31/5/2011

Στα μέρη μου ο Μάιος φεύγει ακριβώς όπως ήρθε. Μαλωμένος με τον ήλιο. Υγρός, σκοτεινός, ψυχρός, ευτυχώς όχι ανάποδος, δεν θα το άντεχα να γυρίσω προς την πρωτομαγιά και μετά Απρίλη και ξανά μανά κοινόχρηστα.

Ουρανός δεν φαίνεται έξω. Σίγουρα θα υπάρχει κάπου από πάνω μας αλλά τώρα μόνο ένα σταχτί σεντόνι βλέπω, δέκα μέτρα απ΄την άσφαλτο. Όποιος βάζει στο πλυντήριο τον ουρανό και τον βγάζει μετά να τον απλώσει με τέτοιο χάλι, είναι πολύ λέτσος. Τον ουρανό τον πλένεις στο χέρι, δεν τον ταλαιπωρείς μέσα σε κάδους και σε στεγνωτήρια.

Oδηγώ πάνω σε ένα ποτάμι με βρώμικα νερά. Τα ίδια κόλπα έκανε κι ο Χριστός αλλά αυτός πεζός. Εγώ πόδια δεν βρέχω.

Εδώ πάνω τα ραδιόφωνα παίζουν τα ίδια και τα ίδια. Πρωινές φτήνιες. Μετά θα παίξουν μεσημεριανά ανύπαρκτα για να καταλήξουν στα νυχτερινά τίποτε. Θέλει πίστη σ’ αυτό που κάνεις για να είσαι τόσο χυδαία αδιάφορος.

Δεν θέλω να γράψω λέξη για τις πλατείες, τις παρουσίες, τις απουσίες, τις συναινέσεις, τις εκταμιεύσεις, τις πτωχεύσεις, τις αποταμιεύσεις, τους έλληνες, τους αλλοδαπούς, τους ευρωπαίους, τους καλούς, τους κακούς, τους θυμωμένους, τους αγανακτισμένους.  Διάβασα τόσες πολλές λέξεις αυτές τις μέρες που νομίζω πως έγινα κατά τι σοφότερος. Όχι πολύ, μόνο τόσο όσο να είμαι ακόμη μετέωρος ανάμεσα σ’ αυτό που κάνω και σ’ αυτό που δεν κάνω. Στο τέλος κερδίζει πάντα αυτό που δεν σκέφτηκα. Ετούτη είναι η ευλογία και η κατάρα ταυτόχρονα των μετρίων ανθρώπων που -όπως στο ‘χω ξαναπεί- έχουν το δικό τους θεό, κάποιον που υπήρξε στα νιάτα του αρκετά αδύναμος για να κατανοεί τη σημερινή μας σύγχυση αλλά και μεγαλόθυμα βαριεστημένος πλέον για να μπορεί εύκολα να μας συγχωρεί τα μπρος-πίσω, τα μαύρο-άσπρο, τα ογκώδη «ίσως».

Ένα, δυο χρόνια πριν όταν πλησίαζε το καλοκαίρι έγραφα για ο,τι μου ‘ρχόταν πρώτο στο μυαλό. Όσο περίεργος άνθρωπος κι αν είμαι, ανέκαθεν σεβόμουν τις προτεραιότητες. Χτύπησες πρώτο κουδούνι στο κεφάλι μου, πρώτο θα κατρακυλήσεις στα δάχτυλά μου και μετά στο πληκτρολόγιο. Αν κάτσω και σκεφτώ τώρα ότι εκείνες οι λέξεις μυρίζαν στην πλειοψηφία τους φρέσκον ιδρώτα, κραγιόν στις άκρες των τσιγάρων, πεινασμένα χείλια, χαραμάδες σε μισάνοιχτα πόδια, τσαλακωμένα σεντόνια, φλύαρες ματιές με κλειστά στόματα, πρόθυμα στήθη, διψασμένο αφαλό, υγρά εσώρουχα, άρωμα γυναίκας με λίγα λόγια, είναι προφανές πλέον ότι I’m not the man I used to be. Δεν ξέρω αν θες να το πεις καύλα αυτό που λείπει, δεν ξέρω αν θες να το βαφτίσεις αγάπη, μπορεί να είναι και τα δυο, μπορεί κανένα, ιδέα δεν έχω. Ξέρω μόνο ότι με όσα έπονται ακόμη και η καύλα, ακόμη και η αγάπη θα έχουν αυξημένο ΦΠΑ και μειωμένη ζήτηση…κι αυτήν την πτώχευση φοβάμαι πως θα τη συναντήσουμε πρώτη πρώτη στη διαδρομή -μέσα από ένα σακατεμένο καλοκαίρι- προς την επόμενη άνοιξη.

————–

painting : Alyssa Monks

το τρένο της ληγμένης βαφής

Όταν παίρνω διπλή δόση xozal αυτά παθαίνω, βλέπω Ιστορίες εκεί που δεν υπάρχουν, γράφω για χτένες ενώ ο κόσμος καίγεται. Ο αλλεργιολόγος μου το είχε ξεκαθαρίσει άλλωστε, ορθά κοφτά : «με το που ξεκινάς να τα παίρνεις κομμένο το αλκοόλ, η οδήγηση, το σεξ  και το βλόγιν».

Δεν ξέρουν απ’ αυτά οι γιατροί, όλα κόβονται, το σεξ όχι.

Έβλεπα τις προάλλες την αφίσα από τη συναυλία των ντιπέρπλ με τον Βασίλη. Λάθος έκανα. Με το κατάλληλο αντιαφροδισιακό και το σεξ κόβεται. To λέγαν και οι Virgin Prunes σαν ήμουν νέος, If I die, I die. Oύτε μετά θάνατον ζωή, ούτε δεύτερες και τρίτες ευκαιρίες, ούτε forever young, οι Dorian Gray πέθαναν μαζί  με τον Όσκαρ και την πρώτη εξέταση για PSA, όσα μαύρα τι-σερτ κι αν φορέσουν, όσο σφιχτοφρύδικα κι αν κοιτάξουν το άπειρο ή το φακό την ώρα που ο Basil Hallward τους κάνει το πορτρέτο.

Tέτοιες στριφνές και δύσκολες μέρες, strange days, sour times, όπως θέλεις βάφτισέ τες, όλα δικαιολογούνται όμως. Ακόμη και το να γράφεις εξυπνάδες για πεθαμένες ορμόνες. Όσο εξακολουθούν να υπάρχουν  κάποιοι που βιώνουν εφηβικά ή προκλιμακτηριακά déjà vu με τα child in time και τους θερμαστές απ’ το τζιμπουτί, η γνώμη μου περισσεύει. Άλλωστε ο βασανισμένος και πνιγμένος έλληνας που ζητάει ένα σωσίβιο ρεφρέν αυτές τις σκληρές εποχές, ακόμη κι απ’ τα μαλλιά πιάνεται. Κι ας είναι αραιά, κι ας είναι ταλαιπωρημένα πιά κι αυτά απ’ την ανελέητη βαφή του χρόνου.

