δερματίτιδα

Μου πήρε πολλά πολλά χρόνια αλλά νομίζω ήταν μόλις πέρυσι που συνειδητοποίησα πως το δέρμα μου έχει ενηλικιωθεί. Και βγάζει, επιτέλους, γλώσσα. Mε θράσος περίσσιο.

Βαθύς Μάιος. Mετά την πρώτη βουτιά στην παγωμένη -ακόμη- θάλασσα, διαμαρτύρεται όταν βγαίνω στάζοντας και ψάχνω πετσέτα. Tο ’χει πείσμα μουλαρίσιο να στεγνώσει στον αέρα, «άσε με όπως είμαι» λέει, «έρχονται ζεστές μέρες, θέλω να τις νιώσω πάνω μου, έχω μήνες να ανατριχιάσω».

Μετράς ώρες για να βγει ο Αύγουστος, έστω κι αν ο ήλιος το τρυπάει ξεδιάντροπα το μεσημέρι, αν ξεχαστείς και μείνεις ως αργά απέναντι απ’ τη θάλασσα ζητάει προστασία, «ρίξε την πετσέτα στους ώμους, θα συναντηθώ σε λίγο με τις ψύχρες και δεν θέλω να με δουν σε στιγμή αδυναμίας».

Οικτίρω τους χειμερινούς κολυμβητές. Δέρμα που εκπαιδεύτηκε να μην αντιμιλάει, δεν το φοράω.

Τώρα θα περάσουμε παρέα έναν μακρύ χειμώνα. Που θ’αφήσει άσχημα σημάδια στο πετσί μας. Ελπίζω ν’ αντέξει ως του χρόνου, να μη λιγοψυχήσει, να μη πει ξέψυχα “παραδίνομαι”, να μετρήσει αντίστροφα μέχρι την επόμενη βουτιά. Να μείνει μαζί μου.

Narayama μπλουζ

Λοιπόν, είχαμε μείνει σε κάτι μαλάκες και στα 894 ευρώ σύνταξη.

Η εφορία την τσίμπησε, ευτυχώς δεν έστειλε ΣΔΟΕ και ΜΑΤ στο σπίτι για να ‘χουμε Twilight Zone καταστάσεις -άμα θυμάσαι το επεισόδιο με τον τεκνούλη Ρέντφορντ- και της είπε «μανδάμ η πατρίς χρειάζεται από σένα 1.013 ευρώ αλλά επειδή είναι ψυχοπονιάρα δώστα μας σε εφτά δόσεις κι άμα νιώσεις οτι πεθαίνεις στο ενδιάμεσο μην αμελήσεις να αφήσεις το χαρτί με τη ρύθμιση στην κόρη σου για να μη κυνηγιόμαστε μετά», αυτό μας κάνει  144,70 ευρώ κάθε μήνα μέχρι και τον Φεβρουάριο, τότε που -σε ενημερώνω- πιάνουν οι μεγάλες ζέστες εδώ πάνω και τουλάχιστον θα γλιτώσει τα κοινόχρηστα, πόσο ρεύμα να κάψει ο ανεμιστήρας Φλεβάρη μήνα..

Για το νοίκι πληρώνει 250 ευρώ αλλά μπορεί να το καθυστερεί μια, δυο, άντε τρεις μέρες, παραπάνω όχι, μετά δεν μπορεί να κοιμηθεί γιατί οι μέρες της καθυστέρησης γίνονται καρπούζι κάτω απ το στρώμα της -στα μπιζέλια και στα κουκιά είναι αλλεργική-. Έτσι κι αλλιώς ξυπνάει απ’ τις πέντε τα χαράματα, άμα είναι να μη κοιμάται κιόλας είπα στην κόρη της ή να βγαίνει να σφουγγαρίζει σκάλες στην οικοδομή και να απολύσουμε την καθαρίστρια ή να της πηγαίνουμε τα ασιδέρωτα αποβραδίς για να φοράμε τσίλικα κάθε πρωί, τι σκατά μαθαίναμε στη διαχείριση ανθρώπινων πόρων τόσα χρόνια. Μια επένδυση γνώσης καιρός είναι να την αποσβέσουμε.

