Στα διόδια
Ο ένας ξεκίνησε χαράματα απ’ το τέρμα της ηπειρωτικής χώρας, νότια. Δυο καφέδες και ένα κατούρημα μετά, σταμάτησε στη μεγάλη πόλη και πήρε τον δεύτερο, που μόλις μπήκε στο αυτοκίνητο έστειλε sms στην κόρη του «ο μπαμπάς θα λείψει ταξίδι για δουλειές». Τρυφερό. Αν και αχρείαστο, δεν γεννήθηκαν -ακόμη- παιδιά που μπορούν να διαβάζουν πριν καν χρονίσουν. Μετά από πέντε διόδια, τρεις καφέδες και δυο εκκενώσεις κύστης, έβαλαν στο αυτοκίνητο και τον τρίτο που περίμενε καρτερικά -με ένα σακ βουαγιάζ Brooks Brothers- σε μια Shell, στα σύνορα της μικρής πόλης που τον φιλοξενούσε προσωρινά, μαζί με τα Corneliani του. Ο τέταρτος είχε φύγει νωρίς το πρωί από βορά, δεν ξέρουμε πολλές λεπτομέρειες για την διαδρομή του, ο βοράς είναι ακόμη αχαρτογράφητος και διόλου φιλικός για τις γεμάτες κύστεις. Κατόρθωσε, πάντως, να φτάσει στεγνός.
Στα μισά της διαδρομής -κάπου δέκα διόδια νότια και έξη προς βορά- διασταυρώθηκαν οι δρόμοι τους. Οι τρεις (που είχαν φτάσει λίγο νωρίτερα γιατί είχαν καλύτερο αυτοκίνητο και λιγότερα διόδια), παίξαν συνθηματικά τους προβολείς και ανάψαν τα αλάρμ όταν τον είδαν. Ήταν -άλλως τε- από τις φυσιογνωμίες που δεν μπορείς εύκολα να ξεχάσεις, έστω και εν κινήσει, έστω και πίσω από ένα παρμπρίζ που είχε να πλυθεί από τον Δεκαπενταύγουστο. Το ίδιο έκανε και ο άλλος. Αφού βεβαιώθηκαν πως βρέθηκαν (μετά από τόσες αποτυχημένες προσπάθειες, ήταν λογικό να αμφιβάλλουν ακόμη και για τα αυτονόητα) και μετά την ολοκλήρωση των διαδικαστικών εναγκαλισμών της συνάντησης σε ένα πάρκινγκ με WC που έζεχνε σαν ακατάστατη Κόλαση, συνέχισαν για τον τελικό τους προορισμό. Πρώτα όμως κατούρησαν ομαδικά σε ένα σιτοχώραφο, για να σημαδέψουν τη στιγμή. Το είχαν δει, και οι τέσσερις, σε ταινίες και ήταν αναμφίβολα εντυπωσιακό.
Ήταν στην είσοδο του χωριού -μεσημέρι πια- που τους περίμενε η καλλίπυγη ξενοδόχα. Βάσω. Για τους φίλους Σήλια. Τους είχε πει «θα φοράω την τοπική μεσημεριανή ενδυμασία για να με γνωρίσετε, εσάς θα σας γνωρίσω εύκολα, τέσσερα αγόρια μοναχά τους στην ερημιά πώς να τα μπερδέψεις;». Το θέαμα μιας σαρανταπεντάρας με 12ποντα, ανακατεμένο ψευτοκόκκινο μαλλί (πιασμένο πίσω με διάφανο κλάμερ), στενό μαύρο –τρεις σπιθαμές πάνω απ’ το γόνατο- φόρεμα και ντεκολτέ κατακρήμνισης ίσως να ξένισε αρκετούς περαστικούς (δυο γριές συγκεκριμένα, στο δρόμο για τα νεκροταφεία) όχι όμως εκείνους. Που ήταν γνώστες κάθε τοπικής ενδυμασίας σε όλη την επικράτεια. Το μόνο, άλλωστε, που άλλαζε ήταν οι πόντοι στο τακούνι. Και η θέση των συνώνυμών τους στο καλσόν.
Στα δωμάτια
Ακολουθώντας το X5 της καλλίπυγης και σχολιάζοντας «να μαλάκα πού πάνε τα λεφτά απ’τα ΕΣΠΑ, o Λιάπης μας μάρανε μετά» φτάσαν σε ένα πλάτωμα απ’ όπου θα ‘πρεπε να συνεχίσουν με τα πόδια. Παλιό δοκιμασμένο κόλπο που δίνει εξτρά εικοσάρικο ανά διανυκτέρευση σε «παραδοσιακό οικισμό». Κομμάτια να γίνει. Με ένα πενηνταπεντάρι τη βραδιά το δίκλινο, μέσα και το πρωινό, ήταν σίγουροι πως τσίμπησαν λαβράκι. Όχι υδατοκαλλιέργειας. Δεν πέσαν και πολύ έξω, σαν αντίκρισαν τον ξενώνα -μόλις η σαρανταπεντάρα τους είπε «εδώ απέναντι αγόρια, φτάσαμε»– κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και γνέψαν «καλά είμαστε» ανακουφισμένοι. Πολλές φορές είχε καεί η γούνα τους από ωραίες φωτοσοπιές, τώρα όλα φαινόταν -απ’ έξω τουλάχιστον- μια χαρά. Μια χαρά.
