Από τα τέσσερα πήγα σε ένα, φοβάμαι πως ήταν επειδή δεν είχα τίποτε πιο ενδιαφέρον να κάνω κείνο το βράδυ. Ή από περιέργεια, για να δω αν μερικές όμορφες -και απαγορευμένοι καρποί, το φοιτηταριό τρυγούσε τις καλύτερες ρόγες αφήνοντάς μας με τις δεύτερες και τις σταφίδες- των δεκαοχτώ άξιζαν δεύτερη ματιά σήμερα (ήσαν δυο-τρεις που ο χρόνος τους φέρθηκε με το γάντι, πράγματι). Στη φωτογραφία εκείνης της νύχτας, που δεν θυμάμαι καν ποια χρονιά έγραφε στη λεζάντα, δεν θα με βρεις. Τα «αναμνηστικά» κι εγώ βρίσκαμε πάντα τον τρόπο να είμαστε σκοτωμένοι.

Με λίγα λόγια, κάθε φορά που πάω να ταΐσω τη μνήμη μου με μυρωδιά από σαραντάφυλλα τετράδια, σάκους γυμναστικής με ξεχασμένα ιδρωμένα, σβήστρες (τα μπλάνκο ζούσαν σε άλλον γαλαξία τότε), μελάνι στα χέρια και βρεμένο σπόγγο (που σκότωνε ακαριαία λέξεις και αριθμούς), με θολά πρόσωπα, καταχωνιασμένες φωτογραφίες και ξεχασμένες φωνές, εκείνη δεν κουνάει την ουρά της πέρα δώθε με λαχτάρα. Μεγάλωσε, άλλωστε, και νέα κόλπα δεν μπορεί να μάθει, ούτε να προσποιηθεί πως νοιάζεται. Παιδί του School’s out ήτανε ανέκαθεν. For summer, for Christmas, forever.

Τρίτες

27696667

Ήλιος κάπου κρυμμένος ανατολικά, δεκάξι βαθμοί έξω. Χλιαρή ψύχρα, αγκαζέ με υγρασία. Οκτωβριανή περισσότερο, παρά αυγουστιάτικα ξέφτια. Τα γνωστά γινάτια του βορά. Κακομαθημένο τσογλάνι, μια ζωή τα ίδια από τότε που γνωριστήκαμε.

Είχα βαρεθεί το προηγούμενο βράδυ να πατήσω λίγο το άσπρο πουκάμισο, αγορασμένο δέκα ευρώ από σούπερ μάρκετ. Στις εκπτώσεις. Άσχημα στριμωγμένο στη ντουλάπα, λίγο έλειψε να αφήσει εκεί την τελευταία του πνοή. Το έσωσα λίγο πριν κιτρινίσει και ξαναμπεί στο πλυντήριο για ανάνηψη. Με περίμενε όλη νύχτα υπομονετικά, φορεμένο σε μια καρέκλα στην κουζίνα. Δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό ονειρευόταν ως ύφασμα στα χέρια δεκαπεντάχρονων στο Μπαγκλαντές. Έχω άγχη μπόλικα όμως, δεν θα φορτωθώ και τα δικά του.

Τη στιγμή που ακούμπησε το καυτό μέταλλο πάνω του, αντί για κείνο ανατρίχιασα εγώ. Δεν είναι πως δεν το παθαίνω, σε αλλόκοτες στιγμές και περιστάσεις πλέον, μα δεν κατηγορώ τα χρόνια που σε κάνουν πιο ευάλωτο σε δερματικές ανωμαλίες. Είναι που έφταιγε η μυρωδιά. Ζέστη ανάκατη με βαμβάκι, υγρασία, συννεφιά, μια στάλα κρύο και ησυχία. Έξω και παντού. Άμα δεν μύρισες ποτέ την πρωινή ησυχία την ώρα που περνάει το σίδερο από πάνω της, τίποτε δεν χάρισες στο πετσί σου.

