a tale of two cities

#Part 1#

Σας περιμένουμε πριν τις εννιά τo Σάββατο, είπε. Με άδεια χέρια σε παρακαλώ, το έχετε παρακάνει.

Ποτέ δεν πας με άδεια χέρια όταν πας σε άλλους, όλοι το ξέρουμε αυτό. Ποτέ. Τελεία.

Δυο κρασιά κι ένα βινύλιο. Τα κρασιά αγορασμένα, το Ommadawn από την κάβα μου. Για τους φίλους δεν κάνεις εκπτώσεις. Μου είχε, σε ανύποπτο χρόνο, εξομολογηθεί πόσο του άρεσε.

Δεν ήθελα να πάω, το ομολογώ. Δεν γίνεται όμως να μονάσω από τώρα. Σκοτώνει ο ιδρυματισμός. Αργά, ύπουλα, αδιαπραγμάτευτα. Δεν παίρνει αιχμαλώτους, σε βάζει στον τοίχο και ανοίγει τρύπες. Όταν τελειώσει δεν βρίσκουν τίποτε από σένα.

«Θέλεις να σιδερώσω κάτι;»

«Όχι, ένα τι-σερτ θα βάλω»

«Μάλιστα». Από αυτά τα, κάποτε παγερά και ενοχλητικά, οικόσιτα «μάλιστα» (κυκλοφορούν κάποια ημιάγρια αδέσποτα «μάλιστα» αλλά ο χρόνος τα ξεδοντιάζει κι αυτά). Εκεί τέλειωσε η επικοινωνία της Κυριακής, μισή ώρα μετά είχαμε άλλους δυο για να μιλήσουμε μαζί τους. Αερόσακοι, εν αγνοία τους. Μπορεί και όχι. Μπορεί να κυκλοφορούν «μάλιστα» κι ανάμεσά τους. Μάλλον. Και να ήμασταν εμείς οι αερόσακοί  τους απόψε. Τέσσερα airbags σε καναπέδες και πολυθρόνες. Χωρίς αέρα κι ανάσες. Χαμογελάω, κάποτε ήταν πικρό, τώρα βλέπω και τους ούτε-καν-πενηντάρηδες να μεταλλάσσονται (με σαραντάρηδες δεν βρίσκομαι, μα κι αυτοί σωτηρία δεν έχουν) όσο σκέφτομαι «ήρθε η σειρά σας και πολύ άργησε».

Ήθελα να την δω να φοράει ένα μαύρο σακάκι, μακρύ. Με λίγο χρώμα πάνω της, για να βγει από την κατάψυξη του νεκροτομείου η Κυριακή. Κόκκινο, γιατί όχι; Κι ένα τζιν, που να δείχνει τα χρόνια του, ίσως και την φθορά του, αλλά να λαχταράει να ζήσει ακόμη.

Ήθελα. Μα δεν μίλησα. Δεν ήθελε. Ευτυχώς. Έκανα πως δεν είδα. Είχα δει. Έκανε πως δεν είδε ότι δεν είδα. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο τι-σερτ, δεν με νοιάζει γλυκιά μου τι σκέφτεσαι, έριξα μια αφηρημένη ματιά στα σνίκερς, πάτσι.

Χτυπήσαμε κουδούνι στην ώρα μας.

#Part 2#

Eννιάμιση βάζουμε ταινία, είπε. Σαρπράιζ. Όχι τίποτε δύσπεπτο, διάβασα συμπαθητικές κριτικές. Σκανδιναβία απόψε, στην οθόνη, στα πιάτα και στα ποτήρια μας. Το απολαμβάνει να στήνει θεματικές βραδιές, αντίθετα με εμένα που κάθε φορά που έρχονται σπίτι αφήνω το χάος να κυριαρχήσει. Ούτε καν mix & match. O,τι βγει. Αν βγει. Όπως βγει.

Μαύρη κωμωδία και σπλάτερ. Μπόλικο. Στην οθόνη και στους καναπέδες. Μείον το αίμα, στους καναπέδες. Δεν είναι όλα σινεμά. Μπορεί να είναι και χειρότερα.