Για τα κοινόχρηστα θα θέλει 200 ευρώ φέτος, άμα μείνει στο 1,40 ο πετρέλαιος, άμα πάει πιο ψηλά θέλει έρανο, όχι ευρώ. Ευτυχώς τον Νοέμβριο θα κάνουμε ακόμη μπάνια και από τον Φεβρουάριο -λένε- θα ανθίσουν οι αμυγδαλιές, κι άμα είναι μαλακισμένο ένα δέντρο είναι, τα βλέπουν οι στουρνάρες και οι πάσχηδες και λένε «ορίστε, ήρθε κιόλας η άνοιξη, γαμώ τη γκρίνια σας για λαός».

Για ρεύμα και τηλέφωνο θέλει ένα κατοστάρικο κάθε μήνα, θεό την κάναμε να κόψει το τηλέφωνο, τι «άμα ζαλιστείς και πέσεις και τσακιστείς θα το ακούσουμε το γκντουπ, ένας τοίχος δρόμος είμαστε» της είπαμε, τι «ή θα ψήνεις ή θα μιλάς, αν κάνεις και τα δυο μαζί θα πάθεις κανένα εγκεφαλικό, έχουν ακτινοβολία τα ταψιά», τίποτε δεν έχαψε, άμα γριά βάλει γινάτι είναι ικανή να ζητήσει και nova. Δεν το ρισκάραμε.

Το εγκεφαλικό το γλίτωσε όταν της είπαμε για το χιλιάρικο της Εφορίας, γερό σκαρί, αν και μας δήλωσε -μετά που μετρήσαμε πίεση και σφύξεις και είπαμε «τη σκαπούλαρε το θηρίο»– ότι λιγότερο είχε ταραχτεί όταν άκουσε στο ράδιο εκείνο το «Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους» και τα ΄παιξε με το «ημέτεραι» που δεν τους το ‘χαν μάθει στο Κρυφό Σχολειό.

Χτες όμως πήγαμε στο γιατρό για να μας δώσει βαριά συνταγή γιατί αύριο η κόρη της θα πάει να της πει ότι θα κόψουν κανένα 50ρικο ακόμη από τη σύνταξη για να είναι πιο ενισχυμένη η ισοτιμία δραχμής/ευρώ σε λίγους μήνες και μεθαύριο (εντάξει, μπορεί και παραμεθαύριο, δεν είμαστε δα και εντελώς κτήνη) θα πάω εγώ να της πω ότι αυτά τα χαρτζιλίκια που της δίναν χριστούγεννα, πάσχα και θέρος, πάπαλα, πέθαναν, όβερ, τέλος, θα τα ξαναδεί στην άλλη ζωή, καλά, θα το λειάνω λίγο, δεν θα το πω στο δοξαπατρί όπως ο House, θα το πω όπως η Εντά για να με καταλάβει. Yavaş Yavaş .

Λοιπόν, 894-50-144,70-250-200-100 = 150 ευρώ το μήνα περίσσευμα. Ένα ταληράκι τη μέρα, σε κέρματα, για να κουδουνάνε κιόλας. Για φάρμακα δεν ξέρω. Ας τα κόβει μικρά μικρά κομματάκια για να φτουράνε, ας δανείζεται απ’ τα δικά μας, ας πάει να διαρρήξει κανένα φαρμακείο, έχουμε ένα ακριβώς από κάτω, μπορώ να κρατάω τσίλιες απ’ το μπαλκόνι, με τις πυτζάμες.

Ευτυχώς ο Φεβρουάριος θα είναι μικρός και θα περισσεύει άλλο ένα σαραντάλεπτο, κάθε δυο μέρες θα μπορεί να το αποταμιεύει για ένα γιαούρτι. Ευτυχώς θα είναι και ζεστός, για να μπορέσουμε να ξεραίνουμε το σκατό μας και να της το κρατάμε. Γιαούρτι σκέτο δεν τρώγεται.

