Στα μέρη μου ο Μάιος φεύγει ακριβώς όπως ήρθε. Μαλωμένος με τον ήλιο. Υγρός, σκοτεινός, ψυχρός, ευτυχώς όχι ανάποδος, δεν θα το άντεχα να γυρίσω προς την πρωτομαγιά και μετά Απρίλη και ξανά μανά κοινόχρηστα.
Ουρανός δεν φαίνεται έξω. Σίγουρα θα υπάρχει κάπου από πάνω μας αλλά τώρα μόνο ένα σταχτί σεντόνι βλέπω, δέκα μέτρα απ΄την άσφαλτο. Όποιος βάζει στο πλυντήριο τον ουρανό και τον βγάζει μετά να τον απλώσει με τέτοιο χάλι, είναι πολύ λέτσος. Τον ουρανό τον πλένεις στο χέρι, δεν τον ταλαιπωρείς μέσα σε κάδους και σε στεγνωτήρια.
Oδηγώ πάνω σε ένα ποτάμι με βρώμικα νερά. Τα ίδια κόλπα έκανε κι ο Χριστός αλλά αυτός πεζός. Εγώ πόδια δεν βρέχω.
Εδώ πάνω τα ραδιόφωνα παίζουν τα ίδια και τα ίδια. Πρωινές φτήνιες. Μετά θα παίξουν μεσημεριανά ανύπαρκτα για να καταλήξουν στα νυχτερινά τίποτε. Θέλει πίστη σ’ αυτό που κάνεις για να είσαι τόσο χυδαία αδιάφορος.
Δεν θέλω να γράψω λέξη για τις πλατείες, τις παρουσίες, τις απουσίες, τις συναινέσεις, τις εκταμιεύσεις, τις πτωχεύσεις, τις αποταμιεύσεις, τους έλληνες, τους αλλοδαπούς, τους ευρωπαίους, τους καλούς, τους κακούς, τους θυμωμένους, τους αγανακτισμένους. Διάβασα τόσες πολλές λέξεις αυτές τις μέρες που νομίζω πως έγινα κατά τι σοφότερος. Όχι πολύ, μόνο τόσο όσο να είμαι ακόμη μετέωρος ανάμεσα σ’ αυτό που κάνω και σ’ αυτό που δεν κάνω. Στο τέλος κερδίζει πάντα αυτό που δεν σκέφτηκα. Ετούτη είναι η ευλογία και η κατάρα ταυτόχρονα των μετρίων ανθρώπων που -όπως στο ‘χω ξαναπεί- έχουν το δικό τους θεό, κάποιον που υπήρξε στα νιάτα του αρκετά αδύναμος για να κατανοεί τη σημερινή μας σύγχυση αλλά και μεγαλόθυμα βαριεστημένος πλέον για να μπορεί εύκολα να μας συγχωρεί τα μπρος-πίσω, τα μαύρο-άσπρο, τα ογκώδη «ίσως».
Ένα, δυο χρόνια πριν όταν πλησίαζε το καλοκαίρι έγραφα για ο,τι μου ‘ρχόταν πρώτο στο μυαλό. Όσο περίεργος άνθρωπος κι αν είμαι, ανέκαθεν σεβόμουν τις προτεραιότητες. Χτύπησες πρώτο κουδούνι στο κεφάλι μου, πρώτο θα κατρακυλήσεις στα δάχτυλά μου και μετά στο πληκτρολόγιο. Αν κάτσω και σκεφτώ τώρα ότι εκείνες οι λέξεις μυρίζαν στην πλειοψηφία τους φρέσκον ιδρώτα, κραγιόν στις άκρες των τσιγάρων, πεινασμένα χείλια, χαραμάδες σε μισάνοιχτα πόδια, τσαλακωμένα σεντόνια, φλύαρες ματιές με κλειστά στόματα, πρόθυμα στήθη, διψασμένο αφαλό, υγρά εσώρουχα, άρωμα γυναίκας με λίγα λόγια, είναι προφανές πλέον ότι I’m not the man I used to be. Δεν ξέρω αν θες να το πεις καύλα αυτό που λείπει, δεν ξέρω αν θες να το βαφτίσεις αγάπη, μπορεί να είναι και τα δυο, μπορεί κανένα, ιδέα δεν έχω. Ξέρω μόνο ότι με όσα έπονται ακόμη και η καύλα, ακόμη και η αγάπη θα έχουν αυξημένο ΦΠΑ και μειωμένη ζήτηση…κι αυτήν την πτώχευση φοβάμαι πως θα τη συναντήσουμε πρώτη πρώτη στη διαδρομή -μέσα από ένα σακατεμένο καλοκαίρι- προς την επόμενη άνοιξη.
————–
painting : Alyssa Monks