Καναπεδάκια, σολωμός καπνιστός, ρέγκα, sour cream, άνηθος, τσάιβς, φιλετάκια (όχι τάρανδος, δεν φτάσαμε ως εκεί σε μια κάζουαλ βραδιά) με σάλτσα ΙΚΕΑ, αυγά βραστά πασπαλισμένα με αυγά ψαριού (ήταν λίγο σκιαχτικό αυτό), ως και μια σούπα αρακά με μπέικον που δεν κατάλαβα την σκανδιναβικότητά της αλλά έκανε τέλειο match με την χορτοκοπτική μηχανή που του πέταξε τα έντερα έξω. Στην οθόνη.

Και δυο κρασιά ελληνικότατα, λευκά. Συν μισό μπουκάλι βότκα. Κάποια στιγμή σκέφτηκα να προτείνω να ανοίξουμε το ροζέ που έφερα μα άλλαξα γνώμη αμέσως, δεν έχουν πάντα την ίδια γεύση αυτά, πάνε ανάλογα με την εποχή, τον άνθρωπο, την ώρα. Αντί για το ροζέ τον ρώτησα -την ώρα ενός μικρού διαλείμματος, όσο οι γυναίκες καταγινόντουσαν με τις σάρκες στην κουζίνα- «το ήξερες ότι η Sandy Denny ήταν ο μόνος άνθρωπος πλην Plant που έκανε φωνητικά σε δίσκο των Zeppelin;» και με κοίταξε λίγο παραξενεμενος, «όχι, αλλά πώς σου ήρθε η Sandy Denny τώρα;» και σε τέτοιες ερωτήσεις απάντηση δεν έχεις κι αν έχεις (έχεις) είναι πάντα πολύπλοκη, απλά γύρισα προς την κουζίνα λέγοντας «το κρέας μου ματωμένο» απτόητος από το αίμα που δεν έλεγε να στεγνώσει στην οθόνη.

Και πάνω μου. Αλλά αυτό δεν ένοιαζε κανέναν άλλον αυτό το Σάββατο βράδι που ούτε ένα γαμημένο αιμοστατικό βρισκόταν σε απόσταση εκατοντάδων, μπορεί και χιλιάδων χιλιομέτρων. Έγνεψα «φτάνει» όταν πήγε να μου ξαναγεμίσει το ποτήρι, το κρέας που ήρθε δεν είχε στάλα αίματος πάνω του την ώρα που κάποιος πάτησε ξανά το play. Δεν είχε καν πάει έντεκα όταν μαχαίρια, δίκαννα, πριόνια, μπερέτες και αγκίστρια -με πέντε δάχτυλα, δυο περιεχόμενα κρανίου, ένα ζευγάρι αρχίδια κι ένα χέρι από το ύψος του αγκώνα- στρογγυλοκάθισαν κι αυτά ανάμεσά μας. Ευτυχώς η οικοδέσποινα είχε προνοήσει για ριχτάρια.

Είμαι ανεπανόρθωτα ελαττωματικός κι αυτό επιβεβαιώθηκε ακόμη μια φορά όταν την ώρα του μακελειού σε ένα εξοχικό δίπλα σε ένα νορβηγικό φιόρδ , εγώ τραγούδαγα (από μέσα μου, όλα έχουν – έχουν; – ένα όριο) «maybe I should call her» και μου απαντούσα «not tonight, not tonight, no not tonight, I got it really bad». Παντού ξεπάστρεμα.

Την ώρα που άναψε το φως και τα κορίτσια άρχισαν να σηκώνουν -κάπως απρόθυμα-  τα πιάτα, εκείνος με ρώτησε «σε ποιο τραγούδι τους έβαλαν μέσα την Sandy

#Part 3#

Δεν έχω ιδέα. Δεν ήμουν εκεί.

