walk of flame

 

31302223

 

Το φως εξαφανίστηκε, άναψα όλα τα ρεσώ. Ίσα με είκοσι. Αυτά που κοροϊδεύω, αυτά λούζομαι. Δέκα ματσάκια λουλουδικά τυλιγμένα σε αλουμινόχαρτο λείπουν για να γίνει το μπαλκόνι «in memoriam», η γωνιά που έσφαξαν μια νύχτα θέρους που ικέτευε να βγει απ’ το σπίτι. Μα σφαγιάσθηκε σιωπηλά. Και με λύσσα.

Κλείνω το φέισμπουκ. Δεν ξέρω αν ο κόσμος είναι εκεί ή αν είναι έξω από κει, ώρες ώρες δεν μυρίζει ωραία πάντως αυτό που φτάνει ως εμένα. Όχι τώρα. Παράξενο, αφού καθένας μας νομίζει πως αφήνει το λουλούδι του στην εξώπορτα, να το ποτίσουν με κανένα λάικ, καμιά κουβέντα ή έστω να το δουν οι άλλοι στη γειτονιά, αν είναι πλαστικό, απ’ τους κινέζους. Ελπίζω να μην είναι ρατσιστική σκέψη αυτή.

Τρώμε κουσκούς. Καλά έκανα κι έβαλα σταφίδες. Και το λίγο ταχίνι που ανακατεύτηκε με τα κυβάκια της ντομάτας -μαζί μ’ όλα τα άλλα ψιλοκομμένα- του πάει κι αυτό. Και η μια στάλα καυτερό του πάει. Μου βγήκε, αυτή τη φορά, ο αυτοσχεδιασμός.

Η θάλασσα ήταν κρύσταλλο σήμερα. Κανείς τριγύρω. Μόνο δυο μεγάλα νησιά, αριστερά και δεξιά στον ορίζοντα. Στο ένα δεν πήγαμε ποτέ. Της είπα «κολυμπάμε ως εκεί;», με αποπήρε, «θαρρείς πως είσαι νέος ακόμη», μ’ αρέσει όταν δεν κουράζεται να μου δίνει σοβαρές απαντήσεις σε σαχλές ερωτήσεις.

Το κρασί είναι μια μετριότητα. Δροσερό, όσο πρέπει, αλλά πιο υποτονικό κι από μένα, τι προκοπή να περιμένεις από εξάρια κι εφτάρια αλκοόλ. Και δέκα ποτήρια να πιεις σε γονατίζει η επανάληψη, όχι η γλυκιά ζάλη. Κουβέντα παραπανίσια δεν βγαίνει απ΄ το στόμα σου, μετρημένες όλες, σιγουράντζες σαν τα σόλο του Chris Rea, δεν κάνουν για εκμαυλιστές συνειδήσεων αυτά τα Πιεμοντέζικα. Για καμιά ηθική αυτουργία σε αποπλάνηση δεν θα κατηγορηθούν, ποτέ.

Από μέσα ψευτοπαίζει μουσική, εκείνες μιλάνε για λογαριασμούς, λεφτά και τα παιδιά τους. Μετά λένε για το άδηλο μέλλον ολωνών μας με σοβαρότητα, χαμηλόφωνα, θαρρείς και λένε κάτι σπουδαίο, μυστικό  ή πρωτότυπο, που θ’ άξιζε να σκοτώσει για να τους το κλέψει κανείς. Την ώρα που ξαναγεμίζω -τρίτη φορά- τα ποτήρια, απορούν γιατί η φωνή μου έχει μισή ώρα να ακουστεί. Δεν είμαι σίγουρος πως είναι έτοιμες να ακούσουν την απάντηση και σιωπώ, αφήνοντας ένα -μισό, ούτε καν ένα- χαμόγελο ως προκαταβολή της πρώτης μου λέξης, όταν αποφασίσει να εμφανιστεί για να διεκδικήσει κι αυτή το μερίδιό της στο θέατρο σκιών που παίζεται τις νύχτες σ’ αυτό το μπαλκόνι. Και σ’ άλλα πολλά, φαντάζομαι. Εκεί που οι σκέψεις των μπαλκονίστας μπλέκονται βουβές.

Δεν κολυμπήσαμε ως το νησί, τελικά. Θα μας έπιανε η νύχτα καταμεσής στο πέλαγος, εδώ και καιρό μας τρομάζουν οι νύχτες μακριά από τσιμέντα, κάγκελα και ρεσώ.

