οι αρένες με τις λέξεις

28438826

Το ΄χω σκεφτεί πολλές φορές. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που τρώει τον καθέναν και τον στέλνει να γράφει. Ή να νομίζει ότι γράφει. Ή στ΄αλήθεια να γράφει σπουδαία. Κάτι. Ο,τι. Όπου.

Ούτε ξέρω, ούτε με νοιάζει. Καθένας έχει δικαίωμα και υποχρέωση ιερή να παλεύει με τα δικά του διαόλια. Ή να παίζει μαζί τους. Απ’ αυτή την αρένα ή τον παιχνιδότοπο, κάτι θα βγει. Σε κάποια μορφή, ας είναι βιβλίο, ας είναι ποστ, ας είναι μια σελίδα κάπου, ας είναι βαμμένο και σε τοίχο. Ποιοί απ’ έξω μπορεί να νοιάζονται, πάλι δεν το ξέρω. Αν έστω και μια στιγμή με βρω να τρώω τη σκόνη των άλλων μέσα στην αρένα (και να νιώθω το χώμα στο στόμα μου, το χώμα τους στο δικό μου στόμα), με αφορά. Αν κάθομαι στην κερκίδα αδιάφορος, νυσταγμένος και βαριεστημένος περιμένοντας να βγουν τα επόμενα θηρία, το βλέμμα μου ποτέ δεν θα καταφέρει να διασταυρωθεί με τις λέξεις κάποιων. Μπορεί να μη φταίνε οι λέξεις, θα μου πεις. Ούτε οι κάποιοι.

Οι βαριά αρματωμένοι μέσα στα πριβέ τους κολοσσαία ανέκαθεν με απωθούσαν. Mε φόβιζαν, μάλλον, οι αστραφτερές τους λέξεις. Οι κοφτερές παραβολές. Τα αιχμηρά τους νοήματα. Τα πλουμιστά μυαλά κάτω απ΄τις σπουδαίες περικεφαλαίες τους. Πίστευα κι ακόμη πιστεύω, ο αφελής, ότι το θεριό το αντιμετωπίζεις γυμνός. Με μια λεπίδα μόνο. Με δέκα, είκοσι αφτιασίδωτες λέξεις. Γιατί νικητής δεν θα βγεις, όπως και να ‘χει. Μετά το ένα θα σε περιμένει κι άλλο. Κι άλλο. Κι ακόμη ένα. Κι αν -που δεν- γλιτώσεις απ’ αυτά, σε περιμένει η κερκίδα. Γιατί παραδέξου το : όσο και να το αποδιώχνεις απ’ την πιο αραχνιασμένη γωνιά του μυαλού σου, δεν είσαι μέσα στην αρένα για να παλέψεις μόνος. Είσαι και για να δείξεις στους απ’ έξω ότι μπορείς. Κακό δεν είναι. Μα αν καταλήξεις να ματώνεις μόνο για την κερκίδα, για να αναφωνεί εκείνη τα «αχ», τα «πω πω», τα «ωχ», τα «ααα», όσην ώρα ετοιμάζει τον αντίχειρα για κάτω ή πάνω κι εσύ έχεις μυαλό -ρίχνοντας λοξές ματιές- μόνο για το δάχτυλο, τότε τα θηρία θα ‘χουν πεθάνει μέσα σου πριν καν πατήσουν χώμα. Αν δεν βρεθείς έστω και μια φορά χαμένος, φοβισμένος, απελπισμένος, αποφασισμένος στη wild side μαζί τους, δεν θα καταδεχτούν να βγουν για να σε κοιτάξουν στα μάτια. Και χωρίς θηρία κολοσσαίο δεν υπάρχει. Στο τέλος ούτε καν θεατές..

