Πρώτη Μαΐου…

..κι απ’ τη Βαστίλλη παίρνεις την 5, την πορτοκαλί, με κατεύθυνση Bobigny Pablo Picasso και κατεβαίνεις έξη στάσεις μετά, εκεί που θα δεις ταμπέλα Gare du Nord, από κει ανεβαίνεις στο Thalys και πας Κολωνία για μπίρες στο Sion χαζεύοντας βαρκάκια στο Ρήνο ή στο Eurostar για Λονδίνο, για το FA Cup Final στο Γουέμπλει, το ποιός παίζει -η Στόουκ με τη Μάντσεστερ Σίτι παίζουν- είναι παντελώς αδιάφορο, το ‘πε κι ο κινέζος, «black cat,white cat, its a good cat if it catches the mouse», εσύ για το ποντίκι πας, όχι για τις γάτες, είτε Βαστίλλη, είτε παραρήνια, είτε στις κερκίδες μη σπαταλάς τσάμπα χρόνο και σκέψεις για το πού είναι το κορίτσι που αγαπούσες, είτε με άλλον είναι τώρα, είτε μόνη και άγνωστο πού, είτε δίπλα σου κι αγνώριστη, ποιά μακριά μαύρα μαλλιά, ας είναι καλά η wella, απ’ το να τρέχεις να την ψάχνεις στους δρόμους στην ηλικία σου καλύτερα να πίνεις Gaffel ή Boddingtons μέσα στο πλήθος για να ξεχν

Θα γράψεις κι άλλα;

Δεν ξέρω. Γιατί;

Kλείσε το λάπτοπ, θα κρυώσει το παιδί. Δέκα λεπτά έχει που πήρε τηλέφωνο για να πας να την πάρεις. Έλεος πια…

politics my ass

 

Μου ‘λεγε ο Χρόνης μετά την περιφορά του Επιτάφιου -όσην ώρα στραγγίζαμε μια διμοιρία Κάιζερ- πως η πολιτική και η τέχνη είναι παρεξηγημένες έννοιες σήμερα, «να, για παράδειγμα πέρσι, πρόπερσι, δεν θυμάμαι κιόλας, ήμασταν στην Tate και βλέπαμε συνέχεια πινακίδες «adults only» με ένα βελάκι από κάτω, ακολουθήσαμε τα βελάκια σαν τα χαϊβάνια που κατέβηκαν απ΄τα βουνά και μας έβγαλαν αυτά σε μιαν αίθουσα όπου ένας άνδρας γυμνός έπαιρνε το πουλί * του στο χέρι και το έβαζε -σαν σπαθί σε θηκάρι- από πίσω του, δεν λέω πως έδειχνε να το ευχαριστιέται κιόλας, μάλλον ανέκφραστος ήταν ο καλλιτέχνης αλλά ούτε κι εμείς τρελαθήκαμε απ’ την περφόρμανς».

Αίθουσα «men only» δεν είχε ; ρώτησα. Μετάνιωσα την ώρα και τη στιγμή. Με κοίταξε λοξά, αφήνοντας το ποτήρι του κάτω (λίγος αφρός κρεμόταν απ΄το πάνω χείλος του).

Μην είσαι τόσο naive, απάντησε, η Τέχνη είναι γνωστόν πως είναι άφυλη. Στο λέω πάντως, μια ματιά έριξα και έφυγα, δεν ήταν και για χόρταση.

Εντάξει, του είπα, λογικό να μην ενθουσιάστηκες. Κάθε άντρας που σέβεται τον εαυτό του θα στεκόταν αμήχανος μπρος σ’ αυτό.

Τι εννοείς ; με ρώτησε απορημένος κι ενοχλημένος μαζί. Ποιό αυτό;

Το μέγεθος. Δεν είναι δα και walk in the park να κάνεις κάτι τέτοιο αν δεν σε έχει προικίσει ο καλός θεούλης με κάτι σαν σωλήνα ποτίσματος.