Οι μικρές φλόγες εγκαταλείπουν τα ρεσώ, ντριμπλάρουν τα πιάτα με το κουσκούς και τρυπώνουν εκεί που πρέπει, την μάθαν καλά τόσα χρόνια τη διαδρομή. Ο κόσμος εκεί έξω, μέσα μας, μπορεί να είναι πολύ βρώμικος μα ευτυχώς είμαστε ατελείς και η σάρκα έχει τον τρόπο να τον ξεπλένει, έστω για στιγμές. Tα γυναικεία γόνατα τα κολακεύει το λιγοστό φως. Τα κάνει να γυαλίζουν πιο πολύ κι απ’ το πιο πεινασμένο μάτι. Αυτό το ύφασμα που ώρες ώρες τραβιέται λίγο, μια στάλα, προς τα πάνω, για να πάρει αέρα το δέρμα ανάμεσα στα πόδια τους, είναι (είτε το θέλουν, είτε όχι, είτε το ξέρουν, είτε το ξορκίζουν, είτε το απολαμβάνουν, είτε το φοβούνται) η Ιερά Σινδόνη μας. Όλη μας η ζωή, των αρσενικών, αποτυπωμένη πάνω του. Ερήμην του. Τόσα αποτυπώματα από αόρατες παλάμες δεν αξιώθηκε, κι ούτε πρόκειται στον αιώνα τον άπαντα, κανένα walk of fame.

 

 

 

 

μωρά στη φωτιά

 

toronto-bans-plastic-bags-537x368 (1)

 

 

 

-Έχεις καραβίδες;

Έγνεψε ναι, άφηνε τα δυο τσιράκια να κάνουν τη βρώμικη δουλειά με το μπίρι μπίρι στους πελάτες, σπάνια του ‘παιρνες λέξη. Τόσα χρόνια πούλαγε ψάρια, πήρε τα χούγια τους στο τέλος.

Μου ΄δωσε ένα κιλό, τι ειν’ η καραβίδα, τι το ζουμί της και το κιλό της, μα δεν είμαστε για χυδαίες γαλαντομίες τέτοιες εποχές. Αίμα φτύσαμε να ξεκολλήσουμε από γαύρο, σαρδέλα και τσιπούρες κολεγίου. Είπαμε ένα Σάββατο να τον ρίξουμε μια στάλα έξω τον προϋπολογισμό, με τέτοιες πύρρειες νίκες κοροϊδευόμαστε αφού το εμπεδώσαμε πως στο τέλος του μήνα -ποιο τέλος, λίγο μετά τα μισά δηλαδή- πάλι θα φτύσουμε αίμα γονατιστοί και ικετεύοντας τα γαμημένα άλυτα μαθηματικά να μας κάνουν τη χάρη.

Ξεκίνησα να φύγω, θυμήθηκα -ένεκα των ημερών- ότι οι καλές ήττες θέλουν και καλό θέαμα. Με 1-0 κανείς δεν διασκεδάζει, ούτε καν η απελπισία σου. Μερικοί χαιρέκακοι μοναχά, που τους αρκεί να σε δουν με σκυμμένο κεφάλι. Κι ας μην έχουν βάλει στο στόμα τους ψίχουλο από νίκη κι αυτοί, εδώ και δέκα αιώνες. Τα γνωστά..

-Το περασμένο Σάββατο είπες ότι έχεις και τοννάκια. Έχεις σήμερα;

Δεν ξέρω τι ράτσας παρόρμηση μ’ έκανε να ζητήσω το στεγνόψαρο. Ίσως μια περιέργεια να δω τι είδους γεύση θα ΄χει το μέσα μας, αν καταδεχτεί να μας δαγκώσει βαθιά κάποιος τολμηρός. Πήρα άλλο ένα γνέψιμο, πήρα και το λάφυρο. Ενάμιση κιλό βγήκε. «Ωραίο μωρό» είπε. Πήγα να τον ρωτήσω αν θα το κόψω φέτες κάθετα, έτσι είδα να το σφαγιάζουν στην τηλεόραση και να το πασαλείβουν με διάφορα περίεργα πριν το βάλουν στη φωτιά, κατάλαβε τι σκεφτόμουν. Μερικές φορές με τρόμαζε αυτός ο άνθρωπος. Ειδικά όταν μίλαγε κιόλας.

-Μη το κόψεις εσύ, άσε να στο φιλετάρω εγώ.

