three imaginary boys*

Τρία αγόρια.

Καθένα τράβηξε μια γραμμή. Πολύ κόκκινη. Πάρα πολύ κόκκινη. Σαν τη μπέρτα της Κοκκινοσκουφίτσας. Ή την ψυχή του Στάλιν. Μπορεί και σαν τη γλώσσα ενός χαμαιλέοντα, την ώρα που στέκεται απέναντι απ’ το πανί ενός ματαντόρ και δεν ξέρει τι γυρεύει και πώς βρέθηκε μέσα στην αρένα.

Τα χέρια τους ήταν σταθερά κρατώντας το κόκκινο μολύβι. Ήξεραν πια πως κανείς δεν θα τους ζητούσε το λόγο αν η γραμμή δεν ήταν ίσια. Αν ήταν διακεκομμένη. Αν ήταν μισή. Αν ήταν ξεθωριασμένη. Ή αν δεν υπήρχε καν γραμμή.

Οι τρεις γραμμές -έστω και λίγο άτεχνα- ενώθηκαν, γίναν μια φαρδιά κόκκινη, μπορούσες να κάνεις ως και πιρουέτες πάνω της, μπορούσες να διασχίσεις και τρεις ωκεανούς χωρίς να πάρεις ανάσα.

Έγνεψε το ένα στο άλλο, «εσύ πρώτο».

Με τη σειρά, αφού μούτρωσαν λίγο γιατί εγώ πρώτος κι όχι εσύ, πέρασαν απέναντι. Το τελευταίο πήρε μια σβήστρα κι εξαφάνισε τη γραμμή.

Εντάξει, γύρισε και είπε στα άλλα δυο το τρίτο το μεγαλύτερο, που ήταν και το πιο ψυχοπονιάρικο. Πάμε τώρα να τραβήξουμε κι άλλη μια να φτάνει κάτω, στο γκρεμό. Υπάρχουν άνθρωποι σακατεμένοι εκεί πέρα. Aς τους δείξουμε ότι κάποιος επιτέλους νοιάζεται και τραβάει ωραίες καθαρές κόκκινες γραμμές για λογαριασμό τους.

Τα άλλα δυο αγόρια κούνησαν το κεφάλι συμφωνώντας. Πιάσαν το κόκκινο μολύβι και φτιάξαν μια γραμμή που σταμάταγε χαμηλά, κάτω, εκεί που ήδη μύριζε πολύ άσχημα. Για σιγουριά όμως σβήσαν τη γραμμή στη μέση.

——————-

*thanks Robert

 

 

η ψυχοταḯστρα

Φυσικά και προβληματίστηκα για το αν έπρεπε να φτάσω ως εδώ, σε τέτοιαν εικόνα, τέτοιες μέρες. Τέτοια μέρα. Κατάντια, θα πεις. Χοντροπετσιά. Αδιαφορία. Αντικοινωνικότητα. Ξεπεσμός. Ανωριμότητα. Πες κι άλλα.

Κι αν κουραστείς να αραδιάζεις αφηρημένα πταίσματα, ξεκίνα ν’ αντιγράφεις συλλαβή προς συλλαβή τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα για να τα επισυνάψεις, με λυσσαλέα χαρά, στο κατηγορητήριο. Θα αποδεχτώ ενοχή, σε όλα. Όσα ελαφρυντικά θα έρθουν να μου σφίξουν το χέρι λέγοντας «μη σκας, εγώ είμαι δω» θα τα διώξω. Με τρόπο σκαιό.

Στο λέω, είναι μάταιο να ψάχνεις ανούσιες -εν τέλει- λέξεις και να υποκρίνεσαι πως σ’ ενοχλεί αυτό που βλέπεις. Δεν ξέρω τι λένε τα εγχειρίδια, δε με νοιάζει αν σκιάζεσαι τη λοιδωρία των φίλων σου, καρφάκι δεν μου καίγεται για τις εν δήμω αδιάβροχες ιδέες σου και τα μανιφέστα του word που με περισσή δεξιοτεχνία σκαρώνεις. Όταν τελειώσουν όλα -και θα τελειώσουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο- από κει θα πάρεις μιαν ανάσα για να ξαναξεκινήσεις.