Μην είσαι μαλάκας, με αποστόμωσε. Σιγά μη μ’ ένοιαξε αυτό. Απλά θυμήθηκα ότι κάτι τέτοια, και πιο ζόρικα ακόμη, έκανε ο Σωτηράκης ο ντελής στην Καρδίτσα πριν σαράντα χρόνια. Και σήμερα μας τα πετάνε στη μούρη για πρωτοτυπία κι αβανγκάρντ.

Παραγγέλνοντας ακόμη δυο μπίρες είχα, αίφνης, μια παρόρμηση να τον ρωτήσω και σε τι ακριβώς έγκειται η παρεξήγηση της πολιτικής ως έννοιας  αλλά η δόση της Τέχνης ήταν τέτοιας ποιότητας και έντασης που δεν θέλησα να φανώ τόσο Σωτηράκης. Και σιώπησα.

* δεν είπε “πουλί” ασφαλώς αλλά δεν τσαλακώνω το προφίλ μου κάνοντας κόπι-πέιστ σε βρώμικα λόγια αλλωνών

γαμώ την κερατέα μου

Ποτέ δεν με ρώτησες αν συμφωνώ να πετάξεις τα σκουπίδια σου μέσα μου. Αν με ρώταγες θα σου ‘λεγα «κράτα τα εσύ», μέχρι να σε καταπιούν. Εγώ έχω τα δικά μου να διαχειριστώ, άρχισαν πια να βρωμάνε κι ελάχιστοι τολμηροί αντέχουν να με πλησιάσουν. Οι πιο πολλοί από περιέργεια, ζωντανά ψοφίμια δεν βλέπεις κάθε μέρα. Όσο νερό και σαπούνι κι αν ρίξω πάνω μου, κομμάτια να κάνω το δέρμα απ’ το τρίψιμο, αίμα να τρέχει απ’ τις κλειδώσεις μου, η μυρωδιά θα είναι εκεί. Κλειστόν. Δεν δεχόμαστε άλλα, δεν δεχόμαστε ξένα κι ας λες εσύ πως δεν είναι -για όλους-σκουπίδια.

Χτες βράδυ άκουγα ξανά «we lost some time after things that never matter», ούτε που ξέρω πώς μου ‘ρθε να ξεσκονίζω βινύλια και να καθαρίζω βελόνες, για μια στιγμή ένιωσα σαν το πρεζόνι της Shure, τόση φροντίδα και λαχτάρα για τη μικρή -σπάνια όπως καταντήσαμε- ακίδα. Τον δίσκο τον αγόρασα το καλοκαίρι του ’81 από το Βόλο, μάλλον Αύγουστος ήταν. Επιστρέφαμε από το Πήλιο, είχαμε τσακίσει τα πλευρά μας και τα γόνατά μας στα κατσάβραχα του Χορευτού, τότε όμως κόκκαλα, γόνατα, μυαλά, στομάχια άντεχαν. Δεν θυμάμαι πόσο τους πλήρωσα τους Echo, κράτησα χρήματα ίσα ίσα για μια Χένινγκερ, ένα πακέτο μάρλμπορο για κείνην και τις ρεφενέ βενζίνες του γυρισμού, σε όλη τη διαδρομή με έτρωγε το άγχος αν θα επιζήσει κανένα κατοστάρικο στην τσέπη για τα διόδια στα Μάλγαρα, τότε το «δεν πληρώνω» ήταν ακόμη αγέννητο. Το ίδιο και το «lost» και το «some time», ούτε «χάνω» ούτε «χρόνος» ξέραμε τι σημαίνει. Και να ξέραμε δηλαδή δεν μας ένοιαζε. Τα εικοσάχρονα του Liverpool ήταν -κατά πως φαίνεται- πιο υποψιασμένα από τα εικοσάχρονα της Ξάνθης (άσχετο -ίσως-μα η ομάδα φορούσε ακόμη κόκκινα τότε) αλλά δεν το ‘χω σκοπό να ντραπώ αναδρομικά και γι αυτό. Για τίποτε δεν ήθελα να ντραπώ τότε, παρά μόνο γι αυτά που δεν έκανα. Δεν θυμάμαι να ντράπηκα ούτε κι όταν -αρκετούς Αύγουστους μετά- ξέγραψα και τον ΜcCulloch, αποφασίζοντας αμετάκλητα πως “everything matters”.  To «nothing else matters» ήρθε έντεκα χρόνια αργότερα και o James Hetfield δεύτερος, καταϊδρωμένος, κοντά τριαντάρης. Εγώ όμως ήμουν μεγαλύτερος. Όταν είσαι μεγαλύτερος λες ο,τι θες, ήδη πρόλαβες και κολύμπησες λίγο μέσα σε σκουπίδια. Κλειστόν λεβέντη μου, του είπα. Μην αντιμιλάς, τα ξέρουμε αυτά, γεμάτοι είμαστε, πέτα τα αλλού.