Την πρώτη από τις δυο τρομάρες (αν εξαιρέσεις δηλαδή αυτήν ότι η σαρανταπεντάρα θα γκρεμοτσακιστεί απ’ τα 12ποντα πάνω στα καλντερίμια) την πήραν με το που άνοιξε η ξύλινη εξώπορτα που οδηγούσε στη μικρή αυλή με τον κήπο, δυόμισι παρτέρια και ένα πηγάδι ψεύτικο. «Αυτό» που ντάνιαζε τα κούτσουρα σε μια γωνιά της αυλής το ξέραν. Και οι τέσσερις. Για μια στιγμή τους κόπηκαν τα πόδια σαν τους πέρασε -ταυτόχρονα- απ το μυαλό ότι θα γυρίσει, θα τους χαμογελάσει και θα τους καλωσορίσει με ένα «I put a spell on you μανίτσες», μα ούτε καν γύρισε το βλέμμα του προς το μέρος τους. Ευτυχώς δηλαδή. Όλα τα περιμένεις σ’ αυτόν τον κόσμο αλλά να σε καλωσορίζει ο Μέριλιν Μάνσον σε ένα κολοχώρι στα όρη, τα άγρια βουνά, ποτέ. «Ρε μαλάκα», είπε ψιθυριστά ο πολύ νότιος στον πολύ βόρειο, «αυτός δεν είναι;». «Λέτε μαλακίες άμουσοι», απάντησε ο Brooks Brother που είχε κάνει μεταπτυχιακό πάνω στα ορφανά του Robert Smith, «ο δικός μου φοράει το Russian Red της ΜAC με λίγο Rebel, αυτός απ΄τα καλάθια του Hondos το πήρε το κραγιονάκι». Ο τέταρτος δεν πήρε θέση, ξανάστελνε sms ενθουσιασμένος στην κόρη του «δεν μπορείς να φανταστείς ποιος είναι εδώ». Εντάξει, ποζέρι. Πολλά έχουν δει τα μάτια μας αλλά εννιαμηνίτικο να ξέρει τον Μέριλιν όχι.
H δεύτερη τρομάρα ήταν όταν τους έδωσε τα κλειδιά για το «Μπλε Δωμάτιο» και το «Ροζ Δωμάτιο». Το «βεραμάν», το «μαβί» και το «γαλάζιο» ήταν κλεισμένα (του είχε πει) από καιρό. O βόρειος και ο χαζομπαμπάς – που τράβηξαν κλήρο να μείνουν μαζί- και πήραν το κλειδί του «Ροζ», κοιτάχτηκαν με νόημα αλλά κανείς δεν μίλησε, φορτώθηκαν τα μπαγκάζια κι ανέβηκαν την ξύλινη σκάλα. Ξεκλείδωσαν και αντίκρισαν ένα διπλό κρεβάτι. Όχι δυο μονά. Ούτε καν ένα μονό κι έναν καναπέ. Ένα μονό και μια πολυθρόνα, έστω. Εμφατικά διπλό, εναμισάρι πλας. Ξανακοιτάχτηκαν με νόημα και απελπισία, χωρίς να μπουν στο δωμάτιο. O χαζομπαμπάς που ήταν βαριά σινεφίλ γύρισε και είπε του βόρειου -που τα ΄χε στο μεταξύ φτύσει με δέκα σκαλιά ανηφόρα- «You know I ain’t queer», ο άλλος τον έσπρωξε άσχημα για να παραμερίσει και του ‘πε «Me neither ρε μαλάκα, άντε άσε με να μπω στο μπάνιο γιατί με μια αλλαξιά ήρθα εδώ, μη το κάνω το βρακί σφουγγαρίστρα» κι έτρεξε στο WC. Οι άλλοι δυο βολεύτηκαν γρήγορα στο Μπλε, που το χώριζε το Βεραμάν από το Ροζ. Όποιος ήταν ανάμεσά τους, το βράδυ θα άλλαζε χρώμα. Αν μπορούσε και δωμάτιο.
Στο χωριό
Σαβούρντισαν τα σακκίδιά τους όπου βρήκαν, δεν βγάλαν τίποτε από μέσα, δεν είχαν και καμιά ξινή δίπλα τους να μουρμουρίζει «βάλ’τα στις κρεμάστρες μη γίνουν γουμίδια», μερικές απουσίες είναι ανόθευτη ευτυχία. Ρίξαν μια στάλα νερό στις όμορφες μούρες τους και κατέβηκαν. Ο βόρειος διαπίστωσε ότι οι άλλοι δυο είχαν πάρει το καλό δωμάτιο, το γωνιακό και ετοιμάστηκε για άσχημο καυγά με την ξενοδόχα αφού δέκα φορές της είχε πει στα τηλέφωνα και στα μέιλ «εκείνο το γωνιακό με θέα βουνά και βουνά και λίγα βουνά ακόμα θα το κρατήσεις για μένα, το άλλο που βλέπει κεραμίδια και ένα γκρεμούλι απέναντι να το δώσεις στους άλλους δυο». Ο καυγάς αναβλήθηκε, ξενοδόχα δεν υπήρχε κάτω, ψυχή, ούτε ο Μέριλιν στοίβιαζε κούτσουρα έξω, τόση τραγανιστή σιωπή ούτε το Overlook αξιώθηκε στις καλύτερες μέρες του. Ο νότιος είπε «μη χασομεράμε, γουργουρίζει το στομάχι μου» και βγήκαν απ’ την μεγάλη ξύλινη εξώπορτα σε αναζήτηση τροφής. Ταβέρνα ή κάτι σαν κι αυτό δεν υπήρχε, το ξέραν από πριν έρθουν. Στο καφενείο όμως -του είχε πει η μιλφίτσα- κάνουν ομελέτες, λουκάνικα και άμα έχει όρεξη ο καφετζής βγάζει και κανένα λάχανο τουρσί. Δεν θέλαν και παραπάνω.
Το χωριό είχε δεκαπέντε σπίτια και μια εκκλησία όλα κι όλα, τόσα μετρήσαν.. Τα άλλα ή ήταν καλά κρυμμένα ή τα χτίσαν υπόγεια. Για να γλιτώνουν από περίεργους σαν κι αυτούς τους τέσσερις. Που δεν συνάντησαν ούτε απλωμένο σώβρακο μέχρι που βρήκαν το καφενείο στο πάνω πλάτωμα -πρέπει να ‘σουν πολύ πονόψυχος για να το πεις πλατεία- πόσο μάλλον άνθρωπο. Τρομαχτικό, αν αναλογιστείς πως σ’ αυτό τον τόπο χωριό δίχως γριά στους δρόμους του δεν θα βρεις. Σαν μαύρα χορτάρια είναι αυτές, φυτρώνουν παντού. Εκτός από δω. Εξόν κι αν ήταν κι αυτές σαν τις τρούφες, φυτεμένες ανάποδα.