 

 

 

gentlemen take polaroids

πέντε κλικ

————

Η μνήμη μου δεν είναι πια συνεργάσιμη μα άλλην δεν έχω. Ξέχασα αν ήταν Έλενας Βενιζέλου και Πέτρου Κυριακού ή ακόμη χαμηλότερα, στη Δορυλαίου. Ένα μικρό δισκάδικο, εκεί το ’81 με ’82, δεν θυμάμαι, oι χρονιές μοιάζουν μεταξύ τους σαν γεράσουν. Σκάλιζα ράφια, άκουγα απ’ τα ηχεία το πρώτο των Sphinx, χάζευα ωραία κορίτσια που μπαινόβγαιναν χωρίς αγόρια, κόντευε Μεγάλη Βδομάδα, είχα το εισιτήριο του ΚΤΕΛ στο πορτοφόλι, περίσσευαν λίγα κατοστάρικα, το πήρα παραμάσχαλα, νύχτωνε, έβαλα σημάδι τα φώτα απ’ το περίπτερο ανάμεσα Σούτσου και Βουρνάζου.

Kent κι έναν bic

Θα το κάψουμε σήμερα.

Jinx, Tuxedomoon

———————-

Πλατεία Αγίου Θωμά, ανηφορίζω, φτάνω.

“τι θα πιεις;”

“o,τι υπάρχει”

Πάντα κάτι υπήρχε. Σε λίγο βγαίνει απ’ τη θήκη του, καθόμαστε στο πάτωμα, η βελόνα μπαίνει στο πρώτο αυλάκι, όπως μπαίνει στη φλέβα το αναισθητικό. Ζέστη, γαλήνη και χάσιμο.

Εκείνη η πλατεία έχει ήχο, είχε τότε, Οκτώβριο, Φεβρουάριο, Μάιο, αρχές καλοκαιριού, έχει και σήμερα, όσες φορές κι αν τύχει να ξαναπεράσω, όλη η πλατεία ένα τεράστιο Steinway και οι άνθρωποι μέσα και τριγύρω της τα πλήκτρα.

Τhe Köln Concert – part one, Keith Jarrett

—————–

Τσόχα 32. Τρίτος. Θέα ακάλυπτος. Ευάερη και ευήλια όμως, αστική θέα, όχι μικροαστική. Φώτα ολόγυρα, στόρια μισοκατεβασμένα, μισοανεβασμένα, όπως το δεις.

“θα πάμε Bάϊντα, είσαι μέσα;”

“όχι”

“δεν θα βγεις;”

“κόψε, συγκάτοικοι είμαστε, δεν παντρευτήκαμε κιόλας”

“καλά ρε,τι θα κάνεις μόνος;”

“έχω παρέα, πήρα ένα δισκάκι σήμερα, καλά να περάσετε, να ευθυμήσετε κι όταν γυρίσεις ούτε που να το σκεφτείς να μου διηγηθείς την ταινία γιατί και απο μάρμαρο να είσαι θα σε πονέσω”

Knives replace air, Eyeless in Gaza

————–

Όταν σώνονται τα λεφτά πριν τελειώσουν οι διακοπές σημαίνει πως κάτι πήγε πολύ στραβά ή πολύ καλά. Δυο μέρες πριν την Κυριακή της επιστροφής μετράμε κατοστάρικα, πενηντάρικα, βενζίνες, διόδια, τσιγάρα και μελανιές πάνω μας, από τις κροκάλες στο Χορευτό κι από χέρια που δεν ξέραν τι πάει να πει «χαïδεύω». Καλά κάναν. Χορτάτα γέρασαν.