most of the time

Don’t even remember what her lips felt like on mine

Most of the time

Εδώ και πολύ καιρό χίλια μύρια προβλήματα και ζόρια μας βάζουν κάτω, ένα σκοτώνεις, τρία ξεπετάγονται, φτηνά κολπάκια με τις Λερναίες Ύδρες δεν πιάνουν σήμερα, ποτέ δεν πιάναν, άλλοι τα καταφέρνουν, άλλοι όχι, ακόμη κι ο ύπνος δεν είναι έξτρα λαρτζ όπως παλιά που χωνόσουν μέσα του και παραδινόσουν χωρίς διαπραγματεύσεις, τότε που τα άσχημα όνειρα δεν είχαν ούτε διαβατήριο ούτε κάρτα επιβίβασης, μόνο απαγόρευση εισόδου στη χώρα (των ονείρων σου) είχαν, οι άνθρωποι έχουν κουραστεί βαθιά, έχουν θυμώσει πολύ, μπερδεύτηκαν πολύ, βλέπουν άσχημα όνειρα ακόμη και ξύπνιοι και τσιμπιούνται για να σιγουρευτούν ότι δεν είναι εφιάλτης και έχουν γεμίσει τα κορμιά τους αμέτρητες μελανιές γιατί ξύπνιοι είναι, βρίσκουν ένα ένα τα σωσίβιά τους ξεχαρβαλωμένα, τρύπια, λειψά από αέρα.

Βλέπω τι γίνεται γύρω μου, λίγο φως, μεγάλες νύχτες, ξέρω ότι κάποια σωσίβια είναι για πολλούς πολυτέλεια και first world problems εδώ που φτάσαμε. Αλλά μ’ αυτά φτάσαμε ως εδώ. Το λέει κι ο νομπελίστας, ακόμη κι αν ξορκίζεις την σάρκα (και ντρέπεσαι, γιατί είναι αντι-social compliance τους καιρούς αυτούς, να μιλάς και να γράφεις γι αυτήν) έχεις μολυνθεί ανεπανόρθωτα.

η ζάλη των τάξεων

Στις 20 και 52 ακριβώς έκλεισε κατά σειρά PC, notebook και μάτια, έγειρε πίσω και ξεφύσηξε -μ’ αυτήν την αλληλουχία- μισό «fuck», ένα «ουφ» συν δυο μικρά φφφ. Πριν πετάξει κινητά, ακουστικά, σημειωματάριο μέσα στην τσάντα, η κύστη της υπενθύμισε ότι έχει ανάγκη από λίγη προσοχή. Στο WC (όσο παρατηρούσε ανέκφραστη τον πόντο που αποδήμησε από το καινούργιο καλσόν) άκουσε το κινητό να χτυπάει από το γραφείο της και μαζί με την ανακούφιση άφησε να βγουν από μέσα της -πάλι με αξιοθαύμαστη τάξη- δυο «fuck» κι ένα έξτρα λαρτζ «πφφφφφφφφφ». Επιστρέφοντας είδε όνομα στην οθόνη του κινητού, ένα αυθόρμητο ηχηρό «γάμησέ μας κι εσύ τώρα» ξεχύθηκε στις τέσσερις γωνίες, στο πάτωμα, το ταβάνι, αγκάλιασε τα ακριβά έπιπλα, κάδρα, παράθυρα, αλφαδιασμένους φακέλλους κι ένα ξεχασμένο -απίστευτο!- μηχανικό μολύβι πάνω στο γραφείο. Η καθαρίστρια που εκείνην ακριβώς την στιγμή βρέθηκε έξω από την ανοιχτή πόρτα του γραφείου της σκέφτηκε (για ένα κλάσμα δευτερολέπτου μόνο) να ρωτήσει «είστε καλά;» αλλά φοβήθηκε μήπως ακουστεί πολύ αδιάκριτο, συνέχισε λοιπόν την πορεία της για την μεγάλη αίθουσα στο βάθος του διαδρόμου όταν χτύπησε το κινητό στην μεγάλη και φαρδιά τσέπη της πράσινης ρόμπας της, κρατώντας με το ένα χέρι την ηλεκτρική σκούπα είδε το όνομα στην οθόνη κι άλλο ένα αυθόρμητο αλλά βουβό «γάμησέ μας κι εσύ τώρα» έτρεξε να ζευγαρώσει με το προηγούμενο.

WC blues

Στην πρώτη μου δουλειά (ήμουν της τυχερής γενιάς, ήδη από τα 25) ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος (σαράντα χρόνια μεγαλύτερός μου, not alive, έτσι τον έβλεπα) με αγάπησε πολύ σύντομα αν και ήμουν -όπως μου ξεκαθάρισε- «πολύ αστός για τα μέτρα της εταιρείας αγόρι μου». Στην πραγματικότητα δεν ήμουν εγώ ο (πολύ) αστός, ήταν οι υπόλοιποι που δεν ήταν. Ελπίζω να είναι σαφής η διάκριση, δεν είναι δα και κανένα παράσημο η αστική καταγωγή -που είναι και λίγο ανέκδοτο στην βαθιά επαρχία, μην με πιάσουν στο στόμα τους οι επαγγελματίες μεγαλοαστοί-.