Στο καφενείο «Λιβόρνο» -την ώρα που το ρολόι στον τοίχο απέναντι απ΄την πόρτα έδειχνε 5 παρά 10- μπήκε πρώτος ο Brooks Brother, με τον αέρα του κοσμοπολίτη άθρωπα που έχει πάρε-δώσε με κόσμο και κοσμάκη, με κάθε καρυδιάς καρύδι, σε palazzo και σε τρύπες. Αυτός ήταν ο φίλος τους και γι αυτό τον αγαπούσαν, τακίμιαζε και με τους Τζέκιλ και με τους Χάιντ. Έριξε μια χαιρετούρα με ανάταση χεριού στους τέσσερις -πέντε με τον καφετζή- που παίζαν πρέφα (μπορεί και ξερή, αποκλείεται μπιρίμπα, τόσο φλώροι δεν μοιάζαν οι ημιγέροντες, όλοι τους ανάμεσα εξηνταπέντε κι εβδομήντα) και με το άλλο χέρι έδειξε «εκεί καλά είναι». «Εκεί» ήταν ένα τραπέζι στα όρια της κατάρρευσης αλλά πλάι στην ξυλόσομπα, σε λίγη ώρα θα ‘πεφτε ο ήλιος -έστω αυτό που παράσταινε τον ήλιο κει πάνω- και τις νύχτες στα βουνά καλό είναι να φυλάς τα νώτα σου.
Ήρθε ο καφετζής, ούτε «καλώς τους» ούτε «γεια», ούτε τίποτε, μπούχτισαν τα μάτια του από βολταδόρους του σαββατοκύριακου, ρώτησε κάργα βαριεστημένα «να φέρω κάτι;», ο βόρειος του είπε «πεινάμε, φέρε ότι έχεις», έκανε μεταβολή και χάθηκε πίσω από μια πόρτα γεμάτη με φωτογραφίες από ελαφριά ντυμένα κορίτσια που αν ζούσαν σήμερα θα είχαν περάσει την δέκατη πέμπτη εμμηνόπαυση. Ο χαζομπαμπάς γύρισε και είπε του βόρειου «κακώς του μίλησες στον ενικό», ο άλλος απάντησε «καλά έκανα, εδώ ζουν απλοί άνθρωποι, όχι λόγιοι, άμα μίλαγα στον πληθυντικό θα νόμιζε ότι ήρθαμε να τους ληστέψουμε και τους πέντε», οι άλλοι τρεις μαζί του είπαν «πολύ μαλάκας είσαι ρε άνθρωπε» και μετά από την πόρτα με τις ημίγυμνες θείτσες βγήκε ο καφετζής με τέσσερα νεροπότηρα που τα ακούμπησε στο τραπέζι και ρώτησε -κοιτάζοντας τη σόμπα πίσω τους- «τι θα πιείτε;», ο Brooks Brother απάντησε «τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο» για να πάρει απάντηση «μόνο με γλυκάνισο, το άλλο τέλειωσε», οι δυο γνέψαν κάτι σαν «δε γαμιέται, φέρε, τσίπουρο να ‘ναι κι ας είναι και με χλωρίνη», πήγε ξανά πίσω απ την πόρτα, γύρισε με ένα μπουκάλι Metaxa τριάστερο με διάφανο περιεχόμενο, το ακούμπησε με γκντουπ στο τραπέζι –που το πιάσαν ενστικτωδώς και οι τέσσερις για να μη φύγουν τα ποδάρια του δεξιά κι αριστερά- λέγοντας «άμα το καταφέρετε, φέρνω κι άλλο». Πολύ προσβλήθηκαν μ΄αυτό το «άμα το καταφέρετε», ο νότιος τόλμησε να πει «αλλά φέρε και ποτήρια» πριν ακούσει ένα απότομο «κι αυτά που έφερα τι είναι; φλιτζανάκια;» και βγάλουν όλοι μαζί το σκασμό γιατί όταν πέφτει η νύχτα στα βουνά καλό είναι να προσέχεις και τα λόγια σου άμα θες να μη πεθάνεις απ΄την πείνα και τη δίψα και άλλες ανείπωτες κακουχίες.
Πέντε τηγανιές λουκάνικα μ’αβγά και παστουρμά, ενάμιση προχτεσινό ψωμί και δυο μπουκάλια αργότερα, το ρολόι στον τοίχο απέναντι εξακολουθούσε να δείχνει 5 παρά 10. Παραγγείλαν μια γύρα τσίπουρο ακόμη, αφού ούτε τσόφλι είχε μείνει κι απ’ τον παστουρμά μόνο δυο δράμια τσιμένι κολλημένο στο χαρτί, που αν δεν ντρεπόντουσαν θα του ‘λεγαν «φέρε να το γλείψουμε μάστορα» αλλά δεν το είπαν. Είπαν άλλα. Πολλά. Πάρα πολλά. Που δεν είναι της παρούσης. Παραλίγο θα τραγούδαγαν κιόλας κανένα κεφλίδικο αλλά ο Brooks Brother είπε «άμα δεν είναι the boy with the arab strap εγώ δεν τραγουδάω τίποτε», κι άμα έχεις τέτοιους στην παρέα όσο και να τους αγαπάς θες να τους κρεμάσεις ανάποδα μέχρι να βγει το «white collar boy» από μέσα τους και τελικά οι άλλοι τρεις είπαν μια στροφή απ΄το μερτικό μου απ΄τη χαρά για να του τη σπάσουν και ο ταβερνιάρης έκανε νόημα «σους» γιατί δεν βγαίναν οι ξερές και μετά γαμωσταυρίζαν και οι τέσσερις από μέσα τους και κάποιος ρώτησε «Τι ώρα είναι ρε μαλάκες;», «δες το κινητό σου» απάντησε ένας άλλος, «δεν έχει σήμα το κινητό» είπε ο τρίτος, «τι μαλάκες είστε» ανακάλυψε όψιμα ο νότιος, ζήτησαν λογαριασμό, πληρώσαν, δεν είπαν καληνύχτα σε κανένα γιατί τα πήραν άσχημα στο κρανίο με το λογαριασμό, ούτε πλατινένια να ήταν τα γαμωαβγά, βγήκαν έξω, πήγαν στο πλάι του «Λιβόρνο», λύσαν τις ζώνες, κατεβάσαν τα παντελόνια και σημάδεψαν τη στιγμή. Μια αχνιστή στιγμή. Μια μεγάλη στιγμή.
