η μικρή ιστορία του δέντρου (no photoshoping)

Ο παπούς πέθαινε απο καρκίνο, Μάιο διαγνώστηκε, Αύγουστο τον κηδέψαμε. Δυνάμεις δεν είχε, εγκατέλειψε τον κήπο, πήγαινα κάθε μέρα και τον ψευτοφρόντιζα εγώ, δέκα λεπτά δουλειά και το ‘βλεπα αγγαρεία.Καθόταν σε μια καρέκλα -μέχρι τα τέλη Ιουλίου που έπεσε πια για τα καλά- και έδινε οδηγίες, τα τελευταία «κουμάντα». Φωνή δεν έβγαινε, πήγαινα κοντά για να ακούσω, σχεδόν κόλλαγα το αυτί μου στο στόμα του. “Τις τριανταφυλλιές κλάδεμα λοξά, νερό μη ρίξεις πολύ”. Έριχνα, κλάδευα άγαρμπα, έπρεπε να τελειώνω, περίμενε το αίσθημα.

Μια μέρα που η φωνή του δεν ακούστηκε καθόλου, και σχεδόν δεν διακρινόταν μέσα στη γαλάζια πυτζάμα, έλιωνε τόσο μα τόσο γρήγορα, δεν ξέρω γιατί πήγα κοντά και του είπα “μη σκας για τον κήπο, θα στον φροντίζω εγώ, χειμώνα καλοκαίρι”. Δεν είπε τίποτε, ανέκφραστος έμεινε, πονούσε, δεν καλοάκουγε, δεν ένιωθε, δεν, δεν, μια διμοιρία από δεν.

Τέλος Αυγούστου εκείνος έλιωνε μέσα στο χώμα κι εγώ απο ζέστη, στη Ρόδο. Με το αίσθημα. Όταν γύρισα, κήπος δεν υπήρχε. Ένα φυτολόγιο μόνο, τα πάντα ξεραμένα. Καμμένα. Πιο πεθαμένα κι απο κείνον.

Σε έξη μήνες το δώσαμε αντιπαροχή. Δεν πέρασα να δω το σπίτι ούτε στο γκρέμισμα, ούτε στο χτίσιμο. Έκανα χίλια μέτρα παραπάνω διαδρομη για να μη περάσω απο κει, ούτε μπετονιέρα ήθελα ν’ ακούσω, ούτε μπάζα να φεύγουν, ούτε αλουμινάδες να αντικρύσω.

Όταν μου ΄πε η μάνα μου οτι δώσαν ρεύμα, πήγα. Βράδι, κλέφτης εντελώς. Φύτεψα ένα πλατάνι εκεί που θα μπορούσα να το βλέπω, όταν και αν περνούσα απ΄τη γειτονιά. Ούτε αν θα βρει νερά για να ψηλώσει ήξερα, ούτε αν θα επέστρεφα ποτέ. Μια στρατιά από “αν”.

Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, νιώθω οτι μισοξεχρέωσα. Κάποια μέρα που θα μπω για να παρκάρω, θα ‘θελα να τον δω εκεί, κάτω απ’ το πλατάνι, μέσα στις γαλάζιες πυτζάμες. Για να πάω να του ψιθυρίσω “στο είπα, μη σκας, χειμώνα καλοκαίρι, εγώ. Δεν πονάς, ε;”.

—-

 

γλίτσα

Σε πέντε φανάρια χτες, μια μικρή χαρτονένια -μουσκίδι απ’ το ψιλόβροχο- πινακίδα στα χέρια τους έγραφε “ΠΕΙΝΑ”. Όχι “ΠΕΙΝΑΩ”. Αλλά “ΠΕΙΝΑ”. Όλα κεφαλαία.