.

iAugust

Ένα αγόρι ακουμπά την παλάμη του στο τζάμι του λεωφορείου που φεύγει, η ώρα είναι δυόμιση. Από τη μέσα πλευρά η παλάμη της. Το τζάμι ανάμεσα στα δυο χέρια λιώνει. Παρατηρώ αμήχανος, ακίνητος κι αμίλητος τα δυο δεκαοχτάχρονα. Λαθραίος. Εκείνη φέρνει τα δάχτυλα στα χείλια της, εκείνος ακουμπάει με το δεξί χέρι το στήθος του, πάνω απ’ την καρδιά.  Με το αριστερό βγάζει το κινητό, τη φωτογραφίζει. Σε δυο λεπτά έβαλε μπρος, έκλεισε πόρτες,  έστριψε, τα γράμματα SETRA εξαφανίστηκαν. Τη συνέχεια μόνο αυτά την ξέρουν. Μάλλον ούτε κι αυτά.

Στο δρόμο σκέφτομαι τα παιδιά μου. Μέσα και έξω απο λεωφορεία. Τι ζει μέσα στο μυαλό τους; Πόσα τζάμια θα αγγίξουν τα χέρια τους;

Ώρα τέσσερις, μου στέλνουν στο κινητό μια φωτογραφία με έναν ογδοντάρη ναυαγισμένο σε μια καρέκλα καθωσπρέπει καφενείου. Πίσω του το μαγαζί κλειστό, ανήμερα της Παναγίας. Όλες οι καρέκλες δίπλα άδειες, «κλειστό μέχρι 20/8». Μέχρι να μείνει σκέτο το κλειστό και ορφανές οι καρέκλες. Το κεφάλι του χωμένο μέσα στο δεξί του χέρι, ξεκουράζεται, ψευτοκοιμάται, σκέφτεται, χάθηκε, βλέπει όνειρα, ταξιδεύει με κάποιο αρχαίο ΚΤΕΛ, σκέψου ο,τι χρώμα alert θες. Κουράστηκα να προσπαθώ να τρυπώσω στο μυαλό των αλλωνών, κάποια μέρα θα με πιάσουν και θα ζητήσουν να πληρώσω αναδρομικά.

Μπαίνω στο σπίτι, στόρια κατεβασμένα, ανοίγω το φέισμπουκ, o Φώτης, ο Αλέξης, ο Πάολο, παιδιά, σκυλιά, γατιά, μωρά, καφέδες, ψέματα, αίματα, ξαπλώστρες, τραγούδια, καλημέρες, καληνύχτες, ποιηματάκια, ηλιοβασιλέματα, κλεμμένες ζωές, δανεικές ζωές, δραχμές, δεν θέλω να σκέφτομαι, make like not sex.

Ένα εκατομμύριο εικόνες, χαράς και ευτυχίας. Νο instagram, no summer.

.

 

 

 

fade to grey

Τριανταπέντε, τριανταεφτά, εκεί γύρω. Αν την είχε δει νωρίτερα ο σχαμερός ο Τίντο Μπρας, ίσως και να έφτιαχνε μια ταινία μόνο για αυτήν. Τη χρονιά του SalonKitty όμως δεν είχε καν γεννηθεί. Και στο  La Chiave θα ήταν ιεροσυλία να παίξει. Θηλυκό ναι, μα αν έπαιζε, μια τρίχα της Στεφανίας θα ήταν.

Ναι, μη με ρωτάς. Τρίχα από εκεί εννοώ.

Κάθεται τώρα πίσω απ’ τον πάγκο και βάφει τα νύχια της. Κάθε λίγο ορθώνει τα δάχτυλα και κοιτάζει το χρώμα. Νομίζω πως με κοιτάζει ανάμεσα από τα δάχτυλα. Εγώ κάνω ότι ψάχνω τα καρπούζια μπροστά της. Νιώθω σαν τον μικρό Αντουάν κι ας μην είμαι σε κομμωτήριο. Ελπίζω κάποια μέρα που θα μπω, και θα ‘μαστε μόνοι, να βάφει των ποδιών.

