Summercard Gold

33831138

Όλες οι συναλλαγές πάνω από 70 ευρώ θα γίνονται με κάρτα στα νησιά, είπε.

Αλλά σε νησιά με πληθυσμό πάνω από 3.000 άτομα, συμπλήρωσε.

 

Και  πήγε η καρδιά των αγονογραμμητών στη θέση τους. Χωρίς τσαλακωμένα τάληρα και φραγκοδίευρα στο πορτοφολάκι (ντρέπομαι να πω κατοστάρικα και πεντακοσάρικα, μη τυχόν και δεν καταλάβει κανείς ότι μιλάω για δραχμές), όλη η «αφήγηση» καταρρέει. Eξαϋλώνεται η μαγεία -πικρή, δεν αντιλέγω- του αποχωρισμού με το νησί, να βλέπεις τα εικοσάρικα, τα δεκάρικα, τα κέρματα να λιγοστεύουν μετρώντας αντίστροφα μέρες ως τα τελευταία απρόθυμα βήματα στην προβλήτα, αυτό το βασανιστικό δικό μας green mile. Ενώ με το πλαστικό «πληρώνω», το θέρος -έστω και ως ψέμα, ως αυταπάτη- παρατείνεται. Χωρίς άδεια τσέπη, βασανιστικά αφαιμαγμένη, δεν έχει γεμάτο βιβλίο όμως.

Το ‘χω βάσανο κρυφό, εξομολογημένο τώρα πλέον, που δεν μπορώ να σκαρώσω ούτε μισήν ιστορία για λίγες νύχτες σε ένα νησί σαν αυτά τα ερημονήσια που όλοι ξέρουν να περιγράφουν, καλύτερα κι από το πετσί τους. Όχι σε μια σελίδα, σε εκατό, σε διακόσιες. Όλα τα χωράνε μέσα. Τις μέρες, τις νύχτες, τους λιγοστούς ανθρώπους του, τους φασαριόζους (με το άλλοθι των νιάτων τους) εισβολείς, την άμμο, τα βότσαλα, τα μεθύσια, τους έρωτες, τα σπέρματα πάνω σε ιδρωμένους υπνόσακους, τη γύμνια, τις ζήλειες, τους καφέδες με τσιμπλιασμένα μάτια, τα νοικιασμένα Hondaκια, τα σε δυο παλάμες μετρημένα -sold out, ήδη από το περασμένο θέρος- αλμυρίκια, τις καμένες πλάτες, τα φιλιά που δόθηκαν αλλά κι εκείνα που μείναν ανεπίδοτα μέσα σε σκηνάκια ή σε δωμάτια 3Χ3, το λιγοστό νερό, το άφθονο, σπάταλο μπλε, το ογκώδες φως.

Εντάξει, και τις εθιμικές φωτιές στις παραλίες. Tους μικρούς φάρους των δεκαοχτώ, είκοσι, άντε εικοσπέντε μας. Με τους ύμνους κάθε εποχής, από στόματα αγοριών που είχαν κρεμασμένα πάνω τους -στολίδια, λάφυρα- όλα τα ξέμπαρκα κορίτσια. The answer is blowing ξανά στο τίποτα στο γενικά εσύ.

Τα φέραμε από δω, τα φέραμε από κει μωρό μου, δεν κατηφορίσαμε ποτέ.

 

…..

καλά, εσύ ξεδιπλώθηκες νωρίς

il_fullxfull.372384156_6qgj

Βιάστηκες, νωρίς ξεδιπλώθηκες αλλά θα έρθω. Έτσι σκοπεύω, δηλαδή. Τις φοβάμαι αυτές τις σιγουράντζες υποσχέσεις που βγαίνουν απερίσκεπτα απ΄το μυαλό και δεν είναι στο χέρι μας.