Μετά από κολύμπι στα βαθιά ήδη από τον πρώτο χρόνο και πριν καν κλείσω τα 27, πήρα την θέση του ως τότε Διευθυντή μου που αποφάσισε (αν θυμάμαι καλά) να ιδιωτεύσει. Πρέπει να ήταν περασμένα 40, ίσως κάτι παραπάνω. Πολύ μεγάλος. Hardly alive, έτσι τον έβλεπα. Οι πάνω από 40 ήταν -για τα μέτρα μου- σε μια νεκρή ζώνη μεταξύ κάτι-σαν-ζωής και παραίτησης από την ζωή. Σπίτι, οικογένεια, παιδιά, αυτοκίνητο με γραμμάτια, διαμέρισμα με συνέταιρο την τράπεζα, γκόμενα (συνήθως παντρεμένη κι αυτή), πηγαινέλα παιδιά σε φροντιστήρια, αρχές φαλάκρας, σκεμπές σε κατακρήμνιση, μπουζούκια επαρχίας την Παρασκευή (δεν το ‘ριξες ρε μαλάκα Ηλία) και Θεσσαλονίκης σαββατόβραδα φωτιά, Λευτέρης και Άντζελα μεταγραφή -δυο εβδομάδων- από Φαντασία, ή κάτι σαν κι αυτό. Not my playground.

Μεγάλος πρόλογος, περιττός. Απλά ήθελα να πω ότι στα πρώτα ταξίδια μαζί με τον Πρόεδρο, μου εκμυστηρεύθηκε ότι τις μεγάλες αποφάσεις για την εταιρεία τις έπαιρνε την ώρα του πρωινού ξυρίσματος. Δεν τον θυμάμαι καμία μα καμία ημέρα χωρίς κάποια ξυραφιά -ενίοτε και λίγο ξεραμένο αίμα- στο πρόσωπο. Ίσως έβλεπε το μέλλον, μετά τις μεγάλες αποφάσεις του, και ταραζόταν. Οι δρόμοι μας χώρισαν πριν είκοσι χρόνια, κάπως ψυχρά αλλά αυτά είναι αναπόφευκτα στους χωρισμούς που έπονται αγάπης και εκτίμησης (ντρέπομαι να πω ότι δεν ήταν ισομερώς αμοιβαία αυτά αλλά με έχω συγχωρέσει ήδη). Στην κηδεία του πήγα λίγο κλεφτά, λίγο παρείσακτος, ήταν αδύνατον όμως να λείπω. Οι περισσότεροι παλιοί συνεργάτες (δεν ξέρω γιατί αλλά δυσκολεύομαι με το «συνάδελφος»), όσους είδα μέσα κι έξω από την εκκλησία δηλαδή, ήταν εκεί ως συνταξιούχοι ήδη. Αυτά πληρώνουμε, μεταξύ άλλων.

Τρεις παράγραφοι που στάζουν φλυαρία για να καταλήξω ότι την ώρα του πρωινού κατουρήματος (όταν πλέον ξυπνάω για να ντυθώ και να πάω στο γραφείο όπου θα συναντήσω κάποιους 30ρηδες, κάμποσους 40ρηδες, αρκετούς 50ρηδες, ανεξαρτήτως φύλου) δεν παίρνω απολύτως καμία μεγάλη απόφαση για την δουλειά και την εταιρεία (άλλωστε I’m not the boss, άσχετα αν η γνώμη μου μετράει, τόσο όσο, στις αποφάσεις). Το ξύρισμα (το είχα εγκαταλείψει έξη-εφτά χρόνια, τελευταία ξανάπιασα ξυράφι) και το κατούρημα πρέπει να είναι αυτονομημένα από κάθε σκέψη και απόφαση, μικρή ή μεγάλη. Αν κάτι, πέρα από τα της δουλειάς, κατάφερα να μεταλαμπαδεύσω σε όσους -με δίψα για μάθηση- πέρασαν από τα χέρια μου ελπίζω να είναι αυτό, κι ας με κοίταζαν (κάποιοι χλιαροί) με απορία και ενίοτε άγαρμπα καμουφλαρισμένη έκπληξη. Tέτοιο mentoring και training δεν χωράει, δυστυχώς, σε κανένα CV και κανένα LinkedIn. Κι ας είμαι σίγουρος οτι το ίδιο πιστεύουν αμέτρητοι CEO και SVP και CMO ακόμη και του Fortune-500. Aυτά πληρώνουμε, μεταξύ άλλων.

