Καμιά ανατριχίλα βλέποντάς την στα εικοσιτρία, μόνο λίγο ψευτολίκνισμα ψυχής με τα παλιοκαιρίσια τραγουδάκια. Τότε που είσαι -ήσουν, εκείνα τα πιο φαρδύκαρδα χρόνια- λίγο, πολύ, αθάνατος, το τρυφερό πετσί σου περί άλλων τύρβαζε. Σκεφτόσουν με το δέρμα, αυτό ήταν αφέντης στο μυαλό. Φτάσαμε στα τριαντακάμποσα, κάποιοι σταθήκαμε τυχεροί, γλιτώσαμε τις αιφνίδιες αναχωρήσεις και τα αναπόφευκτα μαζώματα, όπου ανακαλύπτεις πως αυτά που έχεις να πεις είναι τα κλισέ του κερατά που ανέκαθεν σιχαινόσουν, μη ξαναχαθούμε, να βρισκόμαστε για κανένα ποτό, να πάμε το καλοκαίρι τρεις μέρες κάπου παρέα, αυτά τα κάπου, κάπως, κανένα, τα κάλπικα. Μετά τα σαρανταπέντε χαθήκαμε για τα καλά, οι περισσότεροι, και γλιτώσαμε τα ψέματα. Τώρα που σκαρφαλώσαμε στα -ήντα, τα παιδιά μας είναι ακόμη μικρά -έτσι κοροϊδευόμαστε- για παντρειές, οπότε σαν ανταμώνουμε με κάποιους της συνομοταξίας μετράμε στο παρουσιολόγιο ένα γάμο για δυο κηδείες. Ίσως κάποια στιγμή αλλάξει το ισοζύγιο, αν και δεν βλέπω προθυμία για επίσημα ζευγαρώματα σήμερα. Μερικές φορές μου περνάει απ’ το μυαλό (αυτό που κρατάει πια μούτρα στο δέρμα) πως άμα ρούφαγες λίγο απ’ το αίμα μας, μπορεί να δηλητηριαζόσουν απ’ το αξιοθρήνητο καναπεδίσιο chill out. To big chill άφαντο στην επίγευση. Προσπαθούμε, είν’ αλήθεια, αυτό το λίγο αίμα που μας έμεινε να το φέρνουμε σε σημείο βρασμού, που και που. Έστω να κοχλάσει, να ζεματίσει, να ξεχλιαρέψει μια στάλα. Άλλοι τα καταφέρνουν, άλλοι βασανίζονται με το θερμοστάτη. Αλλά το παλεύουμε. Έχοντας συνειδητοποιήσει, καλό ή κακό δεν ξέρω, ότι ο -κάθε- Alex died for most of us a long time ago.
(καλά, όχι εσύ)
….