υ.γ. άσχετο, σχετικό, μα χρεωστούμενο :  Φειδιππίδου 29, τριανταπέντε χρόνια πριν, στο πικ-απ το Transformer, πρώτοι μήνες στη μεγάλη πόλη, το χωριατάκι ανοίγει διάπλατα αυτιά και ψυχή στα πρωτάκουστα, ευχαριστώ Γιάννη, ευχαριστώ Lou

απουσιολόγια

-000033

Μεσημέρια Κυριακής. Τρώει χωρίς να μιλάει, όλο και πιο συχνά. Μερικές φορές θαρρείς ότι το κάνει από υποχρέωση. Δυο χρόνια πριν δεν έβλεπες την πλάτη της καρέκλας στην κορυφή, την «καρέκλα του». Τώρα το περίγραμμά του χάνεται μέσα στην ίδια καρέκλα. Στέλνει λίγα κιλά του κάπου αλλού, μακριά, κάθε χρόνο, για να συνηθίσουμε στην απουσία τους. Μέχρι να συνηθίσουμε στην εικόνα της άδειας καρέκλας και στο φευγιό του. Τα σιχαίνομαι αυτά τα κυριακάτικα μεσημέρια, αυτές τις πρόβες του αποχαιρετισμού. Τα σιχαίνομαι και μετράω μια μια τις ώρες μέχρι το στρωμένο τραπέζι, την επόμενη Κυριακή. Για όσο υπάρχουν Κυριακές μαζί του.

-000043ESC

Φέτος το καλοκαίρι δεν κατορθώσαμε να βρούμε δωμάτιο με θέα θάλασσα. Δεν ήταν δύσκολο όμως. Μια μέρα λείψαμε όλη κι όλη από το σπίτι. Εκείνη τη μέρα οδήγησα πεντακόσια χιλιόμετρα, μπήκα μέσα της με κατεβασμένα τα στόρια, μετά βγήκαμε στην άδεια πόλη για μπίρες, κάπνισε εφτά τσιγάρα, είπαμε πέντε κουβέντες, ξαναγυρίσαμε στο δωμάτιο, ανάψαμε το κλιματιστικό, σκεπάστηκα -ο μισός- με το σεντόνι. Στις τέσσερις το πρωί την βρήκα στην κουζίνα να καπνίζει. Την ρώτησα αν είναι καλά. Έγνεψε κάτι σαν «ναι». Δεν την πίστεψα, μα δεν ήταν δύσκολο. Μάθαμε από καιρό να σκεπαζόμαστε ο ένας με τα ψέμματα του άλλου χωρίς να ρωτάμε πολλά.

-2578

Στο σπίτι του Στέλιου, ακούμε δισκάκια, μισόν αιώνα πριν. Λιγότερο ήταν. Μα αν μου ΄λεγες πως πέρασαν εκατό χρόνια, καμιά έκπληξη δεν θα ‘βλεπες χαραγμένη στο πρόσωπό μου. Μπορεί και να σε πίστευα.

Ripples never come back.

«Δεν τραγουδάει σαν τον Gabriel. Ποτέ δεν θα ‘ναι ξανά οι ίδιοι»

Ούτε κι εμείς. Bγήκαμε σε μιαν ακτή χωρίς να το καταλάβουμε, πέρασαν μέρες και νύχτες περιμένοντας το επόμενο κύμα για να μας ξαναπάρει μέσα. Κι όταν ήρθε μας βρήκε εκατό, διακόσια μέτρα μακριά, σε μια γωνιά που συρθήκαμε για να ΄μαστε σίγουροι πως θα μείνουμε για πάντα εκεί. Αφού μετά από τόσο καιρό στεγνοί, φοβηθήκαμε το έξω.

Sea Mountain

Όχι.

Όχι, τι ;

Δεν μου θυμίζει τίποτε αυτό το μέρος. Πάντα με φόβιζαν τα ύψη και τα σκοτεινά νερά. Ποτέ δεν ήμουν εγώ εκεί μαζί σου.

Ήμουν εγώ όμως. Αυτό σου ‘λεγα πάντα. «Δεν είσαι δω». Και συ χαμογέλαγες. Και γω δεν μπορούσα να μεταφράσω. Κάτι παραπάνω ήξερες, τελικά..