Αυτοί  που το ‘γραψαν έτσι, ήταν μεγάλα τσογλάνια. Ξέραν καλά τι κάναν. Το “πεινάω” θα ήταν λιγότερο επώδυνο, αφού θα το ‘βλεπες  καρφιτσωμένο μόνο πάνω στους ανθρώπους με τις πινακίδες. Τους ληγμένους. Τους δεύτερης διαλογής. Το ελαττωματικό στοκ. Εγώ πεινάω, εσύ όχι. Η “πείνα” όμως είναι πανούκλα, δεν έχει πρόσωπο ούτε και απλωμένο χέρι. Μόνο μυρίζει άσχημα. Μέχρι ν’ ανάψει το πράσινο την ένιωσα πάνω απ’ το κεφάλι μου, λίγα εκατοστά πάνω απ’ τα κεφάλια των -ακόμη- χορτάτων, στα σταματημένα αυτοκίνητα. «Κανείς δεν θα γλιτώσει» είπε, «έχω σπείρει πολλά ορφανά τριγύρω, απ’ τα στομάχια σας ως την ψυχή σας». Η Μέδουσα ήταν πιο τρυφερή. Εκείνη μόνο σε πάγωνε, ετούτη σε έλιωνε από τρόμο και σε πάγωνε μαζί.

Παραδίπλα χαριεντιζόντουσαν για το πόσο κλεινόν άστυ έμεινε αγάμητο (τσάμπα ακκίζεται η Σαλονίκη για τον ερωτισμό της, που μυρίζει μπαγιάτικη μπουγάτσα με κιμά και γλίτσα στην άσφαλτο), οι σκατόψυχοι βγάλαν το καντάρι για να δείξουν πόσα δράμια αριστεροσύνη χώραγε μέσα του ο εκλιπών. Άλλοι γράφαν δελτία τύπου για επανιδρυτικά συνέδρια ίδρυσης. Για να βρεθεί μια κοινή γλώσσα.

Χάθηκε το κόκκινο, συμπλέκτης, πρώτη, έφυγα μακριά. Για να βρω την κοινή Πείνα. Το μόνο αναγνωρίσιμο μέσα στη Βαβέλ.

καλοί λογαριασμοί

Σε μια φτηνή κι απελπισμένη προσπάθεια να μας αποδείξουμε ότι είμαστε ακόμη ζωντανοί -στους καθρέφτες έχουμε είδωλο αλλά μπορεί να είναι αποθαμένοι και οι καθρέφτες, δεν τους εμπιστεύομαι-  καθήσαμε χτες βράδι και ψάχναμε έναν τόπο κοντινό να μας φιλοξενήσει δυο νύχτες τον Δεκέμβρη. Όπως πολύ παλιά. Ούτε πολλές βενζίνες, ούτε πολλά μεγαλεία, ένα δωμάτιο ζεστό χωρίς παραπανίσια, βόλτες στο κρύο, κρασιά και τσίπουρα πλάι σε μια ξυλόσομπα (πάει κι αυτό το φολκλόρ, σε λίγο θα πηγαίνεις σε τράπεζα και θα καίνε ξύλα, καμιά μαγεία δεν θα απομείνει στον καταραμένο τόπο), ομίχλες και δέντρα που στάζουν, ίσως κανένα παλιό ξεχασμένο φιλί μετά στο δωμάτιο, ένοχοι που αφήνουμε ακόμη ορμόνες να κάνουν έστω για μια ώρα κουμάντο στα νούμερα που μας περιμένουν πίσω.

Δυο νύχτες, ίσα ίσα ν’ αδειάσει το κεφάλι για ν’ αφήσει χώρο στα άσχημα της χρονιάς που έρχεται, διώχνε λίγο κακό για να μη στριμωχτεί πολύ Κακό μέσα σου λέγαν οι παλιοί που ξέραν κι από κακό κι από καλό κι από ξυλόσομπες.