Ο Καμύ των πτωχών

Περπατάω Σάββατο πρωί στην πόλη των παλιών, δεν μου κολλάει το παλιά πόλη. Πιο ζωντανή από΄ όλους μας είναι κι ας συναντήθηκα μόνον με έναν άνθρωπο, ούτε ματιά ανταλλάξαμε, από εκεί που άφησα το αυτοκίνητο μέχρι εκεί που με περίμενε ο δεύτερος καφές της ημέρας.

Κάθε κυβόλιθος και μια ιστορία. Δικιά μου και μερικών χιλιάδων άλλων. Αν σκεφτείς ότι κάτω από τα πόδια μας ζουν -σιωπηλοί μάρτυρες της ασήμαντης ζωής μας- κάμποσες χιλιάδες κυβόλιθοι, τύφλα να ΄χουν όλοι οι συγγραφείς, ποιητές, βάρδοι και τροβαδούροι από καταβολής σύμπαντος. Δεν σου λέω ότι οι ιστορίες μας είναι άξιες περιγραφής ή καταγραφής αλλά προσποιούμαι πως μιάν αξία την έχουν, όσες υποτιμήσεις κι αν πέρασαν από πάνω τους.

Εκεί φίλησα μέχρι που είπε «μας περιμένουν» και είπα «ας φίλαγαν κι αυτοί», εκεί θύμωσα πολύ (μου φαίνεται απίστευτο αυτό το «πολύ» σήμερα), εκεί της άνοιξα -άγαρμπα, ομολογώ- το πουκάμισο και “με σάλιο θα το ράψω τώρα;” (γελώντας, ευτυχώς), εκεί ίδρωσα με δέκα διαφορετικές αφορμές (σήμερα ζήτημα να ίδρωνα με μια), εκεί το δάγκωσα χειμωνιάτικα γιατί τα στενά είναι καταψύκτης όταν φυσάει σ’ αυτήν την πόλη, εκεί έψαχνα ένα πορτοφόλι με τεσσεράμισι χιλιάδες δραχμές στο μισοσκόταδο (χαλάλι σου, όποιος κι αν είσαι που το βρήκες, καργιόλη), σε κείνη την γωνία περίμενα τον Παναγιώτη με τους δίσκους του, σήμερα το πρωί έμαθα ότι ο Παναγιώτης πέθανε πριν δυο βδομάδες με πολύ πόνο, δέκα χρόνια νεότερος από μένα, εκεί κρατούσα την πιτσιφρίκα μου από το χεράκι της και όταν καθήσαμε και είπα «καφέ» εκείνη είπε «βαρέθηκα βυσσινάδα, μπορώ να πάρω πρασινάδα σήμερα;», εκεί κάπνισα μισό πακέτο τσιγάρα σε ένα τέταρτο και δεν ήρθε τελικά, εκεί της σήκωνα το πεσμένο τιραντάκι και κρατούσα το μέτωπό της όσο εκείνη άδειαζε το στομάχι της κι εγώ έλεγα, σάμπως με άκουγε, «σου είπα μην πιείς τέταρτο», εκεί ζήλεψε που με είδε να κρατάω το ξένο ξανθό μέτωπό και είχε ένα ύφος «ευκαιρία γύρευες» αλλά -το αναγνωρίζω- λέξη δεν είπε, εκεί έψαχνα επί δυόμιση χρόνια να παρκάρω για να προλάβω το «4 με 5, ραδιοφονιάδες» (πόσο άθλια μαρκίζα, πόση αγάπη σ’ όσα διαλέγαμε, πόσο ξύλινα όσα λέγαμε) σε ένα στουντιάκι που έμοιαζε με σαλόνι γιαγιάς (είχε και καρεδάκι με δαντέλα, ναι) , εκεί έλεγα «όχι ρε πούστη μου, νόμιζα τους είχα βάλει στη σακούλα τους Triffids», εκεί στραγγίξαμε μια στρατιά