Siempre

Φταίω εγώ, με τις εμμονές και τα στερεότυπά μου που δεν αγαπήθηκα ποτέ με την -ή αυτό που ονομάζουν, τέλος πάντων- ποίηση. Κάποιες σκόρπιες περιπτώσεις, μάλλον προβλέψιμες ήταν η επιβεβαίωση της ελαττωματικότητάς μου, Καβάφης, E.E. Cummings, T.S. Eliot (αχ αυτά τα αρχικά), Dylan Thomas, δεν έχει κανένα νόημα το name dropping, όσους εύκολα θυμήθηκα αράδιασα. Τους άλλους ‘ποιητές’ δεν τους λογίζω, Χάμιλ, Ντύλαν, Κοέν, Mόρισον, Μίτσελ και αν αρχίσεις σταματημό δεν έχει, γιατί έγραψες αυτόν και δεν θυμήθηκες τον άλλον, μπορεί να ακούσεις το πιο κοινότυπο/κοινότοπο (δεν θα ξανασκαλίσω τις διαφορές) στιχάκι και να σε χτυπήσει κεραυνός αν οι συνθήκες τριγύρω σου τραβάνε τους κεραυνούς όπως το καρπούζι τραβάει τα μυρμήγκια και το δέρμα σου τα κουνούπια.

Θα ΄χει κάποιες βδομάδες που έπινα καφέ παρέα με ήλιο, περιμένοντας τους υπόλοιπους να τελειώσουν από τους πάγκους με τα μπρόκολα, τις τελευταίες σουλτανίνες, τα μαύρα -πολλά υποσχόμενα αλλά ασκόπως φλύαρα- εσώρουχα. Χάζευα στο κινητό αντί να παρατηρώ τους ανθρώπους τριγύρω, κακή συνήθεια που έγινε εθισμός, θα βρω έναν τρόπο όπως βρήκα με το τσιγάρο αν και η οθόνη είναι πιο ύπουλη κι από την ηρωίνη. Έτσι λένε, έτσι βλέπω γύρω, κανείς δεν κοιτάζει στα μάτια τον ήλιο παρά χώνονται στα πίξελ και παραδίνουν ψυχή και σώμα κι ας το αρνούνται. Ξέρω ανθρώπους που τους κατάπιε η οθόνη. Μη ρωτάς. Κάτι πάντα θα βρίσκεται να μας καταπίνει.

Εκείνη την μέρα ήταν που έπεσα πάνω στο Siempre. Την μετάφρασή του δηλαδή, στα αγγλικά, το Always. Με την γλώσσα του χιλιανού δεν θα είχα καμία τύχη.

Απίστευτος, αδιανόητος, θλιβερός, ανεπανάληπτος ψεύτης.

I am not jealous

of what came before me.

Come with a man

at your back,

come with a hundred men in your hair,

come with a thousand men between your bosom and your feet,

come like a river

filled with drowned men

that meets the furious sea,

the eternal foam, the weather.

Bring them all

where I wait for you:

we shall always be alone,

we shall always be, you and I,

alone upon the earth

to begin life.

Τραγικός, φτηνός, ξεδιάντροπος, χυδαίος ψεύτης.

Τι διαβάζεις; με ρώτησαν μισή ώρα μετά, φορτωμένοι όλοι με σακκούλες γεμάτες καρότα, μήλα, κάλτσες, αντίδια και μανιτάρια.

‘Έναν ψεύτη, ήθελα να πω, μα δεν θα καταλάβαινε κανείς τους τίποτε. Έναν τιποτένιο ψεύτη που δεν αφήνει τους ανθρώπους να χαρούν τον καφέ τους και τον ήλιο, χωρίς να τους στέλνει να μετράνε πνιγμένους μέσα στο ποτάμι. Που κυλούσε, εντελώς άδειο από ανθρώπους, λίγα μέτρα παραδίπλα μας.

Ιερά Σινδόνη

Η Ιερά Σινδόνη είναι μια απάτη. Ένα λερωμένο φτηνόπανο από ίνες λιναριού με ξεραμένα αίματα, τεσσεράμιση τετραγωνικά παραδομένα στα μάτια του καθενός, τεσσεράμιση κιτρινιάρικα τετραγωνικά που δεν χωρέσαν σταγόνα αγάπης, λαχτάρας, πάθους, παράλυσης, επιθυμίας, πόθου πάνω τους παρά μόνο την ιστορία ενός θάνατου και μιας ανάστασης που κατασκεύασαν άνθρωποι για ανθρώπους.