Καθισμένοι δίπλα δίπλα βλέπαμε εικόνες και αριθμούς σ’ αυτή την χιλιοταλαιπωρημένη από e-δανικές διαδρομές και ψεύτικα μακρινά ταξίδια οθόνη. Απελπιστήκαμε τριγυρνώντας, αυτή η χώρα έχει ωραίες γωνιές αλλά συνεχίζει να μην έχει μέτρο, εκτός κι αν (τι αν, σίγουρα) τα δικά μας μέτρα στενέψαν κι άλλο. Ξάφνου μια εικόνα ταίριαξε ωραία με έναν μικρό αριθμό, είπαμε με λαχτάρα «να, εδώ!», μετρήσαμε μετά τα χιλιόμετρα ως το «να, εκεί», μη ξεχάσεις και τα διόδια είπε, υπολογίσαμε με την παραμικρή λεπτομέρεια κάθε λογαριασμό ευζωίας, από το τσίπουρο με μεζέ ως το ζεστό κρασί σε πλαστικό στα όρθια (σαν αυτοσχεδιάζεις όρθια όλα είναι πιο βατά) κι από τον πρωινό καφέ που αν προβλεπόταν μόνο γαλλικός στη χρέωση του πρωινού μ΄αυτόν θα πορευόμασταν, αν βρίσκαμε έξω ελληνικό με ένα ευρώ θα τολμούσαμε κι αυτή την αποκοτιά, μέχρι κάποια ξεχασμένη κι απ’ το Θεό κι απ’ τον Στουρνάρα ταβέρνα θα υπάρχει -σκεφτήκαμε ριγώντας από την παράνομη σκέψη- που να βγάζει δυο πιάτα φαγητό και μια σαλάτα με μονοψήφια χρέωση.

Όσο μιλούσε -με περίσσιο ενθουσιασμό- ο ένας, ο άλλος έκανε το Casio. Σε λιγότερα από δέκα λεπτά αποφασίσαμε ότι κι αυτόν τον Δεκέμβρη θα καθήσουμε εδώ, που είναι άλλο από το «να, εδώ!» και πολλά χαμόγελα -και διόδια, εντάξει- μακριά από το «να, εκεί».

Τετρακόσια ευρώ χρειάζονται, είπε πικραμένη. Δεν περισσεύουν, με άλλα διακόσια πληρώνουμε φροντιστήρια, νερά και το τηλέφωνο. Και πάλι καλά να λέμε, με τόσο αίμα που χύνεται εκεί έξω.

Και πού να τα βρω τα άλλα διακόσια; τη ρώτησα όσο πιο χαμηλόφωνα μπορούσα, μην ακούσουν τα παιδιά και ξαναβγούν -βαριά ξεφτίλα- για κάλαντα κοτζάμ θηρία πια. Και πληγωθούν -σιγά μην- που όχι πόρτα αλλά ούτε ψυχή θ’ ανοίξει φέτος.

Μήπως να μη πηγαίναμε τέσσερις νύχτες αντί για δυο; απάντησε και είδα το κουρασμένο πρόσωπό της να φωτίζεται.

Στο λέω, αν υπάρχει αγάπη και συνεννόηση σε ένα σπίτι, όσο Κακό και να στριμωχτεί απρόσκλητο, μια γωνιά σε έναν καναπέ για να κάνεις e-δανικές διαδρομές και μακρινά ταξίδια σε οθόνες θα υπάρχει πάντα. Αποφασίσαμε ότι του χρόνου το Δεκέμβρη δεν θα πάμε για δέκα νύχτες και πέσαμε για ύπνο ανακουφισμένοι. Δεν τόλμησα να γυρίσω να δω τα μάτια της.

—-

 

Happy Mondays

Νομίζω ότι πολλά blogs που γνώρισα πέθαναν. Κρίμα.

Εδώ και καιρό ήταν σαν τους γέρους στους οίκους ευγηρίας, διηγιόντουσαν πάντα την ίδια -κάποτε ζωντανή- ιστορία με μικρές παραλλαγές, ανάλογα με το τι έδειξε το ζάχαρο, το καρδιογράφημα ή το πιεσόμετρο εκείνη τη μέρα.

Στην αρχή πήγαινες να τους ακούσεις με κάποια αδιόρατη λαχτάρα. Μερικές φορές άφηναν την ιστορία μισοτελειωμένη, για να σε αναγκάσουν -με τον τρόπο τους- να ξαναπάς και την επόμενη μέρα, να τους κρατήσεις συντροφιά. Κάποιες ιστορίες, και κυρίως ο τρόπος που τις διηγιόντουσαν, άξιζαν λίγο απ’ το χρόνο που ξέκοβες από αλλού. Ιδίως όταν έβλεπες τα μάτια τους να λάμπουν, κοιτάζοντας έξω απ’ το παράθυρο. Πάντα έξω απ’ το παράθυρο έβλεπαν όσο μιλούσαν, σα να θέλαν να σου πουν «ξέρεις, κι εγώ εκεί πέρα ήμουν κάποτε».

