a tale of two cities

#Part 1#

Σας περιμένουμε πριν τις εννιά τo Σάββατο, είπε. Με άδεια χέρια σε παρακαλώ, το έχετε παρακάνει.

Ποτέ δεν πας με άδεια χέρια όταν πας σε άλλους, όλοι το ξέρουμε αυτό. Ποτέ. Τελεία.

Δυο κρασιά κι ένα βινύλιο. Τα κρασιά αγορασμένα, το Ommadawn από την κάβα μου. Για τους φίλους δεν κάνεις εκπτώσεις. Μου είχε, σε ανύποπτο χρόνο, εξομολογηθεί πόσο του άρεσε.

Δεν ήθελα να πάω, το ομολογώ. Δεν γίνεται όμως να μονάσω από τώρα. Σκοτώνει ο ιδρυματισμός. Αργά, ύπουλα, αδιαπραγμάτευτα. Δεν παίρνει αιχμαλώτους, σε βάζει στον τοίχο και ανοίγει τρύπες. Όταν τελειώσει δεν βρίσκουν τίποτε από σένα.

«Θέλεις να σιδερώσω κάτι;»

«Όχι, ένα τι-σερτ θα βάλω»

«Μάλιστα». Από αυτά τα, κάποτε παγερά και ενοχλητικά, οικόσιτα «μάλιστα» (κυκλοφορούν κάποια ημιάγρια αδέσποτα «μάλιστα» αλλά ο χρόνος τα ξεδοντιάζει κι αυτά). Εκεί τέλειωσε η επικοινωνία της Κυριακής, μισή ώρα μετά είχαμε άλλους δυο για να μιλήσουμε μαζί τους. Αερόσακοι, εν αγνοία τους. Μπορεί και όχι. Μπορεί να κυκλοφορούν «μάλιστα» κι ανάμεσά τους. Μάλλον. Και να ήμασταν εμείς οι αερόσακοί  τους απόψε. Τέσσερα airbags σε καναπέδες και πολυθρόνες. Χωρίς αέρα κι ανάσες. Χαμογελάω, κάποτε ήταν πικρό, τώρα βλέπω και τους ούτε-καν-πενηντάρηδες να μεταλλάσσονται (με σαραντάρηδες δεν βρίσκομαι, μα κι αυτοί σωτηρία δεν έχουν) όσο σκέφτομαι «ήρθε η σειρά σας και πολύ άργησε».

Ήθελα να την δω να φοράει ένα μαύρο σακάκι, μακρύ. Με λίγο χρώμα πάνω της, για να βγει από την κατάψυξη του νεκροτομείου η Κυριακή. Κόκκινο, γιατί όχι; Κι ένα τζιν, που να δείχνει τα χρόνια του, ίσως και την φθορά του, αλλά να λαχταράει να ζήσει ακόμη.

Ήθελα. Μα δεν μίλησα. Δεν ήθελε. Ευτυχώς. Έκανα πως δεν είδα. Είχα δει. Έκανε πως δεν είδε ότι δεν είδα. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο τι-σερτ, δεν με νοιάζει γλυκιά μου τι σκέφτεσαι, έριξα μια αφηρημένη ματιά στα σνίκερς, πάτσι.

Χτυπήσαμε κουδούνι στην ώρα μας.

#Part 2#

Eννιάμιση βάζουμε ταινία, είπε. Σαρπράιζ. Όχι τίποτε δύσπεπτο, διάβασα συμπαθητικές κριτικές. Σκανδιναβία απόψε, στην οθόνη, στα πιάτα και στα ποτήρια μας. Το απολαμβάνει να στήνει θεματικές βραδιές, αντίθετα με εμένα που κάθε φορά που έρχονται σπίτι αφήνω το χάος να κυριαρχήσει. Ούτε καν mix & match. O,τι βγει. Αν βγει. Όπως βγει.