Το βιβλίο του Μουρακάμι αγκομαχούσε ως τη μέση του μα αποδείχτηκε τελικά απροπόνητο. Αν ξεκινάς κάτι, τράβα το ως το τέλος. Δεν αρκεί το jazz σάουντρακ και η μοιραία γυναίκα, τέτοια κολπάκια ο Χάμετ, ο Κέιν, ο Τσάντλερ και τα φιλμ νουάρ τα παίζαν στα δάχτυλα. Ακόμη κι αυτή η hysteria siberiana μου φάνηκε γνώριμη. Μόνο που εμείς, οι τότε εικοσικάτι, εγώ έστω -ας μη μιλάω και για σένα- δεν ξεκινάω σα μαγεμένος ή υπνωτισμένος  για κάπου μακριά, προς τα κει που δύει ο ήλιος για να με βρουν πεθαμένο από ασιτία, δίψα, ανία ή μολυσμένο έρωτα μετά από μέρες, βδομάδες ή χρόνια. Μέσα μου βολοδέρνω, βήμα δεν κάνω αλλά λιώνω σόλες, εξαφανίζομαι, ξαναγυρνάω, ξαναχάνομαι, βλέπω κι άλλους στην ίδια διαδρομή, κάποιοι ζουν, κάποιοι δεν επιστρέφουν ποτέ, αν μυρίζεις κάτι άσχημο όσο και να πλυθείς, όση κολώνια, νερό και σαπούνι αν ρίξεις πάνω σου παρ’ το απόφαση. Δεν ήσουν απ’ τους τυχερούς, σάπισες τρέχοντας -δίκιο είχε κι ο McCulloch, δίκιο κι ο μετάλικας- ξοπίσω από things that never mattered. Με ταμπέλα «Κλειστόν» απ’ έξω, ξέμεινες να σκαλίζεις σκουπίδια και κουβέντες αλλωνών για να δεις αν σου άφησαν ποτέ κάτι πολύτιμο.

the hills have eyes

Και τώρα τι; πέρασε κι αυτό. Με τις ακρωτηριασμένες ή έστω χωλαίνουσες αργίες, με τον λιπόσαρκο ή ακέραιο -για τους ακόμη προνομιούχους- μισό μισθό που μπαίνει στο λογαριασμό τη Μεγάλη Τετάρτη και έχει ήδη διαμελισθεί πριν καν πληκτρολογήσεις το pin στο ΑΤΜ, με τους αριθμούς να εξακολουθούν να είναι νεκροί ερήμην της ανάστασης που μεσολάβησε, με μια κούραση ακατανόητη παρά το τόσο θαυμαστό φως έξω και τους φιλόξενους καναπέδες που δεινοπάθησαν στριμώχνοντας πάνω τους τόνους ολόκληρους από LDL και τριγλυκερίδια, πού είσαι Morrissey να μας καμαρώσεις, meat is murder but meat is us.

Πολλοί δεν είχαν καν την τύχη αυτή, λένε για οκτακόσιες χιλιάδες, μην είναι και διπλάσιοι σου λέω, μη ξύνουμε πληγές, πάει, πέρασε κι αυτό, πέρασαν κι αυτοί οι 15,1%, σα να κοιτάς το τσουνάμι πάνω από μια ταράτσα είναι, τρως κλωτσιά στο στομάχι  βλέποντας τα σπίτια των άλλων να γίνονται βάρκες και μετά σκουπίδια, όσην ώρα παρακαλάς να μείνει στεγνό, στη θέση του, το δικό σου. Αυτή η ανημποριά είναι σιχαμερή, όλο λες «μα εγώ δεν τραγουδάω, ούτε καν σφυρίζω αμέριμνα όταν καίγεται το σπίτι του αλλουνού» ενώ ένα ποτήρι νερό για να τη σβήσεις θα μπορούσες να ρίξεις. Ή -αν δε σου βρίσκεται πρόχειρο το νερό- ένα ποτήρι βενζίνη με λίγο στουπί, εκεί που ξέρεις ότι θα πιάσει τόπο. Φωτιά, έστω.