Έχω ευλαβικά φυλαγμένη την αυθεντική Ιερά Σινδόνη, μακριά από αδιάκριτα και άπιστα μάτια. Είναι το προσευχητάρι, το προσκυνητάρι, το εξομολογητήριο, το καταφύγιο, το άγιο μύρο, το ιερό μου. Τις μέρες που λιγοψυχώ, την έχω κρυμμένη πάνω μου. Τις νύχτες που η πίστη μου δοκιμάζεται, γίνεται το μαξιλάρι μου. Η μια και αληθινή Ιερά Σινδόνη χωράει διπλωμένη μέσα στην παλάμη μου κι ας με καίει, όλοι μας για κάτι που θα μας κάψει προσευχόμασταν άλλωστε. Είναι το ακριβότερο πανί του κόσμου αφού έχει ρουφήξει ποτάμια αγάπης, λαχτάρας, πάθους, παράλυσης, επιθυμίας, πόθου που χύθηκαν πάνω του. Κι είμαι ο ναός Tης.

Pillows & Prayers

Ένα βράδι, ανάμεσα σε δυο ποτά και τρία τσιγάρα, τον ρώτησαν «εσείς έχετε κάποιο χόμπι; συλλέγετε οτιδήποτε; κάποια αγαπημένη συνήθεια; κάτι που θα σας στοιχίσει πολύ αν το σταματήσετε;»

Οι άνθρωποι είναι προετοιμασμένοι να ακούν πολλά, ίσως σήκωναν λίγο το φρύδι αν άκουγαν «συλλέγω κέρατα ερμαφρόδιτων μονόκερων», μπορεί να άλλαζε λίγο το βλέμμα τους αν έλεγε «έχω τις φωνητικές χορδές της νεράιδας Xana, τις μάζευα μια μια», ενδεχομένως να εμφανιζόταν στο πρόσωπό τους μια μικρή -ανεπαίσθητη- έκφραση δυσπιστίας για το «έχω ένα κουτί γεμάτο με ‘για πάντα’».

Δεν τόλμησε να τους πει «μαζεύω μεταχειρισμένα μαξιλάρια». Οι άνθρωποι είναι προετοιμασμένοι να ακούν πολλά αλλά ως εκεί όχι.

do the maths

Teams πάνω σε Teams και ενδιάμεσα ένα Teams ακόμη που διακόπτονται από συζητήσεις για αριθμούς, αριθμούς και λίγους αριθμούς ακόμη, διαβάζω ένα mail που λέει -με lecturing δάχτυλο αλλά δάχτυλα πελατών δεν κόβεις, κόβεις δηλαδή αλλά δεν έχω το προνόμιο να ανήκω, φευ, στους ακρωτηριαστές- «This is a short-sighted solution as you risk to lose against those that are more creative in finding solutions», μέσα σε μια πρόταση κατάφερε να σου φορέσει τον στενό κορσέ του short-sighting & uninventive, μπορεί και να ένιωσε ανακούφιση, χαρά, περηφάνεια γράφοντάς το (και ηδονή, μετά το send), δεν αντιλέγω πως για έκθεση ιδεών θα ήταν μια χαρά διατυπωμένο αλλά αυτά τα “solutions” είναι αριθμοί και οι αριθμοί δεν είναι εκθέσεις ιδεών, δεν είναι πικνίκ, δεν είναι βόλτα στο πάρκο, δεν είναι κάτι σαν να ταΐζεις με ψιχουλάκια τις πάπιες (που δεν ασχολούνται με Teams και moving fingers), οι αριθμοί είναι αδίστακτοι και αιμοβόροι και όσο τα ΄χεις καλά μαζί τους νιώθεις ανακούφιση, χαρά, περηφάνεια και ίσως ηδονή, είμαστε ήδη 3 μήνες μαζί, θα βρεθούμε στις 8 το βράδι, -έχω 3 λεπτά, θες; -σε 5, εγώ, 30 χρόνια κι ακόμη ν’ αλλάξεις, θα φύγουμε μακριά απ’ όλα για 2 μέρες, ούτε 1 λεπτό βρήκες για μένα σήμερα, 100 φορές σου είπα μην μου το κάνεις αυτό, δεν μπορώ στις 7:30 -έχω τα παιδιά, 1.000 φορές καλύτερα να μην σε γνώριζα, έχω 1.000.000 λόγους για να σε αγαπώ, θα σε πάρω τηλέφωνο κατά τις 9, είναι σκότωμα να πάρεις την πτήση των 8, πες μου 1 λόγο γιατί δεν μπορείς, οι αριθμοί είναι αληθινοί, οι αριθμοί είναι υπερβολικοί, οι άνθρωποι φτιάχνουν τους αριθμούς, οι άνθρωποι κολλάνε σαν ρεμόρες πάνω τους, οι άνθρωποι πνίγονται απ’ αυτούς, οι αριθμοί φτιάχνουν τους ανθρώπους, οι αριθμοί κολλάνε σαν βδέλλες πάνω στους ανθρώπους, βγες πάνω από τους αριθμούς, γίνε foresighted, γίνε risky, γίνε winner, βρες λύσεις κι αν δεν δουλέψει τίποτε από αυτά, σκέψου ένα κορίτσι με βρεγμένα μαλλιά που μόλις φόρεσε ένα άσπρο μπλουζάκι ή ένα μαύρο παρτάλι ή τίποτε, που μυρίζει μου λείπεις, σε θέλω, λιώνω, έλα, τώρα, σκέψου την κι όλα θα πάνε καλύτερα χωρίς τα μαθηματικά που χωρίζουν τους ανθρώπους, ας πούμε και 1 ψέμα σήμερα, καμιά φορά δαγκώνουν οι αλήθειες.

