Ο τρόπος που ξεψυχάει ο Ιούλιος μου φαινόταν ανέκαθεν ανατριχιαστικός. Χτες, για παράδειγμα. Με τριανταέξη βαθμούς έξω, όπου κι αν έσταζε ο ιδρώτας, σε ρούχο, σε μάρμαρα, σε μπαλκόνια, σε ξαπλώστρες, στο στήθος της , σε χαρτί, στην πάνω πλευρά της παλάμης σου, τον άκουγες να εξατμίζεται σε δευτερόλεπτα, τον άκουγες, σαν ρόγχο. Όχι τελευταίο όμως, γιατί δεν τελειώνει εύκολα ο ιδρώτας. Ούτε κι ο Ιούλιος. Ώσπου να βγει η ψυχή του θέλει να πάρει και τη δική μας μαζί. Το σώμα δεν του φτάνει.
Είναι ωραίος ο Ιούλιος. Χρόνια έχουμε να πάμε κάπου μαζί εγώ κι αυτός αλλά την τελευταία φορά δεν την ξέχασα, έστω κι αν ξεθώριασε λιγάκι ακόμη. Σαν ρολερκόστερ είναι, ανεβαίνεις, ανεβαίνεις, ανεβαίνεις κρατώντας σφιχτά το χέρι του και ξέρεις πως όταν το στομάχι σου ανέβει στον οισοφάγο και το πάρεις στα χέρια για να το παρηγορήσεις και να του πεις να μη φοβάται, θα βουτάς με φόρα προς τον Αύγουστο. Όπισθεν δεν έχει.
Το πήρα απόφαση φέτος, ακόμη κι αν με γαμήσει ωραία ο Αύγουστος, θα του πω την αλήθεια. «Εγώ ψυχή και σώμα τα παράδωσα στον προηγούμενο, για σένα μόνο λεφτά περίσσεψαν, βολέψου μ΄ αυτά».