 

Να μπορούσε να με διαβάσει το πιτσιρίκι που γαζώνει τα στριφώματα στον έκτο όροφο σ΄ένα γκρεμούλι στη Ντάκα, θα με γάζωνε και μένα και το πουκάμισο και τις ηλίθιες τις λέξεις μου μ’ όποια βελόνα και κλωστή έβρισκε πρόχειρη. Δωρεάν θα το ‘κανε. Κερασμένο στην ψυχή του.

Κανείς δεν καταδέχτηκε να γράψει στιχάκια για τις Gloomy Tuesdays, αυτό το αναλφάβητο θα τα κένταγε κιόλας….

δευτεριάτικο ξύπνημα

polaroid

Του ‘στειλε sms λίγο μετά τις εφτά το πρωί, «δεν έχω αυτοκίνητο σήμερα, θα ΄ρθεις;». Λατρεμένο αυτοκίνητο, τρεις μέρες περπατούσε, δυο έμενε ακίνητο λόγω γήρατος. Λεφτά για συνεργεία δεν της περίσσευαν, με δυσκολία φτάναν για ασφάλειες, δεκάρικα βενζίνης και τέλη. Άλλωστε μόνο για την πόλη το είχε, άντε και για καμιά κοντινή θάλασσα το καλοκαίρι, όπου πάντα βρίσκεται κάποιος φιλεύσπλαχνος να σε γυρίσει πίσω, ειδικά όταν κοντεύεις στα σύνορα των πρώτων -ήντα μόνη και με τέτοιο σώμα για διαβατήριο. Στις οκτώ παρά είκοσι την περίμενε κάτω από το σπίτι της κοιτάζοντας -με βλέμμα αδειανό- ψηλά προς τον δεύτερο, μακαρίζοντας τον άγνωστο τυχερό που θα έμπλεκε τα πόδια του με τα δικά της και το στόμα του με το λαιμό της. Αυτές οι σκέψεις κρατάνε συνήθως λίγα δευτερόλεπτα, τις σκοτώνεις πριν αρχίσεις να σκέφτεσαι ψηλότερα από τα γόνατα και τελειωμό δεν έχουν μετά τα μπλεξίματα. Στις οκτώ παρά τέταρτο την είδε να περπατάει προς το μέρος του φορώντας ένα τζιν και μια λεπτή ζακέτα με κουμπιά, κρύωνε, φαινόταν καθαρά πάνω στο ύφασμα. Οι πρωινές ψύχρες είχαν ήδη αρχίσει μετά τα εννιάμερα της Παναγίας και σκότωσαν μέσα σε μια νύχτα τα γυμνά γόνατα. Γι αυτή τη σφαγή, γι αυτή την άγρια νύχτα δεν έγραψε ποτέ κανείς, καμιά Ιστορία δεν ασχολήθηκε, καμμιά ημερομηνία δεν κατοχυρώθηκε.

Κάθησε δίπλα του και καλημερίστηκαν μάλλον τυπικά, εκείνη κατέβασε το καθρεφτάκι και κοίταξε αν το κραγιόν της ήταν αρκετά υπάκουο. Κι εκείνος κοίταξε λοξά, διακριτικά, όσο μπορούσε. Ωραία χείλια, γεμάτα, κρεατένια, χείλια-παγίδα, αν έπεφτες μέσα τους δύσκολα ξανάβγαινες μα δεν είχες και λόγο να βγεις, σκέφτηκε ανακουφισμένος με μια τόσο θετική σκέψη. Ξαναμακάρισε τον τυχερό που τα εξερευνούσε. Λέξη δεν της έπαιρνες, μα αποκλείεται το σπίτι να έμενε άδειο κάθε βράδυ. Όταν εκείνη είπε «χάλια είναι τα χείλια μου, μάλλον φταίει ο καιρός που άλλαξε» δεν απάντησε, αφηρημένος, χαμένος και βαθιά χωμένος μέσα τους. Ούτε όταν τον ρώτησε «τι έκανες τελικά με τα συντάξιμα; το ξανάψαξες;» την άκουσε, απάντησε όμως στην ερώτηση -δεν δυσκολεύτηκε να καταλάβει πως ερώτηση ήταν- με ένα «όχι» και σταμάτησε στο τρίτο -ήδη- κόκκινο φανάρι της Δευτέρας, μέσα σε λιγότερο από μισό χιλιόμετρο. Στις ζέστες, τότε που τα παντελόνια μένουν μουτρωμένα από την εγκατάλειψη στις κρεμάστρες τους, το κόκκινο ήταν ο σύμμαχός του. Ο καλύτερος φίλος του. Συνωμοτούσε, θαρρείς, με τα μάτια του για να τα χορτάσει με ωραίο δέρμα και γυαλιστερά πόδια -που αν ο παράδεισος έβγαινε σε κρέμα σώματος, έτσι και καλυτερα θα μύριζαν – πρωινιάτικα. Τώρα τίποτε περισσότερο από μια παραπανίσια καθυστέρηση, αχρείαστη, ανώφελη, εκνευριστική.