Μετά βρήκαν το δρόμο για τα δωμάτιά τους τραγουδώντας Στράτο Διονυσίου. Εκείνο για τα φτωχά τα νιάτα τους, που πήγαν άκλαυτα. Aυτά τα βουνίσια τσίπουρα σε κάνουν drama queen ώσπου να πεις «κατουριέμαι». Μέχρι να ανοίξουν την ξύλινη εξώπορτα, σημαδέψαν άλλες δυο στιγμές. Λίγο ακόμη και μια πηχτή ζεστή ομίχλη θα κάλυπτε όλο το χωριό.
Την ώρα που ο βόρειος έπεσε σα βόδι -ντυμένο- στο κρεβάτι γιατί δεν ήταν συνηθισμένος σε τέτοιες μεγάλες στιγμές, άκουσε τον χαζομπαμπά που έπλενε τα δόντια να μονολογεί «μα Λιβόρνο ο μαλάκας; εδώ, στα γκράβαρα;» κι ευτυχώς αποκοιμήθηκε χωρίς να τον ακούσει να μιλάει στην κόρη του, «κάτι αβγουλάκια μωρό μου, ολόφρεσκα, δίκροκα, όχι σαν αυτά τα άνοστα κλωβοστοιχίας που σου κάνει η μαμά».
Στο δάσος, I
Περασμένες δέκα κατέβηκαν οι τρεις -όλοι πλην του Brooks Brother- για πρωινό, να στυλωθούν μια στάλα μετά τα τρία λίτρα που έβαλαν (και τα τέσσερα που έβγαλαν) την νύχτα που πέρασε. Κοιτάχτηκαν απορημένοι όταν δεν είδαν κανέναν τριγύρω, ούτε στα πέντε τραπέζια, ούτε στην -θεός να την κάνει- ρεσεψιόν, ούτε καν στην αυλή έξω. Ο πιο παρατηρητικός, που ήταν ο νότιος, πρόσεξε ένα κομμάτι χαρτί αφημένο σε ένα από τα τραπέζια. Το πήρε και διάβασε (ορθογραφημένα) :
Παντρεύετε ο Κουτρούλης σήμερα. Σερβιριστείται μόνοι σας
Τον Κουτρούλη δεν τον ξέραν και δεν πληγώθηκαν που όλοι ήταν καλεσμένοι στο γάμο του εκτός απ’ αυτούς τους τρεις που ψάχναν να βρουν πού είναι οι καφέδες, τα βούτυρα, οι μαρμελάδες και τα μέλια και τον τέταρτο, που στεκόταν στην άκρη της ξύλινης σκάλας. Φορώντας ένα κόκκινο αδιάβροχο πανωφόρι, πιο κόκκινο κι απ’ το 485C της Pantone, τόσο κόκκινο που όλες οι ντροπές του κόσμου μαζί θα μοιάζαν χλωμά ροζάκια μπροστά του.
“Τι κοιτάτε ρε σαψάληδες;” τους είπε, όταν αντίκρισε τα απελπισμένα βλέμματά τους. “Στο δάσος δεν είπαμε ότι θα πάμε;”
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους απελπισμένοι. Ο βόρειος θα έσκαγε από τη ζήλια του, το τελευταίο κόκκινο που είχε φορέσει κατάσαρκα ήταν η γάζα μετά τη λαπαροσκόπηση, δέκα χρόνια πριν. Ο χαζομπαμπάς είπε αθώα «έχει και η κόρη μου ένα τέτοιο παλτουδάκι, χωρίς κουκούλα όμως». Ο νότιος τον ρώτησε «καλαθάκι έχεις ή ημιτελές θα μείνει το άουτφιτ;». Τους απάντησε «άει ρε παρτάλια, δε κοιτάτε που είστε σα δειγματολόγια απ’ τα κινέζικα, έχετε και άποψη από πάνω» και αφού φάγαν λίγες φρυγανιές με μέλι (το βούτυρο το είχαν κρύψει καλά οι καλεσμένοι του Κουτρούλη) και ήπιαν μια γουλιά χλιαρό καφέ με γεύση νερού, πήραν λίγο μουτρωμένοι το δρομάκι που οδηγούσε στο δάσος, στο τέλος του χωριού. Για να χωθούν μέσα σε δέντρα, μονοπάτια, πευκοβελόνες, υγρασία, χώμα, να μη δουν πατημασιά ανθρώπου, να μυρίσουν ξύλο, βρύα και ψιλοβρόχι, να ξεχαστούν μια στάλα, να κρυφτούν για λίγο από αυτά που τους μασούλαγαν -όπως τις τσίχλες η Νίτσα Μαρούδα και οι ύαινες τα παϊδάκια- τα μυαλά και την ψυχή κάθε μέρα, κάθε νύχτα.
Φτάσαν στην άκρη του δάσους, δεν ήταν ακριβώς και το Schwarzwald αλλά με ένα πενηντάρικο τη διανυκτέρευση τέτοιο βουνό αγοράζεις. Είπαν «τραβάμε το μονοπάτι και όταν βαρεθούμε γυρνάμε», ήταν πρωί, δεν θα σκοτείνιαζε γρήγορα, ούτε πυξίδες πήραν μαζί, ούτε φακούς, ούτε νερά, ούτε πακοτίνια, τίποτε, πολύ χάρηκαν γι αυτή τους τη γενναιότητα και αφού λύσαν τις ζώνες τους και κατεβάσαν τα παντελόνια, σημαδέψαν κι αυτή τη στιγμή. Τέτοιας ποιότητας χαρτογράφηση ούτε o Kλαύδιος Πτολεμαίος.
