
Ανέκαθεν εκεί ζούσε ο κύριος Δ5. Στο Δ5. Μπήκε στο διαμέρισμα, λέγαν οι παλιοί της οικοδομής, ταυτόχρονα με τα κουφώματα. Σχεδόν πριν δώσει η ΔΕΗ ρεύμα. Εγώ ήρθα μετά.
Κόντευε ογδόντα. Λίγα μαλλιά, άσχημα βαμμένα. Κατά τα άλλα στεκόταν μια χαρά. Σωματικά εννοώ. Στο σπίτι του δεν έχει μπει ποτέ κανείς. Από πού πήρε σύνταξη, πού δούλεψε, που ζούσε πριν το Δ5 (αν υπήρχε ζωή πριν το Δ5) δεν ήξερε κανείς. Αν έχει ή είχε κάποιον συγγενή, αληθινό δηλαδή, δεν ήξερε κανείς.
Ο κρεοπώλης του Δ1 (ούτε μια φορά ψώνισα από κείνον γιατί κυκλοφορούσαν σκοτεινές φήμες για τις σάρκες που κρέμαγε στα τσιγκέλια του) μας είπε πως είδε κάποτε -περασμένες τρεις τα ξημερώματα- μια γυναίκα να μπαίνει στο σπίτι του κυρίου Δ5. Με κλειδιά. Φορούσε μαντίλα -είπε- και μακρύ σκούρο παλτό, ως τη μέση της γάμπας, ούτε πρόσωπο ούτε τίποτε άλλο κατόρθωσε να διακρίνει απ’ την άλλη πλευρά του διαδρόμου. Τον αποπήραμε, αποκλείεται, λάθεψες. Ορκίζομαι στα κόκκαλα της μάνας μου, μας απάντησε και από τότε έπιανε έναν έναν τους πιο ευάλωτους σε παραμύθια (κυρίως όποιον νέο ενοικιαστή εμφανιζόταν, οι φοιτητές του Α4 -από τότε που θυμάμαι το A4 μόνο φοιτητές είχε στα σωθικά του- φτύσαν αίμα), «στ’ ορκίζομαι, αφού την ξανάδα πριν τρεις βδομάδες να βγαίνει απ΄το σπίτι στις δυο το πρωί κι όταν με είδε ν’ αφήνω τη σακκούλα με τα σκουπίδια στην εξώπορτα ξαναμπήκε μέσα», μέχρι που σταμάτησε και ο τελευταίος να τον ακούει και ησύχασαν επιτέλους και η κλείδα και η ωλένη της μάνας του.
Από τη μέρα που μου φόρτωσαν τη διαχείριση, η εξώπορτά μου τον έβλεπε τρεις και τέσσερις φορές κάθε βδομάδα. Στην αρχή έμαθα ότι ο γιος που είχε κάνει με μιαν αδιευκρίνιστη σύντροφο (η λέξη «γυναίκα» δεν βγήκε ποτέ απ’ το στόμα του, εφεύρισκε πάντα κάτι διαφορετικό και καινούργιο για να περιγράψει το άλλο φύλο) είχε πεθάνει υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες σε έναν αδιευκρίνιστο τόπο κάποια αδιευκρίνιστη χρονιά. Εξισώσεις με τέσσερις αγνώστους κανείς δεν κάθεται να λύνει, χαμένος χρόνος. Λες άπαξ ένα «ω, λυπάμαι» και κλείνεις ως συμπάσχων. Την ενδέκατη φορά που ξεκίνησε να μου μιλά για τον γιο του, ρώτησα τάχα μου ευγενικά «μόνο ένα παιδί είχατε;» κι έτσι έμαθα και για την κόρη. Εκείνη ζούσε εδώ και τριάντα χρόνια στο Περού, «εκεί πρωτοπήγαν έλληνες, πριν καν εμφανιστούν οι Αζτέκοι, μετά εξαφανίστηκαν, τους εξολόθρευσαν οι ιθαγενείς για να μη κλέψουν τα μυστικά τους». Πηγαίνει δυο, μπορεί και τρεις φορές κάθε χρόνο αλλά τις δυο τελευταίες δεν μπόρεσε να την βρει. Ίσως άλλαξε διεύθυνση, ίσως έχασε τη δουλειά της και έφυγε, θα προσπαθήσω ακόμη μια φορά και μετά δεν θα ξαναπάω, μεγάλωσα και κουράζομαι εύκολα πια. Ακρίβυναν και τα εισιτήρια.