Θα βογγήξει, θα φτύσει αίμα το πανί σου φέτος. Δεν είναι μόνο τα νεοσύλλεκτα κιλά μου. Βαρύς ήταν κι ο χειμώνας, τον σέρνω πάνω μου, κάθε μήνα, μέρα, ώρα του. Βάστα ν΄αντέξεις ακόμη ένα καλοκαίρι μαζί μου, σάμπως έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις;

Θα χαζεύουμε μαζί μεγάλα κορίτσια. Και τις λατρεμένες τους ατέλειες. Τη χαλάρωση στα γόνατα, τα σημάδια στο δέρμα, το κουρασμένο στήθος τους. Τα όλο και πιο δυσδιάκριτα λακκάκια εκεί χαμηλά, πίσω, ανάμεσα στη γύμνια και στο λάστιχο.

Θα ξαναχύσω μπίρα πάνω σου. Μπορεί και καφέ. Αυτά θα είναι τα δικά σου παράσημα για φέτος. Αυτά και τα αλάτια που θα σε γεμίζω, κάθε φορά που θα παλεύω να ξεπλύνω -με βουτιές τάχα μου καθαρτικές-  ρύπους και σκέψεις σκοτεινές που ακούσια φορτώθηκα τόσους μήνες.

Λένε ότι φέτος δεν θα ματώσουν τα αυτιά και το μέσα μας μ΄ αυτή την υπόκωφη δυσώδη βοή, που όπου και να κρυφτούμε μας μαστιγώνει χρόνια τώρα. Αν είμαστε τυχεροί θ’ ακούμε μόνο κύμα, ίσως κανένα τζιτζίκι, τον αέρα που θα παλεύει να απογειώσει την ομπρέλα και τις σκέψεις των κοριτσιών δίπλα μας. Που θα πιάνουν κουβέντα με τις δικές μας. Έστω ερήμην των σωμάτων. Τα “θέλω” μας δεν θα χρεοκοπήσουν ποτέ. Ούτε τον Μάιο, ούτε τον Ιούνιο, ούτε τον Αύγουστο, ούτε καν τη μέρα που θα ξαναδιπλωθείς για το πατάρι.

Όχι κι άσχημα, σχεδόν υπέροχα.

 

…….

the future now

stones-beach-summer-vintage-Favim.com-473306

Πριν λίγο καιρό ήταν πολύ μακρινό. Τώρα τους ακούς όλο και πιο συχνά, «έλα ρε, δυο ώρες με το αεροπλάνο, τίποτε», «ένα κατοστάρικο πηγαινέλα, έλα, μη χαλιέσαι, πιο φτηνά κι από ΚΤΕΛ», «δεν χανόμαστε, σκάιπ, μέιλ, θα κατεβαίνουμε, θα ανεβείτε κάποια στιγμή, μεγάλο σπίτι έχουμε», εντάξει λες (σε κοροϊδεύεις, μα το λες), δεν είναι και δράμα, εδώ ολόκληρος κόσμος μια σταλιά είναι, οι άνθρωποι ψάχνουν το καλό όπου το βρουν, δεν είναι γεννημένοι για να ζουν και να πεθαίνουν χωρίς να παλέψουν να βρουν λίγο καθαρό αέρα, τουλάχιστον οι δικοί μας θα πατήσουν χώμα, δεν θα τους ψάχνουμε μέσα σε θάλασσες, να σαπίζουν μέσα σε σφραγισμένα αμπάρια.Μόνο που και πάλι, ενώ βλέπεις την αληθινή κόλαση σφίγγεται η ψυχή σου (έτσι είναι οι ψυχές, αχάριστες, δεν έχει νόημα να τα βάζεις μαζί τους) όταν σκέφτεσαι ότι απ’ αυτή τη χώρα δεν θα απομείνουν πολλά περισσότερα από κατεβασμένα στόρια, κλειστά σπίτια, άδεια μαγαζιά, γεμάτα -βρώμικα- πεζοδρόμια. Και γέροντες. Και μια προσμονή για λίγες μέρες χλιαρό καλοκαίρι, που θα παλεύει, θα ματώνει προσπαθώντας να μπαλώσει ένα χιλιοτρυπημένο ρούχο, να μαντάρει όλα τα (θες να τα πεις ενοχικά, θες να τα πεις ηττοπαθή, πες τα όπως θες) “τι πήγε στραβά; τι κάναμε λάθος; τι κάνουμε τώρα;”.