Με το που ξανακουμπώθηκαν, πήραν την ανηφόρα. Άγνωστης ράτσας δέντρα και πουρνάρια ολόγυρα, κανείς τους δεν ήταν πολύ διαβαστερός στα δασολογικά. Ρώτα τους να σου πουν όλα τα στιχάκια απ’ το Nadir’s big chance και το Over, βάλε τεστ για το τι γράφει για την καρδιά στιφάδο στην σελίδα 84 ο Milad Doueihi, ζήτα να σου πουν τι χρώμα βρακί φορούσε ο Κάφκα όταν έγραφε τον Πύργο, τριπλό Α θα παίρναν μαζί με υποτροφία. Ρώτα για τη διαφορά ανάμεσα σε πεύκο και βελανιδιά, θα αγκομαχούσαν. Εκτός κι αν βλέπαν κανα σκίουρο πάνω στη βελανιδιά και ξυπνούσε ο Walt Disney μέσα τους. Mετά από μισό χιλιόμετρο ανάβαση -με μια μοβόρα κλίση 5%, κι αν- ο βόρειος είπε «στάση πέντε λεπτά για να μη χρειαστώ απινιδωτή». Οι άλλοι τρεις πολύ ενοχλήθηκαν μ’ αυτή του την αγυμνασιά, αν συνεχιζόταν κάθε τρεις και λίγο αυτή η κατάσταση θα φτάναν στο μεγάλο ξέφωτο (που είχαν τσεκάρει στο google map πριν ξεκινήσουν) το επόμενο χάραμα. Και όσο φλώρικα κι αν είναι τα ντόπια βουνά, σε σχέση με τα ξαδέρφια τους της Τρανσυλβανίας, ένα ρίγος όσο να ‘ναι θα στο κεράσουν άμα έχει πανσέληνο. Σήμερα θα είχε.
Στο δάσος, II
Σαράντα λεπτά μετά και αφού μεσολάβησαν τρεις στάσεις δίχως απινιδωτή, είχαν αφήσει πίσω τους ενάμιση χιλιόμετρο. Με τέτοιο ρυθμό το ξέφωτο θα ξαναγινόταν δάσος πριν προλάβουν να το αντικρίσουν. Ο νότιος ψιθύρισε στο αυτί του Brook Brother «λέω να τον αφήσουμε εδώ, τον παίρνουμε ξανά στο γυρισμό αλλιώς θα τον χτυπήσω άσχημα την επόμενη φορά που θα πει στάση» αλλά δεν βρήκε συμπαράσταση, «ούτε να το σκέφτεσαι, παρέα ξεκινήσαμε, παρέα θα φτάσουμε. Όταν γυρίσουμε τον χτυπάμε όλοι μαζί, μην είσαι μοναχοφάης». Ο τρίτος δεν είπε τίποτε αφού προσπαθούσε απεγνωσμένα να στείλει ένα mms στην κόρη του, με ένα μανιτάρι. Δεν είχε σήμα, δεν τα κατάφερε, έσκυψε, το έκοψε. Όπου αποτυγχάνει η τεχνολογία, θριαμβεύει ο μπαμπάς. Κοριτσάκια που δεν χρόνισαν ακόμη ούτε με Μπάρμπι χαίρονται, όχι με συλλογή μανιταριών. Ποιος θα τολμούσε να του το αποκαλύψει όμως;
Μετά από λίγο ξαναξεκίνησαν, στόχος η επόμενη στροφή, διακόσια μέτρα μπροστά. Για καλή τους τύχη ο δρόμος κατηφόριζε, αν το ‘λεγες ανηφόρι αυτό το πέντε στα εκατό. Ούτε στάση χρειάστηκε, ούτε ζώνες λύθηκαν, ούτε μανιτάρι δολοφονήθηκε, ούτε κουβέντα βγήκε απ’ τα στόματά τους, ούτε κιχ. Μέχρι που πήραν τη στροφή. Και ένα «μάγκες τη γαμήσαμε» ακούστηκε μέχρι την κορφή των έλατων δεξιά κι αριστερά. Που μπορεί να ‘ταν και οξιές. Αν δεν μοιάζαν τόσο με σφενδάμια.
Αυτό το «μάγκες τη γαμήσαμε» πρέπει να ακούστηκε πολύ δυνατά. Καθαρά, σχεδόν χορωδιακά. Και κυρίως σαν δηλωτικό ενοχής. Γιατί τριάντα κεφάλια με κράνη γυρίσαν μονοκοπανιά προς το μέρος τους και τα πάντα πάγωσαν για δευτερόλεπτα. Που -κατά τα γνωστά- ήταν σαν να διαρκέσαν μισή αιωνιότητα. Με το που πέρασε το διάστημα του pause, είδαν και τις στολές και τις επιγονατίδες και τα άρβυλα και τις ασπίδες και τα λοιπά παρελκόμενα, σε χέρια και σε ζώνες. Και ένα αγριεμένο μεγάφωνο που ξεπρόβαλε ανάμεσα στα κράνη.
Μπρρ..χρρ…«Εσείς οι τέσσερις, χέρια πίσω απ’ τα κεφάλια και ελάτε σιγά σιγά προς τα δω»..μπρρ..χρρ..κλικ
Το σιγά-σιγά ήταν πλεονασμός. Ομοίως και το «προς τα δω». Ο φόβος μονόδρομους γεννάει, μόνο.
«Πάλι καλά που δεν μας ζήτησαν και να γονατίσουμε», ψέλλισε ο χαζομπαμπάς μόλις ξαναβρέθηκε μια στάλα σάλιο στο στόμα του.
μπρρ..χρρρ.. «Χέρια πίσω απ’ τα κεφάλια και γονατίστε»..μπρρ..χρρ..κλικ
«Eσένα θα σε γαμήσω μόλις ξεμπερδέψουμε», γύρισε και του είπε ο νότιος, «βγάλε και καμιά αναμνηστική τώρα να τη στείλεις στην κόρη σου»
«Καλή ιδέα, δεν έχει δει τόσα πολλά στρουμφάκια μέσα σε δάσος, θα τρελλαθεί απ’ τη χαρά της». Το ‘πε και έβαλε το χέρι στην τσέπη να πιάσει το κινητό.
Δεν πρόλαβε. Δέκα οκάδες δακρυγόνα χυμήξαν κατά πάνω τους, εμπροσθοφυλακή. Κι από πίσω ακουγόταν το ποδοβολητό. Τριάντα εναντίον τεσσάρων.
«Θα σε γαμήσω τώρα γιατί δεν θα υπάρξει μετά» πήγε να πει ο νότιος αλλά πριν τον πιάσει απ’ το λαιμό τον έπιασε ένας βήχας, πνίγηκε, μπλάβιασε και δεν μπόρεσε ν’ ακούσει το «από δω, τρεχάτε προς τα δω» που ακούστηκε από κάτι γκρέμουλα δεξιά, ανάμεσα σε κορμούς, θάμνους και κοτρώνες. Το ακούσαν όμως οι άλλοι τρεις, τον αρπάξαν απ’ το μπράτσο και χύμηξαν με μάτια βρύσες προς τα κει απ’ όπου ακούστηκε η φωνή. Και ο διάολος να ήταν που τους φώναζε, πάλι με το μέρος τους ήταν οι πιθανότητες.