Μετά το δέκατο πέμπτο ντριν σε λιγότερο από ενάμιση μήνα, θα ήθελα να μην ξανανοίξω ποτέ την πόρτα, να κοιτάζω απ το ματάκι και να κρύβομαι (ως το επόμενο ντριν, που δεν θα αργούσε) μα είχα χωθεί ως τα φρύδια μέσα στην ιστορία. Όχι σ’ αυτά τα εμμονικά που επαναλάμβανε ο κύριος Δ5 πασπαλίζοντάς τα με λεπτομέρειες που ουδέποτε συγκράτησα, όχι αυτά. Η ιστορία ήταν ο ίδιος ο Δ5. Δεν με ένοιαζε πια τι έλεγε, ήθελα να τον βλέπω στην εξώπορτα, για τρία λεπτά, για δέκα, για μισή ώρα. Όταν δεν φάνηκε για τέσσερις μέρες, ήθελα να πάω να χτυπήσω την πόρτα του να ρωτήσω τι του συμβαίνει. Δεν ξέρω γιατί αντιστάθηκα.
Ποτέ δεν διάβηκε την εξώπορτα ο κύριος Δ5, όσες φορές του είπα «ελάτε μέσα» (δυο τρεις φορές μόνο, στην αρχή) εκείνος έλεγε «όχι , σας ευχαριστώ, τα σπίτια είναι σαν τα παπούτσια, δεν χωράει άλλος μέσα τους». Άρχισα να βλέπω στον ύπνο μου ότι πρωί, μεσημέρι, νύχτα κατέβαινε να πληρώσει τα κοινόχρηστα και να μου διηγηθεί ακόμη μια ίδια ιστορία, μέχρι τα ξημερώματα, όρθιος στην πόρτα. Ξυπνούσα κομμάτια, τέτοιους μαύρους κύκλους στα μάτια ούτε ο Ρόμπερτ Σμιθ. Αφού πλήρωνε κανονικά -την πρώτη κιόλας μέρα που έβγαινε η κατάσταση με τα κοινόχρηστα στην είσοδο- του ετοίμαζα ψεύτικες αποδείξεις κοινοχρήστων, γιατί σε κάθε ντριν εξώπορτας ο κύριος Δ5 μου έφερνε ψεύτικα ευρώ, ότι παλιόχαρτο μπορείς να φανταστείς, που είχε γραμμένο πάνω του με στυλό 5, 10, 50. Μόνο κάτι με 100 δεν έφερε ποτέ «για να μη σας δυσκολέψω με τα ρέστα». Ποτέ δεν ερχόταν άνευ λόγου, πάντα ερχόταν για να πληρώσει τα κοινόχρηστα. Μια δυο φορές που έλειπα άνοιξε η γυναίκα μου, είπε λίγο ταραγμένος «ω, συγγνώμη, λάθος όροφος» κι έφυγε..
Εκείνη σταμάτησε να με ρωτάει «αυτός ήταν πάλι;» όταν της απάντησε «όχι, ο Τρελκόφσκι» και (όπως ήταν φυσικό) στην αρχή μου κράτησε τρεις μέρες μούτρα για την φτηνή επίδειξη διαχειριστικής ειρωνείας και μετά που νοίκιασε το DVD και ξαναείδε την ταινία για να την εμπεδώσει, φοβήθηκε (όπως ήταν πιο φυσικό) να ξαναρωτήσει οτιδήποτε. Δεν την αδικώ. Κι εγώ μπορεί να με φοβόμουν.