Ναι. Δεν μπαίνουν όλοι οι πνιγμοί στην ίδια ζυγαριά. Kαι τι μου το λες;

 

……

vintage violence

33759093

Γύρισε από το Άμστερνταμ. Την επόμενη μέρα του είπε πως κάποιος, με τον οποίον είχαν συναντηθεί τυχαία λίγους μήνες πριν σε ένα ακόμη επαγγελματικό ταξίδι, της πρότεινε να βγουν για φαγητό όταν τελειώναν και οι δυο με τις συναντήσεις τους. Μια σύμπτωση, το ότι ξαναβρέθηκαν εκεί. Γίνονται αυτά. Άμα ζεις μέσα σ΄ αυτό το σινάφι, ξέρεις ότι γίνονται. «Επαγγελματικά» όλα.

«Του είχα αρνηθεί ήδη μια φορά, δεν υπήρχε λόγος να προφασισθώ κάτι για να το αποφύγω ξανά, παιδιά δεν είμαστε»

Εκείνος επέμεινε, ευγενικά, να συνεχίσουν μετά το δείπνο. Για ο,τι προέκυπτε. ‘Αλλωστε -όπως προέκυψε και από την κουβέντα- και οι δυο ήταν μόνοι, χωρισμένοι. Ψέμματα, τελικά αυτός δεν ήταν. Αλλά ήταν «σαν». Τα παθαίνουν αυτά οι άντρες όταν θέλουν να μπουν μέσα σε μια γυναίκα, κοινή αρρώστια, πιο κοινή κι από ένα δεκεμβριανό κρυολόγημα.

«Και πήγες;»

«Πόσο μαλάκας είσαι.Του εξήγησα ότι χώρισα αλλά είμαι με κάποιον. Και ότι έπρεπε να καληνυχτιστούμε εκεί»

Έξη χρόνια μετά από κείνη τη μέρα και τέσσερα χρόνια αφού γράφτηκε ο επίλογος στα μεταξύ τους, ένιωσε την ανάγκη να του πει -σαν ξαναβρέθηκαν τυχαία, ανάμεσα σε άλλους- ότι πήγε. Αλήθεια, ψέμματα, αδιάφορο.

«Δεν θα με ρωτήσεις γιατί δεν στο είπα τότε; Δεν θέλεις να μάθεις αν μου άρεσε; αν το μετάνιωσα; αν τον ξαναείδα;»

Απάντηση δεν πήρε. Εκείνη ήλπιζε, ίσως, να τον πλήγωσε. Εκείνος σκεφτόταν, χαμογελώντας βουβά, πως η ανόητη δεν είχε ποτέ ακούσει τα στιχάκια. Κι ακόμη χειρότερα. Δεν ήξερε καν ποιός είναι ο Cale.

………

Κυριακή του Πάσχα (μια)

15_1_Hanley1_1000_420_90_c1

Δεν πιστεύω σε συμπτώσεις, σε προλήψεις, σε μαύρες γάτες. Πιστεύω όμως πως όποιο σχέδιο και να κάνεις -ακόμη και για μια ώρα μετά, για αύριο το πολύ- δεν πρέπει να μπλέκεις με ρήτρες, άστο ανοιχτό το «μετά» και υλοποιήσιμο υπό προϋποθέσεις. Δεν πάει κανείς μπροστά έτσι, θα μου πεις. Σωστό. Αλλά και το λάθος ψυχή έχει κι αυτό.