Θεός. Όπως στο λέω, με Θ μπερεκετλίδικο. Τον καλύτερο πλαστικό να έφερνες εκεί, πλάι του, στον μαρμάρινο πάγκο, θα ντρεπόταν για την αγαρμποσύνη του. Δεν ξέρω τι τους μαθαίνουν εκεί στις ιατρικές, αυτός εδώ πάντως δεν είχε χέρια, λέιζερ είχε. Είχα δει ένα φιλμάκι με έναν υπέργηρο σούσι μάστερ, ευτυχώς ποτές δεν θα μάθαινε ο γιαπωνέζος για τον δικό μου γιατί θα έφευγε απ΄ τον μάταιο τούτο κόσμο με μιαν αβάσταχτη πίκρα. Μια περηφάνια -εντελώς άκαιρη και άκυρη- για τις δεξιότητες του ψαρά μου μπήκε απ’ τον δεξιό μου δείκτη και βγήκε απ’ τον παράμεσο του αριστερού χεριού, σε δευτερόλεπτα, σαν κλέφτης. Χώρο για να φιλοξενώ παραπανίσιες περηφάνιες δεν έχω, εδώ καλά καλά δεν μπορώ να στεγάσω τις λιπόσαρκες κι αμφιλεγόμενες δικές μου.

Μπήκα στο αυτοκίνητο, με τις μπλε σακκούλες. Πεπεισμένος πως και η Αργεντινή κάπως έτσι ξεκίνησε το δρόμο για την οικονομική καταστροφή. Μόνο που εκεί δεν φταίγαν τα ψάρια, μόνο με steaks και βαριές κόκκινες σάρκες καταγινόταν. Ακούγοντας Gardell στα σφαγεία και τα χασάπικα, όχι Οικονομόπουλο όπως στο ψαράδικο. Όλεθρος με όλεθρο έχει διαφορά. Ούτε αυτό μπορούμε να κάνουμε με στυλ, μόνο γράφουμε και ομφαλοσκοπούμε και κάνουμε voodoo σε ξένες κατσίκες και μιρμιριάζουμε και φτου κι απ’ την αρχή, σε random play. Για το σασπένς της επανάληψης. Χίτσκοκ σε μιούζικαλ. Ούτε καν. Σε οπερέτα, λόου μπάτζετ όλα, ακόμη και οι καταστροφές.

Τακτοποίησα τις σακούλες στο ψυγείο, κατέβασα απ’ τη ντουλάπα την τσάντα με τα μαγιώ, αφού μια ζέστη την έβγαλε έξω και φουρφούρισε το μέσα μου και περίσσευαν στο ντεπόζιτο δεκαπέντε ευρώ αμόλυβδης. Μου ξέφυγε μια τρυφερή βρισιά, γιατί πρόλαβε και την ξανασήκωσε, μετά το πρώτο -πρώιμο για μας τους βόρειους- μπάνιο της σαιζόν. Την σήκωσε για να μη παίρνουμε θάρρος, κι εμείς και τα μάτια μας, βλέποντας χρωματιστά μαγιώ και πετσέτες. Ξαναπήρα τη βρισιά πίσω, την αδίκησα, σοφή γυναίκα. Γλιτώνουμε πολλά λεφτά από ψυχοφάρμακα με τις αλχημείες της.

Πήρα τηλέφωνο να την ρωτήσω αν θα πάμε θάλασσα και αν θα βάλω τις καραβίδες στην κατάψυξη. Έδωσε οδηγίες, άκουσα γέλια, κάπου έπινε ακόμη καφέδες (δεν νομίζω τσίπουρα, τα αντιπαθούν, καμιά μπίρα ίσως) με άλλες όμοιές της. Καλά κάνουν τα κορίτσια, άμα τρέχεις σε μανάβικα, ψαράδες και μπακάληδες σαββατιάτικα, μυρίζει πλαστικές σακκούλες το μέσα σου και δεν είναι ωραίο να αφήνεις να μυρίζει το μέσα τους αφού μ’ αυτές τις, έστω λειψές, ευωδιές τους παρηγοριόμαστε ακόμη. Ένα γέλιο που ξεχώρισα στο τηλέφωνο είχε ωραία μυρωδιά, γνώριμη. Σαν καταφύγιο. Ξένο, εντάξει, αλλά γι αυτό υπάρχουν τα καταφύγια, δεν είναι σπίτια, για μια-δυο μέρες, νύχτες, ώρες σε βάζουν μέσα τους για να σε προστατέψουν απ’ τη μονοχρωμία έξω. Μου ξέφυγε ένα χαμόγελο, το ξανάβαλα γρήγορα στη θέση του. Με τα αδέσποτα χαμόγελα μπορείς να καείς, άμα είσαι απρόσεκτος, πριν καν πεις τσαφ. Εδώ ο κόσμος καίγεται κι εσύ χαμογελάς επειδή σκέφτεσαι αλλότρια χρωματιστά;

Η ώρα ήταν περασμένες δυο. Ξετύλιξα το ωραίο μωρό. Τα κάρβουνα έξω σχεδόν έτοιμα. Οι τρεις μας τώρα. Εγώ, το μωρό, η φωτιά. Πριν τις δυόμισι, είπε, θα είναι σπίτι. Τρώμε και φεύγουμε στη θάλασσα το απόγευμα, να κόψει λίγο ο αέρας….