Μαύρη κωμωδία και σπλάτερ. Μπόλικο. Στην οθόνη και στους καναπέδες. Μείον το αίμα, στους καναπέδες. Δεν είναι όλα σινεμά. Μπορεί να είναι και χειρότερα.

Καναπεδάκια, σολωμός καπνιστός, ρέγκα, sour cream, άνηθος, τσάιβς, φιλετάκια (όχι τάρανδος, δεν φτάσαμε ως εκεί σε μια κάζουαλ βραδιά) με σάλτσα ΙΚΕΑ, αυγά βραστά πασπαλισμένα με αυγά ψαριού (ήταν λίγο σκιαχτικό αυτό), ως και μια σούπα αρακά με μπέικον που δεν κατάλαβα την σκανδιναβικότητά της αλλά έκανε τέλειο match με την χορτοκοπτική μηχανή που του πέταξε τα έντερα έξω. Στην οθόνη.

Και δυο κρασιά ελληνικότατα, λευκά. Συν μισό μπουκάλι βότκα. Κάποια στιγμή σκέφτηκα να προτείνω να ανοίξουμε το ροζέ που έφερα μα άλλαξα γνώμη αμέσως, δεν έχουν πάντα την ίδια γεύση αυτά, πάνε ανάλογα με την εποχή, τον άνθρωπο, την ώρα. Αντί για το ροζέ τον ρώτησα -την ώρα ενός μικρού διαλείμματος, όσο οι γυναίκες καταγινόντουσαν με τις σάρκες στην κουζίνα- «το ήξερες ότι η Sandy Denny ήταν ο μόνος άνθρωπος πλην Plant που έκανε φωνητικά σε δίσκο των Zeppelin;» και με κοίταξε λίγο παραξενεμενος, «όχι, αλλά πώς σου ήρθε η Sandy Denny τώρα;» και σε τέτοιες ερωτήσεις απάντηση δεν έχεις κι αν έχεις (έχεις) είναι πάντα πολύπλοκη, απλά γύρισα προς την κουζίνα λέγοντας «το κρέας μου ματωμένο» απτόητος από το αίμα που δεν έλεγε να στεγνώσει στην οθόνη.

Και πάνω μου. Αλλά αυτό δεν ένοιαζε κανέναν άλλον αυτό το Σάββατο βράδι που ούτε ένα γαμημένο αιμοστατικό βρισκόταν σε απόσταση εκατοντάδων, μπορεί και χιλιάδων χιλιομέτρων. Έγνεψα «φτάνει» όταν πήγε να μου ξαναγεμίσει το ποτήρι, το κρέας που ήρθε δεν είχε στάλα αίματος πάνω του την ώρα που κάποιος πάτησε ξανά το play. Δεν είχε καν πάει έντεκα όταν μαχαίρια, δίκαννα, πριόνια, μπερέτες και αγκίστρια -με πέντε δάχτυλα, δυο περιεχόμενα κρανίου, ένα ζευγάρι αρχίδια κι ένα χέρι από το ύψος του αγκώνα- στρογγυλοκάθισαν κι αυτά ανάμεσά μας. Ευτυχώς η οικοδέσποινα είχε προνοήσει για ριχτάρια.

Είμαι ανεπανόρθωτα ελαττωματικός κι αυτό επιβεβαιώθηκε ακόμη μια φορά όταν την ώρα του μακελειού σε ένα εξοχικό δίπλα σε ένα νορβηγικό φιόρδ , εγώ τραγούδαγα (από μέσα μου, όλα έχουν – έχουν; – ένα όριο) «maybe I should call her» και μου απαντούσα «not tonight, not tonight, no not tonight, I got it really bad». Παντού ξεπάστρεμα.

Την ώρα που άναψε το φως και τα κορίτσια άρχισαν να σηκώνουν -κάπως απρόθυμα-  τα πιάτα, εκείνος με ρώτησε «σε ποιο τραγούδι τους έβαλαν μέσα την Sandy

#Part 3#

Δεν έχω ιδέα. Δεν ήμουν εκεί.

3 thoughts on “a tale of two cities

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s