σημάδια

Θα συνηθίσουμε, είπε. Και τον μαβί ουρανό και την βροχή και τα χοντρά ρούχα και τον αέρα και τις μύτες που στάζουν και τις κάλτσες και την απουσία της γύμνιας και τα κλειστά παράθυρα στο αυτοκίνητο και τα παγωμένα χέρια έξω από το πάπλωμα τις νύχτες και τα βιαστικά τσιγάρα στο κρύο, εύκολα συνηθίζει ο άνθρωπος, μια χειμερία νάρκη δρόμος όλα, βάζεις την ψυχή σου για ύπνο ελπίζοντας πως θα θυμάται όταν ξυπνήσει, τέσσερις μέρες ήταν όλες κι όλες αυτό το καλοκαίρι μα δεν τις λες και ψίχουλα, αν άφησες σημάδια χτες θα ξυπνήσει και θα τον βρει τον δρόμο αύριο.

λαβύρινθος

Από ένα αξεδιάλυτο κατασκευαστικό ελάττωμα δεν μπορούσε να γράψει ούτε μια χαρούμενη, προσποιητά έστω, ιστορία. Αυτό το κουσούρι του ήταν ανυπόφορο σε αμέτρητους ανθρώπους. Ακόμη κι όσοι του έδιναν μια δεύτερη ευκαιρία, μήπως και κάποια στιγμή διάβαζαν μισή παράγραφο που θα έβαζε λίγο ρουζ, μια στάλα πούδρας, ένα φτηνό κραγιονάκι πάνω στη γκρίζα μούρη της σελίδας του, μετά από λίγο καιρό έφευγαν απορημένοι με την υπομονή τους και μετανιωμένοι από τον χρόνο που σκότωσαν αναίτια. Ήταν, με τον τρόπο του, ένας Μινώταυρος καλών προθέσεων και τραγικών αποτελεσμάτων.

Κι όμως.

Όταν μια μέρα (ήταν Ιούλιος, το θυμάμαι) εξαφανίστηκε και αφού πέρασαν κάποιες εβδομάδες κι ανοίξαν τα συρτάρια του, κατάλαβαν πόσο τον είχαν παρεξηγήσει.

Βρήκαν αμέτρητα σημειώματα αγάπης, βρήκαν όμορφα διπλωμένες σελίδες Α4 που ξεχείλιζαν από μυρωδιές, φως και χαμόγελα, βρήκαν δυο κάρτες με θάλασσα, ήλιο και ευτυχισμένα γράμματα (ως και οι τελείες γελούσαν τρανταχτά). Ούτε μισό σύννεφο, μήτε υποψία ψιχάλας και ομίχλης. Mόνον ομορφιά.

Βέβαια κανένα απ’ όλα αυτά δεν είχε γράψει ο ίδιος, μα αυτό το μικρό μυστικό καθόλου δεν αναιρεί πως αυτή εδώ είναι μια αληθινά χαρούμενη ιστορία.