Όχι ρε, να μη κόψει, να φύγουμε, να πάμε να ανεμοδαρθούμε, να πιούμε τις μπίρες μας, να ανάψουμε με χίλια ζόρια τσιγάρο, να φάμε την άμμο στα μούτρα και αφρούς απ΄τα κύματα, να ξεχαστούμε μια στάλα, να βγούμε δυο, τρεις ώρες απ’ τις σακούλες μας. Απ’ αυτές τις μεγάλες, με τα φερμουάρ, που βλέπω να μας γλυκοκοιτάζουν τις νύχτες στο CSI.

 

 

 

ο τελευταίος Μεγάλος Τελικός *

 

31199300

 

 

Στον τελευταίο πραγματικά συναρπαστικό τελικό που έχω ευλαβικά φυλαγμένο στο σκληρό μου δίσκο και σε τριπλό backup κλειδωμένο σε θυρίδα, είχα κατέβει στο γήπεδο με τα πόδια πουά απ’ τα κουνούπια και τα χέρια γεμάτα με κρύους κεφτέδες πάνω σε μια φέτα αληθινό ψωμί. Όχι σαν τα σημερινά ξερατά.

Κόντευε έξη. Βαθύς Ιούλιος.

«Δεν πιστεύω να θες να παίξεις έτσι», μουρμούρισε ο εκλέκτορας της γειτονιάς και αρχηγός της ομάδας, που ΄χε κλείσει τα δεκατέσσερα ανήμερα πρωτομαγιά.

-«Η μάνα μου είπε πως αν δεν φάω τρεις κεφτέδες θα με κρατήσει κλειδωμένο μέσα όλο το καλοκαίρι», γκρίνιαξα.

-«Πες τότε της μάνας σου να ’ρθει να μαρκάρει το Ντεμέλο, φτου σου ρε τσογλανάκι, είσαι εντελώς μαμάκιας, απορώ γιατί σε βάζω μέσα».

Απορούσα κι εγώ, μέχρι που τα χαρτάκια του αδερφού μου με το Γονιό, τον Κεφαλίδη και τον Παμπουλή από εκατό γίναν πενήντα, τριάντα, είκοσι. Στοίχιζε ακριβά μια θέση στην ομάδα της Κοραή & Αγίας Λαύρας αλλά χαλάλι. Η μούρη μου είχε υψηλή αξία μεταπώλησης. Αντίθετα η υπόληψή μου ως αδερφού είχε προ πολλού πιάσει πάτο.

Ντεμέλο!

To όνομα θρύλος της Δυτικής Ξάνθης. Στην ανατολική, την παλιά πόλη, είχε μόνο Αχμέτ και Ερόλ και Ερντίλ, τότε τουρκάκια, μετά μουσουλμανάκια, σήμερα ξανά τουρκάκια αλλά πάντα Αχμέτ, Ερόλ και Ερντίλ όπως και να τα βαφτίζουμε εμείς οι άλλοι. Ο «δικός μας» ήταν ένας ξανθομπάμπουρας γύρω στα δώδεκα με μπόι που δεν θα το ζήλευε ούτε ντενεκές με τελεμέ αλλά μάτι που γυάλιζε σαν σπασμένο τζάμι καταμεσής στην έρημο, αριστερό πόδι που κάρφωνε πρόκες ξυπόλητο και στόμα που όταν -σπάνια- άνοιγε έκανε τις μανάδες μας να σταυροκοπιούνται και να φτύνουν μέσα απ’ τις ανοιχτές ρόμπες τον ιδρωμένο κόρφο τους : «μακριά από αυτόν γιατί θα σου κόψω τα πόδια, κατάλαβες κακομοίρη μου;»

Όσο πιο μακριά του μας έδιωχναν, τόσο πιο πολύ θέλαμε να του μοιάσουμε. Εκτός από μπόι όλα τα άλλα τα είχε το τσογλάνι. Διακόσα κιλά μπάλα ήξερε, παπούτσια ζίτα ελλάς με τάπες φόραγε, ωραία μακριά ξανθά μαλλιά είχε ενώ εμείς προβάραμε το κούρεμα του κυρίου -Θεός σχωρεσ’ τον- Γεωργίου I. Μπούρα : σβέρκος και πλαϊνά νεκρή γη, τρεις πόντοι ζωντανοί μπρος ίσα για να μην αυτοκτονήσει η χτένα -και που να ‘ξερε τι την περίμενε χρόνια μετά-.