Κι αυτή η σκέψη σιχαμερή είναι όμως, εσύ είσαι της ορθόδοξης αντίδρασης, με την αμόλυβδη στο ένα κι εβδομήντα προτιμάς να κάνεις δεκαπέντε χιλιόμετρα ως τη θάλασσα για να βρεις τσίπουρα ή ούζα και με καθαρό -πλέον- μυαλό να σκεφτείς τρόπους (έστω τραβηγμένους απ’ τα μαλλιά) για να σπρώξεις άλλους τρεις-τέσσερις πεινασμένους μήνες μέχρι το κουφάρι απ’ αυτό που ήταν κάποτε το επίδομα αδείας (ωραίες λέξεις για να περιγράψουν το τίποτε), το ξέρεις πως κι αυτό το πτώμα θα το φας ως το μεδούλι πριν καν βάλεις την κάρτα στο ATM, σιγά μη προλάβεις να πληκτρολογήσεις κιόλας, όταν τελειώνει ο φοβερός και τρομερός φέτος μήνας Αύγουστος (που θα κρατήσει δεν θα κρατήσει πέντε-δέκα μέρες) θα ξαναρωτήσεις «και τώρα τι;» αλλά φως από μένα για το χειμώνα που έρχεται μη περιμένεις να δεις, ρώτα τον Πάσχο, ρώτα τον Παπαχελά, ρώτα το Φωτόπουλο, ρώτα τη Ντόρα, να ρωτήσεις και τους ισόβια ειδικούς για να συνταγογραφήσουν ανάλογα με την περίπτωσή σου, αυτοί έχουν το χάπι του θεσμικού καρμπόν και της ανέξοδης αισιοδοξίας, επιμένοντας να ψευτοκανακεύουν -με τον πιο φτηνό, χυδαίο και προκλητικό τρόπο- έναν ανύπαρκτο κι ευνουχισμένο συλλογικό εγωισμό, προσπαθώντας να αναστήσουν (σαν σε φορμόλη, οι όψιμοι αντιγραφείς του Damien Hirst)  μιαν αποτεφρωμένη αξιοπρέπεια, αφού πρώτα κατούρησαν αστείρευτα ποτάμια από πετρέλαιο και βενζίνη πάνω μας και μας δάνεισαν για ν’αγοράσουμε τον Zippo, τώρα όχι απλά μιλάνε ακατάπαυστα και σφυρίζουν κλέφτικα αλλά βλέπεις την ώρα του «burn motherfuckers burn!»  μιαν ακαθόριστη λάμψη ανακούφισης στα μάτια τους. Αυτοί οι πυρίμαχοι που ανέλαβαν να μας σώσουν από τον κακό μας εαυτό (εκείνον που οι πάγκαλοι, οι πάσχοι και οι παπαχελάδες βάφτισαν σαν τον πρώτο και βασικό υπεύθυνο των δεινών μας) ποτέ δεν θα ρωτήσουν «και τώρα τι;» γιατί απλά έχουν ετοιμάσει για τους εαυτούς τους και τους ομοίους τους εκατό εναλλακτικές διαδρομές του «τι;». Πάνω στους λόφους, μακριά από τη μυρωδιά των πεθαμένων.