Την ώρα που εν μέσω σταυρών και μάρμαρων βλέπω τον παπά να κατευθύνεται προς το μέρος μου για κείνο το εθιμικό μεγαλοσαββατιάτικο τρισάγιο, ανακαλύπτω ο άκαπνος πως ούτε σπίρτα ούτε αναπτήρα θυμήθηκα (πάλι) να φέρω. Ψάχνω στους γειτόνους, ανοίγω τζάμια και συρταράκια, άφαντα, άδεια ή νοτισμένα όλα. Δέκα σταυρούς δεξιά ανακαλύπτω αναπτήρα που λειτουργεί, βάζω σημάδι -μετράω «ένα, δυο, εφτά, δέκα»-  για να τον επιστρέψω. Τρέχω ανάμεσα στα μάρμαρα, κοντεύω να τσακιστώ, να φτάσω πριν φτάσει ο παπάς, ανάβω κεριά, ρίχνω θυμίαμα στα καρβουνάκια, μόλις φτάνει με ρωτάει αν έχω φωτιά, δείχνω περήφανος το λάφυρο, «αφήστε το σε μένα λέει», ανάβει καρβουνάκια, ξεκινάει. Τις ψυχές των κεκοιμισμένων δούλων σου, του ψιθυρίζω κάθε φορά τα ονόματα, δι ευχών, σκύβω κάνοντας πως φιλάω το  χέρι του γλιστρώντας παράλληλα μέσα του το αντίτιμο της παρατεταμένης απουσίας μου, «καλή ανάσταση» εύχεται, φεύγει για τους επόμενους, πέντε σταυρούς διαγώνια αριστερά.

Διορθώνω τα τριαντάφυλλα (τα αγαπημένα του) στα βάζα, χαϊδεύω τα μάρμαρα (δεν τα φιλάω, ποτέ δεν σου ανταποδίδει την αγάπη σου ένα μάρμαρο), ετοιμάζομαι να φύγω μα δεν βλέπω πουθενά τον αναπτήρα. Δεν μπορώ να φύγω χωρίς να τον επιστρέψω, ανήκει εδώ. Εκεί, δέκα σταυρούς δεξιότερα. Ψάχνω, κάνω άνω κάτω τα συγυρισμένα, σκαλίζω κάτω από καντήλια, πίσω από φωτογραφίες, άφαντος. Κάτι άσχημο με τρώει αλλά όσο περνά η ώρα αμβλύνεται, είμαι ήδη στο αυτοκίνητο, στην κίνηση της πόλης, με τους ζωντανούς τριγύρω.

Tην ώρα του «Χριστός Ανέστη» βάζω ασυναίσθητα το χέρι στην τσέπη. Ο αναπτήρας είναι εκεί. Πάω να σκεφτώ «κακό σημάδι» και με επαναφέρω στην τάξη. Με μαλώνω, με μαστιγώνω δια της λογικής. Ένα μυαλό είναι, δεν τα χωράει όλα σε κουτάκια. Δεν τον θέλω μέσα στο σπίτι, επιστρέφοντας τον αφήνω έξω, στη γλάστρα με τον πεθαμένο βασιλικό. Είμαι κουρασμένος, η λογική δεν με αντέχει πια. Λίγο μετά τις δυόμιση φεύγουν οι άλλοι, συμμαζεύουμε τα απομεινάρια γρήγορα, ήταν δύσκολες οι μέρες που προηγήθηκαν, ανόρεκτα τσιμπολόγησα (τρεις μπουκιές πατάτες όλο κι όλο, ζουμιά και σάρκες δεν ήθελα ούτε ζωγραφιστά να δω), ανόρεχτα έβρεξα τα χείλια μου με μισή γουλιά κρασί, το τελευταίο που σκέφτομαι πριν κλείσω τα μάτια είναι να πάω μια βόλτα αύριο νωρίς νωρίς να αφήσω τον αναπτήρα στο σπίτι του. Χωρίς να πω τίποτε σε κανέναν, μη με περάσουν για κανένα βλαμμένο.