Το σκατό ερχόταν πάντα με πεντέξι αυλικούς του που μας πρόγκαγαν κάθε φορά που τρώγαμε χύμα μέχρι που έκλεινε στο τέλος ο λαιμός τους. Γιατί ο σκοπός του δεν ήταν να κερδίσει μόνο.Όχι! Ήταν να μας κάνει να πέσουμε στο χώμα εκλιπαρώντας τον να φύγει, να τσακιστεί να γυρίσει τρεις δρόμους παρακάτω στη γειτονιά του, να ντριπλάρει εκεί μπαϊλντισμένες από τη ζέστη γιαγιάδες, φρεσκοβρεμένες σκάλες, πατημένα μούρα, φρικαρισμένες γάτες, ντενεκέδες με καρπουζόφλουδες και κασόνια με γκαζόζες Εσπέρια μέχρι να πέσει λιπόθυμος, να τον μαζέψει ο Γιάννος ο Ντελής ή ο φριχτός Γαλόπουλος, να τον χώσουν μέσα σ’ ένα τσουβάλι και να μην ξανακούσουμε ποτέ ξανά γι αυτόν.

Χρόνια μετά μάθαμε πως αυτό που μας έκανε να υπομένουμε τα μαρτύρια και τον εξευτελισμό ήταν από τότε κατοχυρωμένο ως μαζοχισμός. Στα δεκατρία μας όμως, η μόνη γνωστή λέξη ήταν «εκδίκηση». Περιμέναμε καρτερικά τη μια και μόνη φορά που θα έφευγε με το κεφάλι κάτω, τα γόνατα να στάζουν αίμα, το ξανθό μαλλί γεμάτο ιδρώτα και χώμα, και γέλια, πολλά γέλια, μαχαίρι σκέτο πίσω απ την πλάτη του. Την περιμέναμε αυτή τη μέρα αλλά ποτέ δεν ήρθε.

Τη μέρα του μεγάλου τελικού, αυτός που έπρεπε να πιει το πικρό ποτήρι ήμουν εγώ. Ο Σωτηράκης, που συνήθως ήταν το θύμα του Ντεμέλο, το πετ του Μινώταυρου, είχε πάει εκείνο το απόγευμα να δει τη μάνα του στο νοσοκομείο, στη ρίζα του βουνού πάνω απ΄ την πόλη.

-«Ζήτησε να με δει ρε σεις», μας είπε σχεδόν ένοχα. «Δέκα μέρες είναι μέσα και δεν ήθελα να πάω αλλά τώρα με ζήτησε, δεν γίνεται να το αρχινήσουμε  μιαν ώρα αργότερα;»

Δεν γινόταν. Πριν νυχτώσει, ο χοντρός θα πήγαινε να δει Ξανθόπουλο στο Όσκαρ κι ο Ανεστάκος στις οκτώ θα έπρεπε να βοηθήσει τον μπαμπά του να φτιάξει πάγο για αύριο.

«Να πας», είπε εμφατικά ο εκλέκτορας. «Αν προλάβεις και γυρίσεις θα μπεις κι εσύ να βοηθήσεις αυτόν, αν στο μεταξύ δεν τον φωνάξει σπίτι η μάνα του».

Πληγώθηκα με το «αυτόν» αλλά έμεινα σιωπηλός. Με τέσσερα χαρτάκια ακόμη, Μπέλλη, Συμιγδαλά, Κεραμιδά και Βερόν, θα εξασφάλιζα πως δεν θα με ξαναξεφτέλιζε δημόσια.

Ο Σωτηράκης έφυγε.

Δεν είχε τελειώσει ο τρίτος κεφτές ακόμη όταν έφαγα την πρώτη τρίπλα. Ξαναγύρισε και μου ’ριξε και δεύτερη. Ο Θωμάς ο χοντρός άφρισε : «βλέπε τη μπάλα ρε, δώσε τον κεφτέ να τον κρατάω εγώ, πέντε γκολ θα φάμε μέχρι να τον τελειώσεις».

Κεφτέ ο χοντρός δεν θα βλεπε από μένα. Μου το ‘χε πει η μάνα μου : «και κοίτα μη τους κάνεις διανομή τους κεφτέδες, τα χάλια σου δες, κώλος δεν υπάρχει μέσα στο παντελόνι».