Άναψε το πράσινο. Τον ρώτησε αν πήρε την Παρασκευή τις αιματολογικές του, «τις πήρα» είπε, «και; με το τσιγκέλι θα στα βγάζω;», «τα γνωστά, λίγο πάνω, λίγο κάτω, μεγαλώσαμε και δεν βγαίνουν πάντα ακέραιες οι πράξεις». Tα γαμημένα τα μαθηματικά των γκρι και αποψιλωμένων κρανίων. Πουθενά δεν τα διδάσκουν αυτά, μόνο ολοκληρώματα, συναρτήσεις, αξιώματα, θεωρήματα πληρότητας και πραγματικά κλειστά πεδία. Παιδεία σου λέει μετά. Τυφλά τα στέλνουν τα άμοιρα αγόρια στους λαβύρινθους όπου δεν τα περιμένει μόνο ένας Μινώταυρος. Και η μυθολογία για τα μπάζα.

Περνώντας το τελευταίο φανάρι ενδιαφέρθηκε -πολύ χλιαρά, είναι αλήθεια- να μάθει αν ξεμπέρδεψε με τα χαρτιά του ΙΚΑ, του είπε «μέσα στη βδομάδα μάλλον, μου λείπει ένα». «Μακάρι να κάνεις χρόνια να το βρεις» σκέφτηκε από μέσα του αλλά η γλώσσα του βιάστηκε να δείξει ποιος είναι το αφεντικό στο σπίτι, «εντάξει, πες ότι τέλειωσες κιόλας». Εδώ και χρόνια μυαλό και γλώσσα ήταν μαλωμένα, όσες προσπάθειες κι αν έκανε να τα μονιάσει στάθηκαν μάταιες. Ο πιο αποτυχημένος διαπραγματευτής όλων των εποχών. Αν μοιράζαν βραβεία γι αυτό, δικά του όλα, πρώτα, δεύτερα, τρίτα, τιμητικά, όλα.

Στη μεγάλη ευθεία με τα πλατάνια, βουνό τα φύλλα δεξιά κι αριστερά και παντού, σα να είχε η άσφαλτος ηπατίτιδα και ιλαρά μαζί. Ακούμπησε το κεφάλι της στο τζάμι αλλά δεν την άκουσε να λέει «όμορφα είναι εδώ» γιατί εκείνος είχε ήδη βάλει όπισθεν -χωρίς την παραμικρή τύψη- προς τον Ιούλιο και  τους καθαρούς από φύλλα δρόμους, τα γυμνά γόνατα, τα αφηρημένα κουμπιά στα πουκάμισα, μακριά από ΑΜΚΑ, κοινόχρηστα, πρωτογενή πλεονάσματα, ένσημα, ουρίες και τριγλυκερίδια.