Δεν έχεις μικρότερα;

Σηκώνει το βλέμμα. Έρχεται ένα βήμα κοντύτερα, τώρα μας χωρίζουν μόνο μια σειρά καρπούζια και λίγα πεπόνια εβρίτικα, αυτά μπορώ να τα ξεχωρίζω δίχως βοήθεια. Μυρίζει ωραία, λίγο όζα, λίγο ιδρώτα, λίγο ροδακινίλα. Πότισε το δέρμα της εδώ μέσα, πρωί, μεσημέρι, απόγευμα. Πάντα νύχτα ήταν όταν κλείδωνε. Άλλες πληρώνουν περιουσίες για κρέμες σώματος, αυτή αλλάζει κάθε μέρα. Χτες μύριζε σύκα. Μαύρα, αυγουστιάτικα. Ήθελα να την ανοίξω στα δυο, να τη γλείψω μέχρι να μη μείνει παρά μόνο λίγο δέρμα πάνω της, να κολλήσει ολόκληρη πάνω στο πρόσωπό μου αλλά είχε κι άλλους τρεις πελάτες εκείνη την ώρα. Δεν τόλμησα.

Τα μικρά δεν είναι καλά. Σπάνια να σας βγει καλό, ένα στα δέκα κι αν….

Της μιλάω στον ενικό, μου μιλάει στον πληθυντικό. Ονειρεύομαι πως είναι η Κίτυ Κέλερμαν κι εγώ ο Χέλμουτ Βάλενμπεργκ. Οι δυο μας ανάμεσα σε ένα σμάρι χρώματα, πράσινα, κόκκινα, μαβί, κίτρινα, καφέ, πορτοκαλί, ροζ, πιο κόκκινα, πιο μαβί, σαν παλιωμένο αίμα. Έγραφε ο άλλος ο δύσμοιρος για πενήντα γκρίζα όταν εδώ μέσα βρίσκεις τα άπαντα της Pantone. Συν τα χείλια της. Δεν ξέρω τι χρώμα ήταν αυτά, ποτέ δεν τα πέτυχα άβαφα. Μια φορά ήθελα να πω «θα κόψεις ένα κομματάκι τους να δοκιμάσω;» αλλά μας διέκοψε μια γριά που ήρθε να πάρει πιπέρια για γέμισμα.

Δεν έχω χώρο στο ψυγείο και το μισό θα πεταχτεί έτσι κι αλλιώς, μόνος είμαι αυτές τις μέρες.

Σε περίπτωση που δεν κατάλαβες. Αυτές τις μέρες.

Βγαίνει, έρχεται απ’ την μεριά μου. Χτυπάει ένα, με το χέρι που έμεινε άβαφο. Χτυπάει δεύτερο. Για να χτυπήσει τρίτο σχεδόν κολλάει επάνω μου. Σχεδόν. Για να μην κολλήσει πρέπει να κάνω ένα βήμα πλάγια, προς τα ροδάκινα, εκείνα τα αλμπίνικα, που μοιάζουν σαν τον Τζόνι Γουίντερ. Δεν πάω πουθενά, δεν μ΄αρέσει ο Τζόνι άλλωστε. Σταματάει στο τρίτο. Γυρίζει και με κοιτάζει στα μάτια. Τα πάντα επάνω της μυρίζουν βανίλιες. Με λίγη ώριμη ντομάτα στο τελείωμα.

Αυτό να πάρετε. Ακούγεται καλό.

Θέλω να την πετάξω πάνω στα καφάσια με τα νεκταρίνια. Τη μισή. Η άλλη μισή θα είναι πάνω στα ροδάκινα, τα καλά, εκείνα που όταν τα ξεφλουδίσεις θες να γλείφεις και το μαχαίρι, όπως το ‘κανε ο Γκάρι Όλντμαν με το ξυράφι. Όποια δίψα προλάβει να σβήσει κανείς. Θέλω να γεμίσει ζουμιά, να τρέχουν πάνω της, στις ρώγες, στην κοιλιά, στον αφαλό, στα μπούτια της, ως το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού της. Να στάζει. Να ακούγονται τα αχλάδια που λιώνουν απ’ το βάρος της, τα καρπούζια να κάνουν κρακ, ν’ ανοίγουν στα δυο για να βγουν τα κουκούτσια και να τρέξουν να κολλήσουν στα λακκάκια στη μέση της, ψυχή έχουν κι αυτά. Να πάρω ένα σταφύλι και να το βάλω στο ένα της ρουθούνι, μετά άλλο ένα,  στο διπλανό. Κι όταν ανοίξει το στόμα της για να πάρει ανάσα, να της πω με λύσσα «τα καλύτερα ροδάκινα ποτέ δεν μου τα έδωσες, πάντα δυο τελευταία μένουν κάθε μέρα, τα παίρνεις μαζί σου και φεύγεις».