Τουλάχιστον, σκέφτομαι,  ο Ian συμβιβάστηκε με την ιδέα πως το τρένο πέρασε.  Στα εξηνταέξη σου υπάρχει ζωή -και χρώμα, έστω γκρι, έστω άσπρο-  κι έξω απ’ αυτό…

έντεκα εκατομμύρια Ιστορίες

Έβλεπα αυτή την εικόνα και στο μυαλό μου, που ομολογώ κουράστηκε να επεξεργάζεται πιθανά κι απίθανα σενάρια, ήρθαν ο Όργουελ, ο Μπάλαρντ, ο Άλαν Μουρ, ο Μπράντμπερι (αυτός δεν ξέρω γιατί, μπαλαντέρ είναι), ο Χάξλει,  επειδή είμαι ολίγον ντράμα κουίν όταν παίρνω τα αντιισταμινικά μου σκέφτηκα ως και τον Αιζενστάιν και τον Κιούμπρικ, θα μου πεις πού κολλάει αυτός, θα σου πω ότι αυτή την εικόνα την έχω δει εκατό φορές, έχω δει να βουλιάζουν σιγά σιγά αυτά τα φωτισμένα ντουβάρια απέναντι και να ορθώνεται στη θέση τους ο γνωστός μονόλιθος με το πλήθος να στέκει εκστασιασμένο και μόλις συνέλθει απ’ το σοκ, το δέος, το όπως θες πες το, τη μια να πέφτει στα τέσσερα σαν να βρίσκεται φάτσα με την Κάαμπα, την άλλη να τρέχει αλαλάζοντας για να τον αγγίξει και να χορεύει τριγύρω του ακούγοντας Orbital (ο,τι θέλει ας χορεύει αρκεί να μην ακούει άλλον Μπακαλάκο και Βασίλη) ενώ η βροχή θα πέφτει επί μήνες πάνω στα κεφάλια τους γιατί στα καλά τα θρίλερ ήλιος δεν βγαίνει ποτέ παρά μόνο την ώρα της κάθαρσης, ξαναδές το seven και θα με θυμηθείς, σ΄εμάς η κάθαρση θ’ αργήσει γιατί ο αρχιερέας της έχει αυτοκτονήσει από ανία περιμένοντας, μπορείς πάντα βέβαια να ελπίζεις ότι αντί για έναν αρχιερέα θα βρεις χίλιους απλούς κληρικούς που θα βάψουν τα χέρια τους με αίμα δικαίων και αδίκων, τώρα δεν ξέρω γιατί αλλά θυμήθηκα πάλι το Wicker Man που δεν είχε πολύ αίμα αλλά είχε μια ωραία φωτιά στο τέλος, εντελώς ντράμα κουίν, να δεις που σε λίγο θα φανεί και κανένα διαστημόπλοιο να προσγειώνεται εκεί απέναντι απ’ τα τεντωμένα χέρια (δεν αποκλείω να αποδειχθεί διαστημόπλοιο και το φωτισμένο κτίριο), μετά τα ξέρουμε, ανοίγει η ράμπα, πέφτει άσπρο φως έξω, το πλήθος χάνει τη λαλιά του και το φως του για ένα λεπτό και μόλις συνέλθει απ’ το σοκ, δέος, όπως θες πες το, βγαίνουν ένας ένας και οι τριακόσιοι -με σημαιοφόρο τον κάρολο- απ’ τα φωτισμένα ντουβάρια και λένε «μάγκες ως εδώ ήταν, άλλον εξευτελισμό από σας τους εξυπνάκηδες δεν τον αντέχουμε, βγάλτε τα πέρα μόνοι σας τώρα», ανεβαίνουν τη ράμπα και μη τους είδατε ξανά, μετά δεν ξέρω τι ακριβώς λέει το manual αλλά χωρίς βαρβάρους δουλειά δεν γίνεται, καθόλου σωστό δεν είναι βέβαια να τους τσουβαλιάζεις και τους τριακόσιους αλλά ούτε οι Πέρσες ρώτησαν στις Θερμοπύλες «θέλει κανείς να πάρει την υπηκοότητα; όποιος θέλει να σηκώσει το χέρι του», πρώτα τους σφάξαν όλους και μετά σκέφτηκαν «μαλακία κάναμε, θα μας γαμήσει ο Αλέξανδρος τώρα», έτσι είναι η Ιστορία, αν την ξέρεις από πριν είσαι πιο σοφός μόνο που εδώ μπλέξαμε με έντεκα εκατομμύρια διαφορετικές Ιστορίες και ούτε sos θα προλάβουμε να διαβάσουμε, ούτε τη μισή ύλη να βγάλουμε αφού δεν αποφασίσαμε ποτέ (όχι τώρα, όχι σήμερα, εδώ και τριάντα, σαράντα,πενήντα χρόνια) ότι αντί να διαβάζουμε εκατομμύρια παλιές εκδοχές, καλύτερα να γράψουμε μία καινούρια. Μετά ξύπνησα. Διπλό Xozal δεν ξαναπαίρνω.

Ο δάσκαλός μου στο Δημοτικό, μου είχε πει «ακόμη κι αν δεν ξέρεις τι θέλεις να γράψεις, να αρχίζεις ή να τελειώνεις τις εκθέσεις σου με κάτι εντυπωσιακό, με τα λόγια κάποιου σπουδαίου, η πρώτη εντύπωση μένει αλλά και την τελευταία δεν την ξεχνάς». Ο Ελύτης λοιπόν είχε γράψει «να είσαι η άμμος κι όχι το λάδι στα γρανάζια του κόσμου». Καλά είπε. Τέτοια ωραία θέματα μας δίναν να γράφουμε παλιά και βγήκαμε ολοκληρωμένες προσωπικότητες, σήμερα με πάσχο τι απαιτήσεις να έχεις απ’ τη νέα γενιά;

Aν ο διορθωτής διαβάζει Καθημερινή, να δεις που θα με βγάλει εκτός θέματος. Αν διαβάζει Ριζοσπάστη θα με βγάλει κι απ’ την αίθουσα.

Μαρία, πόσες δραχμές θα κάνει ένα κουλούρι ;

η τέταρτη ταφή του Δημήτρη Παπαδόπουλου

Τον Δημήτρη Παπαδόπουλο τον έθαψε χτες ο Δημήτρης Παπαδόπουλος.

Εκείνος που παίζοντας με λεξούλες, εξυπνακισμούς, ειρωνείες, αφορισμούς, μηδενισμούς και ακκισμούς με άλλους ομοίους του, έβγαλε -έχοντας έτοιμη εκ των προτέρων- την ετυμηγορία : οι πλατείες είναι για πιο σοβαρά πράγματα, όχι για συγκεντρώσεις άχρωμων, αμήχανων, άνευρων, απολιτίκ που ούτε παλμό, ούτε πάθος, ούτε αληθινή οργή κρύβουν μέσα τους. Κρύβουν όμως χρυσαυγίτες, γκαραντί.  Άσε που έχουν και χρυσούς χορηγούς από πίσω.

Από αύριο οι πλατείες στους τσολιάδες, τα σιντριβάνια και τα περιστέρια τους. Και τα απολιτίκ υποκινούμενα θύματα πίσω στους καναπέδες τους. Να κάνουν χώρο για να περάσουν οι μπαρουτοκαπνισμένοι.

Βέβαια για να λέμε και του ξινού ένορκου το δίκιο, ο Δημήτρης Παπαδόπουλος δεν χρειαζόταν το Δημήτρη Παπαδόπουλο για να τον θάψει. Θάβεται μια χαρά και μόνος του. Όταν διαβάζεις «ξυπνήσαμε και θα σας πιούμε το αίμα», «έτσι αποκαθηλώνονται τα καθεστώτα και πέφτουν οι χούντες»,  «ήρθε η ώρα, πλησιάζει» και «σήμερα πεθαίνει η κυβέρνηση του Μνημόνιου» καταλαβαίνεις το μέγεθος και την φύση του ελληνικού προβλήματος : καθένας χολερικός Δημήτρης Παπαδόπουλος κρύβει κι έναν επικό Δημήτρη Παπαδόπουλο μέσα του. Μπορεί και δυο, μπορεί και τρεις.

Την επόμενη φορά θα πάρω τον δικό μου Δημήτρη Παπαδόπουλο και θα πάμε παρέα πλατεία. Χωρίς «ναι μεν αλλά», χωρίς χρυσαυγίτες, χωρίς εισαγωγικά, χωρίς πανώ χορηγών  και «χωρίς αυταπάτες προπαντός», όπως λέει κι ο φίλος μου ο Καρτέσιος. Κυρίως χωρίς αυταπάτες.