Αν δεν ήταν ο Ρομέρο τόσο ντεφορμέ θα μας ανέβαζε όλους -ζωντανούς, πνιγμένους, καμμένους- πάνω στους λόφους για να κυνηγήσουμε τους πυρίμαχους, μα η ζωή δεν είναι σινεμά. Άσε που με τα πόδια δεν βλέπω κανέναν πρόθυμο να ξεκινάει. Πρώτα θα στραγγίξουμε και την τελευταία σταγόνα αμόλυβδης στο ρεζερβουάρ, το τελευταίο ευρώ απ’ τα ATM και μετά βλέπουμε…

Ανάσταση (προσεχώς)

Μου έχει σφηνωθεί η ιδέα πως ο,τι κι αν αντιπροσωπεύει για τον καθένα η Ανάσταση, εδώ και χρόνια είναι ημιτελής. Φέτος ακόμη πιο πολύ.

Σαν να ξαναζεί μόνον ο μισός -κι αυτό από υποχρέωση-  κι ο άλλος μισός μένει πίσω στα σκοτεινά γιατί κουράστηκε πια με τα πηγαινέλα, τις μεγάλες Δευτέρες, τις μεγάλες Πέμπτες, το ανέβα-κατέβα στο σταυρό.

Κι εγώ δεν ξέρω με ποιόν από τους δυο μισούς να πάω..

Ευχές σε όλους. Ολόκληρες.

νύχτες με τον Τζο †

 

Τα παιδιά μου νομίζουν πως είμαι μια εντελώς χαμένη υπόθεση. Η βιβλιοθήκη-μαυσωλείο δεν τους λέει -ακόμη- τίποτε, ότι δεν είναι mp3, πάνω στην οθόνη του λάπτοπ  ή χωμένο μέσα σε ένα σόνυ έρικσον είναι εξωγήινο. Και το χαρτί δεν τους λέει τίποτε, μυρίζει και μαζεύει σκόνη, εδώ ούτε καν με τα cds καταδέχονται να έχουν παρτίδες. Όσο πιο μικρό τόσο πιο καλό, αν δεν μπαίνει στην κωλότσεπη δεν υπάρχει. Λάθος έκφραση. Αυτό σημαίνει γαμάτο. Αν δεν μπαίνει στην κωλότσεπη είναι του κώλου. Μπάζο. Άκυρο. Κάτι συνώνυμο τέλος πάντων, δεν το ‘χω και καημό να σκαλίζω τα λεξικά τους. Τη βιβλιοθήκη όμως την κάνω και φτύνει αίμα.

Κάθε Μεγάλη Βδομάδα με πιάνει κάτι σαν σφίξιμο, ίσως να φταίει και η νηστεία που επιδρά στον ψυχικό μεταβολισμό μου, για να μην ανοίγω το ψυγείο πηγαίνω και σκαλίζω βινύλια και σταματάω να πεινάω, αυτό δεν αποδίδει σε όλους ασφαλώς, αν γινόταν κάτι τέτοιο η Πρίνου θα ήταν ζητιάνα στα φανάρια σήμερα.

Xτες βράδι έσβησα τα φώτα, άναψα τη λάμπα δίπλα μου και χάζευα το  In the land of grey and pink. Για να μην ορμήσω στα σαλάμια είπα να ξεκινήσω για τον πύργο, εκεί μακριά, στο βάθος, είδα την ανηφόρα και μούδιασα λίγο, άλλο τα εικοσιπέντε κι άλλο τα διπλά, είπα ώρα έχω, έχω κι ένα τσιγάρο στην άκρη, έβαλα κι ένα κόκκινο κι έκατσα στη μικρή προβλήτα στη λίμνη για πέντε-δέκα λεπτά, κάποιος θα περάσει -σκέφτηκα-, θα πάμε παρέα, βαριέμαι να περπατάω μόνος κι ας είναι μέσα σε εξώφυλλα. Μια ώρα πέρασε, πάει το τσιγάρο, στράγγιξα και το κρασί, ψυχή τριγύρω, ούτε κουνούπι. Σαν αντιπροσωπεία αυτοκινήτων. Δυο γραμμές -που μου φάνηκαν ανθρώπινες φιγούρες- στο δρόμο για το κάστρο έμειναν εκεί ακίνητες, παλουκώθηκαν, ούτε πάνω, ούτε κάτω, αν ήταν άνθρωποι ήταν πολύ μαλάκες, μια ώρα όρθιοι εκεί και ούτε μισό βήμα, μήτε στον άγνωστο στρατιώτη μηδέ στο μπάκιγχαμ τα κάνουν αυτά. Διπλό εξώφυλλο δεν πρόκειται να ξανακατεβάσω από τα ράφια, είναι πολύ κουραστικό. Ξαναγέμισα το ποτήρι -είναι εθιστικά αυτά τα αργεντίνικα- και είπα «δε γαμείς, ας μείνω στη λίμνη μέχρι να ξημερώσει, σάμπως έχω να κάνω και τίποτε καλύτερο;».

