06:43 , Iούλιος 2034

(το παρόν είναι προϊόν θερινής μυθοπλασίας και δεν αποτελεί κατάλοιπο νοσταλγίας, αυτό πιστεύω)

Mου λείψανε οι κασέτες που γράφαμε, ώρες, μέρες ολόκληρες, για τις διακοπές. Σήμερα όλα με ένα touch στο κινητό, εύκολο σαν πληρωμένο γαμήσι. Σαν τον Shane McGowan με αναστυλωμένη οδοντοστοιχία. Γεμάτη πρόσοψη αλλά σου λείπει αυτό το οικείο κενό στο στόμα (που πάλευε να μην φαλτσάρει) και στην ψυχή.

Φρέντο, εσπρέσο, καπουτσίνο και η συνομοταξία τους μακέλεψαν τον ήχο από τα πούλια και τα ζάρια πάνω στο κοντραπλακέ. Τρείς ταξιαρχίες ντόρτια αποπειράθηκαν να αυτομολήσουν μετά από κάθε ρουφηξιά. Ένα ασόδυο συνελήφθη επ΄ αυτοφώρω να ντύνεται εξάρες όσο οι άνθρωποι ήταν απορροφημένοι από τα βιοδιασπώμενα καλαμάκια. Ο τελευταίος καφές που ήπια και ήταν χίλια τα εκατό καλοκαίρι ήταν ένας κρύος φραπέ σκέτος σε ποτήρι λεμονάδας με ένα κουτάλι όρθιο μέσα, χωρίς καλαμάκι. Είχε χρώμα λασποβροχής και γεύση δανεικής (μη σου πω και κλεμμένης) ευτυχίας. Δεν σκέφτηκα στιγμή να ρωτήσω τι χρησιμότητα είχε το κουτάλι, οι ερωτήσεις λιώνουν γρήγορα το καλοκαίρι. Τα τζιτζίκια τριγύρω έπαιζαν πλακωτό με την ζέστη. Δεν έμαθα ποτέ ποιος κέρδισε.

Ήταν δεκαεννιά, ο άλλος είκοσι. Κατέβηκαν μονοπάτια και μάτωσαν από πουρνάρια μέχρι να φτάσουν και να πετάξουν ρούχα, γυμνοί και οι δυο, κανείς κοντά τους, ολομόναχοι,  βούτηξαν μετά από τρεις ώρες, μπορεί και τέσσερις, σε τέτοιες ηλικίες δεν υπάρχει χρόνος, δεν υπάρχει ρολόι.

Πάρκαρε στο πλάτωμα, εκείνη σαρανταπέντε, εκείνος πενηντατρία, έπρεπε επειγόντως να υπακούσει στην κύστη του. ‘Θα ΄θελα να ‘ξερα δηλαδή, είναι δέκα λεπτά που σε παρακαλώ να κάνεις στην άκρη, τόσοι παράδρομοι και βρήκες να σταματήσεις σ’ αυτά τα μπαΐρια;’. Δεν του απάντησε, έριξε μια βιαστική ματιά στην γύμνια της εκεί κάτω χαμηλά, τον είδε να μπαίνει μέσα της ξανά και ξανά (για μια στιγμή πίστεψε πως τον ένιωσε κιόλας αλλά κατάφερε να μείνει ακίνητο κάθε χιλιοστό του προσώπου της) και έστριψε ένα τσιγάρο. Ρούφηξε τον καπνό σαν να ‘ταν το τελευταίο της χαρτάκι. Εκείνος ανέβασε το φερμουάρ χωρίς να σκουπιστεί.

Βίοι Αγνώστου. Φήμες λένε ότι έβλεπε αυτήν ακριβώς την εικόνα επί εξήντα καλοκαίρια. Το εξηκοστό πρώτο μπήκε στο κάδρο και χάθηκε για πάντα. Όχι μεσοπέλαγα. Αρόδου. Δεν έμαθε ποτέ τι τον περίμενε στην τελευταία διαδρομή.

‘Hταν στιγμές που ήθελα να γλείψω ως και την πλάτη της καρέκλας όπου στέγνωνε το μαγιώ της. Ποιάν πλάτη, ακόμη και τα πόδια, τις σούστες, τα ελατήρια κάτω απ’ το μαξιλαράκι. Και τις σταγόνες στο πάτωμα. Με τις μεταλλικές -φερ φορζέ ή όπως τις λένε- η παρόρμηση ήταν πιο έντονη, όταν έκαναν κατάληψη οι άλιμπερτ στα μπαλκόνια των ενοικιαζόμενων η επιθυμία άρχισε να φθίνει, πέρασαν βλέπεις και τα χρόνια της Μεγάλης Πείνας. Δυο τρεις φορές δοκίμασα, χωρίς να με βλέπει εκείνη, την γεύση από Lycra ελπίζοντας ότι κάτι ανθρώπινο θα είχε απομείνει πάνω του. Δεν ευτύχησα. Στο κάτω μισό θα είχα περισσότερες ελπίδες αλλά αυτό έβγαινε τελευταίο, αργά. Μετά εκείνη είχε γεύση από αλάτι και Lycra πάνω της και άφηνα ήσυχες τις καρέκλες.