οι τρεις ταφές του Δημήτρη Παπαδόπουλου

Μας τσουβάλιασαν πάνω σε ένα μουλάρι -αγορασμένο με δανεικά κι αυτό- και μας παιδεύουν τριγυρνώντας μας δεξιά κι αριστερά προσπαθώντας να βρουν την πιο βολική χωματερή για να μας αμολήσουν εντός της. Βρωμάμε εμείς, βρωμάει κι αυτή, μικρή ζημιά. Δυο βρωμιές πάλι βρωμιά κάνουν, μη περιμένεις θαύματα, δεν υπάρχουν Γκρενούιγ της πολιτικής, αυτοί-άλλωστε-βρωμάνε πιο πολύ απ’ όλους.

Το ξανάδες αυτό το έργο; με άλλους, ναι. Όχι με σένα συσκευασμένο όμως. Αν είχες αμφιβολίες, απο χτες θάψτες κι αυτές, ένα μουλάρι θα βρεθεί για όλους, έχουν απόθεμα από μουλάρια, πρόβλεψαν. Τι νόμιζες δηλαδή, ότι θα σε αφήσουν τζανκ φουντ για τα ξένα όρνια με τις γραβάτες, τους δείκτες, τα σπρεντς, τις εκταμιεύσεις και τα επιτόκια; όχι ρε, είναι πονετικοί οι δικοί μας, είναι ο Τομι Λι Τζόουνς, μιλάμε την ίδια γλώσσα, γνωριζόμαστε καλά, φόρους για το μουλάρι πλήρωσες, θα ξαναπληρώσεις, τους ψήφισες, τους υπηρέτησες, τους έγλειψες, σε γλείψαν όσο σε χρειαζόταν, τους ανέχτηκες, σε κανάκεψαν, δεν είναι άκαρδοι να σε παρατήσουν καταμεσής του δρόμου, αν χρειαστεί θα κατέβουν κιόλας απ’ το δικό τους μουλάρι για να σπρώξουν το δικό σου που κάνει πείσματα, μπορεί και να πάνε με τα πόδια αυτοί αρκεί να σε πάνε ως τη χωματερή. Θέμα αλληλεγγύης είναι. Ζήτημα τιμής. Θα σε θάψουν κανονικά, χωρίς πολλές πολλές παράτες, ίσως όχι με την πρώτη, ίσως αργήσουν λίγο να σε παραχώσουν, ίσως βρωμίσεις κι άλλο, αλλά θα σε θάψουν. Σιγά σιγά σε πάνε, για να μη τρομάξουν οι άλλοι που ζουν ακόμη. Λίγο χρόνο ψάχνουν και το κατάλληλο μέρος. Απ’ όλα μπορεί να είναι,  αδίστακτοι, ανόητοι, κακοί ηθοποιοί, χυδαίοι, ψεύτες, υποκριτές, ανίκανοι, καιροσκόποι.  Αχάριστοι όμως όχι.

Ωραίες είναι οι μαλακιούλες περί πίστης στις δυνατότητες της φυλής, περί αγώνα με αίσιο τέλος και περί αισιοδοξίας. Αρκεί να θυμάται κανείς που και που ότι η αισιοδοξία δεν είναι χρόνιο νόσημα. Ίωση είναι. Έρχεται, φεύγει. Μαζί με τους λογαριασμούς, τις ειδοποιήσεις απ’ τις τράπεζες, το «μπαμπά έχεις πέντε ευρώ για σήμερα;». Πόλεμος είναι, this is not a drill όπως λένε και στις ταινίες, τέρμα τα άσφαιρα και οι προειδοποιητικές βολές. Στο ψαχνό βαράνε. Πέρυσι οι παπούδες βγάζαν ένα πενηντάρικο να χαρτζιλικώσουν τα παιδιά δυο φορές το χρόνο, από φέτος ο χρόνος είναι λειψός, το χειμώνα τα πενηντάρικα θα αλλάξουν διαδρομή. Όσο υπάρχουν πενηντάρικα και παπούδες. Πέφτω να κοιμηθώ και βλέπω εφιάλτες, τα παιδιά μου με γκρίζα μαλλιά να ζουν ακόμη στο διπλανό δωμάτιο, να πηγαίνω να τα ρωτάω «θέλετε να σας φτιάξω κάτι να φάτε;» και να μου απαντάνε «όχι, μια χαρά είμαστε». Μια χαρά.

Μόνο μια σκέψη με παρηγορεί. Λίγο. Αλλά απ’ το ολότελα μπορώ να πορευτώ και μ’αυτό το λίγο. Το οτι κάποια στιγμή όσοι κατορθώσουν να μείνουν πίσω γλιτώνοντας το τσουβάλιασμα, θα μπορέσουν με μάτι που γυαλίζει να πουν -για λογαριασμό κι όσων κουφαριών στολίζουν τις χωματερές- «μαζί τους κάψαμε». Με κ , όχι με θ. Ζωντανοί, λιγότερο ζωντανοί ή αποθαμένοι να τους κάψουμε κανονικά, χωρίς τιμές, ίσως όχι με την πρώτη, ίσως όχι αμέσως, ίσως αργήσουμε να βρούμε καλά φρύγανα για προσάναμμα, ίσως βρωμίσουν κι άλλο στο μεταξύ, αλλά να τους κάψουμε. Δημοσία δαπάνη, κερασμένα απο μας. Απ’ όλα μπορεί να είμαστε, και μαλάκες και τεμπέληδες και βολεψάκηδες και p.i.g.s. και φυγόπονοι και ζήτουλες και ώπα και υπεράριθμοι και αντιπαραγωγικοί και καλοπληρωμένοι και διακοπάκηδες και μαύρα πρόβατα και μιάσματα και καναπεδάκηδες και ωχαδερφίστικα ζόμπι.  Αχάριστοι όμως όχι.

η άγνωστη και το αγνοούμενο ξ

 

                                                                                                                                                       Κυριακή, 22 Μαίου

αγαπημένο μου βλογ

σχεδόν καλοκαίργιασε, το καταλαβαίνω απ’ τα κοινόχρηστα

άρχισα να κσυπνάω πολύ νωρίς τις κυριακές, πριν καν οι παπάδες φορέσουν τα άμφια, σήμερα δηλαδή κσύπνησα νύχτα και μες στη σκέπση μου άναπσαν φώτα, δεν ηύρα πού ήταν το κουτί με τον καφέ και τα πήρα πολύ άσχημα που όλα τα τιμαρέβει χωρίς να με ειδοποιήσει, δεν την κσύπνησα μα την τιμώρησα αφήνοντάς την μόνη της στην άδεια κάμαρα, στ’ άδειο κρεβάτι,  για να ρίκσω την πίεση που σίγουρα πήγε δεκάκση άπλωσα την ώρα που κσημέρωνε ένα πλυντήριο με σκούρα, άμα προλάβω, άμα, θα βγάλω τα φυτά απ το διάδρομο έκσω στο μπαλκόνι να τα δει και ήλιος, όχι μόνο η Σεγκιούλ -η σφουγκαρίστρα της οικοδομής- , συρτά θα τα βγάλω γιατί αν ακούσω «κρακ» από τη μέση -σαν πέρσι- τους χάσαμε τους σπόνδυλοι, μετά θα γυαλίσω τραπεζάκια, καρέκλαι και κάγκελα, άμα προλάβω, άμα, θα ρίκσω ένα όρθιο πλύσιμο στα μπαλκόνια γιατί δεν θέλω να σέρνομαι στα τέσσερα σφουγκαρίζοντας σαν τη δούλα και να με προγκάν τα γειτόνια, αντάουμπντεντλι θα με σοδομίσει η αλλεργία μου με τόση γύρη και σκόνη και θα μεταμορφωθώ σε άνθρωπο-πασχαλίτσα, κσέχασα να δγιαβάσω το σημείωμα που άφησε για να βγάλω αποβραδίς τον κιμά απ την κατάπσυκση αλλά εφτυχώς το μεσημέρι με τραπεζώνει εκσω το αδέρφι μου και μετά επιστρέφω για τα μπίζνες ες γιούζουαλ, έχω να απλώσω κι ένα πλυντήριο λεφκά, με τα παπάτζω ck μπροστά μπροστά για να γυαλίσει το μάτι της κσινής απέναντι