εικόνες : Peter Schmidt

confessions of a mind eater

28382717 (1)

Χλιαρός και μέτριος -mediocre, όπως θα ‘λεγε κι ο αγαπημένος μου Σαλιέρι αν μιλούσε σαιξπηρικά- ήμουν ανέκαθεν, μα αυτό δεν με εμπόδισε από το ν΄αφήνομαι να μου χαιδεύει συχνά πυκνά το μυαλό η Ταγγέρη της παρέας των Μπάροουζ, Μπόουλς και Κέρουακ. Μια Ταγγέρη χωρίς κανέναν απ’ την άχρωμη ράτσα μου στους δρόμους και στα σουκ της. Δεν την αντέχω αυτή τη ράτσα, ούτε καν τη σκιά της, ούτε το άρωμα της γλυκόξινης αποσύνθεσης που με περικυκλώνει όταν διασταυρώνονται οι δρόμοι μας.

Να πάω Ταγγέρη, όπως Ιθάκη.

Ένα κάπου. Στο δρόμο. Αλλά με επιστροφή. Ο χλιαρός δεν θα μ’ εγκαταλείψει ποτέ. Το πιο τεμπέλικο σκυλί, το πιο επίμονο, το πιο πιστό. Πυξίδα και κατάρα.

το κούρεμα

centerfold2-PM198402A1-01-lrg

Πριν μας πλακώσουν ακόμη τα κρύα, πριν μας πλαγιοκοπήσουν τα έξοδα, προτού τα σχέδια -που εθιμικά κάνουμε, επί χάρτου και οθόνης-  για τις χρονιάρες μέρες του Δεκέμβρη γίνουν πολύπλοκα, καθίσαμε και βάζαμε κάτω ημερομηνίες και αριθμούς. Κατά έναν εντελώς ακατανόητο λόγο, βγαίναν και τα δυο. Δωμάτια με σαράντα ευρώ, ημέρες ελεύθερες. Κι ένα μεγάλο γαμώτο για άλλοθι, στην απόκοτη και παράτολμη σκέψη του να ξοδέψουμε δυο κατοστάρικα που τουλάχιστον δέκα τρύπες τα κοιτάζουν με λαχτάρα για να τις βουλώσουν.

Εντάξει γαμώτο, ας είναι και διακόσια, ας είναι και τριακόσια. Ολόκληρο καλοκαίρι πέρασε, και φέτος και πέρυσι κι απ΄το καβούκι μας δεν ξεμυτίσαμε, δεν δικαιούμαστε κι εμείς μισήν ανάσα; δυο βράδια μακριά από αυτά τα ντουβάρια να μη τα αξιωθούμε;

Να τα αξιωθούμε, λοιπόν. Καθισμένοι απέναντι απ’ την οθόνη -δευτεροκλασάτοι φον Κλαούζεβιτς της ευζωίας- σχεδιάζαμε, βλέπαμε, απορρίπταμε, σώζαμε στα «αγαπημένα», χλευάζαμε, ζηλεύαμε (εκείνα που δεν αγγιζόταν απ΄το μπάτζετ μας) και πίναμε. Πάντα ο καλός προγραμματισμός θέλει ποτήρι δίπλα. Για να γίνει καλύτερος. Ή για να πάει από κει που ήρθε, όταν -ως συνήθως- οι τύψεις στριμώχναν τα άλλοθι σε μια πολύ σκοτεινή γωνιά του μυαλού και τους δείχναν ποιός κάνει κουμάντα κει μέσα.