Λίγο πριν τα τσίπουρα του αποχαιρετισμού, βιτρίνα με δισκάκια. Ένα με κοιτάζει, σχεδόν παρακλητικά. Πάρε με. Ξαναμετράω κατοστάρικα. «Κι εγώ όλα κι όλα τρία κατοστάρικα έχω, μη κάνεις μαλακίες». Δεν πειράζει μωρό μου, θα πιω ένα σκέτο και θα σε φάω με τα μάτια μου ξανά. Χορταίνω κι έτσι.

Stars are stars, Echo & the Bunnymen

————–

Όταν μεγαλώσεις θα σε θέλουν όλα τα αγόρια. Μπορεί να ξανάρθεις στην ίδια παραλία. Σίγουρα θα ‘ρθεις. Μπορεί να βρεις μια ξεχασμένη βάρκα -σαν κι αυτήν- να ακουμπήσεις την πετσέτα σου πάνω της. Αν και δε σε βλέπω να συμβιβάζεσαι με λιγότερο από ξαπλώστρα. Θα τους φας την ψυχή, δεν υπάρχει περίπτωση. Και θα τους αρέσει κι από πάνω. Έχεις τον τρόπο εσύ.

«παγωτό;»

«έφαγες ένα»

«θέλω παγωτό»

«ένα φτάνει»

«φάντα;»

«θα φάμε σε λίγο»

«φάντα»

«με το φαγητό, όχι τώρα»

«τότε και παγωτό και φάντα μετά»

«καλά μωρό μου, κάτσε να σου βάλω κι άλλο αντηλιακό τώρα στην πλατούλα, πριν αρχίσουν ν’ απλώνουν χερούκλες οι μαντράχαλοι»

Sodade, Cesaria Evora

 

————-

(placebo, ελλείψει συνταγογράφησης, αλλά the music’s not over yet)

the carpet crawler

Στον πλακόστρωτο δρόμο ανεβαίνοντας για την τράπεζα. Αριστερά, ψηλά, κοντά στο τέλος. Μια χαμηλοτάβανη τρύπα ήταν, όχι πάνω από δέκα τετραγωνικά, άλλωστε όλα παλιούρια ήταν τότε εκεί πάνω. Ωραία παλιούρια όμως, σήμερα τα κάναν όλα σαν τα μούτρα τους. Μέσα ένας φτηνιάρικος πάγκος για τα μηχανήματα, δέκα ράφια για τα δισκάκια, άλλα δυο για τις κασέτες, Scotch, TDK, BASF, μερικές γραμμένες της ΕΜΙ-Columbia, τέτοια. Τέσσερα άτομα χωρούσαν δεν χωρούσαν. Αν ερχόταν πέμπτος περίμενε έξω μέχρι να τελειώσει η Θεία Λειτουργία.

We’ve got to get in to get out..

Τον ραδιοενισχυτή τον αγάπησα παράφορα, at first sight, ένας Marantz 4230, εκείνος που ήταν ντυμένος με ξύλο, όχι ο γυμνός. Ποτέ μα ποτέ δεν θα μπορούσες να ξεχάσεις την γραμματοσειρά στη βιτρίνα του. Τόσην αβάσταχτη  καλλιγραφία στο Model, τέτοιαν ομορφιά στα selector, dimension, phones, δεν ξανάδα. Ούτε τόσο ζεστό μπλε, σαν αυτό που έβγαινε από μέσα του τα απογεύματα του χειμώνα που σκοτείνιαζε νωρίς και ξέκλεβα δέκα λεπτά απ’ το φροντιστήριο για να εκκλησιαστώ. Ήμουν σίγουρος πως κι ο Ευκλείδης κι ο Καραθεοδωρή(ς) αν αντίκριζαν εκείνο το μπλε θα μου δίναν άφεση αμαρτιών για τις απιστίες μου.