Calliga και ξεπαστρέψαμε μια ταξιαρχία Mateus, εκεί θέλαμε να φέρουμε τον Wim Mertens με το πιάνο του αλλά μας σακάτεψε το μπάτζετ, εκεί τσακίστηκα με το δίτροχο γιατί τα βρεγμένα γυαλιστερά στενά δεν είναι τρυφερά με τις σάρκες και τα κόκκαλά σου (συγγνώμη αδερφέ, δεν σου πλήρωσα ποτέ τα σπασμένα πλαστικά και τον καθρέφτη, έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν θα ξεχρεώσω), εκεί ακούγαμε τον ιμάμη, εκεί και τις καμπάνες, εκεί και το Ashes to ashes, εκεί είδαμε το 1900, Δευτέρα το ένα μέρος, Πέμπτη το δεύτερο, εκεί είχα τον μικρό μου -δυο χρονών, ούτε- στους ώμους και μετά αγκαλιά σε σκαλάκια να του δίνω το τελευταίο γάλα της ημέρας την ώρα που αποκοιμήθηκε στα χέρια μου και μύριζα τον ιδρώτα στις δίπλες του λαιμού του, εκεί κατουρήσαμε τα εικοσάχρονα σε σκοτεινές γωνιές γιατί ένα βυτίο μπύρες δεν το επιστρέφεις σπίτι, εκεί ήταν το σπίτι του Φαίδωνα που στέγασε -με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα- τις πρώιμες κάβλες μας, εκεί δεν πατάω ποτέ όταν εισβάλλουν οι σεπτεμβριανές στρατιές, εκεί τα δυο θερινά σινεμά (μηδέν σήμερα) που φιλοξένησαν αμέτρητες νύχτες μας κι ας μην είχαμε ιδέα τι πάμε να δούμε -ο,τι κι αν έπαιζε μπαίναμε-, τώρα ανεβοκατεβαίνουμε πατώντας πάνω στις ίδιες πέτρες και δεν ξέρω αν ντρέπονται αυτές για την κατάντια μας ή εμείς που τις αντικρίζουμε τρέχοντας να βρούμε το αυτοκίνητο μετά από δυο ποτά (δεν παίζεις με τα alert των αιματολογικών) για να οδηγήσουμε γρήγορα πίσω στο σπίτι, «δεν άφησες κάτω το κινητό, μη δείχνεις ότι τους βαριέσαι τόσο, μια στις τόσες βγαίνουμε μαζί τους». Δεν ξέρεις, δεν ξέρουν, δεν τις αντέχω αυτές τις νύχτες, ούτε τα πρωινά, ούτε τα μεσημέρια, ελπίζω κάποια μέρα να περπατήσει ξανά λίγη ζωή σ’ αυτά τα δρομάκια. Το ωραίο με τα «ελπίζω» και τα όνειρα είναι να υπάρχουν, να τα πιστεύουμε κι ας αργούν ή κι ας μη γίνουν ποτέ. Δεν είμαστε πια δεκαοκτώ και είκοσι και εικοσιπέντε να μην μπορούμε να καταπιούμε το «δε θα γίνει», μεγαλώσαμε και ξέρουμε πως πιο πολύ μετράει το «κάτι θα γίνει», ίσως όχι το όνειρο ατόφιο, ίσως ούτε καν ένα μεγάλο κομμάτι του, μα και με ψιχουλάκια θα αντέξουμε. Θα βγει ο χειμώνας, ο,τι εποχή κι αν είναι αυτός.

Μην ανοίξετε το στόμα σας λατρεμένοι κυβόλιθοι. Κάποια μέρα θα το κάνω εγώ για λογαριασμό σας. Ξένος στην πόλη μου πια, εδώ και καιρό.  