Δεν ήταν ο διάολος. Ο Μέριλιν του χωριού ήταν. Βαμμένος, σινιαρισμένος, σπιντάτος, σα να ετοιμαζόταν να ρίξει το ρεφρέν απ’ το Eat me, Drink me. Άμα ήταν ο ορίτζιναλ, αλλά δεν ήταν. Μάλλον. Ίσως δηλαδή.
«Aπο δω, πίσω μου, δεν ξέρουν τα μονοπάτια αυτοί, χαμουτζήδες είναι όλοι, γρήγορα»
Το γρήγορα κι αν ήταν πλεονασμός.
Ο βόρειος το πήρε πατριωτικά, ξεπέρασε και τον Μέριλιν, ούτε τσαλιά καταλάβαινε, ούτε κατηφόρες, ούτε ανηφόρες, «θα τον χτυπήσω πολύ άσχημα αυτόν μετά» είπε αγκομαχώντας ο νότιος στον χαζομπαμπά, «να συμμαζέψεις την επιθετικότητά σου» απάντησε κείνος, «εμένα θα με γαμήσεις, τον άλλον θα τον χτυπήσεις, πες καμιά κουβέντα στον άλλον τον παπάρα με το κόκκινο, να γλιτώσουμε θέμε, όχι να τρέχουν ξοπίσω μας οι ταύροι», προσβλήθηκε ο Brooks Brother, «μπουφάν δεν βγάζω που να μου ματώσεις τα δόντια, πέντε κατοστάρικα έδωσα, ούτε κάθομαι να με φωτογραφίζουν μετά στα κρατητήρια με hoodies κι ας είναι και Αbercrombie & Fitch», ο Μέριλιν τους άκουγε πολύ απελπισμένος και σκεφτόταν «καλύτερα με τον αντίχριστο παρά με δαύτους» αλλά ήταν αργά πια για να μετανοήσει, ο βόρειος είχε εξαφανιστεί εντελώς, ο νότιος φώναζε «πιο σιγά ρε μαλάκες, αν είναι να πάμε από έμφραγμα καλύτερα από Δένδια», πρέπει να ακούστηκε δυνατά αυτό γιατί αυτοί που τρέχαν ξοπίσω τους βαρέσαν προσοχές, από πολύ μπροστά ακούστηκε μια φωνή -μάλλον του βόρειου- «ρε μαλάκες, ξέρει κανείς γιατί μας κυνηγάνε; δεν μπορούμε να το διαπραγματευθούμε;», «σκάσε και τρέχε» φώναξε ο Αbercrombie, «παιδιά έπεσε το μανιτάρι μου» ακούστηκε η πονεμένη φωνή του χαζομπαμπά, «προχωράτε κι έρχομαι», «δεν μπορεί να μου συμβαίνουν όλα αυτά» σκέφτηκε συντετριμμένος ο νότιος, «ασυζητητί με τον αντίχριστο» είπε –φωναχτά πια- ο μπουχτισμένος Μέριλιν κι ο Abercrombie έβαλε το κερασάκι στην μπλακ φόρεστ ρωτώντας «ρε μαλάκες, καμιά ταινία με ΜΑΤ να κυνηγάνε άθρωπες μέσα σε δάσος έχει δει κανείς σας; πώς τελειώνει;».
Τέλειωσε μέσα σε ένα ρυάκι. Που έπρεπε να το περάσουν για να φτάσουν στη σωτηρία. Πις οφ κέικ. Για όλους.
Εκτός του Abercrombie.
«Eγω τα nubuck δεν τα βάζω σε νερά, θα ΄ρθω από άλλον δρόμο»
Ξαφνικά και οι τρεις θέλαν να τον χτυπήσουν άσχημα, ο Μέριλιν δεν ήθελε γιατί φοβόταν μη του κάνει καμιά ανεπανόρθωτη ζημιά και μετά αφήσει απλήρωτο το δωμάτιο και του είπε «τότε βγάλτε τα και περάστε ξυπόλητος» και έτσι έγινε και σε δέκα λεπτά ανοίξαν τη μεγάλη ξύλινη εξώπορτα και μετά την πιο μικρή και σωριάστηκαν στους καναπέδες και ουφλάντισαν και ένας μάλιστα (δε λέμε ποιος) έκανε και το σταυρό του που δεν θα τους δείχναν στις ειδήσεις, στα φέισμπουκ και στα τουίτς σήμερα.
Ήπιαν από μια κανάτα νερό ο καθένας για να στανιάρουν. Ο βόρειος που δίψαγε ακόμη είπε «πάω να δω για καμιά μπίρα, κάπου θα ‘χουν κρυμμένες, δε μπορεί», ο νότιος που ήταν πολύ περίεργος άνθρωπος ρώταγε τον Μέριλιν «εσένα γιατί δεν σε κάλεσε ο Κουτρούλης;» και ο Abercrombie έσκυψε στο αυτί του χαζομπαμπά και του είπε πάρα πολύ προβληματισμένος «γιατί μου μίλησε στον πληθυντικό το φρικιό; τόσο πολύ άρχισα να μεγαλοδείχνω;».
Όταν ο άλλος γύρισε με τρεις μπίρες αγκαλιά, ο Μέριλιν έδινε -σε απλά ελληνικά- τη λύση στο μυστήριο. Σε όλα τα δάση και ξέφωτα της περιοχής είχαν αμολύσει (εδώ και μήνες) κι από μια διμοιρία, έτσι για να βρίσκεται, just in case. Από βίτσιο, μπας και βρεθεί κανένας επενδυτής και τον αγριοκοιτάξουν οι ντόπιοι και χαλάσει το προξενιό. Παπάρια προξενιό. Τόσους μήνες εδώ πάνω μόνο αυτό του Κουτρούλη ευοδώθηκε.