Μετά, ούτε θυμάμαι πόση ώρα πέρασε που είχα το δίσκο αγκαλιά, μπήκε η άλλη, άναψε το φως και είπε «φεύγεις μάρκετ, έχω λίστα έτοιμη, μη ξεχάσεις τη βαφή για τα αβγά και το ξύδι».

Είπα «μισό, δεν είμαι εγώ ο δούλος σας εδώ μέσα, δεν βλέπεις πως έχω δουλειά;».

Πήγα στο συρτάρι με τα 45ρια. Όπλισα ένα στην τύχη. Και την πυροβόλησα με το volume στα κόκκινα. Τζούφιο ήταν. Φώναζε μεν ο Στράμερ «I fought the law» και μας άκουσε ριγώντας όλη η γειτονιά έτοιμη να ξεχυθεί στους δρόμους και να σηκώσει οδοφράγματα αλλά συμπλήρωσε από πίσω «..and the law won».

Σε κανέναν δεν είναι να ‘χεις εμπιστοσύνη πλέον. Ούτε στους μικρούς σου ήρωες. Πήρα τα κλειδιά και τη λίστα και ξεκίνησα προς το ασανσέρ. Χαμένος, χαμένη υπόθεση, μέσα στη land of grey and black. Με λίγο μεγαλοβδομαδιάτικο blue.

λέτερ φρομ ντέμπι

Σε διάβασα λοιπόν, αν αυτό ήθελες. Από το δωμάτιο της μικρής, λαθραία. Σύνδεση στη δουλειά δεν έχω γιατί εδώ και δυο μήνες δεν έχω πια δουλειά, η εποχή των περικοπών δεν είναι σαν την εποχή των μουσώνων, δεν τη βλέπουμε μόνο στις ταινίες και μέσα σε βιβλία, στο ATM τη βλέπουμε, μηδέν συν μηδέν ίσον μηδέν. Στεγνά. Τώρα μη ρωτάς τι. Ο,τι βρέξει, όταν βρέξει, αν βρέξει, αλλιώς σαχάρα.

Κοντεύει χρόνος που δεν σε άκουσα, πάνω κάτω Πάσχα ήταν και πέρυσι αν θυμάμαι καλά, τα είπες πρώτα με τον άλλον, φαντάζομαι όταν τέλειωσες με τα τυπικά ρώτησες «τι κάνει η γυναίκα σου; δώσε να της πω ένα γειά» και ήρθε η σειρά μου να πούμε τα υπόλοιπα τυπικά. Έτσι πάντα ήσουνα, «με τη σειρά». Δεν μου αρέσουν τα τυπικά και οι σειρές, κοντεύω πενήντα και στις ουρές δεν με συγκινεί να στήνομαι. Ούτε οι κρυφές προσκλήσεις μέσω οθόνης μου αρέσουν, θες να πεις κάτι, πεσ’ το. Σκέφτομαι πως τόσα χρόνια μετά σαν blind date θα ήταν, σιγά μη γνωρίσει ο ένας τον άλλον. Θα είχε την πλάκα του, συγγνώμη που δεν βρίσκω άλλη λέξη, εσύ τα πας καλά μ’ αυτές, εγώ όχι.

Θυμάσαι -λες- ακόμη το στήθος μου, δεν θέλω να σου πω ψέματα πως σε θυμάται κι αυτό, έχει τα ζόρια του βλέπεις. Κάθε τρεις και λίγο φυτρώνει μια κύστη στο αριστερό, ο γιατρός λέει να μην ανησυχώ αλλά να το παρακολουθώ, χόρτασα να το βλέπω στην οθόνη του υπέρηχου, σιχάθηκα τις παρακεντήσεις, βαρέθηκα να το χαϊδεύω μόνη μου και να παρακαλάω «κάνε να μη πιάσω τίποτε σήμερα». Το δεξί είναι φρόνιμο μέχρι στιγμής αλλά ξέρεις πώς πάνε αυτά, μισό σπασμένο ίσον σπασμένο. Γάμησέ τα.