Όλη τη νύχτα -ποιάν όλη; τα ξέφτια της, να λες- περπατάω σε χωράφια με αγριόχορτα, αγριολούλουδα και λεβάντες, χωρίς να φτάνω πουθενά. Κι αντί να μυρίζουν άνοιξη, μυρίζουν κάτι καμμένο, φυτίλι ανάμικτο με σβησμένα κεριά και μαγειρίτσα. Φταίει το πάπλωμα που βαραίνει, σκέφτομαι για δευτερόλεπτά, φταίει και κάτι που με τρώει όσο περπατάω στα χορτάρια και δεν θυμάμαι τι. Κοιμάμαι ξύπνιος, είμαι ξύπνιος κοιμισμένος, ένα απ΄ τα δυο, και τα δυο μαζί.

Εφτά παρά,  ανοίγω τα μάτια, έτοιμος να κλείσω το ξυπνητήρι, να πετάξω τα σκεπάσματα, να τρέξω στο μπάνιο. «Ηρέμησε» μου λέει, «Κυριακή είναι, καθόμαστε και σήμερα κι αύριο, ηρέμησε, θα ξεκουραστούμε, θα χαλαρώσουμε λίγο». Νιώθω το χέρι της να ακουμπάει προστατευτικά στα μαλλιά μου, την ανάσα της στην πλάτη μου, κοιμάμαι αμέσως. Κάτι με τρώει αλλά είμαι πολύ κουρασμένος, πολύ νυσταγμένος για να θυμηθώ τι.

Όταν ξανανοίγω τα μάτια την ακούω -έξω απ΄το δωμάτιο- να μιλάει χαμηλόφωνα, δεν ακούω άλλη φωνή, άρα μιλάει στο τηλέφωνο. Λίγα συγκράτησα αλλά όσο ζαλισμένος και να ΄σαι καταλαβαίνεις τα «πότε έγινε; τι ώρα αύριο; μα τέτοια μέρα ρε γαμώτο, τέτοια μέρα; εφτά θα ξεκινήσουμε, προλαβαίνουμε, δεν προλαβαίνουμε;»  και οι παύσεις ανάμεσα στα ερωτηματικά τι σημαίνουν.

Ο ήλιος με τυφλώνει. Δεν έχω κουράγιο να σηκωθώ να τραβήξω μια στάλα τις κουρτίνες. Δεν έπρεπε να ξενυχτήσει στο σπίτι αυτός ο αναπτήρας. Δεν έχω τη δύναμη να της φωνάξω «ναι, τέτοια μέρα, ακόμη και τέτοια μέρα». Δεν ξέρω καν ποιόν -και πού- θα πάμε να αποχαιρετίσουμε.

 

…..

H2O

33672275

Oι θερινές μνήμες (μου) είναι εύπλαστες. Ξεγελιέμαι εύκολα με το λίγο μπρος-λίγο πίσω. Άλλωστε δεν έχω βάλει κολαούζο στις δεκαετίες κανέναν διορθωτή  για να κινδυνεύω  να μου επιστρέψει το κειμενάκι ως χρονικά ανακριβές. Πρόσωπα θυμάμαι, έστω με κάποια μικρή δυσκολία. Να τα τοποθετήσω σωστά στο χρόνο ζορίζομαι.

Από τη μέρα που συνειδητοποίησα πως διάβαζαν κι άλλοι τα όσα σκέφτομαι, ξεκινούσα την πληκτρολόγηση έχοντας -πρώτα- βεβαιωθεί ότι δεν υπάρχει κανείς που θα μπορούσε να διαψεύσει τις μνήμες μου. Καλού κακού αποφεύγω τα ονόματα. Στον εφηβικό και πρώιμο ενήλικο βίο μου πρωταγωνιστούν η Κ, ο Γ, η Σ, ο Κ, η Α, η Π, o Σ, η Μ, η Λ, ο Φ, η άλλη Σ. Ο δικός μου Περιοδικός Πίνακας. Αμφιβάλλω αν ο Mendeleev θα μπορούσε να καυχηθεί πως σκάρωσε κάτι σπουδαιότερο απ΄αυτό.

