μεσημέρια

Γευστικές μνήμες, ανεξίτηλες. Πίκρα. Ανάκατη με λάδι, αλάτι, λεμόνι και ζέστη. Και ιδρώτα. Τέτοια πίκρα λυσσάς να την συναντάς συχνά κι ας μην έχει ίχνος υ ή β εντός της (έχει).

Μνήμες αφής. Κορίτσια με shirt dress. Πόδια -επιτέλους- γυμνά και να μπαίνει αέρας από το φουστάνι. Κι ο,τι άλλο προλάβει, μαζί με τον αέρα. Πανάθεμά σας (ζηλεύω τον αέρα).

Ενισχυτικά μνήμης. Για όταν αυτή αρχίζει να ξεφτίζει. Για να (ξανα)βρεις τον δρόμο. Όταν αποσυντεθούν τα πάντα, αυτό θα πλέει, θα περισσεύει πάνω σ’ ότι ελάχιστο έχει απομείνει από σένα κι ας αναρωτιούνται αυτοί με τα φτυάρια στα χέρια τι διάολο γράφει -ακόμη- εκεί.

Πόσα χρόνια ζουν οι γλάροι άραγε; (μέχρι 45, λέει). Λες να με θυμούνται;

Με κορόιδεψε αυτή η μέρα, απολειφάδι φθινόπωρου ήταν, όχι πρώτη κλωστή άνοιξης. Ας είναι. We’ll meet (again).