Σε ένα τέταρτο τρώγαμε πέντε. Δε λέω, θυμάμαι ακόμη και σήμερα πως στα τρία έφταιγα εγώ που έχασα ως και τη σκιά του Ντεμέλο αλλά το ψωμί μου το τέλειωσα μέχρι το τελευταίο ψίχουλο.

Εφτά η ώρα και τα κεφάλια βάραιναν. Για κάθε ένα που βάζαμε τρώγαμε τρία. Το ξανθό μαλλί εκεί, αγέρωχο στη θέση του, μετά από χρόνια είδα το ίδιο στην τηλεόραση να το φοράει κι ο Μπατιστούτα αλλά -το ορκίζομαι- θαρρώ πως Ντεμέλο δεν είδα άλλον, όσα χρόνια και να πέρασαν από τότε. Ίσως να φταίει το ότι τα πράγματα είναι αλλιώς στο γυαλί, ίσως ότι άλλη γεύση έχουν οι κεφτέδες μέσα στο γήπεδο, μπορεί να είναι και το ότι εκεί -στη χαράδρα που περνάγαμε για να φτάσουμε στην αλάνα που τσακίζαμε γόνατα και ανοίγαμε μύτες- πέσαν μπάζα και σηκώθηκε εδώ και χρόνια το σχολείο που φιλοξένησε στα σπλάχνα του τα παιδιά μου.

Ίσως όμως να ναι και η εικόνα του Σωτηράκη, που κατέβαινε απ΄ το νοσοκομείο σκασμένος στο κλάμα την ώρα που τα μαζεύαμε για επιστροφή στα σπίτια μας, στις αυλές μας, στη γειτονιά μας.

-«Τι έγινε ρε;» μας πρόλαβε ο εκλέκτορας, «τι κάνει η κυρία Μαίρη;»

-«Πάει η μαμά μου ρε σεις, πάει…»

Πέσαμε όλοι δέκα χιλιόμετρα βαθιά στη χαράδρα. Στην άβυσσο του ντερέ. Νιώθω πως μέχρι και σήμερα, σχεδόν σαράντα χρόνια από τότε, πάτο δεν βρήκαμε.

Τι πάει να πει «πάει»;

Πού «πάει»;

Πώς «πάνε» δηλαδή οι μανάδες όταν είσαι δεκατρία;

Το χώμα από κάτω μας έγινε μέσα σε μια στιγμή αφιλόξενο, άγριο κι ανεπιθύμητο. Κουβέντα δεν ακούστηκε, ήθελα να πάω σε μια γωνιά να βγάλω από μέσα μου τους κιμάδες, ο Ανεστάκος ζωγράφιζε με το δάχτυλο κυκλάκια στο χώμα κι άφησε τον πάγο στο σπίτι να λιώνει, ο χοντρός κυνηγούσε με θολωμένο βλέμμα φανταστικά κουνούπια, ο Τάσος -ο εκλέκτορας- πήγε να μαζέψει τη μπάλα με βήματα που φαινόταν ατέλειωτα κι ο Ντεμέλο βρισκόταν ήδη τρεις γειτονιές πιο κάτω. Έτσι κι αλλιώς δεν ήταν, ποτέ δεν θα γινόταν ένας από «μας».

Αλλά κανείς μας δε μίλησε.

Κανείς.

Εκτός απ το Σωτηράκη την ώρα που σκούπιζε τα μάτια του.

 

-«Τι έγινε ρε σεις; τι κάναμε σήμερα;»

 

 

 

 

 

* μια 101% πραγματική & αντρική ιστορία , με όλη μου την αγάπη στους αιώνιους κυπελλούχους Σωτηράκη, Χοντρό, Τάσο, Ανεστάκο, Τσικολή, Σπίθα, στον μικρό μου αδερφό που έμαθε -τόσα χρόνια αργότερα- πού επενδύθηκαν τα χαρτάκια του. Στον Δημήτρη τον «γρανίτη» που πρόλαβε και μας την έκανε ο μπαγάσας νωρίς και στον άλλον τον Δημήτρη που βιάστηκε κι αυτός να του κάνει παρέα λίγους μήνες μετά…

 

(παλιό, ξεσκονισμένο ένεκα των footballdays σήμερα)

 

ο χιτώνας

 

 

31131037 (1)

 

 