Δυο που είχαν ακόμη ελεύθερα δωμάτια μας άρεσαν, το ένα είχε και εσωτερική πισίνα, το άλλο όχι. Μικρή η διαφορά στην τιμή, ένα εικοσιπεντάρι τη βραδιά, χαλάλι λες. Αλλά εκεί αρχίσαν οι δεύτερες και τρίτες σκέψεις. Καλόβλεπα την πισίνα, μια βουτιά με χιόνια έξω, σαν να είσαι ακόμη μέσα στη μήτρα και δεν θες να ξεμυτίσεις. Να ικετεύεις τις συσπάσεις ν’ αργήσουν. Να σε βρει η νύχτα να πλατσουρίζεις παπουδιασμένος, σε νερό χλιαρό πλέον, αλλά με τέτοια γαλήνη εντός σου που ως κι ο Βούδας δεν αξιώθηκε ποτέ να ζήσει.

Εκείνες πάλι όχι.

Δεν μ΄αρέσουν πολύ αυτές οι πισίνες. Προτιμώ μια σάλα, μια τζαμαρία, τζiν, μοχέρ πουλόβερ, ζεστό φλιτζάνι κι έξω χιόνι όσο βλέπει το μάτι σου.

Τα ίδια και η άλλη.

Ναι, άσε τα πλατσουρίσματα. Κι εγώ δεν θέλω, καλύτερα δίπλα σ’ ένα τζάκι, ένα ποτό στο χέρι, χωρίς πολλές κουβέντες, φασαρία, άντε μια μουσική πίσω. Όχι τζιν όμως, ένα κολάν μια χαρά είναι. Μη σου πω κι ένα πουλόβερ σκέτο.

Καθένας με τις φαντασιώσεις του. Δεν τις αδίκησα που σκεφτόταν έτσι. Αλλά απάντησα, λόγω αδυναμίας χαρακτήρα.

Κι εμένα μ’ αρέσουν αυτά με τα μοχέρ και τα τζάκια. Σαν παλιό Playboy των σέβεντις, τότε που το γκαζόν εκεί χαμηλά κάτω απ΄τον αφαλό σας δεν ήταν ακόμη απαγορευμένο, ούτε ξορκιζόταν σαν δαίμονας.

Από τα υποτιμητικά τους βλέμματα, αυτό το βαρετό πλέον «ο,τι και να συζητάμε, το μυαλό σας μόνο εκεί, όλοι ίδιοι είστε τελικά», κατάλαβα πως δύσκολα και φέτος θα κατορθώσουμε να βγούμε έξω απ’ αυτά τα ντουβάρια. Και δεν θα φταίει το γκαζόν, βέβαια..

τα τσιγκέλια

28341252

Είπα να το καταχωνιάσω στο βάθος του μυαλού για να μην κάνω λεκέδες στο σένιο τραπεζομάντηλο του σαββατοκύριακου. Μα ο λεκές βγήκε βόλτα με την καινούρια βδομάδα, όσο και να τα κρύψεις αυτά δεν φεύγουν μόνα τους.

Μεσημέρι Σαββάτου στον χασάπη. Κιμάδες, κότες, τα σχετικά, προμήθειες βδομάδας για να μη ξανατρέχουμε. Οι προνομιούχοι.

Πάνω στο γυαλί του ψυγείου με τα κοψίδια, τις σπάλες και τα συκώτια, αραδιασμένες καμιά τριανταριά -ίσως να ΄ταν και περισσότερες- κάρτες.

Φιλόλογος. Μαθηματικός. Αγγλικής Φιλολογίας. Κι άλλη φιλόλογος. Ιστορικό-αρχαιολογικό, μαθήματα Ιστορίας λέει. Φυσικός. Κι ένας μαθηματικός ακόμη, χωμένος κάτω από μια της Γαλλικής, πλάι σ’ άλλον φιλόλογο παραδίπλα. Κι άλλος ένας. Μέτρησα και τρεις δικηγόρους. Ανάμεσα σε άλλον ένα φυσικό, μια της αγγλικής και μια ψυχολόγο. Με ένα όνομα και ένα κινητό τηλέφωνο, μερικές και με δυο φοβισμένες κουβέντες παραπάνω, «αριστούχος», «προετοιμασία υποψήφιων θεωρητικής κατεύθυνσης», «εμπειρία διδασκαλίας σε παιδιά δημοτικού-γυμνασίου», «τιμές προσιτές», δεν άντεξα να διαβάσω κι άλλα. Η μυρωδιά από το αίμα, μέσα κι έξω απ΄το ψυγείο, ανακάτεψε τα σωθικά μου, λίγο έλειψε να βγω έξω για να με χτυπήσει καθαρός αέρας.