Καπνίσαν δυόμισι πακέτα τσιγάρα, το άλλο μισό το δώσαν στον Μέριλιν που ήταν καλό παιδί και διηγήθηκε όλη την ιστορία του –μέσα σε πέντε λεπτά- στον Abercrombie γιατί κατάλαβε ότι από τους τέσσερις αυτός ήτανε ο πιο πονόψυχος κι ανθεκτικός σε εξομολογήσεις, μετά τους χαιρέτησε έναν έναν γιατί θα πήγαινε σε μια θειά του στην πόλη να της κάνει βεντούζες και να πάρει κανένα χαρτζιλίκι γιατί άμα περίμενε μόνο απ’ τα θελήματα εδώ πάνω όχι MAC αλλά ούτε ρίμελ θ’ αγόραζε, του είπαν «στο καλό να πας» και όσο κι αν ρώτησαν τον εξομολογητή, λέξη δεν του πήραν για το ποιόν του ανδρός.
Στο καφενείο
Το μεσημέρι -κόντευε μιάμιση- πήγαν ξανά στο καφενείο για δυο λόγους. Ο ένας ήταν ότι τους έκατσε βαρύς ο λογαριασμός απ’ τα αβγά και θα ζητούσαν το λογαριασμό, για το λογαριασμό, εν ολίγοις. Ο δεύτερος η απορία για το «Λιβόρνο». Συν το ότι πείναγαν σαν αρκούδια κιόλας και δεν το ρίσκαραν να πάνε στο παραδιπλανό χωριό (δεκαεφτά χιλιόμετρα μακριά) όπου είδαν στο google ότι υπήρχε μια ταβέρνα που έσφαζε κουνέλια, κοκόρους και τέτοια αθώα πλάσματα για να τα κάνει στιφάδα και σαλμιά. Και δεν το ρίσκαραν γιατί εύκολα δίνει στόχο ένα αυτοκίνητο με –πολύ- νότιες πινακίδες και τέσσερις περίεργους μέσα άμα διασταυρωθεί με κανένα μπλόκο κι αρχίσουν τα ποιός και που και γιατί και πότε κι άμα συνυπολογίσεις ότι ο μανιταροσυλλέκτης είχε την κοψιά αξιοθαύμαστου ακτιβιστή -που είναι άλλη κοψιά απ’ αυτή των υποταγμένων νοικοκυραίων- καλύτερα να κάτσεις στ’ αβγά σου. Ή να πας να τα βρεις, εν πάση περιπτώσει.
Με το που μπήκαν τους χτύπησε η ζέστη απ΄την ξυλόσομπα. Παχιά ζέστη, γαλαντόμα. Στρώθηκαν στο καλό τραπέζι, εκείνο που προχτές φιλοξενούσε τους πρεφαδόρους. Ο καφετζής -που είχε την κρυφή ελπίδα να μη ξαναδιασταυρωθούν τα χνώτα τους- τους κοίταξε λοξά και είπε «αυτό θα το χρειαστώ σε μιαν ώρα, κανονίστε». Δεν του δώσαν σημασία, απλώσαν τις αρίδες τους και τράβηξαν -με θόρυβο- κι άλλη μια καρέκλα κοντά για να βάλουν πάνω κινητά, τα γάντια του Abercrombie (ακριβά δερμάτινα, που είχαν χρώμα κανέλλας και μυρωδιά πούδρας) και τα πούρα του νότιου -κάτι δομινικάνικα, μηχανής- που κόντεψαν να πάθουν ασφυξία στη θήκη τους.
Μετά από πέντε λεπτά ήρθε στο τραπέζι ο καφετζής. «Άμα τελειώσετε σε μια ώρα έχει καλώς, αν όχι θα σας σηκώσω και δεν θέλω μουρμούρες. Αυτό είναι τραπέζι για χαρτιά, όχι για πιάτα και πηρούνια». Δεν γύρισαν καν να τον κοιτάξουν, ο νότιος τον ρώτησε μόνο -με το βλέμμα στραμμένο στο παράθυρο δίπλα του- «τι μπορείς να μας φτιάξεις;». «Θα δούμε» απάντησε, «τι θα πιείτε;». Ο μανιταροσυλλέκτης κρατήθηκε να μη ρωτήσει «γιατί; για να φέρεις τα σωστά ποτήρια;» την ώρα που ο άλλος με τα τρυφερά πόδια του είπε «θα δούμε». Τα πράγματα αρχίσαν να φουρτουνιάζουν.
Έφυγε και γύρισε με τέσσερα ποτήρια, απ’ αυτά τα χαμηλόκωλα για τσίπουρα και ούζα. Και για ρετσίνες αλλά εδώ δεν σκαμπάζαν από ακριβά αποστάγματα.
Ο βόρειος σκάλισε την μέσα τσέπη απ΄το μπουφάν του κι έβγαλε ένα μεταλλικό φλασκί. Το τρυφερό πόδι τον κοίταξε με μάτια που έλαμπαν. «Μη μου πεις!». Tου έγνεψε «σου λέω». Δέκα χρόνια μετά το πρώτο mail που αντάλλαξαν, σε ένα καφενείο στη μέση του πουθενά, απέναντι από ένα ρολόι που έδειχνε 5 παρά 10, δίπλα σε μια σόμπα που τσιτσίριζε, ανάμεσα στα επιδοκιμαστικά βλέμματα των άλλων δυο -που ήδη ξέραν οι σουπιές, τους το’χε πει ο βόρειος απ΄την αρχή- ήρθε η ώρα γι αυτό το γαμημένο το Lagavulin. Που και σε κρυστάλλινη καράφα να το είχε φυλαγμένο, λιγότερο αγίασμα θα ήταν απ’ αυτό που μοιράστηκαν περίπου ακριβοδίκαια οι τέσσερις. Τσιμπολογώντας φέτες αβγοτάραχου, τις οποίες είχε προνοήσει να φέρει μαζί του ο χαζομπαμπάς, τιμαρεμένες σε μια ταμπακέρα. Κειμήλιο παππού. Που ζούσε στιγμές δόξας. Ή ατίμωσης, όπως το δει κανείς.
«Ευτυχώς έφερε τα κατάλληλα ποτήρια», σάρκασε ο νότιος βγάζοντας επιδεικτικά τον κόφτη. Αυτό το παιδί ήταν γεννημένο για μεγάλες στιγμές. Από Gran Corona και πάνω.