Γιατί όλοι (οι περισσότεροι θες; αυτό να πω) γράφουμε για ανθρώπους με τα αρχικά τους; Γιατί ρίχνουμε καπνό πάνω σε όσα συνέβησαν –ή δεν συνέβησαν, καν- τριάντα και σαράντα χρόνια πριν; Από τι μας -τους- προστατεύουμε; Γιατί δεν εξομολογούμαστε ολογράφως και περιοριζόμαστε σε ακατάληπτα μορς; Γιατί είναι κακό να μάθουν (δεν θα μάθουν) έστω και τώρα, έστω μ΄ αυτόν τον λίγο χλιαρό, λίγο θλιβερό, λίγο άδικο γι αυτούς τρόπο, ότι έστω και ερήμην τους μας χάρισαν μεγαλειώδη ξενύχτια, θριαμβευτικές στύσεις και άδοξες εκσπερματώσεις;

Δεν κερδίζεις, μου λέω, τίποτε -εξόν από λίγες παραγράφους- προσπαθώντας να θυμηθείς την Σ να αλλάζει το πάνω του μαγιώ της μιαν ανάσα μακριά σου (αντίθετα με το όνομα, το στήθος της ξεδιπλωνόταν πάντα ολογράφως), την μυρωδιά -αυτή τη ζεστή, αποπνιχτική κλεισούρα- της πρώτης μου εργένικης σκηνής, τις κλεφτές ματιές στα σφιχτά, μπόλικα πόδια της άλλης Σ (και στο άσπρο μαγιώ της, που φέγγριζε, σκούραινε βασανιστικά και ανελέητα), είκοσι -φοιτήτρια- αυτή, δεκαπέντε -σπυριάρης- εγώ, το Φιατάκι του Γ που ανέθρεψε δυο μεγάλους έρωτες (και τους πήγε και τέσσερα διόδια μακριά). Άντε να βγάλεις μισή ιστορία λειψού πάθους. Κέρδος το λες αυτό, σήμερα;

Το λέω. Αφού στίβεις κι ακόμη, τριάντα, σαράντα χρόνια μετά, βγάζουν ζουμί.

Kαι τι να γράψω –ρωτάω τον Φ– που δεν το ξεκοκάλισε ήδη ο ΠΘ; Με το νι, με το σίγμα, με ονοματεπώνυμα (ας είναι και κάλπικα) και ΑΦΜ. Όλοι των κρεβατιών, των καναπέδων, των πατωμάτων είμαστε, λέει. Αλλά εντάξει, μη το παίρνεις κατάκαρδα. Μπορούμε πάντα να επικεντρωθούμε στα ψίχουλα. Στα Μ, στα Σ, στα Λ, στα Α, στα Γ μας.

 

……

Side 3

33646780

Eδώ και πολύ καιρό οι μέρες μας είναι λιγόλογες, ράθυμες και φοβισμένες. Και οι νύχτες απρόθυμοι συμπαραστάτες τους. Αλλάζουν βάρδιες χωρίς ν’ αλλάζουν κουβέντα, σαν τους τσολιάδες στα γυαλισμένα μάρμαρα. Θαρρείς και φοβούνται το ποινολόγιο που καραδοκεί, αν αποπειραθεί να διηγηθεί η μια την ιστορία της στην άλλη. Δεν μιλιούνται αυτές, την πληρώνουμε εμείς. Θυμήσου από πότε έχεις να δεις στον ύπνο σου κάτι τόσο ωραίο που σε έκανε κομμάτια με το που ξύπνησες, γιατί ήταν ψεύτικο. Δεν θυμάσαι κι εσύ.