ο κόσμος του

Clifford Harper of a man writing at a desk

 

Ξέρω έναν άνθρωπο που είχε χάρισμα με τις λέξεις. Τον κοιτούσαν με τις ώρες, σαν υπνωτισμένες, στα μάτια. Τεντώναν -όπως τα κορίτσια του Newton- το κορμί τους, σαν τον βλέπαν ν’ ανοίγει το word. Σκουντιόντουσαν για να φτάσουν δίπλα του, να του πουν «εδώ είμαι». Του κάναν όποια μα όποια χάρη τους ζήταγε. Ήταν πολλές που εξαφανιζόταν απ΄ την οθόνη πριν καν τους το ζητήσει, σαν καταλάβαιναν πως δεν ήταν αντάξιες αυτού που περίμενε. Ερχόταν στο μυαλό του όσο καθαρές ή βρώμικες εκείνος ήθελε. Ξαπλώναν μπροστά του -με σκέλια και στόματα ανοιχτά- δυο, τρείς, πενήντα ή εκατό μαζί, χωρίς να βαρυγκομήσουν, ποτέ. Και μετά τις έστελνε σε μας. Πεσκέσια πανάκριβα.

Να πω ότι ήταν οι πουτάνες του δεν τολμώ. Μα μυαλό και μάτια για άλλον -το βλέπαμε, το νιώθαμε- δεν είχαν.

Κάποια μέρα, χρόνια μετά, αποφάσισε πως δεν θα τις ξαναστείλει εκεί έξω, στους πέντε δρόμους. Διάλεξε μετρημένους στα δάχτυλα ανθρώπους, τις έντυσε με τα καλά τους -και γυμνές να τις έστελνε, εκείνοι θα τις καλοδεχόντουσαν, αφού ήταν δικές του λέξεις- και τις άφησε στην πόρτα τους. Και χωμένες μέσα στα μυαλά τους.

Αν δεν είσαι μέσα σ’ αυτούς μη ψάχνεις άδικα. Άλλες -κάθε ράτσας- θα βρεις να τριγυρίζουν, τις δικές του δεν.

Αυτή είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που οι λέξεις τον ποθούσαν πολύ. Κι αυτός τις άφησε να φύγουν ώστε να μείνουν για πάντα κοντά του.

ένα -κάπως απρόθυμο- καλωσόρισμα

september_road_by_noisecraft-d5dzx48

 

Βγάζοντας απ’ το μυαλό και το διάβα σου μια σειρά «αν δεν» (που σ΄αναγκάζουν να λοξοδρομείς, ν’ αλλάζεις μονοπάτι ή να κοντοστέκεσαι αλαφιασμένος ώσπου να το πάρεις απόφαση ότι πίσω δεν έχει), αυτοί οι δυο μήνες που έπονται μπορεί και να ‘ναι η ωραιότερη διαδρομή.

Αν δεν σου κλείνουν το δρόμο λόφοι λογαριασμών που άξαφνα γίνονται βουνά απροσπέλαστα, μικρά και μεγάλα παιδιά σε κλειστά ή ανοιχτά σχολειά, μέρες που το φως κλείνει την πόρτα πίσω του απ’ τις πέντε το απόγευμα (μερικές φορές που τα σύννεφα το τρομάζουν φεύγει και νωρίτερα), τζούφιες αργίες που δεν σε υπολογίζουν μέσα τους, σαββατοκύριακα που περνάνε σαν TGV μπρος απ΄τα μάτια σου. Αν δεν σ’ ενοχλεί ότι ψάχνεις στην αρχή το σεντόνι (και μετά τις λινές κουβέρτες, πριν υποταχθείς στα παπλώματα) τις νύχτες και κάτι να ρίξεις στους ώμους για προστασία νωρίς το πρωί ή αργά το βράδι. Αν δεν νοτίζει το μέσα σου η πρώτη βροχή που δεν μοιάζει καλοκαιριάτικη και σε στέλνει για στέγνωμα στην απλώστρα που φιλοξενεί τις –έτοιμες για αποκαθήλωση στο πατάρι της ντουλάπας- πετσέτες που ξάπλωσαν πλάι σε θάλασσα και γυμνό δέρμα και φέτος. Λίγο ή πολύ, ξάπλωσαν πάντως. Δεν το λες και λίγο για μια ταπεινή πετσέτα αυτό.

Ως και οι μούζικες ακούγονται αλλιώς. Έρχονται με κάλτσες, πουλόβερ και χοντρά παπούτσια , δύσκολο να σε πείσεις μετά να ξεγυμνωθείς μπροστά τους.