ούτε χτες έφαγα σπιτικό φαΐ, ντάλα μεσημέρι πλακωθήκαμε στα τσίπουρα και στα σουτζούκια και στα τυροκαφτερά «κάτω», είχα καιρό να χτυπήσω κάρτα κι ο καφετζής έκανε λίγα μούτρα λέγοντας «απ’ τον επιτάφιο έχω να σε δω ρε» αλλά κσίδι είχε, ας έπινε, δυο καρέκλαι -μονίμων θαμώνων, ευγενών γερόντων- εκατέρωθεν της πύλης του καφενέ ήτο ντιπ κενές τιμής ένεκεν, ο ένας πέθανε την Πέμπτη και τον έτερον τον έθαπσαν στις δώδεκα, θεός σχωρέστους μποθ, το έπιασα το υπονοούμενο με τον επιτάφιο

αν και άνετα πίνουμε άνεφ αφορμής, ήπιαμε εις μνήμην αυτών και των μισθών μας και εις υγείαν μας και υπέρ υγείας των πέριξ ημών, ομοτράπεζων και ομόκλινων, για τους εχθρούς μας και τους κυβερνητικούς τους νυν και τους πρώην είπαμε «να πσοφήσουν οι γαμιόληδοι» και μετά το κάναμε πουέρτα ντελ σολ από την αγανάχτηση και τα μπινελίκια, εκεί που κόντεβε να πέσει η κυβέρνηση το κόπσαμε γιατί δεν κσέραμε τι λέει ο πάσχος επ’ αφτού και χωρίς καθημερινή καθοδήγηση δεν ξεκινάμε ούτε για κατούρημα, όχι επανάσταση

μετά ήρθαν δυο βούλγαροι με ένα ακορντεόν κι ένα κεσέ από γιαούρτι για τα τιπς, έπαικσαν ένα τακσίμι και μετά αρχίνησαν θλιβερό μπάλκαν σουίνγκ κι ένας από μας, ο πιο κσύπνιος, είπε «μπάστα γειτόνια, αν είναι να τις κόπσουμε τις φλέβες τις κόβουμε και με πλιάτσικα», οι υπόλοιποι τον κοιτάκσαμε λοκσά γιατί σιγά μη κσέρουν οι σμόλιαν τζίπσις τι είναι ο φίλιππας, κάτι τέτοια κσιπασμένα εφκολάκια κάνουμε με τους κσένους και δη τους καλλιτεχνικούς μετανάσται και κανείς δεν μας χωνέβει μετά

επειδή μερικά χαϊβάνια ηπγιαμε λίγο παραπάνω είπαμε να μη το κσανακάνουμε σύντομα γιατί χαΐρι δεν θα δούμε με τέτοια κσύδια, άμα είσαι πεντήκοντα το σκώτι σου νταλντίζει πιο έφκολα κι άμα μπλέξεις με ακσονικές πάει η βάρκα, μπάταρε

τρεις και δέκα ακριβώς πέρασε ανάμεσα μας, όπως ήμασταν σπαρμένοι σαν τους μαϊντανούς στις καρέκλαι, μια ωραία γυναίκα, μια άγνωστη με ωραία πόδγια και ωραίαι γόβαι και ωραίο κραγιόν και άλλα ωραία χαρίσματα μέσα και έκσω, κυρίως έκσω, και δεν μίλησε κανείς μας

κιχ

ούτε σ’ αφτήν μιλήσαμε γιατί σε άγνωστες που κουβαλάνε σακούλες με πσώνια που γράφουν ζάρα δεν μιλάμε, μόνο από μακς μάρα και πάνω, άμα είναι ιντιμίσιμι ή λα πέρλα σηκωνόμαστε απ’ τις καρέκλες και βαράμε προσοχή, άμα προλάβουμε, άμα

μετά όμως ήπγιαμε εις υγείαν και εκείνης και της άγνωστης αγαπημένης ενός εκάστου, όχι της επίσημης, της άλλης, που τόσα χρόνια είναι χαμένη

πάω να πσάκσω τον καφέ, πικρόν θα τον πγιώ, κσέχασα τι άλλο ήθελα να πω και να γράπσω καθώς κσάφνου μέσα στη σκέπση μου σβήσαν τα φώτα γιατί το παράχεσε η ΔΕΗ, ας περιμένουν και οι γυναίκες κι ο φύκος και οι φόροι κι ο ρεν κι ο μπιθικώτσης

άμα κσαναδιαβάσω εγώ Πετεφρή πριν κοιμηθώ, να μου τρυπήσεις το @

vinyl ντέιζ

Δίσκος εισαγωγής -απ’ τους ορθόδοξους, μέσα-έξω, όχι τους γιαλαντζή με φάκελο μόνο- σήμαινε ότι η πρωτευουσιάνα αδερφή του πατέρα μου θα έβλεπε τον επαρχιώτη φοιτητή ανηψιό της τουλάχιστον τρία Σάββατα το μήνα στο μεσημεριανό τραπέζι. Ίσως και καναδυό Παρασκευές. Ο,τι καιρό και να έκανε, ο,τι φαγητό και να έβγαζε στα πιάτα. Σφάζοντας στο γόνατο τον μηνιαίο προϋπολογισμό επειδή ο Ζήλος έσταζε καύλα για το Thirst των Clock DVA, όφειλα να γνωρίζω ότι δεν θα με τάιζε ο Ζήλος μετά. Ούτε ο μπαμπάς μου. Η αδερφή του όμως ήταν αγία γυναίκα κι ας μην έμοιαζε στη Ντέμπι. Έμοιαζε στη μπίγκ μάμα-Κας και μύριζε Tosca, κανείς δεν είναι τέλειος. Κανείς.

Μόνον ο Syd όταν τραγουδάει  I knew a girl and I like her still

Κυψέλη-Ακαδημίας και σερί Ακαδημίας-τέρμα Χολαργού. Λεφτά για τα εισιτήρια είχα πάντα φυλαγμένα γιατί ήταν μεγάλη ξεφτίλα να πεθάνεις από ασιτία τότε στην Αθήνα, σήμερα άνετα ψοφάς και δεν σε παίρνει χαμπάρι κανείς. Το 1981 ήταν τραγική χρονιά για το μπάτζετ μου, το φθινόπωρο ο Ζήλος παραληρεί για το Thirst, κυλιέται στα χώματα σαν επιληπτικός με το Deceit των This Heat και χύνει με τους Medium Medium και το Glitterhouse. Κι εγώ μαζί. Εκείνο το δίμηνο έφαγα τόσο ιμάμ θείας που έκανα πέντε χρόνια να μπορέσω να ξανακοιτάξω μελιτζάνα στα μάτια. Το 1981 ήταν η χρονιά του θανάτου του 815, της μελιτζάνας και του Guru Maharaj Ji. Kαι του μπαμπά του Γιώργου, μη ξεχνιόμαστε. Κανείς μπαμπάς δεν είναι τέλειος.

love hurts, love scars, love woundsμε κομμένη την ανάσα περιμένουμε το σόλο του Manny Charlton για να βάλουμε το χέρι κάτω απ’ τη μπλούζα της, χαμηλά, στα λακάκια της, εκεί που σφίγγει η φούστα

Κάποιον Ιούνιο εν μέσω εξεταστικής βρίσκομαι -μαζί μ’ αυτόν τον άγιο άνθρωπο που με πάντρεψε χρόνια μετά- σε ένα μεγαλοαστικό ρετιρέ (μεγαλοαστικά ήταν αυτά που για να βρεθείς από το χωλ στη βεράντα έκανες τρία λεπτά χρονομετρημένα) κάπου στου Παπάγου ή στην Αγία Παρασκευή, δεν θυμάμαι τόσο καλά σήμερα, δεξιά ή αριστερά απ’ τη θειά μου πάντως ήταν, ο δολοφόνος θέλει δεν θέλει εκεί τριγυρνάει. Η κόρη του ιδιοκτήτη του ρετιρέ φοράει λιβάις ψάθα κι ωραία κολώνια, δεν θυμάμαι τι, μιλάει σαν βλαμμένο, φέρεται σαν νευρωτικό. Κι ακούει Bob Seger και Jackson Browne. Tώρα που το ξανασκέφτομαι μπορεί και να ήμασταν στo Ντιτρόιτ κι όχι στην Αγία Παρασκευή. Το σπίτι μυρίζει κέικ, μπαντίντα και σερβιέτες με άρωμα χαμομήλι. Aν υπήρχε άρωμα χαμομήλι το ’82. Ξαφνικά νοσταλγώ τις μελιτζάνες και τους Theatre of Hate.