Oμπρέλες

Βρέχει κι αν συνεχίσει έτσι ως το βράδυ μπορώ να γράψω ιστορίες -ευτελείς, έστω- που γυαλίζουν όπως οι δρόμοι. Σαν χάντρες και καθρεφτάκια. Όλο και κάποιον μπορείς να ξεγελάσεις έτσι. Υπάρχουν, ακόμη, καλοί και εύπιστοι άνθρωποι. Ή απλά ξέρουν και δεν τους νοιάζει.

Είναι φορές που σκέφτομαι ότι θα ήθελα να γράψω μια ιστορία που να απλώνεται σε διακόσιες, γιατί όχι και τριακόσιες σελίδες. Σε ένα λεπτό το ξεχνάω. Όλες οι ιστορίες ξεκινάνε και τελειώνουν με «ναι» και «όχι» και μικρές μονολεκτικές παραλλαγές τους, ποιος ο λόγος να γεμίσεις τον χώρο ενδιάμεσα; Και λόγο να βρω, δεν έχω χρόνο.

Εκτός κι αν κάθε σελίδα έχει μέγεθος 12Χ8 εκατοστά και διαλέξω 11ρα γραμματοσειρά.

Πρέπει να βρω, μέχρι να βρω χρόνο, την καλύτερη ποιότητα χαρτιού και μια γραμματοσειρά που δεν γεννήθηκε ακόμη. Ζωντανή. Να αλλάζουν σειρά τα γράμματα κάθε νύχτα (ας είναι και μέρα, αρκεί να μην κάνουν φασαρία) και όταν ξαναδιαβάζεις την ιστορία να είναι διαφορετική. Σιγά το εφεύρημα. Να αποφύγω να γράψω θέλω.

Μια καλή ιδέα, αν και καθόλου πρωτότυπη φαντάζομαι, είναι να γεμίσεις τριακόσιες σελίδες με σιωπές. Με τα ουδέποτε λεχθέντα. Πολύ φτηνό κόλπο. Σαν να σκέφτεσαι χωρίς να μιλάς. Όσο υπομονετικός και έμπειρος αναγνώστης και να είναι ο άλλος, μην τον αδικείς που δεν σε ξεφύλλισε και σε παράτησε από την τρίτη σελίδα.

Θέλω να πάω στο Σέφιλντ. Πέντε λέξεις. Δεν είμαι θρήσκος αλλά μ’ αυτές τις πέντε λέξεις ταΐζεις την ψυχή σου δια βίου, ποιο θαύμα με ψωμιά και ψάρια τώρα, τι να διδαχτούμε από ερασιτέχνες. Εκεί θα βρέχει. Θα είναι υγρό και κρύο, συννεφιασμένο και γκρίζο, άσχημο, δεν θα έχω ομπρέλα και θα στάζω. Βρήκα πώς θα ξεκινάει η ιστορία, έπιασα από τον λαιμό το ήμισυ του παντός.