Το τι αγώνα, ξενύχτι, χρήμα, κλάμα, χαρά κι απογοήτευση κρύβει πίσω της κάθε γαμημένη κάρτα το ξέρω, το ξέρουν κι όσοι το ζουν, βλέποντας τα παιδιά τους να κάνουν κιμά όσα ωραία σκεφτόντουσαν για το αύριο. Άμα είσαι ορθολογιστής άνθρωπος θα πεις «καθένας κάνει τις επιλογές του, αυτή είναι η ζωή, μη γίνεσαι drama queen δευτεριάτικα». Μπορεί να ‘ναι κι έτσι. Δεν χωράνε όλοι μέσα στο success story. Γι αυτό υπάρχει κι ο πάγκος με το μπαλτά και τα κρεατομάχαιρα. Για να βολευτείς μέσα σε μια σακκούλα.

Πλήρωσα, έκανα να φύγω. Ο Βασίλης μου ΄δωσε την απόδειξη και τη χαριστική βολή : «οκτώ ευρώ την ώρα, η άλλη είπε και με έξη αναλαμβάνει. Σκέτο σφαγείο ρε φίλε. Αυτή που έρχεται και σιδερώνει στο σπίτι παίρνει δέκα την ώρα. Έρχονται και με ρωτάνε αν μπορούν ν’ αφήσουν την κάρτα τους, γνέφω ‘ναι’ και τις πιο πολλές φορές κοιτάω το ματωμένο πάτωμα από ντροπή κι αμηχανία, δεν μπορώ να δω μάτια. Είναι τόσοι πολλοί πια».

Ήθελα να του πω «βγάλτα από κει πάνω, είναι ντροπή για τα παιδιά» μα δεν τόλμησα. Όχι, εκεί να τα αφήσει. Πάνω στα τσιγκέλια. Για να μη ξεχνάμε -όσοι ακόμη δεν στερούμαστε τα «βασικά»- ότι το σφαγείο είναι ολόγυρά μας. Και μας κοιτάζει λάγνα..

*

μισή ώρα, Οκτώβρης του 2013

anna-karina-beautiful-black-and-white-cigarette-collar-Favim.com-180172

Ούτε σε τοίχους χρειάζεται να το δω βαμμένο, ούτε χαραγμένο αδέξια ή με περισσή φροντίδα σε πέτρες, ξύλα ή μάρμαρα, ούτε κολλημένο -γέννημα προβλέψιμων μυαλών- πάνω σε φτηνές λαμαρίνες.

Τόσες φορές τόσο κοντά να είμαι

Έξω από εισαγωγικά. Μπορεί να το γέννησε η καύλα του ποιητή αλλά δικό μας είναι. Αυτό μαζί το γράψαμε. Και το κατάλαβες με φαίνεται, κ’ έμεινες κάτι περισσότερον επίτηδες. Κι ας άναψε με την πρώτη το τσιγάρο

Halleluhwah

28204059 (1)

Στις 7 Οκτωβρίου, την ώρα που είδε τον ταχυδρόμο της περιοχής να παρκάρει το κίτρινο καροτσάκι -με την προσεκτικά στοιχισμένη αλληλογραφία- κάτω από ένα δέντρο άγνωστης ράτσας στη διασταύρωση των οδών Buschgasse και Rosenstraße, η βαλίτσα βρισκόταν ήδη εκεί. Στο ίδιο ακριβώς σημείο -ούτε εκατοστό δεξιά, αριστερά ή μακριά από τον τοίχο- την αντίκρισε κι όταν επέστρεφε στο σπίτι αργά το απόγευμα, μετά από μια αναπάντεχη όσο και ενοχλητική καθυστέρηση εννιά λεπτών του συρμού 4 που τον έβγαλε (αρκετά εκνευρισμένο) στην αποβάθρα της Severinstraße.