Πέρασαν τρεις ώρες και γλώσσα μέσα δεν βάλαν. Αναγούλα του ΄ρθε του καφετζή. Μόνον όταν καταπίναν τον καγιανά και το ψωμί και τη φρεσκοβρασμένη λαχανίδα και λίγο τυρί γίδινο (που έκανε τα μούτρα του βόρειου να ξινίσουν άσχημα γιατί ήταν μαλωμένος με τα γίδια) το βουλώναν λίγο, εξ ανάγκης, αλλιώς ο πνιγμός παραμόνευε. Απ’ το τραπέζι δε σηκώθηκαν γιατί ψυχή δε μπήκε στο καφενείο κι ας ήταν κιόλας 5 παρά 10. «Λιβόρνο», τους είπε, το βάφτισε γιατί όταν ήταν ναυτικός –πριν καταλήξει καφετζής- εκεί είχαν δέσει όταν του ‘πε ο ασυρματιστής πως έχει γιο. Και το ‘ταξε. Ένα από τα μυστήρια του σύμπαντος είχε λυθεί. Το δεύτερο, πόσα τηγανητά αβγά δηλαδή μπορεί να φάει στην καθισιά του ο άνθρωπος, έμενε ακόμη θεοσκότεινο.
Μετά την πέμπτη μπίρα ο νότιος τον ρώτησε «εσένα γιατί δεν σε κάλεσε ο Κουτρούλης;» αλλά απάντηση δεν πήρε, σηκώθηκαν να φύγουν λίγο πριν βγάλουν ρίζες οι κώλοι τους, όταν έξω είχε σκοτεινιάσει. Τους είπε «δώστε ένα εικοσάρικο, οι μπίρες κερασμένες» ανακουφισμένος που θα του αδειάζαν την -καλή- γωνιά. Καλός ο τουρισμός αλλά άμα είσαι παλιός ναυτόπαις καταριέσαι την ώρα και τη στιγμή που αγάπησες και σε βάλαν σώγαμπρο σε καφενείο και μετά η άλλη χόντρυνε κι άρχισε να αντιμιλάει και όλα και όλοι σε φταίνε μετά. Του αφήσαν εικοσπέντε γιατί μέσα στο γκράντε κέφι σπάσαν δυο ποτήρια και την πιατέλα με τις λαχανίδες (χωρίς περιεχόμενο) και την ώρα που ανοίγαν την πόρτα και ήταν ακριβώς 5 παρά 10, ο μανιταροσυλλέκτης του είπε «κακώς το ‘βγαλες Λιβόρνο, Μαρμότα έπρεπε να το βγάλεις». Εκατό λιμάνια είχε πιάσει ο καφετζής, με τέτοιο όνομα κανένα δεν θυμόταν. Και ήρθαν τα μαλακισμένα τα στεριανά να του πουλήσουν πνεύμα. Σαράντα έπρεπε να τους πάρει…
Πίσω
Στον ξενώνα δεν υπήρχε κανείς εξόν απ’ αυτούς τους τέσσερις, η ξενοδόχα του ‘χε πουλήσει παραμύθι, «δυστυχώς γεμάτοι, ξαναπάρτε σε μισή ώρα να δω αν μπορώ να σας βολέψω». Άμα ήταν έτσι τα γεμάτα, στα άδεια θα πέθαινες απ’ την τρομάρα σου με μια άσχημη λάμψη στα μάτια. Ψυχή, πουθενά. Σαν έχεις γάμο δεν τρέχεις στα πουρνάρια, καλή η επιχειρηματικότητα αλλά καλύτερες οι χαρές, ειδικά αν σε λεν Βασίλω, τι Βάσω και Σήλια και Βίκυ και χαζά. Ανέβηκαν και ετοιμάσαν τα πράγματά τους. Τι ετοιμάσαν δηλαδή, βάλαν μέσα οδοντόβουρτσες, είδαν για κανένα ξεχασμένο λερωμένο βρακί -μη ρεζιλευτούν στην ξενοδόχα- και σε πέντε λεπτά ξαναβρεθήκαν κάτω. Αφήσαν τα λεφτά σε έναν φάκελο, γράψαν απ’ έξω «ευχαριστούμε», τον ακούμπησαν πάνω στην τηλεόραση, άφησαν κι ένα χαρτί που έγραφε -ιδέα του νότιου κι αυτή- «θα ρχόμασταν στο γλέντι για να φέρουμε τα λεφτά αλλά δεν ήμασταν καλά ντυμένοι και δεν πήραμε και δώρο του Κουτρούλη και ντραπήκαμε» και τους έκανε τη μούρη κρέας νόμισε, ανοίξαν την μεγάλη ξύλινη πόρτα, κατηφορίσαν ως το πλάτωμα, μπήκαν στα αυτοκίνητα και ξεκινήσαν.
Τρία χιλιόμετρα μετά, ο νότιος που πήγαινε μπροστά με συνοδηγό τον Abercrombie άναψε τα αλάρμ και πάρκαρε δεξιά. Τους έκανε νόημα να βγουν έξω, βγήκαν, τον ρώτησαν «τι συμβαίνει;», «ξεχάσαμε να σημαδέψουμε τη στιγμή», απάντησε.
Το φεγγάρι ήταν 100/100. Τόσο πηχτό, φρεσκοπλυμένο φως είχαν καιρό να δουν, παιδιά της πόλης όλοι τους.
«Εδώ είδα ένα σικαλοχώραφο ανεβαίνοντας χτες», τους είπε ο νότιος. «Ας το κάνουμε με στυλ αυτή τη φορά, μη μας πουν και ακαλλιέργητους».
Οι άλλοι τρεις δεν είχαν ιδέα για το πώς μοιάζει ένα σικαλοχώραφο αλλά ο νότιος ήταν ξεφτέρι στα σιτηρά και μετά από τριάντα μέτρα κατέβασε το φερμουάρ του λέγοντας «εδώ». Οι τοκάδες απ’ τις ζώνες που λύθηκαν λάμψαν κάτω απ’ το φεγγαρόφωτο.
Λοιπόν, δεν ξέρω αν ο Σάλιντζερ ή όποιος άλλος θα ήταν περήφανος γι αυτούς τους τέσσερις. Εγώ πάντως άμα με κάναν φίλο τους, θα ήμουν. Δεν ξέρω, απλά και μόνο είναι από τους τύπους που θα ‘θελα να τηλεφωνήσω να βγούμε για μπίρες, για κανένα ουίσκι και τα ρέστα ξέρω γω. Αυτό είν’ όλο.
THE END
♫