Oκτώβριος, κάποιος

Στις 8 Οκτωβρίου του 2026 όλα θα είναι διαφορετικά. Ή, έστω, τίποτε δεν θα είναι το ίδιο. Μόνον η βροχή, ίσως, θα πέφτει με τον ίδιο τρόπο. Από πάνω προς τα κάτω. Αυτό ελπίζω δηλαδή. Κάποτε μου δώσαν μια συμβουλή, «γράφε όσο ζαχαρωμένα και μελούρα θες, στον επίλογο όμως τάραξέ τους στην κυνικότητα, να μην ξέρουν από πού τους ήρθε». Δεν νομίζω ότι τα κατάφερα. Πολλές φορές το έκανα κι ανάποδα, να παλεύω -δεν το ΄χω το ρημάδι, στο γράψιμο εννοώ- να γράψω δέκα γραμμές σαν διάγγελμα του Αυτοκράτορα των Κυνικών και οι τελευταίες λέξεις να βγαίνουν σαν το μαλλί της γριάς. Έχω έναν ζαχαρούχο σατανά κρυμμένο μέσα μου, ρουφάς μισή παράγραφο και μπουχτίζεις αλλά can’t do better. Ή δεν θέλω, αξεδιάλυτο. Τις προάλλες στρώθηκα να γράψω μια λίστα με τα πράγματα που μου λείπουν. Στα δυο λεπτά παραιτήθηκα, δεν μπορούσα να αφήσω ανθρώπους έξω. Ούτε να βάλω στην λίστα πράγματά τους και όχι αυτούς ολόκληρους. Μετά από ώρα συνειδητοποίησα ότι αυτό ήταν πρόσχημα, απλά τρόμαξα γιατί θα ήταν πολύ μικρή η λίστα. Εκείνον τον Οκτώβριο (που τράβηξα αυτήν την φωτογραφία) ένα τζάμι τραίνου χώριζε το κεφάλι μου από την βροχή και την μυρωδιά του γκρι έξω, ήμουν -τι διαπίστωση!- κάποιος άλλος. Να μην νοσταλγείς, λέει. Αδιέξοδο είναι. Στην ντουλάπα έχω τα ρούχα, αυτή τη «στολή» που συχνά πυκνά μνημονεύω, που φορούσα τότε. Αν είναι και τα ρούχα νοσταλγία, καιρός να ετοιμάζω σακούλες κι αν με ρωτήσει κανείς όταν με δει φορτωμένο «τι έχεις εκεί μέσα;» κακό του κεφαλιού του. Τις πολύ παλιές νοσταλγίες (αντιδρούν άσχημα τα δάχτυλά μου όταν πληκτρολογώ αυτήν την λέξη, δεν μου αρέσει, μου θυμίζει μυαλγία, κεφαλαλγία, γαστραλγία, τι να τον κάνεις τον νόστο αν γαμιέται με το άλγος) τις έβαλα σε άλλες σακούλες και τις ξεφορτώθηκα, μπορεί για κάποια χρόνια να τις φόρεσαν άλλοι. Πώς διάολο είναι να ντύνεσαι με την νοσταλγία κάποιου άλλου; Στις 8 Οκτωβρίου του 2034 κάποιοι από μας θα είναι ακόμη εδώ, κάποιοι όχι. Δεν είναι δα και σπουδαίο αυτό που είπα αλλά λίγο τρομαχτικό είναι. Να μην τρομάζεις όμως με αναπόφευκτα, λένε. Αδιέξοδο είναι. Όλα αδιέξοδα; Ούτε ένα μικρό δρομάκι που να βγάζει σε ξέφωτο; Το ονειρεύτηκα κάμποσες φορές αυτό, να τριγυρνάω σε ένα δάσος σκοτεινό και να κατευθύνομαι προς τα εκεί απ’ όπου έρχεται η μουσική και η μουσική έρχεται από ένα ξέφωτο μικρό και η μουσική είναι το Part 1 από το Koeln Concert και ούτε πιάνο ούτε ψυχή υπάρχει στο ξέφωτο αλλά η μουσική είναι εκεί, πάντα ήταν, πάντα θα είναι, μετά ή ξαναμπαίνεις στο δάσος ή μένεις για πάντα στο ξέφωτο αλλά κανείς -στο είπα- δεν υπήρχε εκεί, όλοι ξαναμπήκαν στο δάσος αν υποθέσουμε ότι βγήκαν ποτέ από αυτό. Κοντεύει η ώρα για τον επίλογο (νύσταξα, αυτή είναι η αλήθεια) και ήθελα να γράψω «ελπίζω στις 8 Οκτωβρίου του 2038 να είμαστε όλοι εδώ» αλλά θυμήθηκα αυτόν που μου είπε σήμερα «Ηοpe is postponed disappointment» και σύρθηκα να ξυριστώ γιατί μόνον ο Ριπ βαν Ουίνκλ (τι μου θύμισες) μου έλειπε απόψε.