Δυο πικάπ είχε δεξιά κι αριστερά του, όπως στις αγιογραφίες, αλλά σ΄εκείνες δεν βάζαν τέτοια, βάζαν αγγελάκια πάνω απ΄την Παναγία, κακώς, κάκιστα. Ένα ασχημόπαπο Garrard 25ρι (μαζί με την τσαγιέρα και την ομπρέλα το ΄βρισκες σε κάθε εγγλέζικο σπίτι) κι ένα Philips 408, ξυλί. Κούκλα. Τα νούμερα δεν τα ξεχνώ, κρατούσα σημειώσεις πάνω στο βιβλίο των Μαθηματικών, ακόμη το έχω. Τόσες σημειώσεις για πικάπ, ενισχυτές, κεφαλές και ηχεία, σε κανένα τέτοιο δεν θα βρεις, πουθενά στο σύμπαν. Μετά από κάμποσα χρόνια με έπιασα να αναρωτιέμαι αν ο Marantz είχε δυο εξόδους phono αλλά ήταν ιερόσυλη τέτοια σκέψη και την ράντισα με αγιασμό. Ξεμπέρδεψα μαζί της.

Κεφαλές Stanton και στα δυο, όμως δεν έφτανε το περιθώριο της σελίδας στο βιβλίο, ξεψυχούσε και το bic, το 68 το ξεχωρίζω, δεν είμαι σίγουρος αν ήταν 680 ή 681 και πόσα Ε σέρναν ξοπίσω τους.

Τα ηχεία του καμάρωνε ότι ήταν ιδιοκατασκευή. Της μόδας τότε το do it yourself kit. Γλίτωνες μερικά χιλιάρικα και τραβιόσουν με καπλαμάδες, νοβοπάν, καρυδιές, θαρρείς και ήσουν μαραγκός. Στράφι η μαγεία. Δεν μ’ αρέσανε ποτέ, όχι πως ο ήχος που βγάζαν είχε κάτι που μ΄ενοχλούσε στα -απροπόνητα, ένεκα εφηβείας- αυτιά μου αλλά να, ή είσαι όμορφος απ’ τη γέννα σου ή δεν είσαι. Αυτά δεν ήταν. Δυο ξυλοκούτια, ένα λερί πανί μπροστά, τόσο διάφανο όμως που φαινόταν το woofer που έχασκε, σα στόμα έτοιμο να σε ρουφήξει αν ξεχνιόσουν κι έλεγες «τα χάλια τους έχουν». Ποτέ δεν το είπα. Γιατί  αντί να κοιτάζω αυτά χάζευα στο πιο ψηλό ράφι, κοντά στο ταβάνι, ένα ζευγάρι Wharfedale Denton, που ήταν τα «καλά», για πούλημα. Μικρά αλλά και η Νάταλι Γουντ μια σπιθαμή ήταν. Κάποια στιγμή τον ρώτησα πόσο κάνουν, νούμερο δεν θυμάμαι, το διέγραψα απ΄τη μνήμη, μάλλον θα πληγώθηκα ανεπανόρθωτα. Το W όμως έμεινε αξέχαστο.

Μ’ αυτά τα ονόματα μεγάλωσα, δεν ντρέπομαι να το πω.  Περισσότερα ήξερα τότε για ένα Linn Sondek παρά για τον Μαρκ Τουέν. Ας με ρώταγες για έναν Harman Kardon, παρά για τον Παπαδιαμάντη. Τις διαφορές ανάμεσα σε ένα Celestion κι ένα KLH  τις ήξερα απ΄έξω κι ανακατωτά, τη σχέση μεταξύ Καριωτάκη και  Πολυδούρη όχι. Δικαίως. Σ΄εκείνη την τρύπα, με αυτά ενηλικιώθηκα. Έμαθα, άκουσα, ανατρίχιασα.