Καλό, άσχημο, αυτό θα πάρω.

Νομίζω πως τα λεμόνια και τα lime με αγριοκοίταξαν που πήγα να τους φάω τη δουλειά. Ούτε που τα ‘δωσα σημασία.

Την ώρα που πλήρωνα, είδα ένα ανοιγμένο βιβλίο πλάι στην όζα της.

Τι διαβάζεις;

Χαζό είναι, είπε λίγο αμήχανα. Δέκα, έντεκα ώρες όμως χωμένη εδώ μέσα διαβάζεις ο,τι σου δώσουν. Να, αυτό. 

Έπρεπε να το φανταστώ. Κοίταξα αφηρημένος προς εκεί που συνήθως υπήρχαν κολοκυθάκια. Και θυμήθηκα ότι ήταν τα πρώτα που τελείωναν, νωρίς νωρίς. Όλη η γειτονιά έλεγε πως η μυρωδιά και η γεύση τους δεν είχαν ταίρι σ’ ολόκληρη την πόλη..

 

 

 

άγονη γραμμή

Δώδεκα και είκοσι, δεν κουνιέται φύλο. Τέντες ανεβασμένες. Το θερμόμετρο χάλασε, κόλλησε στους 32, αυτά παθαίνεις με τα κινέζικα θερμόμετρα και τα δύστροπα καλοκαίρια. Μπαίνω και βγαίνω στο μπάνιο κάθε ώρα, ποτίζομαι, όπως οι ντοματιές μου στο μπαλκόνι. Κι όμως, όπως κι αυτές, κάθε μέρα μαραίνομαι όλο και περισσότερο, χωρίς να δω άνθος πάνω μου, πόσο μάλλον καρπό.

Άχνα τριγύρω, πρόπερσι, ακόμη και πέρυσι κάτι ακουγόταν από τα μπαλκόνια της γειτονιάς. Ένα πηρούνι, μια τηλεόραση, ένα φτηνό ρεφρέν, μισό γέλιο, δυο γυναίκες με ιδρωμένη τη γραμμή ανάμεσα στα στήθια τους που καληνυχτίζονται, κάτι.  Κάτι.  Ο,τι.

Κοιτάζω τους κάδους στο δρόμο. Κανείς δεν ασχολείται πια μαζί τους τα βράδια. Μόνον οι γάτες, όσες δεν μετανάστευσαν σε πιο ακριβές γειτονιές. Κάθε μέρα όλο και πιο λιπόσαρκοι γίνονται, τι περισσεύει να πετάξεις μέσα τους;  Στο τέλος θα τους βγάλουν και θα μας φέρουν τσίγκινους κουβάδες με καπάκι, όπως παλιά. Την εποχή που μόλις τους άδειαζε το σκουπιδιάρικο τους παίρναμε και τους κάναμε δοκάρια, για το προμεσημεριανό διπλό.

 

Ο ήχος της δερμάτινης μπάλας που χτυπάει πάνω στους ντενεκέδες. Δοκάρι και έξω. Ό ήχος απ’ το μέταλλο όταν πέφτει στο πλακόστρωτο, αδειάζοντας τα τελευταία απομεινάρια καρπουζόφλουδας που δεν καταδέχτηκε να πάρει η σκουπιδιάρα. Η μουσική απ΄το καπάκι που ταλαντεύεται καμιά δεκαριά φορές μέχρι να σιωπήσει. Τότε δεν ήξερα, μετά άκουσα να κάνει το ίδιο και ο ΜaxRoach. Δοκάρι και μέσα.

 

Κάθε κουβέντα και ένα ουφ. Φανερό ή φορεμένο από μέσα. Όταν μιλάμε, γιατί συνήθως δεν μιλάμε. Οι παύσεις είναι πια τόσο μεγάλες που για να τις  διασχίσεις χρειάζεσαι ποδήλατο. Κανείς δεν ρωτάει τον άλλον τι σκέφτεσαι; Ξέρουμε. Παλιά, ανάμεσα σε κουβέντες  κοίταζες ξένα πόδια και σκεφτόσουν τι καιρό κάνει μέσα τους, πόσο λέει το θερμόμετρο εκεί πάνω που ενώνονται, πόσο ψηλά θ’ αφήσει να φτάσει η σκέψη σου πριν την πιάσει και την γυρίσει στο αφεντικό της. Μερικά κορίτσια αγαπούσαν τις σκέψεις και τις άφηναν να φτάσουν στον προορισμό τους. Μερικά αφήναν κι εσένα, μαζί με τις σκέψεις σου.

