stirred, not shaken

 

31821120

 

 

Καμιά ανατριχίλα βλέποντάς την στα εικοσιτρία, μόνο λίγο ψευτολίκνισμα ψυχής με τα παλιοκαιρίσια τραγουδάκια. Τότε που είσαι -ήσουν, εκείνα  τα  πιο φαρδύκαρδα χρόνια- λίγο, πολύ, αθάνατος, το τρυφερό πετσί σου περί άλλων τύρβαζε. Σκεφτόσουν με το δέρμα, αυτό ήταν αφέντης στο μυαλό. Φτάσαμε στα τριαντακάμποσα,  κάποιοι σταθήκαμε τυχεροί, γλιτώσαμε τις αιφνίδιες αναχωρήσεις και τα αναπόφευκτα μαζώματα, όπου ανακαλύπτεις πως αυτά που έχεις να πεις είναι τα κλισέ του κερατά που ανέκαθεν σιχαινόσουν, μη ξαναχαθούμε, να βρισκόμαστε για κανένα ποτό, να πάμε το καλοκαίρι τρεις μέρες κάπου παρέα, αυτά τα κάπου, κάπως, κανένα, τα κάλπικα. Μετά τα σαρανταπέντε χαθήκαμε για τα καλά, οι περισσότεροι, και γλιτώσαμε τα ψέματα. Τώρα που σκαρφαλώσαμε στα -ήντα,  τα παιδιά μας είναι ακόμη μικρά -έτσι κοροϊδευόμαστε- για παντρειές, οπότε σαν ανταμώνουμε με κάποιους της συνομοταξίας μετράμε στο παρουσιολόγιο ένα γάμο για δυο κηδείες. Ίσως κάποια στιγμή αλλάξει το ισοζύγιο, αν και δεν βλέπω προθυμία για επίσημα ζευγαρώματα σήμερα. Μερικές φορές μου περνάει απ’ το μυαλό (αυτό που κρατάει πια μούτρα στο δέρμα) πως άμα ρούφαγες λίγο απ’ το αίμα μας, μπορεί να δηλητηριαζόσουν απ’ το αξιοθρήνητο καναπεδίσιο chill out. To big chill άφαντο στην επίγευση. Προσπαθούμε, είν’ αλήθεια, αυτό το λίγο αίμα που μας έμεινε να το φέρνουμε σε σημείο βρασμού, που και που. Έστω να κοχλάσει, να ζεματίσει, να ξεχλιαρέψει μια στάλα. Άλλοι τα καταφέρνουν, άλλοι βασανίζονται με το θερμοστάτη. Αλλά το παλεύουμε. Έχοντας συνειδητοποιήσει, καλό ή κακό δεν ξέρω, ότι ο -κάθε- Alex died for most of us a long time ago.

 

(καλά, όχι εσύ)

 

….

postcards from italic

31760885

Τα μέρη που περπάτησες, σημαδεμένα με italic. Εκεί που ήπιες λίγες εικόνες παραπάνω, μαρκαρισμένα και με bold.

Αποφασίζεις να μη γράψεις τίποτε, κλείνεις το word. Ανοίγεις το Aperol.

Από αύριο μια προς μια οι πέτρες που όλο το χρόνο σε πλακώνουν -μισός τόνος, και βάλε, η καθεμιά- αφού μπήκαν για λίγα εικοστετράωρα (δίχως έγνοιες, χρονοδιαγράμματα και ξυπνητήρια) παράμερα, θα ξαναστοιβιαστούν στη θέση τους, πάνω σου, για να μείνει το θέρος σου μέσα. Προστατευμένο από μάτια αδιάκριτα και κάθε λογής επιδρομείς, που κάθε φορά -όμως- εύχεσαι να συναντήσεις.

Στις ανασκαφές που θα γίνουν πέντε, δέκα χρόνια αργότερα -αν δεν θαφτεί ενδιάμεσα το βλογ κάτω από όγκους λήθης και βαρεμάρας- κάποιος θα ανακαλύψει μιαν ακέφαλη πρόταση. Συλημένη απ’ το χρόνο. Ίσως ακατανόητη και ασύντακτη.

Αφήνεις πίσω καρτ ποστάλ με κενό το όνομα του παραλήπτη. Ο,τι καταφέρεις και προλάβεις να στριμώξεις σε μιαν άσπρη, άγραφη πλευρά μέχρι να τελειώσει το ταξιδάκι. Αυτό είν’ όλο.

 

….

δεν έχω τίτλο

4420321547_141f465cea_b

 

 

Η κούραση είναι κακός συμβουλάτορας. Δεν δίνει καν συμβουλές, πολλές φορές δεν μιλάει. Ούτε διακρίσεις κάνει. Και κουφός και τυφλός κι ανάπηρος να είσαι, μια μέρα (που μπορεί να ‘ναι και νύχτα) θα σε αρπάξει απ’ το χέρι, απ’ τον ώμο, απ’ ότι βρει και θα σε σύρει σε  μια ερημιά (που μπορεί και να ‘ναι γεμάτη με ανθρώπους) απ’ όπου δεν ξέρεις πολλούς τρόπους να γυρίσεις. Θα σου μείνει μια καθαρή μελανιά για να θυμάσαι τη διαδρομή ως εκεί. Για να τη βλέπεις και να μην αναρωτιέσαι, σαν Byrne των μετρίων, how did I get here?

Η κούραση είναι άσχημο σαράκι. Δεν της δίνεις σημασία βδομάδες, μήνες, χρόνια αλλά τη δουλειά της την κάνει ήσυχα ήσυχα, με ζήλο, ακούραστη (δεν κουράζεται η κούραση, θα ‘ταν πολύ ανόητο να πόνταρες σε κάτι τέτοιο) χωρίς δεύτερες σκέψεις και τύψεις. Δεν μ’ ακούς. Θα σε λιώσω. Μετά θα με πιστέψεις.

Η κούραση δεν καταλαβαίνει από ψέματα. Αδύνατον να την κοροϊδέψεις. Είτε Νοέμβριος είναι, είτε της Παναγίας, είτε άνοιξη μπαίνει. Σε ξέρει σαν την τρύπα στην τσέπη της, εσύ ποτέ δεν θα αξιωθείς να τη μάθεις καλά κι ας λες πως έμαθες να την αναγνωρίζεις σαν βρεθείτε κοντά.

Η κούραση είναι καλά κρυμμένη λέξη. Μακάρι να ‘ξερε κανείς πόσες συλλαβές έχει και  με πόσα γράμματα γράφεται. Μακάρι να ‘ξερες από ποια γωνιά έρχεται με φόρα, με κλειστά φώτα, καταπάνω σου. Δεν μ’ άκουσες. Σε έλιωσα. Τώρα είσαι δικός μου. 

—-