Και το παγωτό Άσος. Κασάτο. Με Nel Sole, σαρανταπεντάρι, στο σπίτι της Αρετής και της Μαρίας στη Θεαγένους Χαρίση, δεκάξη και δεκατρία αυτές, οκτώ εγώ, ήττα.

Diamonds, Fur Coat, Champagne. Με μια μεζούρα cocaine, λέει. Mα την παναγία, τόσο γυαλισμένο μάτι και λιγωμένη φωνή σαν του Vega δεν ξαναβρήκα. Άναβα ένα Κent και έβλεπα μέσα απ’ το σκοτεινό δωμάτιο πάνω απ’ τις κορυφογραμμές της Νάξου. Της κυψελιώτικης. Απέναντι κατεβασμένα στόρια, τραβηγμένες κουρτίνες, ψιλόβροχο, με βλέπω, είμαι εικοσιδύο, θέλω να βγω για να πάρω δυο μπίρες αλλά βαριέμαι να ντυθώ. Κάνω δυο τσιγάρα ακόμη, χριτς-χριτς, αλλάζω πλευρά, Harlem, μα την παναγία, μου τη δίνει αυτή η πόλη όταν βρέχει κι όταν τα λεφτά τελειώνουν κι όταν για τρίτη φορά με κόβει με τεσσάρι, το δωμάτιο μυρίζει καπνό και τηγανητά αβγά, για πότε ξανακούγεται το χριτς-χριτς ούτε που το καταλαβαίνω. Στα γυμνά βουνά πίσω αστράφτει. Θέλω μια μπίρα κι ας είναι χλιαρή. Μου λείπεις.

Love my way, it’s a new road. Αγάπη ρε. Αγάπη. Έστω και πτωχευμένη.

Μετράω τα χρήματα στην τσέπη. Δεν φτάνουν για Shure, δεν φτάνουν για Stanton, με δυσκολία αγοράζω την πιο φτηνή Pickering, να περισσέψουν και για βενζίνη. Έχει και ενσωματωμένο βουρτσάκι, μεγαλεία. Πίσω στο σπίτι περιμένει το Spillane. O Ζorn στο στομάχι μου κάθεται, τα αυτιά μου δεν τον αντέχουν συχνά-πυκνά αλλά το Twolane highway έχει ένθετο Albert Collins. Mετάνιωσα που τον αγόρασα αλλά δεν είναι η πρώτη φορά. Υπάρχει ρεζέρβα The Return of the Durutti Column. Το βράδυ θα πάμε για μπάνιο στο Φανάρι, έχω λίγη ώρα για να το γράψω σε κασέτα, θα δω ξινισμένα μούτρα αλλά εγώ οδηγάω, εγώ διαλέγω συνοδηγό. Να δοξάζουν το θεό που δεν τους βάζω τον Zorn, να τους κοπούν τα λάστιχα απ΄ τα μαγιό. Και οι μπανέλες απ’ τα σουτιέν. Ωραία κορίτσια στο πίσω κάθισμα αλλά μόνο με Matt Bianco και φιλί δίχως γλώσσα δεν προκόβεις στη ζωή σου.

Μωρό μου θέλω να γίνω Steve McQueen. Ακόμη κι αν δεν ίδρωνα τα ίδια σεντόνια με την Ali McGraw, θα με κάναν εξώφυλλο οι Prefab Sprout.

I spent the days of my vanity…θα παίξω με όσα ρέστα έχω στην τσέπη μου τώρα, σε κάποιους που μου δάνεισαν τα επέστρεψα, σε μερικούς θέλω να χρωστάω δια βίου

the Miranda Warning

Αυτό θα έπρεπε να είναι η ενδέκατη εντολή ή εν πάση περιπτώσει ένα είδος ευαγγέλιου τσέπης για κάθε έναν -σαν και μένα καλή ώρα- που νομίζει πως περιμαζεύοντας απ’ το δρόμο αδέσποτες σκέψεις κάνει κάτι πολύ σοβαρό, αντίστοιχο του να κάνει κι ο Παναής καΐκι δηλαδή.

Αδέσποτες, όπως το λέω. Από κείνες που σε κοιτάζουν με  μάτια δήθεν θλιμμένα  κουνώντας περαδώθε την ουρά τους, σα να σου λένε «γράψε μας κάπου, να μείνουμε σε ένα χαρτί, σε ένα word, σε ένα ποστ, σε έναν κάδο απορριμμάτων έστω, αλλά γράψε μας, να μας δει κάποιος». Ή από τις άλλες που σαν τις βάλεις σε μια σειρά, με το που θα σκεφτείς να τις πλησιάσεις δηλαδή, δαγκώνουν άσχημα κι ας νομίζεις πως γνωρίζεστε καλά. Είτε μία είτε εκατόν μία, μείνε μακριά τους, δεν είναι ντίσνεϊ η ζωή.

Το καλύτερο που έχεις να κάνεις μ’ αυτές είναι να τους γυρίσεις την πλάτη επιδεικτικά. Λέγοντάς τους, με τον τρόπο σου, καθήστε εκεί μέσα που κάθεστε, αν καθενός το  μυαλό έτρεχε δεξιά κι αριστερά γυρεύοντας αδέσποτες σκέψεις για να τις περάσει κολάρο και λουρί, όλα τα ωραία ανείπωτα στον κόσμο αυτό θα είχαν χαθεί.  

Ε λοιπόν κόσμος χωρίς ανείπωτα δεν γίνεται να υπάρξει. Απ’ αυτά τρέφεται, μ’ αυτά μεγαλώνει, μ’ αυτά ζευγαρώνει, μ’ αυτά πεθαίνει, παίρνοντάς τα μαζί του. Όσο περνάνε τα χρόνια καταλαβαίνω πως οι άνθρωποι ανοιχτά βιβλία είναι αβάσταχτα βαρετοί.

————–

 

 η ενδέκατη εντολή

πάμε μπιπί

Πάμε παρκάκι ρε μαλάκα να γαμήσουμε αλβανούς;

Aυτοί είναι ζόρικοι ρε μαλάκα, πάμε έξω απ τη μητρόπολη να γαμήσουμε κινέζους

Άστους αυτούς ρε μαλάκα, μισή χαψιά είναι, πάμε φανάρια να γαμήσουμε γυφτάκια

Όχι ακόμη παιδιά ρε μαλάκα, υπάρχει και επετηρίδα, πάμε ελευθερίας να γαμήσουμε μαύρους

Άστους σήμερα, θέλω να πάρω πρώτα ρολόι ρε μαλάκα, τους γαμάμε αύριο

Ή αν δεν σου κάνουν καλή τιμή, σήμερα

Κι αυτό, πάμε τώρα έξω από ΟΑΕΔ να γαμήσουμε ρουμάνους

Ρουμάνους δε γαμάω ρε μαλάκα, μόνο τις γυναίκες τους

Τότε πάμε καφενείο να γαμήσουμε ρωσοπόντιους

Οργανωμένους δεν γαμάμε ρε μαλάκα, βαράνε άσχημα αυτοί

Μη τον έναν, μη τον άλλον, τι θα γαμήσουμε τελικά ρε μαλάκα;