Κάποιος πρέπει -επιτέλους- να γράψει έναν ύμνο για κείνες τις γυναίκες που αντικρίζουν αποκαρδιωμένες το σώμα τους, ντυμένο ή γυμνό, στον καθρέφτη. Στο μπάνιο, στην κρεβατοκάμαρα, στο είδωλο που επιστρέφει μια φλύαρη και κακότροπη βιτρίνα στο δρόμο, μέσα σ’ ένα δοκιμαστήριο γεμάτο με πόνο, ρουφήγματα, θυμό και ενίοτε δάκρυα. Για κείνες τις γυναίκες που γυρίζοντας στο σπίτι πασχίζουν να πετάξουν από πάνω τους ένα ρούχο που μπήκε με χίλια ζόρια και βάσανα -ένα ρούχο που πέρυσι το καλοκαίρι ήδη στέναζε απ’ το στριμωξίδι με τις κούρμπες τους- και δε λέει να βγει όταν κολλεγιάσει με τον ιδρώτα. Για κείνες τις γυναίκες που πάψαν πια να ψάχνουν ατέλειες πάνω τους, αφού μήνα με το μήνα, χρόνο με το χρόνο, χάσαν για πάντα το λογαριασμό. Για κείνες τις γυναίκες που αρπάζουν το ψαλίδι και κομματιάζουν με λύσσα το ύφασμα που αρνείται να ξεκολλήσει απ΄ το δέρμα τους, εξοφλώντας μια και καλή τα χρέη τους με τα αρχαία πανιά που αγοράστηκαν -κάποτε- με περισσή λαχτάρα. Για κείνες τις γυναίκες που ύστερα στέκουν απέναντι απ’ τον καθρέφτη θριαμβεύτριες μέσα στην ήττα τους, με τα κουρέλια του μολυσμένου από απελπισία χιτώνα μισά πάνω τους, μισά στο πάτωμα, μούσκεμα στον ιδρώτα, στο λαιμό, στο στήθος, στις μασχάλες, ανάμεσα στα μπούτια, σε κάθε πόρο στα μαλλιά. Για κείνες τις γυναίκες που μπαίνουν μετά στο μπάνιο, ρίχνοντας μανιασμένα νερό σε κάθε γωνιά του κορμιού τους, θαρρείς κι αυτό είναι ικανό να λιώσει την παραπανίσια, παρείσακτη σάρκα και να τη στείλει στο σιφόνι κι από κει στη λήθη.

 

Κάποιος επιτέλους πρέπει να γράψει έναν Ύμνο γι’ αυτή τη γυναίκα. Με τα χέρια του, μα δίχως χαρτί, δίχως στυλό, χωρίς πληκτρολόγιο. Με τα χέρια και τα δάχτυλά του. Kαι μετά να φωνάξει στόμα, γλώσσα, το είναι του ολόκληρο, να την αποθεώσουν κι αυτά μαζί.

 

 

 

(ο Πάνος Θεοδωρίδης -που δεν είναι απλά “κάποιος”- είναι εκτός  υμνητικού συναγωνισμού)

στην λίμνη των κύκνων σε μια μακρινή πόλη που δεν έμαθα ακόμη να προφέρω το όνομά της

31112542

 

Διαβάζω αμήχανα τα ονόματα αυτών που θα ορκιστούν, επιχειρώ μουδιασμένος συμβολισμούς ψάχνοντας τσιγάρο, ούτε καν να θυμώσω μπορώ, είναι η πρώτη μέρα μετά από πέντε εβδομάδες που αναζητώ αλκοόλ αλλά νιώθω αρκετά κουρασμένος για να αναμετρηθώ με ανοιχτήρι και δύστροπους φελλούς. Το τριήμερο πέρασε με πηγαινέλα στον θάλαμο 9, ένα περιποιημένο τετράκλινο -που αδυνατεί όμως να κρύψει τα χρονάκια του- με θέα τον κάμπο και την βροχή που δε λέει να εγκαταλείψει αυτό τον τόπο. Θαρρείς και πασχίζει να ξεπλύνει τη βρωμιά που ξεχύνεται ακόμη κι από κει που δεν μπορεί να τρυπώσει ανθρώπου νους.

Τηλέφωνο, ο φίλος μου, από κείνη την πόλη που πεισματικά επιμένω να μη μάθω να προφέρω. Γιατί αν μάθω σημαίνει ότι συνθηκολόγησα, θα μου πεις τι είναι μια ήττα ακόμη μπροστά σε τέτοιο θαυμαστό παλμαρέ συντριβών, μα το θέμα -σκέφτομαι- είναι να αντέξεις τα νοκ ντάουν τάχα μου όρθιος. Για να σπάσεις τα νεύρα αυτού που περιμένει να σε δει ένα με το χώμα. Να μη του δώσεις τη λυσσαλέα χαρά να αντικρίσει το μάγουλό σου κολλημένο στο πάτωμα.