Έφτασα χτες βράδι, λίγο μετά τις 11. Αυτός ο τόπος είναι υγρός και κρύος, συννεφιασμένος και γκρίζος, άσχημος, δεν έχω ομπρέλα και στάζω. Ρώτησα τον πρώτο που συνάντησα στον δρόμο -γωνία Fargate και Church– πού πουλάνε ομπρέλες. Mε κοίταξε απορημένος. «Δεν τραγουδάει πια εδώ».

1 Νοεμβρίου 06:17

Σηκώνεται για κατούρημα/Γυαλίζει άρβυλα/Αλλάζει πλευρό, τραβάει πάπλωμα/”Βάλτε τον στην βραχεία νοσηλεία και βλέπουμε”/ Ήδη δεκαοκτώ λεπτά που χτύπησε κάρτα/Σβήνει και κατεβάζει το «Ελεύθερο»/Καταπίνει το πρώτο χάπι της ημέρας/Στέλνει μήνυμα/Αραδιάζει ψωμιά στα ράφια/Ψάχνει ντεπόν/Διαβάζει μήνυμα/Πληρώνει 2,40 στα διόδια/Πατάει καρδούλα στο φέισμπουκ/Χαιδεύει τα πόδια της/Πίνει την πρώτη γουλιά καφέ/Βγάζει βόλτα το σκύλο/Βάζει καθετήρα/Δεν υπάρχει μήνυμα/Σταματημένος στο κόκκινο/Τέταρτος στην σειρά στο κυλικείο/Κλείνει το λάπτοπ/Δένει την ζώνη στην 16C/Σπρώχνει το χέρι του μακριά/Καπνίζει -το δεύτερο- στην στάση/Έχει 38,4/Της αλλάζει πάνα ακράτειας/Ετοιμάζει το γάλα για το μωρό/Βγάζει φωτογραφία τον ήλιο/Ανακαλύπτει πως έχει ξεμείνει από ταμπόν/Τους δίνει ρούχα για να τον ντύσουν τελευταία φορά/Ανάβει θερμοσίφωνα/Φιλάει την κοιλιά της, κοιμάται/Χύνει τον καφέ πάνω στο back-pack/Βλέπει τον πόντο που έφυγε απ’ το καλσόν της/”Μαμά πονάει η κοιλιά μου”/Ξεφορτώνει στην ράμπα/Αλλάζει την ώρα στο αυτοκίνητο/Αγοράζει κάρτα ομιλίας απ’ το περίπτερο/Συμπληρώνει το PLF του, “Emergency Contact Information”/”Πάρε τηλέφωνο αν μπορείς”/Διαβάζει ειδοποίηση για Teams στις 9/Πίνει ακόμη ένα ποτήρι πριν την αξονική/Βάζει τις φόρμες για να βγει για τρέξιμο/Πληκτρολογεί διεύθυνση στο Waze/”Σαράντα ευρώ αμόλυβδη, απλή”/ATM, ανεπαρκές υπόλοιπο/Ανοίγει το λάπτοπ/”Δεν πειράζει”/Περιμένει το 17, άργησε/Αδειάζει ακόμη έναν κάδο σκουπίδια/Πατάει play στο Spotify/Aνοίγει το κλιματιστικό/Σφουγγαρίζει το τελευταίο γραφείο στον διάδρομο/Κοιμάται/Αφήνει σημείωμα πάνω στον καθρέφτη/Παρκάρει στο “Μακράς Διαρκείας”/Βγαίνει στο κατάστρωμα, ψάχνει αναπτήρα/Κοιτάζει το ρούχο που ετοίμασε από χτες στην κρεμάστρα, όχι/Κοιτάζει τις φθορές στο σώμα του, αυτό το σημάδι πότε ξεφύτρωσε;/Σκέφτεται τις διαφορές του but και του and, κερδίζει το many/Βάζει τους φακούς επαφής/Παραγγέλνει έναν καφέ στο 610/Ανοίγει το συρτάρι με τα εσώρουχα, πιάνει όποιο να ‘ναι/”Θα έχεις γυρίσει ως τις 6 ή να πάω μόνη;”/”Πειράζει”/