Πάμε Σκόπια να τους γαμήσουμε τα καζίνο ρε μαλάκα;

Με τα μηχανάκια ρε μαλάκα; να ξεφτιλιστούμε στα κομμούνια;

Πάμε Αθήνα ρε μαλάκα; εκεί γαμάνε αβέρτα

Έχουν πράμα εκεί ρε μαλάκα, όχι σαν εδώ που τους ψάχνουμε με το κυάλι

Γαμώ την επαρχία μας τελικά ρε μαλάκα, ούτε ένα γαμήσι μπορούμε να ευχαριστηθούμε

Πάρε τη σημαία και πάμε ΚΤΕΛ για εισιτήρια μαλάκα, θα σκουριάσουμε στο τέλος

Δεν έχουν σημαίες στην Αθήνα ρε μαλάκα;

Ούτε αρχίδια έχουν, αν είχαν δεν θα τους άφηναν να πάρουν την πόλη ρε μαλάκα

Να φύγουμε αύριο ρε μαλάκα; η μάνα μου έκανε γεμιστά, κρίμα να πάνε άκλαφτα

Αύριο, καλά λες μαλάκα, πάμε τώρα να γαμήσουμε όποιον βρούμε πρώτον για προπόνηση

Στη μπιπί ρε μαλάκα, τον πακιστανό, το πουστρόνι που δεν βάζει μετά την τάπα στη θέση της

Γιατί δε μιλάς απ’ την αρχή και ψαχνόμαστε από δω κι από κει ρε μαλάκα; άντε, βουρ, έτσι γαμάει η ελλάδα ρε μουνιά

——————-

(ΤhasKas θενκς)

στην Αθήνα πια δεν έχετε ζωή *

Έχουμε όμως εμείς 3ης Σεπτεμβρίου. Και Ηπείρου έχουμε. Και πυλωτές έχουμε. Και στενά που δεν φωτίζονται έχουμε. Και ετοιμόγεννες έχουμε. Και πατεράδες σε αναμονή έχουμε. Και βιντεοκάμερες έχουμε. Και αυτοκίνητα που περιμένουν να τα ξεκλειδώσουμε έχουμε. Και ξημερώματα έχουμε. Και μαχαίρια έχουμε. Και πεζοδρόμια με αίματα έχουμε. Απ’ όλα έχουμε. Κι αν νομίζετε ότι θα μείνουμε πίσω, σα πεινασμένοι και δευτεράντζες επαρχιώτες για να γελάτε με τα χάλια μας, γελασμένοι είστε. Αφού δεν έχετε ζωή εσείς, κι εμείς δεν θα έχουμε. Αν είναι φτηνή σε σας, εμείς θα τη βγάλουμε σε προσφορά. Αν ήταν τρεις αυτοί που παραμόνευαν, εμείς θα βάλουμε πέντε. Αν ένας δεν πρόλαβε να δει το παιδί του, εμείς θα βάλουμε τρία ορφανά, μπορεί και τέσσερα, μπορεί και τον Όλιβερ Τουίστ τον ίδιον. Αν εσείς βγήκατε σήμερα σαράντα χιλιάδες έξω, εμείς θα μείνουμε πενήντα χιλιάδες μέσα. Αν εσείς τα βάλατε με πενήντα μαύρους, εμείς θα κυνηγήσουμε εκατό. Αν σας φταίνε όλοι, εμάς θα μας φταίνε ακόμη περισσότεροι. Κόλαση εσείς; Κόλαση κι εμείς. Μια ζωή μούρη και ύφος παλιοχαμουτζήδες, σας βαρεθήκαμε πια. Δεν θα τα βλέπουμε όλα μόνο στην τηλεόραση να ζηλεύουμε. Τώρα τελειώσατε, έρχεται η ώρα μας. Αίματα υπάρχουν.

* πιτσιρίκος

μικρές απουσίες (καλοκαίρια υπάρχουν)

Ξεκινήσαμε με τα πόδια -κάποιος έξυπνος είχε την ιδέα να μη περιμένουμε το λεωφορείο που θα ‘ρχόταν σε μιαν ώρα- από τις Αλυκές για να φτάσουμε στο Λιμένα. Αύγουστος, τέσσερις το μεσημέρι. Τέσσερα αγόρια, τρία κορίτσια κόντρα σε 35 χιλιόμετρα και 35°C. O μεγαλύτερος ήταν εικοσιτριών χρόνων οπότε και τριακόσια πενήντα να ήταν τα χιλιόμετρα  στη διαδρομή Αφροδίτη-Ήλιος, πάλι θα ξεκινούσαμε. Σ’ αυτές τις ηλικίες πας -έτσι λέγαμε τότε-κόντρα με ο,τι γουστάρεις αδιαφορώντας για το μαθηματικό αποτέλεσμα. Μετά από πέντε χιλιόμετρα σε μια άσφαλτο που τηγάνιζες μπριζόλα πάνω της συνθηκολογήσαμε, σηκώσαμε χέρι, αντίχειρα, μπήκαμε ο ένας μετά τον άλλον σε τέσσερα αυτοκίνητα ευγενικών και καλόψυχων ανθρώπων και κάποια στιγμή επιστρέψαμε στα καθαρά μας σεντόνια, τα σουηδικά έπιπλα και τα στενά μπαλκόνια με τις απλωμένες στα κάγκελα πετσέτες. Οι έξη έκαναν σεξ, ο έβδομος υπομονή.

Μπουγάτσα, σταφιδόψωμο και καφές στο μπαλκόνι. Εννιάμιση η ώρα, αρκετά νωρίς για να ιδρώνεις, αρκετά αργά για να κρυώνεις, τα πόδια της όμως μπουμπουκιάζουν συνέχεια. Τα χαϊδεύω κοιτάζοντας αφηρημένος τη θάλασσα. Αντί να ζεσταθούν, το χνούδι τους σηκώνεται κι άλλο. Παράξενα τα πόδια των γυναικών, αντιμιλάνε όμορφα ακόμη κι όταν αρχίσουν να βγαίνουν για ένα ποτό με την χαλάρωση και την κυτταρίτιδα πριν αγαπηθούν και συγκατοικήσουν. Ίσως να είναι πιο όμορφα τότε, αφού είναι πιο σοφά. Ωραία είναι εδώ. Ωραία, ναι. Θέλεις κι άλλο γάλα στον καφέ; Όχι, μείνε δίπλα, μη φεύγεις, σφίξε με.

Επιστροφή με το Renault από τον Αρμενιστή, μετά από οκτώ νύχτες και μιαν άσχημη θερμοπληξία. Όλα ήταν καλά εκτός από το ότι την πέμπτη μέρα βαρέθηκα μέχρι θανάτου το γαλάζιο και το πράσινο και προσπάθησα να αυτοκτονήσω χωρίς αντηλιακό, καπέλο, σκιά, από τις δώδεκα το μεσημέρι μέχρι τις πέντε το απόγευμα. Κάθε μισή ώρα ενυδατωνόμουν με μια Beck’s αλλά δεν έπιασε το ακριβό κόλπο. Κάποια στιγμή θυμάμαι ότι από τη ζάλη μου δεν πήγα στη θάλασσα που με περίμενε με ανοιχτά πόδια τρία μέτρα μπροστά μου αλλά σύρθηκα ως τα ντους, τριάντα μέτρα πίσω. Στο ντους με περίμενε και η σ φορώντας μόνο το κάτω απ’ το μαγιώ της, εκείνο το άσπρο, όταν βρεχόταν ήταν τέτοιο αξιοθέατο που παρακαλούσα γονατιστός να με φιλοξενεί εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο μέσα του κι ας πέθαινα από πνευμονία. Το στήθος στα εικοσιέξη της κοιτούσε τα άστρα και λίγο πιο πάνω από αυτά, της το είπα αυτό χαμογελώντας όταν την ξανασυνάντησα λίγα χρόνια πριν, «δεν φταίει το στήθος μου τώρα ρε, ο ουρανός κατέβηκε πιο χαμηλά» απάντησε βγάζοντας τρυφερά μιαν άσπρη τρίχα απ’ το σακάκι μου.