Ένα πρωινό Κυριακής, την ώρα που έξω δεν είχε ξημερώσει ακόμη κι ας έδειχνε το ρολόι της κουζίνας δέκα παρά πέντε, ανέβηκα στον τέταρτο, στο Δ2, στον φούρναρη, τον πιο παλιό και έμπειρο διαχειριστή. Πριν προλάβω να τον ρωτήσω αν είχε κάθε μέρα στο κατώφλι του τον κύριο Δ5, άρχισε τα παράπονα για το κρύο. Δεν έδωσα σημασία, αν είσαι συνηθισμένος να φουρνίζεις ψωμιά, όλα τα καλοριφέρ σα καντήλια καίνε. Στο τέλος αφού είπε «άμα καίνε έτσι, εγώ δεν ξαναπληρώνω, εξηγούμαι», ξεκαθάρισε ότι ο κύριος Δ5 εμφανιζόταν κάθε μήνα μια φορά στην πόρτα του. Πλήρωνε, τέλος. Κατέβηκα στη χήρα του Α1, που είχε τη διαχείριση πριν από μένα, τη ρώτησα τα ίδια. Μου είπε όχι, πλήρωνε πάντα στην ώρα του και δεν τον ξανάβλεπε παρά μόνο τυχαία, στο ασανσέρ ή στην επόμενη πληρωμή, «αλλά άστον αυτόν, κρυώνουμε φέτος, να ανεβάσεις ξανά το θερμοστάτη στους 75 αγόρι μου». Η οικοδομή κρύωνε, απ΄ την κορφή του φούρναρη ως τα νύχια της χήρας.
Γιατί μόνο σε μένα ο κύριος Δ5; Και γιατί όταν χτυπούσε το κουδούνι μου πάντα έβρεχε έξω και είχε σύννεφα ως τα πεζοδρόμια; Πάντα. Σκηνή ξεπατικωμένη από το Seven.
Ανεβαίνοντας σπίτι χτύπησα στη Στέλλα, στο Β4. Έτσι. Ούτε διαχείριση είχε ποτέ, ούτε πληροφορίες έψαχνα από κείνην. Αν άνοιγε δεν ήξερα τι θα της έλεγα, ευτυχώς έλειπε. Μάλλον στην εκκλησία. Ωραία γυναίκα, ζήτημα να ‘ταν σαρανταπέντε, άντε σαρανταεφτά, έμπλεξε με κάτι παλαβές θεούσες όταν χώρισε, έκοψε τα κομμωτήρια, έβγαλε τα τακούνια και ξόρκισε τα πάνω απ΄το γόνατο. Κρίμα, είχε τα πιο ωραία γόνατα που είχα δει ποτέ μου. Σίγουρα θα είχαν γεύση καρύδα. Μπορεί και νουτέλα. Όταν έμεινε μόνη, με σκέφτηκα πολλές φορές να τρυπώνω στο σπίτι της που σίγουρα θα μύριζε υπέροχα–το ασανσέρ ήταν τεκές με Εscape όταν έβγαινε εκείνη- αλλά η μεταμόρφωσή της με αποθάρρυνε. Δεν υπήρχε περίπτωση να βρεθεί πνευματικός που θα της έλεγε να βάλει μέσα της ο,τιδήποτε εκτός απ΄το Χριστό. Χαμένη παρτίδα από χέρι, δεν του μοιάζω.
Τη Στέλλα την θέλει ο ΔΕΗτζής του Γ3. Βλέπω πώς την κοιτάζει στις συνελεύσεις, δεν είμαι χαζός, ούτε τυφλός είμαι. Μια μέρα θα ρίξω ένα χαρτάκι κάτω απ΄την πόρτα του, όταν εκείνος θα λείπει στη δουλειά. Μια μέρα. Σύντομα.
