Γύρισε από το Άμστερνταμ. Την επόμενη μέρα του είπε πως κάποιος, με τον οποίον είχαν συναντηθεί τυχαία λίγους μήνες πριν σε ένα ακόμη επαγγελματικό ταξίδι, της πρότεινε να βγουν για φαγητό όταν τελειώναν και οι δυο με τις συναντήσεις τους. Μια σύμπτωση, το ότι ξαναβρέθηκαν εκεί. Γίνονται αυτά. Άμα ζεις μέσα σ΄ αυτό το σινάφι, ξέρεις ότι γίνονται. «Επαγγελματικά» όλα.
«Του είχα αρνηθεί ήδη μια φορά, δεν υπήρχε λόγος να προφασισθώ κάτι για να το αποφύγω ξανά, παιδιά δεν είμαστε»
Εκείνος επέμεινε, ευγενικά, να συνεχίσουν μετά το δείπνο. Για ο,τι προέκυπτε. ‘Αλλωστε -όπως προέκυψε και από την κουβέντα- και οι δυο ήταν μόνοι, χωρισμένοι. Ψέμματα, τελικά αυτός δεν ήταν. Αλλά ήταν «σαν». Τα παθαίνουν αυτά οι άντρες όταν θέλουν να μπουν μέσα σε μια γυναίκα, κοινή αρρώστια, πιο κοινή κι από ένα δεκεμβριανό κρυολόγημα.
«Και πήγες;»
«Πόσο μαλάκας είσαι.Του εξήγησα ότι χώρισα αλλά είμαι με κάποιον. Και ότι έπρεπε να καληνυχτιστούμε εκεί»
Έξη χρόνια μετά από κείνη τη μέρα και τέσσερα χρόνια αφού γράφτηκε ο επίλογος στα μεταξύ τους, ένιωσε την ανάγκη να του πει -σαν ξαναβρέθηκαν τυχαία, ανάμεσα σε άλλους- ότι πήγε. Αλήθεια, ψέμματα, αδιάφορο.
«Δεν θα με ρωτήσεις γιατί δεν στο είπα τότε; Δεν θέλεις να μάθεις αν μου άρεσε; αν το μετάνιωσα; αν τον ξαναείδα;»
Απάντηση δεν πήρε. Εκείνη ήλπιζε, ίσως, να τον πλήγωσε. Εκείνος σκεφτόταν, χαμογελώντας βουβά, πως η ανόητη δεν είχε ποτέ ακούσει τα στιχάκια. Κι ακόμη χειρότερα. Δεν ήξερε καν ποιός είναι ο Cale.
………