Δισκάκι όμως δεν πήρα ποτέ από κει, κανένα. Γιατί, ξέχασα να σου πω, πικάπ στο σπίτι δεν υπήρχε. Ένα Sanyo κασσετοφωνάκι μόνο -που το τάιζα κασέτες που μου έγραφε σ’ ένα ξαπλωτό National Panasonic RS269, έτσι λέει το σκονάκι μου- κόντρα στα θεριά εκεί έξω. Σιγά τα θεριά, θα πεις. Ναι, αλλά αυτό άργησα λίγο ακόμη να το μάθω, μέχρι που μπήκε στο σπίτι το Thorens. Ο Yamaha. Το Νakamichi. Και τα B&W. Είδες; Πέρασαν τόσα χρόνια αλλά W μπήκε στο σπίτι, έστω και με συντροφιά.

Και η μουσική; πού είναι η μουσική;

Α, η μουσική δεν σταμάτησε στιγμή να με εκδικείται. M’έλιωσε, με τσάκισε. Όσες φορές και να ‘παιξε  το Carpet crawler με μένα χυμένο στο χαλί, σφιχταγκαλιασμένο μ’ ένα ποτήρι, με μάτι θολό και  φώτα κατεβασμένα, ούτε μισή φορά ακούστηκε η κιθάρα του Hackett τόσο παραπονεμένη όπως στο γκρεμούλι, ούτε μια φορά η φωνή του Gabriel είπε τόσο καθαρά  Thereno hiding in my memory , Thereno room to avoid  όπως τότε.

.

 

 

fuck your manuals

Πρώτα βγάζω απ’ το βάζο δυο ελιές πράσινες, μπαμπατζάνικες, όπως τις έλεγε η σχωρεμένη η γιαγιά μου. Κρεατωμένες, χαρακωμένες, ξιδάτες, ζουμπουρλούδες. Αυτό το τελευταίο ήταν του παππού. Το ‘χε ένα μικρό παράπονο που η γυναίκα του δεν ήταν διπλόφαρδη. Παραφωνία στη γειτονιά, όπου η πιο αδύνατη ήταν σαν την Angelica του Ρούμπενς. Τότε δεν είχαν ζυγαριές για τους ανθρώπους, τέτοια παραπανίσια άγχη δεν τα χρειάζονταν. Για τα ρύζια μόνο είχαν, για τα βούτυρα, το αλεύρι και τον χύμα τοματοπελτέ. Βάλε και τρεις-τέσσερις θασίτικες, από κείνες τις σταφιδιασμένες. Όση ομορφιά τους λείπει, τόσο λυσσάρες είναι, χυμάνε μες στο στόμα σου και κείνο ίσα που προλαβαίνει να πει «παραδίνομαι, ξεγυμνώστε με, κάντε με ο,τι τραβάει η ψυχή σας».

Στο πλάι απ’ τις ελιές ένα κομμάτι φέτα, τρεις πιρουνιές όλη κι όλη, να τελειώνει πάνω που αρχίζει η καύλα στο στόμα, έτσι, για να τη λαχταράς περισσότερο. Να θες να γλύψεις και τα τρίμματα. Και τη γωνιά απ’ το πιάτο που ξάπλωνε. Φετηδονιστής. Μπορεί από κει να βγήκε και το fetish, θα το ψάξω όταν τελειώσω.

Αγγουράκι κομμένο σε λωρίδες, όχι απ’ τα σποριασμένα, τα τζούφια. Απ’ τα σφιχτά, εκείνα που όταν τα ζουλάς δεν βγάζουν στάλα νερό, πασπαλισμένο με λίγο χοντρό αλάτι. Ραντίζω μετά με ξύδι, για να αντιμιλάει όμορφα η ξυδίλα την ώρα της μπουκιάς. Ξύδι αληθινό ε, όχι τα ξερατά με καραμέλες και χρώματα. Χοντρό αλάτι πέφτει πάνω και σε και μια ντομάτα, ανοιγμένη γαρύφαλλο. Αυτήν θα την τιμήσω και με μια πρέζα ρίγανη. Ή λίγο φρέσκο θυμάρι, αν τα ζουμιά της -την ώρα που χύνονται- με συγκινήσουν πολύ. Αν μυρίζουν ντοματίλα κι όχι κοκκινόνερο.