Πέρασε ο καιρός, το δωμάτιο άρχισε να μυρίζει γεροντίλα, κλεισούρα, φάρμακα και παραίτηση. Αέρας καθαρός δεν έμπαινε μέσα. Για λέξεις ούτε λόγος. Οι ιστορίες γίναν μια. Η φωνή έβγαινε με δυσκολία, οι παύσεις γινόταν όλο και μεγαλύτερες. Ο χρόνος σου λίγος, το ίδιο και ο δικός τους.

Κάποτε άκουγες στους διαδρόμους ότι στο νούμερο 5 φέραν νέο γέρο κι αποφάσιζες -περισσότερο από περιέργεια παρά από αληθινό ενδιαφέρον- να πας ν΄ακούσεις τι έχει να πει, παράξενο, αλλιώτικα ειπωμένο ή διαφορετικό. Στην αρχή ίσως είχε. Αλλά δεν ήταν παρά ακόμη ένα δωμάτιο που στο τέλος θα μύριζε -κι αυτό- γεροντίλα, κλεισούρα, φάρμακα και παραίτηση.

Άδικα περίμενε ο παλιός να φανείς στο άνοιγμα της πόρτας του. Μπορεί,όμως, και να ένιωθε ανακουφισμένος. Κουράστηκε να λέει την ίδια ιστορία μόνο και μόνο για να μη βλέπει άδειο το δωμάτιο και τη διπλανή καρέκλα, για να μη μένει μονάχος του τις νύχτες με την φοβερή και τρομερή Nurse Ratched. Κάποια στιγμή έπρεπε να ξεκουραστεί και να συρθεί ν’ ανοίξει, επιτέλους, εκείνο το παράθυρο απέναντι. Περιμένοντας μετά πάνω στα καθαρά σεντόνια τον «Chief» Bromden να δώσει ένα τέλος στην ταινία.

—-

 

 

I wanna be..

Εκείνη νόμιζε ότι θα τον κράταγε κοντά της για να περνάνε μέσα σε μια ζωή-κάδρο χρωματιστές μέρες και νύχτες σαν τη ζωγραφιά του Gustave Courbet. Της γυμνής γυναίκας που σκύβει να φιλήσει ένα σκυλί-φλοκάτη την ώρα που αυτό ακουμπάει στο αριστερό της γόνατο. Για να μπορεί να τον απωθεί -τρυφερά, δεν ήταν δα καμιά άκαρδη- με την πατούσα της κάθε φορά που θα την έπνιγε το σκυλίσιο βλέμμα του ή θα έβρισκε άσχημη τη γεύση απ’ τη γλώσσα του. Γιατί οι γλώσσες και η υγρασία τους, από μια μέρα και μετά δεν τα βρίσκουν μεταξύ τους.

Εκείνος, πάλι, δέχτηκε να βάλει λουρί γιατί μια μέρα (νύχτα ήταν μάλλον) είδε στον ύπνο του πως ήταν ο Danny της (δεν είχε ποτέ ακούσει για τον Lux Interior, δυστυχώς) και πίστεψε πως θα ζούσε για πάντα εκεί, πλάι της ή ανάμεσα στα πόδια της (κυρίως ανάμεσα στα πόδια της), περιμένοντας ένα ψίχουλο, για να την προστατεύει από τα άλλα αγριόσκυλα. Με αντάλλαγμα αυτό το ψίχουλο, όποτε αποφάσιζε να του το δώσει. Ας ήταν κι ένα καρβέλι ολόκληρο, δεν έχει πια καμιά σημασία, η ιστορία παλιά είναι, πανάρχαια. Πιο παλιά κι απ’ τον πλανήτη.

Ετούτες οι αρρωστημένες διηγήσεις, που μόνο στη φαντασία των σεναριογράφων υπάρχουν, πάντα τελειώνουν άδοξα. Όταν εκείνη θα του πει :

If you can’t do what I’ve trained you to do, what fucking use are you? No fucking use is the answer. No fucking use at all.

(παίζεται και με αλλαγμένο φύλο, το σκυλί είναι μπαλαντέρ)

————–

εξ’αιτίας του Sraosha