Μια στοίβα από «αν δεν», κάθε χρόνο -τέτοιαν εποχή- εκεί. Κι εσύ πάλι στο δρόμο, απέναντί τους. Ή αυτά απέναντί σου, όπως το δεις. Αλλά στο δρόμο, ξανά. Που μπορεί να μη μοιάζει στάλα μ΄αυτούς τους ωραίους κιτρινοκόκκινους φιδίσιους που ποζάρουν φιλάρεσκα σε αφίσες και σε screensavers και σε εικονίτσες καρφιτσωμένες πάνω σ’ ευαίσθητους τοίχους στο φέισμπουκ. Πιο πιθανό να είναι ένας μουντός μονόχρωμος, μα είναι δρόμος που περπατάς πάνω του, ακόμη ένα φθινόπωρο. Δεν το λες καθόλου λίγο αυτό.

a short farewell to a very short summer

27538999

 

Δεν πρόλαβα να κάνω πολλά πράγματα αυτό το καλοκαίρι. Μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι ότι δεν λαχτάρησα και πολλά. Τρομαχτική αλήθεια, έστω κι ανάπηρη. Να ράβεις τα «θέλω» σου όλο και πιο στενά και να πεινάς, να λιμοκτονείς για να χωρέσεις μέσα τους. Ίσα ίσα για να ΄χεις το φτηνό άλλοθι πως δεν φταις εσύ αλλά ο Ιούλιος κι ο Αύγουστος που πήγαν απ΄το XL στο XS.

Διάβασα λίγο. Λιγότερο από κάθε άλλη φορά, τέτοιαν εποχή. Αδυναμία συγκέντρωσης. Άλλα γράφει ο φιλότιμος συγγραφέας, άλλα καταλαβαίνω εγώ. Συνήθως δεν καταλαβαίνω. Την τελευταία  ιστορία –το Blue Strange Colour– τη διάβασα απέναντι από θάλασσα, την ώρα που ο ήλιος έγινε στάχτη και βγήκαν τα πρώτα άστρα, μετά στάχτη κι εγώ, πίσω στο αυτοκίνητο, ραδιόφωνο στη διαδρομή. Αν ήμουν σίγουρος πως θα ΄μενα ατιμώρητος, θα ‘θελα να κάψω ζωντανά όλα τα ραδιόφωνα που κάνουν τις άσχημες διαδρομές της επιστροφής να μοιάζουν ακόμη πιο αποκρουστικές.

Από το πρωί της Παρασκευής μέτραγα στις γειτονιές μια στρατιά από ιδρωμένους πατεράδες και μανάδες να ψάχνουν να βρουν το χόλι γκράαλ τους μέσα σε ένα σωρό από «Ενοικιάζεται στούντιο» και «Ενοικιάζεται δίχωρο, επιπλωμένο». Ήθελα να πάω κοντά τους να ρωτήσω αν άκουσαν ποτέ το Autumn και το Birds του Hammill κι αν δεν τα άκουσαν να τους τα μεταφράσω, αν θέλαν. Συγκρατήθηκα, δεν είναι λογικό να τρομάζεις ανθρώπους που φεύγοντας θα φοβούνται πως άφησαν μονάχα τα παιδιά τους σε μια πόλη με τρελούς.

Το καλοκαίρι το κηδέψαμε στο μπαλκόνι, αποχαιρετώντας το με ένα Gewürztraminer των εφτά ευρώ κι ένα Chardonnay του Μοndavi. Στο τέλος το ραντίσαμε με μισό μπουκάλι Skinos, που περίμενε στην κατάψυξη υπομονετικά τη σειρά του, ώσπου να λιγώσουμε. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα ο Μιχάλης είπε «κάτι ξέχασες», τίποτε δεν είχα ξεχάσει. Εξόδιος ακολουθία χωρίς το Monument δεν γίνεται.

 

Στην επόμενη ζωή μου θα γεννηθώ μια χορδή στα δάχτυλα του Robin Guthrie.

♪♫