Κασέρι Ξάνθης. Οr die. Άμα θες γραβιέρα, τράβα Νάξο ή στους -άκηδες. Δικό μου το πιάτο, δικά μου τα κολλήματα. Να τρως και να σκουπίζεις τα λάδια απ’ τα χείλια σου. Μπαμπέτ και μαλακίες..

Άμα έχω καμιά ξεχασμένη αντσούγια στο ψυγείο, έχει καλώς. Θα ζήσει στιγμές δόξας, που τις είχε ξεχάσει από τότε που κολυμπούσε ως γαβράκι. Αν δεν έχω, μπορεί να βρίσκεται λίγος παστουρμάς. Και μια φέτα την κάνει τη δουλειά. Άντε δυο, όχι τρεις, για χόρταση δεν είναι. Θα μυρίζουν μετά τα βρακιά απ’ το τσιμένι, οι μασχάλες, το WC, το σύμπαν. Αλλά έτσι είναι τα καλά και απαγορευμένα, αφήνουν σημάδια πίσω τους. Όσο και να πλυθείς πριν γυρίσεις σπίτι, ακόμη και να γδαρθείς με το σφουγγάρι, πέτσες να κρέμονται από πάνω σου, σα ματωμένη ακακία να μοιάζεις, κάποια στιγμή θα προδοθείς.

Το ψωμί έτοιμο είναι, κομμένο, χτεσινό. Καλά ψωμιά δεν βρίσκεις εύκολα πια, θα βολευτώ μ΄αυτό. Για να μη τρέχουν τα σάλια σου είναι το ψωμί, σαν τις αιμοστατικές γάζες στις ανοιχτές πληγές. Κάνουν δουλειά, ίσα μέχρι να ‘ρθουν τα ράμματα. To τσίπουρο, εν προκειμένω. Με κρύο νερό, λένε. Πάει, malt το κατάντησαν κι αυτό, τίποτε δεν μπορείς να ευχαριστηθείς χωρίς τύψεις. Βάζω όσα παγάκια χωράει το ποτήρι,  fuck your manuals.

Κάτσε δίπλα, πάρε πιρούνι και άρχισε να τσιμπολογάς. Σε προειδοποιώ, μη πεις κουβέντα για το μαύρο μας το χάλι και τα σκουπίδια που παριστάνουν τους σωτήρες, όχι σήμερα, όχι τώρα. Τετρακόσιες λέξεις αράδιασα ο έρμος στο πιατάκι, μισή δεν θα σου κάνει κέφι για να ξεχαστούμε μια στάλα;

——————

αφιερωμένο στο συνεταιράκι μου και στον αγώνα μας να πετύχουμε το πιάτο του ενός ευρώ, κομπλέ

οι μοδίστρες

Μετά από χρόνια περισυλλογής, ψεύτικων αποφάσεων και αναβολών, οι άνθρωποι το πήραν απόφαση να ξανασχεδιάσουν το πατρόν τους από την αρχή.

Κι αν δεν έβγαινε όπως το λογάριαζαν, αν τους έλεγαν «πολλά ζητάτε, δεν πήρατε χαμπάρι πως αλλάξαν οι καιροί;» θα το έκοβαν στα περισσεύματα για να τους ταιριάξει. Τα βράδια, για να ντρέπονται λιγότερο, θα κόβαν ακόμη και όσα δεν περίσσευαν. Ήταν αποφασισμένοι αυτό το χειμώνα να φορέσουν ξανά τη ζωή τους πάνω τους. Κουτσή, στραβή, κομμένη, στενή, ξηλωμένη, ξεφτισμένη, παρτάλι, αγνώριστη, όπως και να ‘ταν.