Στη θέα, για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες ώρες, της μαύρης ταλαιπωρημένης βαλίτσας κοντοστάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα καθώς του θύμιζε κάτι. Άγνωστο τι. Συνέχισε το δρόμο του βιαστικά, η ώρα κόντευε εξήμιση και στις οκτώ είχε ραντεβού με την οδοντίατρό του, κάπου κοντά στην Barbarossa Platz. Αν έχανε τη σειρά του θα έπρεπε να περιμένει μια βδομάδα ακόμη και δεν είχε χρόνο για ξόδεμα. Ξεκλείδωσε στις εφτά παρά είκοσι και μπήκε στο μπάνιο. Την ώρα που τράβηξε την κουρτίνα νόμισε -φευγαλέα- πως είδε την βαλίτσα ανοιχτή μέσα στην μπανιέρα μα έσφαλλε. Είναι πολύ σπάνιες οι φορές που θα δεις μια βαλίτσα, και μάλιστα του δρόμου, μέσα σε μια μπανιέρα.

Η βαλίτσα ήταν εκεί και την επόμενη και την μεθεπόμενη μέρα. Πρωί και απόγευμα. Βρεγμένη αλλά ακούνητη. Του φάνηκε περίεργο και απογοητευτικό ότι σε μια χώρα που τίποτε δεν αφηνόταν στην τύχη (ούτε καν η ατυχία), μια βαλίτσα άγνωστης ταυτότητας και ακόμη πιο άγνωστου περιεχόμενου ήταν αφημένη επί τρία εικοσιτετράωρα στο ίδιο, μα ακριβώς ίδιο, σημείο. Σκέφτηκε, είναι αλήθεια, τουλάχιστον δυο φορές να τηλεφωνήσει στην αστυνομία (για να σιγουρευτεί πως δεν θα υπήρχαν δυσάρεστα απρόοπτα στην ήσυχη γειτονιά του) αλλά προς μεγάλη του έκπληξη δεν το έκανε γιατί η βαλίτσα του θύμιζε κάτι. Ακόμη άγνωστο τι.

Στις 11 Οκτωβρίου στις 7μιση το πρωί την ώρα που βγήκε από το μπάνιο, λίγο πριν ψάξει για το τελευταίο καθαρό εσώρουχο στο συρτάρι, είδε την ίδια βαλίτσα στη φωτογραφία πλάι στο αναμνηστικό Litermaß από την Oktoberfest του 2009. Ο πατέρας του, η μικρή του αδερφή κι εκείνος, στα σκαλιά έξω απ΄τον HB, λίγο πριν πάρουν το τρένο για το Darmstadt για την κηδεία της -δευτεροπαντρεμένης- μάνας τους. Παράξενο να ποζάρεις μια τέτοια στιγμή, σκέφτηκε. Αλλά έντεκα χρονών ήταν τότε, δεν τον νοιάζαν τα τι και τα πώς και τα γιατί. Αυτό σκέφτηκε και απαλλάχτηκε από παραπανίσιες σκέψεις. Δεν είχε χρόνο για παραπανίσιες σκέψεις.

Τριάντα λεπτά μετά, πλησιάζοντας τη διασταύρωση Buschgasse και Rosenstraße ένιωσε για πρώτη φορά μετά από κάμποσα χρόνια έναν γδούπο κάτω από το σακάκι του, ψηλά κι αριστερά. Την ώρα που δεν είδε τη βαλίτσα να τον περιμένει εκεί, το ντουπ ντουπ ήταν τέτοιο που θα το ζήλευε ως κι ο  Jaki Liebezeit.