Με το Φίατ στο γύρο του νησιού, ψάχνοντας την παραλία που μας είπαν κάτω απ’ το μοναστήρι, σίγουρα κάποια γκρέμνα θα ήταν αλλά πόδια είχαμε, σίγουρα είχαμε, κάθεται δίπλα με τα πόδια της απλωμένα πάνω στο ταμπλώ, «το ξέρεις ότι μου τη δίνει αυτό, αν φρενάρω θα μείνεις παράλυτη πριν σβήσεις τριάντα κεριά στην τούρτα», δεν μιλάει, παίρνει το χέρι μου, το βάζει ανάμεσα στα πόδια της, εκεί είχε τριάντα χιλιάδες κεριά αναμμένα, οδήγησα όσο μπόρεσα με το ένα χέρι αλλά χωρίς μάτια στο δρόμο δεν μπορείς να οδηγήσεις και δρόμο δεν ήθελα να δω, ο δρόμος ήταν εκεί, γλιστρούσε πολύ και ήταν μονόδρομος. Λοιπόν δεν θα το πιστέψεις αλλά τέτοια κεριά δεν φτιάχνουν πια σήμερα. Μη σου πω και δρόμους..

«Δεν θα μπεις;», η φωνή της πρέπει να ακούστηκε μέχρι το μισοσκότεινο ξενοδοχείο πίσω, σιγά την ηχομόνωση που κάνουν τα αρμυρίκια. Δέκα το βράδι ήταν, δεν μας άκουσε κανείς όμως, φεγγάρι δεν είχε οπότε ούτε αυτό θα ήταν μάρτυρας ενός ουδέποτε τελεσθέντος εγκλήματος, η θάλασσα ήταν παγωμένη, πρώτη φορά Κυκλάδες, πρώτη γερή νυχτερινή κρυάδα, άκουγα μόνο τον ήχο που έκανε κολυμπώντας, ελπίζω να είναι αυτή και όχι κανένα σκυλόψαρο κι έχουμε κι άλλα σκέφτηκα, ελπίζω να βρούμε και πού βάλαμε τα μαγιώ σκέφτηκα, ελπίζω να γλιτώσουμε και το έμφραγμα σκέφτηκα, αν πολυσκέφτεσαι δεν βουτάς και βούτηξα για να μη σκέφτομαι. Απλά για να πάω κοντά της. Μόνο αυτό, τις γυναίκες των -έστω και διασταλτικά- φίλων ανέκαθεν τις σεβόμουν ακόμη κι αν δεν με σεβόταν -πολύ σωστά- αυτές. Αν με ρωτήσεις τώρα που το γράφω τι σκέφτομαι, θα σου πω ότι δεν μπορώ να ξαναβουτήξω νυχτιάτικα. Όχι γιατί η καρδιά μου δεν αντέχει αλλά γιατί λυπάμαι τα σκυλόψαρα. Έχουν ψυχή κι αυτά.

 

Βάλε μου αντηλιακό στην πλάτη.

Να σου βάλω μετά και στην κοιλιά;

Εκεί μπορώ και μόνη μου

Στα πόδια;

Κι εκεί μπορώ

Ανάμεσα στα πόδια;

Όρεξη έχεις ρε αγόρι μου μεσημεριάτικα; βάλε στην πλάτη και φύγε από πάνω μου, θα σκάσω απ’ τη ζέστη, όλον τον αέρα κόβεις…τέλειωνε και άσε με ν’ ακούσω κανένα τραγούδι

———

Αυτό που με ρώτησε σήμερα ήταν «ρε συ, πού πάνε τα καλοκαίρια όταν δεν έρχονται;»

τα ψίχουλα

Οι Κυριακές εκείνες που με τον πρώτο καφέ πέφτεις σ’ έναν πάρα πολύ φιλελεύθερο και σ’ έναν καμμένο που μαλλιοτραβιούνται όπως οι νοικοκυρές πάνω απ’ τις μπουγάδες στη Napoli είναι ανάξιες λόγου. Ειδικά όταν φωνάζουν και τις γειτόνισσες για μάρτυρες. Τίποτε καλό δεν προοιωνίζουν.

Από νωρίς το πρωί ο ουρανός είχε ένα περίεργο χρώμα, όχι μόνο για Μάιο. Θα το ζήλευε και ο χειρότερος Ιανουάριος. Στην κλίμακα Pantone θα ήταν κάτι σαν winters greatest hits. Αν ο Ίαν Κέρτις έβλεπε τέτοιο χρώμα στον ουρανό του Μάντσεστερ θα είχε αυτοκτονήσει στα δεκάξη του. Είχε και ένα περίεργο κρύο, σαν να άκουσες ξάφνου ένα πάρα πολύ άσχημο νέο και κάποιος άνοιξε παράθυρα και μπαλκονόπορτες κλείνοντας ταυτόχρονα και τα καλοριφέρ. Σα να μην έφταναν αυτά, ανακάλυψα ότι όλο το ταβάνι -μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι μου- είχε διαρροή. Άρχισε να στάζει από παντού με έναν καθόλου πρωτότυπο τρόπο, μέχρι που οι σταγόνες έγιναν μια κουρτίνα από νερό και τα βουνά απέναντι εξαφανίστηκαν. Είτε έξω είτε μέσα μούσκεμα θα γινόμουν, αποφάσισα να περιμένω έξω.

Δεν είχα μαζί μου τσιγάρα, δεν καπνίζω όμως οπότε δεν παραξενεύτηκα. Μια -προφανώς- μαμά, μόνο μπαμπάδες και μαμάδες ήμασταν μαζεμένοι εκεί, κάπνιζε καθισμένη στα σκαλιά λίγα μέτρα παραδίπλα, σκέφτηκα να της ζητήσω ένα τσιγάρο αλλά μετάνιωσα, δεν ήταν η μάρκα μου. Τα τσιγάρα. Η μαμά καλή ήταν. Όταν έχει υγρασία η καρδιά του ανθρώπου μαλακώνει, το ίδιο και η ματιά του. Κάποιος άλλος όμως πήγε και της ζήτησε. Και μια και δυο φορές. Ζηλεύω τους άντρες που αγαπούν τις ξένες γυναίκες, είτε γιορτάζουν είτε όχι.

Το ρολόι μου έδειχνε συνέχεια δυο και δέκα. Προφανώς σταματημένο, ξανά. Ούτε σε φτηνές ιστορίες παγώνει ο χρόνος, μη κοροϊδεύουμε όσους διαβάζουν. Δίψασα και πήγα στο κυλικείο ζητώντας «μια μπίρα». Αντί μπίρας εισέπραξα ένα βλέμμα κρύο, πολύ κρύο, μόνο κάποιος πολύ απελπισμένος ή κάτι άλλο ανάλογης ντροπής μπορεί να ζητήσει μπίρα από κυλικείο λυκείου. Προς το παρόν. Προκειμένου να έχουν έσοδα και να εισπράττουν φόρους αυτοί οι μνημονιακοί, τους έχω ικανούς να κάνουν ντελίβερι και μέσα στις αίθουσες.