Αλλά γυμνοί δεν θα βγαίναν έξω την επόμενη άνοιξη. Τέτοιαν χαρά δεν θα προσφέραν στα μάτια των ντυμένων που σιγά σιγά, εδώ και καιρό μαζεύαν τα μολύβια και τα ψαλίδια από κάθε σπίτι, μα γνώριζαν πως όσα και να μαζέψουν, ένα μολύβι κι ένα παλιοψάλιδο πάντα θα είναι καταχωνιασμένα κάπου μέσα μας. Για καλό και για κακό.

 

 

η σιωπή των ψυγείων

Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα στιχάκι του Hammill. Οποιοδήποτε. Ένα ρεφρέν χωρίς αρχή μέση και τέλος του Tim Buckley. Ένα σόλο του Fripp, σκέφτομαι αυτό στο Damage, αυτό, ναι. Ένα βογκητό της Diamanda, που δεν βγήκε από μέσα της γιατί ντράπηκε να ορθώσει ανάστημα, το λιπόψυχο, μπρος στα ουρλιαχτά της. Tα δάχτυλα του Roedelius και του Moebius στο by this river. Ίσως κι ο Gabriel, την ώρα που παίζει μουσκίδι το here comes the flood κάτω από μια τρύπια τέντα, σε ένα χωράφι στα midlands, μόνος, αυτός, ένα πιανάκι και μια σάπια ψιχάλα. Θα μπορούσε να είναι και ένα τραγουδάκι του Adrian Borland που δεν πρόλαβε να γραφτεί.

Θα μπορούσε. Με τέτοια φανταχτερά κι αλλότρια μεγαλοπιάνομαι.

Ακούω όμως μόνο το μολύβι που χτυπάει το ξύλο, σκίζοντας το χαρτί, κάνοντας υπολογισμούς και ξανά μανά υπολογισμούς, παλεύοντας με αριθμούς καλά προπονημένους. Το τακ τακ απ’ το φτηνό μολύβι -που δεν βγήκε δα κι από κανένα σοβαρό εργοστάσιο- και η ανάσα απ’ το ψυγείο. Η ώρα πήγε εφτάμιση, έξω νύχτωσε. Βιάζεται να φύγει το φως, ούτε κι αυτό αντέχει τέτοιας άριστης ποιότητας σιωπή, δεν το αδικώ. Ούτε Hammill, ούτε Robert, ούτε Βrian καταδέχονται να ντύσουν μια τέτοια μέρα. Μόνο ένα μασημένο στην άκρη του μολύβι κι ένα παλιοψυγείο. Σε λίγο θα το βγάλω κι αυτό απ’ την πρίζα. Για να μην ενοχλεί τη μύτη απ’ το μολύβι, να μη της αποσπά την προσοχή από τον ωραίο και μάταιο αγώνα της ενάντια στο ξύλο.

Drink up, dreamer, you’re running dry.

 

 

 

 

ωχ

Εφτάμιση. Τους είδα σήμερα στη διαδρομή. Μπουφάν στους γυρτούς ώμους. Φύλλα πεσμένα στους δρόμους. Σκέφτομαι αν θα ανατρίχιαζα βλέποντας μπουφάν πεταμένα δεξιά κι αριστερά στα πλακόστρωτα και ανθρώπους να σκεπάζονται με φύλλα για να μη τους δαγκώνει η πρωινή ψύχρα. Βλακείες σκέφτομαι. Αλλά μπορώ να το κάνω και χειρότερο: μπουφάν να κρέμονται απ’ τα δέντρα, να κιτρινίζουν, να ξεθωριάζουν, να γίνονται κουρέλια και να πέφτουν ένα ένα, κάνοντας ένα ξέψυχο «ωχ», έναν σακατεμένο γδούπο, ερήμην αφεντικών.

Τα αφεντικά πούλησαν τα «ωχ» τους. Ο,τι μπόρεσαν πούλησαν. Όσο όσο. Δύσκολος χειμώνας μπροστά. Μουγκός. Φοβάμαι πως κανέναν δεν τρομάζουμε πιά, ντυμένοι ή γυμνοί.