Χαζεύεις τα μυρμήγκια που βρήκαν δρόμο για μια μισοφαγωμένη φέτα καρπούζι, χλιαρή πλέον. Στην αρχή την λαχταράς δροσερή, μετά νιώθεις πως φούσκωσες, την αφήνεις πάνω στο τραπέζι μήπως και αντέξεις άλλη μια πιρουνιά αλλά δεν την πετάς. Κάπως έτσι, αυτό λένε τα βιβλία και οι πιο σοφοί από μένα, συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Όταν σκουπίσεις το τραπέζι τελειώνουν όλα. Ούτε η φέτα σε νοιάζει ούτε τα μυρμήγκια πάνω της. Οι ελαττωματικοί άνθρωποι, καλήν ώρα, ούτε μια μπουκιά μπορούν να απολαύσουν χωρίς να σκέφτονται -έστω φευγαλέα- ‘και μετά τι;’. Aκόμη κι όταν δεν το σκέφτονται, την ώρα που φτύνουν τα τελευταία κουκούτσια.

Σαν μυρμήγκι, αναλογίζομαι, δεν θα πω ποτέ ότι χόρτασα. Και ξάφνου τα αγαπώ και λαχταρώ να γίνω ένας δικός τους.

Πόσες ιστορίες έρωτα

Agfa ασπρόμαυρες

Kodak χρωματιστές

κρεμάστηκαν φοβισμένες πάνω σας

μπας και δεν πέσουν χάμω

τον χειμώνα.

H oοδυνηρή ενηλικίωση ήρθε όταν μέσα στο πιάτο με τα ώριμα ροδάκινα μπήκε παρείσακτο ένα μαχαίρι. Ο απογαλακτισμός από τα υγρά που κατρακυλούσαν και κολλούσαν στην γύμνια μας, σε στήθος, μπούτια, σαγόνι, λαιμό, χέρια νομίζω μας σημάδεψε για πάντα. Μετά το νερό τα ξέπλενε όλα, αφού πρώτα όμως μυρίζαμε ολόκληροι σαν ανθισμένος ροδακινώνας. Εκείνες ποτέ δεν κατάλαβαν πόση τρυφερότητα κι αγάπη έκρυβε το να θέλουμε να ξανασημαδευτούμε μαζί τους, να πνιγούμε, να ραντιστούμε με ότι αγίασμα τρέξει πάνω μας. Χωρίς να αφήσουμε ούτε σταγόνα νερό να μας αγγίξει μετά.

Ούτε που το φανταζόταν όταν γεννήθηκε (μου είναι άγνωστος ο τρόπος που γεννιούνται τα όστρακα) πως αφού πέθαινε και ξάσπριζε ανάμεσα σε χιλιάδες, εκατομμύρια άλλα, θα ζούσε μια δεύτερη ζωή καλά φυλαγμένο μέσα σε ένα πορτοφολάκι των δέκα ευρώ. Mου είναι, επίσης, άγνωστος ο τρόπος που σκέφτονται τα όστρακα. Και τα πορτοφολάκια.

Θα φάω σκόρδο αν φας κι εσύ μαζί μου. Μετά μπορώ να σε φάω ολόκληρο, του είπε. Πού ζουν αυτά τα μυρωμένα, λατρεμένα κορίτσια; Ακόμη κι ο Ρόμπινς, αυτή η αψεγάδιαστη ανθρωποπαγίδα, δεν κατάφερε να μαντρώσει ένα τέτοιο στις σελίδες του.

Φήμες λένε ότι η Τζάνις δεν είχε καλές σχέσεις με το νερό και το σαπούνι. Αν σκεφτείς ότι οι εννιά στις δέκα την θυμούνται για το Summertime, ο συνδυασμός είναι ολέθριος. Ποτέ δεν βρέθηκα κοντά της για να το επιβεβαιώσω, ήταν κομμάτι δύσκολο άλλωστε, όταν αυτή πέθανε εγώ ήμουν δέκα και άκουγα Μανώλη Χιώτη και Τζίμη Μακούλη στο σπίτι. Περίεργο σπίτι. Είχε μια βρύση έξω, αυλή που τσιτσίριζε όταν την έβρεχες με το λάστιχο (χρόνια μετά συνειδητοποίησα ότι αυτός ο ήχος ήταν ο δικός της αναστεναγμός ανακούφισης), κάναμε foot skating στο λείο τσιμέντο, δεν ξέραμε από skating τότε αλλά ποιος θυμάται σήμερα τι όνομα είχε, και σκάγαμε άσχημα με τον κώλο. Ευτυχώς γλιτώσαμε την αναπηρία αν και για την ήπια εγκεφαλική όρκο δεν παίρνω όσο σκέφτομαι τι μπορεί να συνδέει την απλυσιά της Τζόπλιν και τις μελανιές στα τρυφερά παιδικά κωλομέρια μας.