Είναι ψέμα πως η μουσική μέσα στις κασέτες αναπνέει ακόμη. Αυτές οι ψευτονοσταλγίες είναι εφευρήματα για να γεμίζουν τάχα μου πιασάρικα κειμενάκια που ζουν μια δυο μέρες σε οθόνες. Σαν αναμμένη λάμπα που μαζεύει τα μυγαράκια τριγύρω της, αυτά τα εφήμερα, σβήνει, φεύγουν, πεθαίνουν. Μια στις τόσες σκαλίζουμε τα κουτιά που είναι φυλαγμένες, θαυμάζουμε (με κάποιον ελαφρύ σαρκασμό) την καλλιγραφία -ως πρόθεση που προδόθηκε οικτρά από το αποτέλεσμα- πάνω τους, πασχίζουμε να θυμηθούμε ποιος μας τις χάρισε, σε ποιόν «ξεχάσαμε» να τις επιστρέψουμε ή για ποιόν ανομολόγητο έρωτα τις προορίζαμε (αυτά τα κρυφά νοήματα στην Side1 και οι υπαινιγμοί στις Side2, αυτά μας έφαγαν), τις πάμε μπρος-πίσω ψάχνοντας το τραγούδι της ζωής μας (κάθε βδομάδα, κάθε κασέτα και διαφορετικό, τι ωραίο να ξέρεις πως έζησες τόσες ζωές), τις ξανακολλάμε εκεί που ήταν μασημένες μπας και σώσουμε τι; Αλήθεια δεν ξέρω. Το TEAC, εξάλλου, έγινε αραχνοφωλιά. Μόνο ο Ziggy Stardust λείπει από κει μέσα, μα μεγαλοπιάστηκε κι έχει κόψει τις κουβέντες με τις αράχνες. Εμείς το πληρώνουμε, κι αυτό.

Η ώρα άλλαξε. Πάει εφτάμιση κι ακόμη το φως, όμορφο, χορταστικό, δεν βιάζεται να φύγει. Θυμήθηκα τις επισκέψεις στους παππούδες, στα τελευταία τους. Το ρολόι στο χέρι με βασάνιζε, να πω δυο κουβέντες τυπικές, να φύγω, να πάω να βρω εκείνην, να πάω έξω στους ζωντανούς. Ήμουν το φως τους και δεν το καταλάβαινα. Τώρα με τρώει.

Η ντουλάπα περιμένει αναδιάρθρωση χειμερινού χρέους. Να φύγουν τα φετινά XL, να έρθουν τα περυσινά L. Ποτέ αντίστροφα. Μικρές εαρινές τραγωδίες που επαναλαμβάνονται με το πέρας της Μεγάλης Βδομάδας, ίσως και λίγο αργότερα. Αυτό το «να φτιάξω ντουλάπες», «να σηκώσω τα χειμωνιάτικα» ενώ θα έπρεπε να λειτουργεί ως Κάθαρση, ως τονωτικό ψυχής εν όψει προσμονής γυμνού -επιτέλους- δέρματος, σε γεμίζει με ένα μη διαχειρίσιμο βάρος που πάνω του είναι θρονιασμένες οι τύψεις. Υπέρβαρα, plus size όλα. Μόνο τα αβίαστα γέλια βγαίνουν λειψά στο ζύγι.

Όμως το θέρος (όπως και να το βαφτίσεις, τα τζιτζίκια θα συνεχίσουν να φλυαρούν μη δίνοντας δεκάρα για τις δημιουργικές ασάφειες που γίναν περισσότερες κι απ΄τα μυρμήγκια πάνω στο παρατημένο, κομμένο καρπούζι· κι ο αέρας από τη θάλασσα θα κάνει φωλιές πάνω στα αρμυρίκια) πλησιάζει. Όχι πες μου, τo λέει η καρδιά σου να το υποδεχτείς φορώντας χειμωνιάτικα;

…..