Σύρθηκε ως την πλατφόρμα απ’ όπου θα πέρναγε σε τέσσερα λεπτά το 3, έβγαλε το τηλέφωνο από την τσέπη του και κάλεσε -μετά από μισό, ίσως και παραπάνω, χρόνο- την αδελφή του.

«Έχεις κάτι να κάνεις αυτό το Σαββατοκύριακο;» 

αυτό που τρώει τον Γκίλμπερτ Γκρέιπ δεν χόρτασε ακόμη

28202197

 

Πριν όχι πολλά χρόνια, στα ηχεία -οποιαδήποτε, φτηνά ή ακριβά, κάθε ώρα, σε κάθε λογής διαδρομές- είχαν κάνει κατάληψη οι Marconi Union. Το ξαναθυμήθηκα χτες -με έναν αδιόρατο αυτοοικτιρμό- την ώρα που απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο του αόρατου συνοδηγού (για να απολαύσω τις τελευταίες τζούρες ενός πολύ ανταριασμένου φθινόπωρου) χυνόταν προς τα έξω ερτζιανός Πασχάλης Τερζής. Φεγγάρι χλωμό, ένα χλιαρό μεσημέρι, πάνω σ’ έναν δρόμο όπου το μόνο σημάδι ζωής ήταν τα αυτοκίνητα με βουλγάρικες πινακίδες. Οι Σέρβοι, με τα άπαντα του ΙΚΕΑ μέσα στα τετρακίνητά τους, είχαν προλάβει να στρίψουν στην προηγούμενη έξοδο, πριν προλάβουν να διασταυρωθούν με τις τούρκικες νταλίκες.

Το χέρι μου ήταν πολύ κουρασμένο για να αλλάξει συχνότητα. Μείναμε εγώ, ο δρόμος, οι βαλκάνιοι και ο Τερζής. Και μερικές ασυνάρτητες σκέψεις που αν ήταν λόχος θα είχαν αποδεκατιστεί πριν καν ακουστεί το πρώτο «μπαμ». Κάποια στιγμή διάβασα αφηρημένος εκατόν εξήντα χιλιόμετρα στο ταχύμετρο και πόνεσε η ψυχή μου, τόσα ευρώ πεταμένα…

Εβδομήντα χιλιόμετρα πριν φτάσω σπίτι, με συνέλαβα με κάποια κρυφή ανακούφιση να σκέφτομαι ότι ευτυχώς μετά από κάποια ηλικία η φθορά του σοβά στο πετσί μας αποτρέπει τους άλλους από το να αποπειραθούν να τρυπώσουν μέσα, περιμένοντας να βρουν κάποιας αμφίβολης αξίας και χρησιμότητας παγκάκια για να περάσουν την ώρα τους ή να ξαποστάσουν για λίγο, ή για πολύ. Ελπίζω όμως αν βρουν πόρτα ή χαραμάδα, έστω κι αν δεν βρουν ούτε γωνιά που να μη μοιάζει ρημαδιό και αγνώριστη απ΄ τις σκόνες, τα σκουπίδια και τη σκουριά, τα ηχειάκια  να παίζουν ακόμη -ας είναι και ψιθυριστά- κάτι που θα θυμίζει, αμυδρά έστω, το Sleepless. Έτσι, για το γινάτι.

η πατρότητα

28041418

Μαζί τα γράψαμε.

Για όλα τα άλλα «μαζί» (μέσα κι έξω από εισαγωγικά) ας πει ο,τι θέλει καθείς. Ας πιστεύει ο,τι θέλει. Ας το στηρίξει όπως καταλαβαίνει. Ας το γκρεμίσει όπως νιώθει.

Αλλά όλα αυτά εδώ, λέξη προς λέξη, caps lock και shift και backspace, παράγραφο παράγραφο, σελίδα σελίδα, μαζί τα γράψαμε.

(ήθελα να στο ξεκαθαρίσω, να μη μου φορτώσουν την πατρότητα τέτοιες στείρες εποχές)