To σχήμα του νερού είναι αυτό που θα ‘θελα να είμαι.  Με κάθε γουλιά που πίνεις. Όταν βρέχεις το πρόσωπό σου. Την ώρα που ξεπλένεις την άμμο από τα πόδια σου. Όσο καθαρίζεις τις σαπουνάδες από τις μασχάλες σου. ‘Οπου με βάζεις θα είμαι. Ακόμη και την ώρα της διακοπής, στον Μεγάλο Καύσωνα που σκότωσε χιλιάδες. Για να με ψάχνεις απεγνωσμένα να σωθείς.

Λατρεμένα ρεντ-ε-ρουμ. Με τα άσπρα γαριασμένα σεντόνια σας που μύριζαν σαπούνι Μασσαλίας -δεν έχω ιδέα πώς μυρίζει αυτό αλλά πάντα μου ακουγόταν αρκετά ταξιδιάρικο- και κλεισούρα χειμωνιάτικη νωρίς τον Ιούνιο όταν σου έδειχναν μπαίνοντας πού είναι τα λινά κουβερτάκια, Βορράς γαρ. Παντζούρια ξύλινα με ετοιμοθάνατους μεντεσέδες, μισή χαραμάδα ανοιχτή κόντρα στον ήλιο. Με την μπετονιέρα από κάτω να ξεκινάει συναυλία στις 8. Τέσσερα μανταλάκια σε μισό μέτρο σκοινί για άπλωμα. Θέα στο πλυσταριό της ταράτσας και τους κιρσούς της ‘Ενοικιαζόμενα Δωμάτια Ειρήνη’ που την βάφτισαν Παρθένα, όσο άπλωνε μαξιλαροθήκες και μεταχειρισμένα σεντόνια που επιτέλους, μετά από ένα σκληρό οκτάμηνο στην απομόνωση, υποδέχτηκαν φρέσκο σπέρμα πάνω τους. Αν το ξανασκεφτείς ίσως και να ήταν rent a body τότε, μα τα ‘για πάντα’ και τα ‘μαζί’ δεν είχαν βρει μεταφραστή -και εκδότη- ακόμη.

Tέσσερις το πρωί.

Σκεπάζεις την γυμνή της πλάτη. Το κλιματιστικό ξεχάστηκε ανοιχτό, το δωμάτιο πάγωσε. Τα πολύ ζεστά καλοκαίρια, λένε οι θρύλοι και οι παραδόσεις, δεν σκεπάζεις πλάτες. Τις ξεγυμνώνεις κι άλλο. Μα αυτή είναι μια πλάτη που μιλάει και δεν ρισκάρεις να την ξυπνήσεις, οι πλάτες που ξυπνάνε χωρίς καφέ δίπλα αργούν να καταλάβουν τις προθέσεις σου. Για ένα δευτερόλεπτο έχεις την παρόρμηση να την φιλήσεις όσο ανεβάζεις το σεντόνι. Μα αυτή είναι μια πλάτη που φιλάει και φοβάσαι πως αν ακουμπήσει η γλώσσα σου στην ραχοκοκαλιά της θα ανταποδώσει και μετά θα τα πει όλα στο στόμα της και ίσως αυτό ζηλέψει και σου κρατάει μούτρα. Κι ακόμη χειρότερα, μπορεί να τα πει και στο στήθος της, στην κοιλιά, στα γόνατά της, στα δάχτυλα των ποδιών, στους καρπούς της, στους αστραγάλους, στα μαλλιά της, στην τοσοδούλα καλά κρυμμένη ελιά ψηλά στο πόδι της, ‘μην του έχετε εμπιστοσύνη αυτουνού, σήμερα άφησε χωρίς φιλιά εσάς, αύριο εμένα,  μεθαύριο μπορεί να βγει στο μπαλκόνι – τάχα μου για να πάρει μιαν ανάσα, τάχα μου γιατί πνίγεται που ξημερώνει και θα μας αποχωριστεί, τα ΄χει εύκολα τα λόγια- και να μας αφήσει χωρίς το στόμα, τη γλώσσα και τα χέρια του όσο κάνουμε ότι κοιμόμαστε΄.

Αν ποτέ ακούσεις ψιθύρους, τέσσερις τα ξημερώματα σε ένα δωμάτιο απέναντι από την θάλασσα, μην πεις ότι δεν σε προειδοποίησα.

‘Ακουσα ιστορίες για ανθρώπους που χάσαν τα λογικά τους από το φως και το γαλάζιο και δεν επέστρεψαν ποτέ από το λιμάνι που κατέβηκαν. Δεν είμαι ένας από αυτούς.


Φωτογραφια 1 (εναρκτήρια σεκάνς) : Mανόλης Σαββίδης