Χτες βράδι ο κύριος Δ5 ξανάρθε στις οκτώμιση. Με πλήρωσε με τρία χαρτιά διαφημιστικά από γυράδικα, νομίζω 140 ευρώ έγραφαν όλα μαζί, του έδωσα απόδειξη για διακόσια, αυτή βρήκα πρόχειρη. Πήγε εννιά παρά τέταρτο και ήταν ήδη βράδι με πανσέληνο, κερνούσε ντόπιες μπίρες στο Περού έναν ινδιάνο προσπαθώντας να μάθει -μιλώντας αρχαιοελληνικά- αν έχει νέα απ την κόρη του, όταν ξαφνικά μου είπε «συγχωρήστε με για την αδιακρισία αλλά νομίζω καίγονται οι παντσέτες μέσα, βγάλτε τις απ’ το φούρνο και σας περιμένω, έχω νέα, στην πέμπτη μπίρα μου τα είπε όλα ». Έκλεισα την πόρτα. Μάλλον δυνατά, γιατί όταν τόλμησα να δω απ΄το ματάκι μετά από πέντε λεπτά, κανείς δεν στεκόταν έξω.
Το άλλο πρωί άφησα ένα σημείωμα στην πόρτα του. «Σας ζητώ συγγνώμη για χτες, παραλίγο θα καιγόμασταν. Το απόγευμα θα χρειαστώ τη βοήθειά σας»
Στις εξήμιση κατεβαίναμε παρέα τα σκαλιά για το λεβητοστάσιο. Από τις έξη και τέταρτο με περίμενε στην εξώπορτα. Δεν άνοιξα, του φώναξα «παίρνω κάτι και έρχομαι». Πήρα έναν φακό, το φως εκεί κάτω ήταν λιγοστό, μπήκαμε στο ασανσέρ και του εξήγησα ότι τον χρειάζομαι να κρατά τον φακό στραμμένο προς το χρονοδιακόπτη όσο θα τον ρυθμίζω. Έλαμψε επειδή θα φαινόταν χρήσιμος, νόμισα. «Αφήστε, θα τον ρυθμίσω εγώ και θα έχουμε και χρόνο να σας πω τι έμαθα μετά την πέμπτη μπίρα, την Τρίτη πετάω για Περού ξανά». Έσφαλα.
Για κοντά ογδόντα, κατέβηκε τα σκαλιά αξιοζήλευτα. Έκλεισα την σιδερένια πόρτα πίσω και πήρα μια μπριγκέτα στα χέρια, αφού ήταν πολύ μακρινή η μέρα που πρωτογέμισε ο λέβητας πετρέλαιο, με δραχμές. Τώρα έκαιγε μπριγκέτες, ευρώ κι απλήρωτα κοινόχρηστα . Ο κύριος Δ5 ήταν ήδη σκυμμένος στον χρονοδιακόπτη με το φακό στα χέρια. «Τι ώρες θέλετε να το βάλω;» ρώτησε. Το ερωτηματικό -κι ένα κλειδί- έπεσαν χάμω με γδούπο.
Σκουπίστηκα με ένα πανί που ήταν ξεχασμένο πάνω στο λέβητα, το πέταξα κι αυτό μέσα στη φωτιά. Έσβησα το φως, κλείδωσα, ανέβηκα στο σπίτι. Ήμουν μόνος. Έπλυνα τα χέρια στα σκοτεινά, πήγα ως τη βιβλιοθήκη, άναψα το φακό, βρήκα τον δίσκο, ακούμπησα τη βελόνα πάνω του, Nothing to lose, το πέτυχα με την τέταρτη προσπάθεια. Άναψα ένα τσιγάρο, παλιά κάπνιζα Gauloise αλλά το γύρισα στα λάιτ Μάρλμπορο γιατί παραήταν εστέτ τα γαλλάκια. Έβαλα -πάντα στα σκοτάδια- Jameson σε ένα νεροπότηρο, έριξα και μια γουλιά νερό, χύθηκα στον καναπέ. Ένοικοι λίγο πολύ είμαστε όλοι, τις εποχές του ζόφου, σκέφτηκα κοιτάζοντας την κάφτρα, απλά σε μερικούς χωράει και μια τζούρα απ’ το The Party μέσα τους.
Θα ‘χουν να λένε για τη ζέστη της αποψινής νύχτας, δεν τολμάς ν’ αγγίξεις τα καλοριφέρ, το μέταλλο ζεματάει.
Όταν κοιμηθούν όλοι στην οικοδομή, θα ανέβω στο Δ5.
——-
κειμενάκι (δυστυχώς στοιχειωμένο, πλέον) γραμμένο για το Περιοδικό Unfollow