
Δεν πιστεύω σε συμπτώσεις, σε προλήψεις, σε μαύρες γάτες. Πιστεύω όμως πως όποιο σχέδιο και να κάνεις -ακόμη και για μια ώρα μετά, για αύριο το πολύ- δεν πρέπει να μπλέκεις με ρήτρες, άστο ανοιχτό το «μετά» και υλοποιήσιμο υπό προϋποθέσεις. Δεν πάει κανείς μπροστά έτσι, θα μου πεις. Σωστό. Αλλά και το λάθος ψυχή έχει κι αυτό.
Την ώρα που εν μέσω σταυρών και μάρμαρων βλέπω τον παπά να κατευθύνεται προς το μέρος μου για κείνο το εθιμικό μεγαλοσαββατιάτικο τρισάγιο, ανακαλύπτω ο άκαπνος πως ούτε σπίρτα ούτε αναπτήρα θυμήθηκα (πάλι) να φέρω. Ψάχνω στους γειτόνους, ανοίγω τζάμια και συρταράκια, άφαντα, άδεια ή νοτισμένα όλα. Δέκα σταυρούς δεξιά ανακαλύπτω αναπτήρα που λειτουργεί, βάζω σημάδι -μετράω «ένα, δυο, εφτά, δέκα»- για να τον επιστρέψω. Τρέχω ανάμεσα στα μάρμαρα, κοντεύω να τσακιστώ, να φτάσω πριν φτάσει ο παπάς, ανάβω κεριά, ρίχνω θυμίαμα στα καρβουνάκια, μόλις φτάνει με ρωτάει αν έχω φωτιά, δείχνω περήφανος το λάφυρο, «αφήστε το σε μένα λέει», ανάβει καρβουνάκια, ξεκινάει. Τις ψυχές των κεκοιμισμένων δούλων σου, του ψιθυρίζω κάθε φορά τα ονόματα, δι ευχών, σκύβω κάνοντας πως φιλάω το χέρι του γλιστρώντας παράλληλα μέσα του το αντίτιμο της παρατεταμένης απουσίας μου, «καλή ανάσταση» εύχεται, φεύγει για τους επόμενους, πέντε σταυρούς διαγώνια αριστερά.
Διορθώνω τα τριαντάφυλλα (τα αγαπημένα του) στα βάζα, χαϊδεύω τα μάρμαρα (δεν τα φιλάω, ποτέ δεν σου ανταποδίδει την αγάπη σου ένα μάρμαρο), ετοιμάζομαι να φύγω μα δεν βλέπω πουθενά τον αναπτήρα. Δεν μπορώ να φύγω χωρίς να τον επιστρέψω, ανήκει εδώ. Εκεί, δέκα σταυρούς δεξιότερα. Ψάχνω, κάνω άνω κάτω τα συγυρισμένα, σκαλίζω κάτω από καντήλια, πίσω από φωτογραφίες, άφαντος. Κάτι άσχημο με τρώει αλλά όσο περνά η ώρα αμβλύνεται, είμαι ήδη στο αυτοκίνητο, στην κίνηση της πόλης, με τους ζωντανούς τριγύρω.
Tην ώρα του «Χριστός Ανέστη» βάζω ασυναίσθητα το χέρι στην τσέπη. Ο αναπτήρας είναι εκεί. Πάω να σκεφτώ «κακό σημάδι» και με επαναφέρω στην τάξη. Με μαλώνω, με μαστιγώνω δια της λογικής. Ένα μυαλό είναι, δεν τα χωράει όλα σε κουτάκια. Δεν τον θέλω μέσα στο σπίτι, επιστρέφοντας τον αφήνω έξω, στη γλάστρα με τον πεθαμένο βασιλικό. Είμαι κουρασμένος, η λογική δεν με αντέχει πια. Λίγο μετά τις δυόμιση φεύγουν οι άλλοι, συμμαζεύουμε τα απομεινάρια γρήγορα, ήταν δύσκολες οι μέρες που προηγήθηκαν, ανόρεκτα τσιμπολόγησα (τρεις μπουκιές πατάτες όλο κι όλο, ζουμιά και σάρκες δεν ήθελα ούτε ζωγραφιστά να δω), ανόρεχτα έβρεξα τα χείλια μου με μισή γουλιά κρασί, το τελευταίο που σκέφτομαι πριν κλείσω τα μάτια είναι να πάω μια βόλτα αύριο νωρίς νωρίς να αφήσω τον αναπτήρα στο σπίτι του. Χωρίς να πω τίποτε σε κανέναν, μη με περάσουν για κανένα βλαμμένο.
Όλη τη νύχτα -ποιάν όλη; τα ξέφτια της, να λες- περπατάω σε χωράφια με αγριόχορτα, αγριολούλουδα και λεβάντες, χωρίς να φτάνω πουθενά. Κι αντί να μυρίζουν άνοιξη, μυρίζουν κάτι καμμένο, φυτίλι ανάμικτο με σβησμένα κεριά και μαγειρίτσα. Φταίει το πάπλωμα που βαραίνει, σκέφτομαι για δευτερόλεπτά, φταίει και κάτι που με τρώει όσο περπατάω στα χορτάρια και δεν θυμάμαι τι. Κοιμάμαι ξύπνιος, είμαι ξύπνιος κοιμισμένος, ένα απ΄ τα δυο, και τα δυο μαζί.
Εφτά παρά, ανοίγω τα μάτια, έτοιμος να κλείσω το ξυπνητήρι, να πετάξω τα σκεπάσματα, να τρέξω στο μπάνιο. «Ηρέμησε» μου λέει, «Κυριακή είναι, καθόμαστε και σήμερα κι αύριο, ηρέμησε, θα ξεκουραστούμε, θα χαλαρώσουμε λίγο». Νιώθω το χέρι της να ακουμπάει προστατευτικά στα μαλλιά μου, την ανάσα της στην πλάτη μου, κοιμάμαι αμέσως. Κάτι με τρώει αλλά είμαι πολύ κουρασμένος, πολύ νυσταγμένος για να θυμηθώ τι.
Όταν ξανανοίγω τα μάτια την ακούω -έξω απ΄το δωμάτιο- να μιλάει χαμηλόφωνα, δεν ακούω άλλη φωνή, άρα μιλάει στο τηλέφωνο. Λίγα συγκράτησα αλλά όσο ζαλισμένος και να ΄σαι καταλαβαίνεις τα «πότε έγινε; τι ώρα αύριο; μα τέτοια μέρα ρε γαμώτο, τέτοια μέρα; εφτά θα ξεκινήσουμε, προλαβαίνουμε, δεν προλαβαίνουμε;» και οι παύσεις ανάμεσα στα ερωτηματικά τι σημαίνουν.
Ο ήλιος με τυφλώνει. Δεν έχω κουράγιο να σηκωθώ να τραβήξω μια στάλα τις κουρτίνες. Δεν έπρεπε να ξενυχτήσει στο σπίτι αυτός ο αναπτήρας. Δεν έχω τη δύναμη να της φωνάξω «ναι, τέτοια μέρα, ακόμη και τέτοια μέρα». Δεν ξέρω καν ποιόν -και πού- θα πάμε να αποχαιρετίσουμε.
…..