Μου λέει πολλά. Δεν τολμάω να τον ρωτήσω πότε θα βρεθούμε. Τον πρώτο καιρό ευχόμουν να γίνει κάτι, δεν ξέρω τι, ίσως κάτι σαν θαύμα και να επιστρέψει. Τώρα δαγκώνω χείλια, γλώσσα, μυαλό, μην τυχόν κι μου ξεφύγει κανένα «πότε έρχεσαι;». Το μόνο που κάνω πλέον είναι να ρωτάω τους άλλους τρεις «πότε φεύγετε;».

Δεν υπάρχουν μεγάλα σπίτια με λογικές τιμές εδώ πέρα, μου λέει αγχωμένος, όσο συνεχίζω να σκέφτομαι τα ονόματα αυτών που θα ορκιστούν και θέλω να του απαντήσω «κάθε τιμή λογική είναι, αρκεί να μείνεις για πάντα εκεί» αλλά σιωπώ, απαντώντας με κείνο το χλιαρό συγκαταβατικό «μην απογοητεύεσαι, κάτι θα βρεθεί να σας βολέψει».

Αντί καληνύχτας, μου ΄χει μια ιστορία..

Έχει αφύσικη ζέστη εδώ και βδομάδες, χτες και σήμερα δείχνει 32 το θερμόμετρο, είπα να τολμήσω μια βουτιά στη λίμνη κι ας τις σιχαίνομαι και τις φοβάμαι τις λίμνες, νομίζω ότι είναι τρύπες γεμάτες με νερόφιδα, βδέλλες, τέρατα, γλίτσα, εξαφανισμένα πτώματα και νερό. Καλά ήταν όμως. Ζεστή, καθαρή, γεμάτη κόσμο, βρήκα μια σχετικά ήσυχη γωνιά και πλατσούριζα, γύρισα ανάσκελα και φόρτιζα, έφτασα στο 70%, ετοιμάστηκα να βγω έξω. Άκουσα έναν θόρυβο μισό μέτρο πίσω μου, ταράχτηκα. Ρε συ, δεν θα το πιστέψεις. Ήταν μια οικογένεια κύκνων που πέρασαν πλάι μου ο ένας πίσω απ΄ τον άλλον, έξη ήτανε, τόσο κιμπαρλίκι, τόση ομορφιά πια, μα τόση ομορφιά!

Μια οικογένεια κύκνων. Όχι φίλοι, κολλητάρια, συγγενείς, ξαδέρφια. Οικογένεια. Αυτή τη λέξη διάλεξε ο φίλος μου, τίποτε λιγότερο.

 

Εκεί που είστε να μαζευτείτε όλη η οικογένεια και να μείνετε κι ας ματώνει, ακόμη, το τραύμα. Τρόπος θα βρεθεί να επουλωθεί. Εδώ ως και η μικρότερη πληγή θα κακοφορμίσει.

 

ριχτάρια

 

0

 

Όσην ώρα εκείνος ετοίμαζε συνεπαρμένος καινούριες αφηγήσεις για το αύριο -ή απλά μαστόρευε τις χτεσινές, που έχασκαν ετοιμόρροπες- τον κοίταζε αδιαφορώντας για τα μεγάλα του σχέδια ν’ αλλάξει (για μια φορά, ακόμη) τον κόσμο.

Έφτιαξε ένα τσιγάρο, με το τελευταίο χαρτάκι που βρήκε, και το ‘κανε να ριγήσει με το πηγαινέλα πάνω στο στήθος της. Το παθαίνουν και τα τσιγάρα κάποιες φορές αυτό. Ειδικά εκείνα τα στριφτά, που πρώτα περνάνε από στόμα, γλώσσα και χείλια πρόθυμα, πλημμυρισμένα από άγιο σάλιο. Θα ΄ταν δεν θα ΄ταν δυο λεπτά μετά, όταν φάνηκε καπνός. Πόσο παραπάνω ν’ αντέξει;

 

Σε πέντε λεπτά μόνο η στάχτη της είχε μείνει στον καναπέ.

 

Εκείνος έβαλε μια άνω τελεία στην Μεγάλη Αφήγηση, έβγαλε τα γυαλιά του και σηκώθηκε ατάραχος να μαζέψει τα αποκαΐδια. Μετά άνοιξε τα παράθυρα, να μπει φρέσκος αέρας. Έριξε μια ματιά κάτω στο δρόμο. Νέκρα. Όλα κλειστά. Αύριο, μεθαύριο, θα ‘βγαινε να διαλέξει καινούρια ριχτάρια.