Τώρα πάλι εκεί κοιτάζεις, αφηρημένος, και σκέφτεσαι αριθμούς, εφτά δόσεις, δυο απλήρωτους λογαριασμούς, τριακόσια χοληστερίνη, βάλε δέκα ευρώ αμόλυβδη, να μη χαλάω κατοστάρικο. Η γραμμή ανάμεσα στα στήθια τους δεν έχει πια κίνηση, μια σταγόνα κατεβαίνει που και που. Αν προλάβεις και τη δεις, αν προλάβεις και την πάρεις, ίσως σε πάει στον προορισμό σου. Αλλιώς πίσω, περιμένοντας την επόμενη, άγνωστο πότε. Αν το μυαλό σου είναι ακόμη εκεί, στην προβλήτα, και δεν βολοδέρνει σε κάποιο ξεθωριασμένο θέρος.

Ουφ για το σήμερα, ουφ για το αύριο. Ξεκίνησαν με σημάδια από χαστούκια στο πρόσωπο, μετά γεμίσαμε μελανιές παντού. Φέτος βαράνε κατευθείαν στην ψυχή οι καργιόληδες. Εκεί -λένε τα εγχειρίδιά τους- αργούν να φανούν τα σημάδια.

 

 

 

έναν Αύγουστο μετά

Πέρυσι, λίγο πριν της Παναγίας θάψαμε την Β.

Σήμερα ανάψαμε κερί, πήραμε αντίδωρο και κόλυβα, ήπιαμε καφέδες και λευκό κρασί, καπνίσαμε από έξη-εφτά τσιγάρα και φάγαμε μυδοπίλαφα, μάντζε και μπριζόλες. Φεύγοντας είπαμε «να ζήσετε να τη θυμάστε».

To αυτοκίνητο μετά έκαιγε. O κλιματισμός ήταν ανώφελος για ένα χιλιόμετρο δρόμο. Το πουκάμισο, φορεμένο μια φορά, πήγε κατευθείαν στα άπλυτα.

Σε καμιά ώρα θα φύγουμε για τη θάλασσα.

 

 

 

 

ψάχνοντας το Μπρόνκο Πουέμπλο

Το ρολόι δείχνει τεσσεράμισι. Το θερμόμετρο 39. Δεν μπορείς να δώσεις αντιπυρετικό στον καιρό, να πάει έστω στο 37,8, να ανοίξει το μάτι του λίγο. Ούτε η αντιβίωση τον πιάνει.

Μέσα στο σπίτι το κλιματιστικό βογκάει. Πασχίζει. Πρέπει να σώσει τέσσερις ναυαγούς καταμεσής θέρους. Καθένας έχει πιάσει και ένα κρεβάτι, μια γωνιά καναπέ, προσπαθώντας να κρατηθεί ζωντανός μέχρι να δούμε στον ορίζοντα αριθμούς που να λένε 33….34 και να ξαναπιάσουμε στεριά.

Ανοίγω τη μπαλκονόπορτα. Πεντέξι πόντους, ίσα για να νιώσω αν κατεβάσαν τα καζάνια της κόλασης απ’ τη φωτιά.

Δεν τα κατέβασαν. Θα τα ‘χουν εκεί, μέχρι να λιώσουμε μέσα τους, λίγη ξασπρισμένη σάρκα πάνω σε γυμνά κόκκαλα, πολύς σαματάς για τόσο λίγο ζουμί.

Σέρνομαι ως το διπλανό δωμάτιο. Ανεμιστήρας στο ταβάνι, ανεμιστήρας στο δάπεδο. Δυο σε έναν ανοιγμένο καναπέ, αναπνέουν νομίζω. Δεν τόλμησα να βάλω καθρεφτάκι κάτω απ’ τα ρουθούνια τους. Ο εικοσάχρονος βλέπει καταδύσεις. Με ένα μάτι στο βατήρα και το άλλο στην οθόνη του κινητού. Ακίνητος.