Ντράπηκα να φύγω με άδεια χέρια και ρώτησα αν υπάρχει κάτι να φάω. Μου έδωσε ένα σάντουιτς που είχε μέσα διάφορα, αδιάφορο τι, δεν πεινούσα. Βγήκα στα σκαλιά, κάθησα στη γωνία, εκεί που έκοβε λίγο ο αέρας και δεν με έπιανε η βροχή, η μαμά με τα τσιγάρα είχε φύγει, κρίμα, ήθελα να μιλήσω σε κάποιαν που περιμένει για να τη ρωτήσω «γιατί περιμένεις μόνη σου;» μα λόγος δεν μου έπεφτε και μετάνιωσα. Τρία πουλάκια κάθονταν σε μια εσοχή δίπλα στα σκαλιά, πάντα πίστευα πως όταν βρέχει τα πουλιά εξαφανίζονται έγκαιρα στις φωλιές τους αλλά διαπίστωσα πως υπάρχουν και πουλιά αφηρημένα. Τα δυο ήταν σπουργίτια, αυτά τα ξεχωρίζω, το άλλο ή σπουργίτι αχτένιστο ήταν ή τσαλαπετεινός. Τους έριξα λίγα ψίχουλα και έκαναν πάρτι, ευτυχώς που δεν πήρα μπίρα-σκέφτηκα- αν τα πότιζα αλκοόλ μπορεί να μην έβρισκαν το δρόμο για τη φωλιά και να μη ξανάβρισκαν ποτέ τις μανάδες τους που γιόρταζαν σήμερα. Τέτοιες τύψεις δεν θα τις άντεχα. Κι αν αυτά τα ίδια είναι μανάδες και θέλουν κι άλλα ψίχουλα για να τα πάνε σπίτι; αναρωτήθηκα. Πέταξα όλο το σάντουιτς και έφυγα από την άλλη πλευρά, να μη τα βλέπω. Τέτοιες απορίες θα με φάνε στο τέλος και θα με σκοτώσει το στρες.

Βγήκε κατά τις τέσσερις αν και το ρολόι μου έδειχνε δυο και δέκα. Πετούσε και έλαμπε. Εντάξει, αυτό το κάνουν και οι πυγολαμπίδες θα μου πεις, δεν είναι τίποτε σπουδαίο, αλλά αν δεν περιμένεις πυγολαμπίδα στα σκαλιά, ναι, είναι. Δεν χρειάστηκε καν να ρωτήσω «πώς τα πήγες;», είπε ένα «είμαι πολύ περήφανη για τον εαυτό μου» και σκέφτηκα ότι τσάμπα πήγε το καθαρό βρακί που έβαλα το πρωί, τέλος πάντων, ας είναι γερά αυτά και από βρακιά βολευόμαστε αν και με τη φόρα που πήραν αυτοί οι μνημονιακοί ακόμη κι αυτά θα τα υποθηκεύσουν. Ελπίζω τουλάχιστον να μας αφήσουν το περιεχόμενο.

Μετά πέρασε για ένα δευτερόλεπτο απ’ το μυαλό μου η σκέψη πως σε πολλά πολλά πολλά χρόνια από σήμερα ίσως γιορτάζει κι αυτή σαν μανούλα με κάποιον βλάκα δίπλα της που θα παριστάνει τον άντρα της αλλά μπορεί και να μη γιορτάζει γιατί το χωρίς δουλειά και το χωρίς οικογένεια θα είναι sold out παράσταση στο μέλλον και ξαφνικά ανακάλυψα πως υπάρχουν κι άλλες διαβαθμίσεις του γκριμώβ που καμιά κλίμακα Pantone δεν μπορεί να τις φιλοξενήσει εντός της.

Δεν πήρα εφημερίδα επιστρέφοντας στο σπίτι. Ούτε τηλεόραση άνοιξα. Ούτε στο web μπήκα. Από καιρό τα νέα ένα σφίξιμο στο στομάχι είναι, δεδομένο ουδέν, μια έκπληξη το αύριο, σπάνια ευχάριστη, όλα τα πιστεύεις.. και τα ναι και τα όχι και τα διαψεύδω και τις αναδιαρθρώσεις και τη δραχμή και τα δέκα μνημόνια που θ’ ακολουθήσουν και την υποθήκευση των πάντων και τα όσα λέει ο Πάσχος και τα όσα λέει ο καμμένος και το «τριάντα χρόνια στράφι» της Ντόρας, που ήταν η ωραία κοιμωμένη και σήμερα ξύπνησε.

Μετά σκέφτεσαι ότι μπορεί αυτοί που παριστάνουν πως κυβερνούν να μη σκαμπάζουν γρι από διακυβέρνηση αλλά ακούσια μας έκαναν να εκτιμήσουμε την αξία των μικρών σπουδαίων πραγμάτων, το να ξυπνάς, να είσαι ζωντανός και να βλέπεις δυο-τρία χαμόγελα δίπλα σου. Και να λες ας κάνει κρύο, ας μαλακίζεται ο Μάιος, ας βρέχει, ένα γαμημένο ψίχουλο σε κάποια γωνιά θα βρεθεί για να το πάμε σπίτι.

μάι ψυ ιζ ντεντ

 

Η πρώτη ψιχάλα έπεσε στο κεφάλι του την Πέμπτη στις 08:42 ακριβώς, την ώρα που ήθελε άλλα δέκα βήματα για να μπει στο αυτοκίνητο. Αν βρισκόταν διακόσια μέτρα μακρύτερα, μπορεί να είχε πέσει στις 08:41. Ή στις 08:43. Θέμα τοποθέτησής του στο χώρο ήταν, η ψιχάλα έτσι κι αλλιώς δεν είχε άλλη επιλογή από το να κατέβει. Δεν ήρθαν -ακόμη- τα πάνω κάτω στον κόσμο.

Ήταν μια πολύ βαριά σταγόνα, η ηχώ της έμεινε στο εσωτερικό του κρανίου του ως τις 08:42:34, οπότε και έσβησε. Ένας μαθηματικός ή φυσικός θα μπορούσαν να μας πουν πολλά για τη χωροταξία του μυαλού του από αυτήν την πληροφορία και μόνο αλλά οι ιστορίες με μαθηματικά μοντέλα, τύπους και εξισώσεις με ζ και χι και ψι ποτέ δεν με συγκινούσαν.

Τι είχε στο κεφάλι του εκείνη τη στιγμή ήταν άγνωστο. Ίσως αυτή η πληροφορία υπάρχει μέσα σε ένα άλλο ποστ, μιας άλλης μέρας που ‘βρεχε, μα είναι αδύνατον να το ψάξω τώρα που γράφω, η μπαταρία του λαπτοπ αδειάζει σε λιγότερο από δυο λεπτά όταν σκαλίζω παλιές ιστορίες. Τροφοδοτικό δεν έχω μαζί, γράφω κάτω από ένα κιόσκι στη μέση του πουθενά. Ωραία έκφραση αυτή, γερό στάνταρ γραφής, μα εφόσον δεν προσδιορίζεται το «πουθενά» πώς μπορείς να ορίσεις τη μέση του;  κι εδώ θα μπορούσαν να με βοηθήσουν ο μαθηματικός ή ο φυσικός αλλά μόνον αν βγάζαν απ’ την τσέπη τους τύπους και εξισώσεις με ζ , με χι και ψι. Τέτοια βοήθεια δεν θέλω.

Η πιθανότητα να μη σκεφτόταν κάτι, οτιδήποτε, είναι καταστροφική. Σε ένα άδειο από σκέψεις κεφάλι η ηχώ θα ήταν τερατώδης, θα διαρκούσε τουλάχιστον ως τις 08:43:12 και θα τον ακολουθούσε μέχρι την ώρα που θα έβαζε μπρος για να φύγει. Είναι σίγουρο πως και σ’ αυτή την περίπτωση οι δυο θετικοί επιστήμονες θα μπορούσαν να δώσουν ακριβή στοιχεία για το κεφάλι του και την εσωτερική του διαμόρφωση (για να μας λύσουν κάποιες άνευ σημασίας διαδικαστικές απορίες) αλλά άκρη με το πού πήγαινε και κυρίως γιατί έδιωξε από το μυαλό του κάθε μα κάθε σκέψη της δεν θα έβρισκαν, όσα ζ και  χι και  ψι κι αν επιστράτευαν.

Άλλωστε το σωστό ψι ποτέ δεν γράφεται με γιώτα. Και με λάθος δεδομένα, αυτή η άσκηση θα έμενε εσαεί άλυτη.