 

Από τα πόσα μέτρα; ρωτάω, όχι γιατί με νοιάζει αν θα σπάσουν το σβέρκο τους πέφτοντας αλλά για να σιγουρευτώ πως είναι ζωντανός

Από τα δέκα. Και από εκατό θα βούταγα τώρα αν ήταν να δροσιστώ.

Η θάλασσα είναι λιγότερο από εκατό μέτρα μακριά, του λέω. Φύγε για κει, νέος είσαι εσύ, θα φτάσεις κάποια στιγμή. Εμείς δεν μπορούμε.

Ξέχνα το. Ώσπου να φτάσω θα λαμπαδιάσω.

 

Παίρνω κάμποσα Λούκι Λουκ από  μια στοίβα με πενήντα, μπορεί και εξήντα. Με κοιτάζει λοξά.

Τι θα τα κάνεις αυτά;

Δεν απαντώ. Eπειδή παίζουν τα φέισμπουκ και τα sms και τα γουόρκραφτ στα δάχτυλα νομίζουν πως τα ξέρουν όλα. Τίποτε δεν ξέρουν. Τι μπορείς να κάνεις με μια αγκαλιά Λούκι Λουκ εκτός απ’ το να βουτήξεις σαράντα χρόνια πίσω, ελπίζοντας να βρεις λίγη δροσιά; Εκλιπαρώντας για ένα δράμι κρύου αέρα, αληθινού, όχι βγαλμένου μέσα από ένα πλαστικό κουτί με γρίλιες.

Ζεστή, καυτή σοκολάτα. Κόκκινες καραμέλες. Πίσσα και πούπουλα. Έρημος. Κάκτοι. Στριφτά τσιγάρα. Ουίσκι χύμα. Σκόνη.  Στριμωγμένος στον καναπέ της κουζίνας. Πάνω σε ένα σεντόνι που είναι μουσκίδι, ακουμπισμένος σε ένα μαξιλάρι που στάζει ιδρώτα και όποια  υγρασία κατόρθωσε να επιζήσει μέσα στο στόμα μου.

Σε πέντε λεπτά νυστάζω, αφήνω τις ανοιγμένες σελίδες πάνω στο κεφάλι μου. Στο τέλος δεν κατόρθωσα να φτάσω. Τα αδιάβαστα τα άφησα στο πάτωμα δίπλα μου, κακό χούι να νομίζεις πως είσαι ακόμη δώδεκα και μπορείς να διαβάσεις δέκα ιστορίες μονοκοπανιά περιμένοντας να πάει έξη, να βάλεις τα ζίτα ελλάς, να πάρεις στο χέρι μια φέτα ψωμί και έναν κρύο κεφτέ και να αμολυθείς στο δρόμο για να βρεις την υπόλοιπη συμμορία που θα στήσει διπλό, εσύ Φακέτι, αυτός Ζεπ Μάγιερ, εσύ Νέσκενς, εσύ Κρόιφ, εσύ Τοστάο.

Όταν ξύπνησα -περασμένες εφτά- και βγήκα στο μπαλκόνι, τα καζάνια καίγαν ακόμη. Aυτό που έβγαινε από μέσα τους μύριζε υγρασία ανακατεμένη με σκουπιδίλα.  Τα δωμάτια άδεια. Οι πετσέτες και τα μαγιώ τους λείπαν απ’ την απλώστρα. Στη θέση τους άπλωσα σεντόνι και μαξιλαροθήκη. Μπορούσες να ανοίξεις κουβέντα με τον ιδρώτα μου πάνω τους. Άνοιξα το ψυγείο για να βρω λίγο κρύο νερό μα μετάνιωσα πριν καν το πιάσω.

Έξω ο κόσμος καιγόταν. Ο πυρετός του δεν έλεγε να πέσει. Κι εγώ θα σκότωνα για λίγη ζεστή σοκολάτα. Και ένα σακκουλάκι κόκκινες καραμέλες. Με δέκα δραχμές θα έπαιρνα και ρέστα…