Ο άλλος είναι στον κόσμο του. Ή έτσι δείχνει. Πράγματα γνωστά, τα σπουδάσατε όλοι σας, μη στα περιγράφω. Έξω απ’ το σπίτι κύριος, μέσα απόστρατος ήρωας με παντόφλες, στομάχι, φανελάκι, τελειοποίηση ρεψίματος και βαριά τριχόπτωση. Του είπα να γίνει εβραίος, ν’ αρχίσει να φοράει κιπά για να μη ξοδεύεται με λοσιόν και βιταμίνες, μου είπε να κοιτάω την κυταρίτιδά μου. Πάτσι. Δεν ξέρω αν πηδάει καμιάν άλλη, με μένα πάντως είναι καλός ακόμη. Σκληρός εννοώ, όχι τρυφερός. Χάπια για το πρώτο σας πουλάνε, για το δεύτερο δεν πρόβλεψαν. Κανείς σας δεν θ’ αγόραζε άλλωστε.

Ωραίο ήταν εκείνο που έγραφες για τα εγκαύματα πάνω σου. Ωραία θα ήταν. Τότε. Τώρα δεν γίνεται, μπλούζα δεν βγάζω, ούτε φούστα. Όχι μπροστά σου. Aν θέλεις να βάλεις το χέρι σου ανάμεσα στα πόδια μου καν’το, μη διστάσεις αλλά και μη πάρεις θάρρος που θα κλείσω τα μάτια και θα δαγκώσω τα χείλια μου, έτσι δεν γίνεται πάντα;  Ως εκεί όμως.  Δεν ξέρω πώς είσαι εσύ σήμερα αλλά εγώ σε ντρέπομαι, λίγο. Σε κάποιον που δεν με θυμάται πώς ήμουν θα βγω γυμνή, το έκανα ήδη, αλλά «πώς έγινε έτσι, σαν μοντέλο του Ρούμπενς» σε μάτια που με ξέντυσαν -ερήμην χεριών- αμέτρητες φορές δεν θέλω να διαβάζω. Το στήθος που κόντεψε τότε να μπει μέσα σου -καλά θυμάσαι- δεν τρυπάει πια, άστο καλύτερα.

Για τα παιδιά δεν θα σου πω. Δεν θέλω να μιλάω γι’ αυτά, δεν έχουν θέση τα παιδιά στην κουβέντα μας. Τα δικά σου μεγάλωσαν κι αυτά. Μη μου πεις. Άσε τα παιδιά έξω απ’ αυτό που είμαστε σήμερα. Τα παιδιά είναι άλλο, εμείς άλλο. Ούτε για τα καθημερινά θα σου πω, άστα κάτω απ’ το χαλί κι αυτά. Και πολλά σου έγραψα κι εκείνον κακώς τον έβαλα στην κουβέντα μας, πάντα σιχαινόμουνα τις παναγιωταρά, μη γίνω κι εγώ μία, ήδη συνωστιζόμαστε.

Εντάξει, σε διάβασα. Για μια τόση δα στιγμή νόμισα πως ανατρίχιασα, μάλλον ήταν η πόρτα από τα εικοσιτόσα μας που άνοιξες κι έκανε ρεύμα. Την έκλεισα και σου απάντησα μεγαλοβδομαδιάτικα αν και δεν όφειλα. Να πάω στην κουζίνα να τους φτιάξω φαγητό τώρα; Θα ήθελα πρώτα να φύγεις όμως, μη το πάρεις στραβά. Είσαι ικανός μετά από όλα όσα σου είπα να κάθεσαι να με κοιτάς όσο σκύβω να βγάλω τις κατσαρόλες και να σκέφτεσαι «τουλάχιστον ο κώλος της είναι ακόμη ψηλά, έστω και χωρίς δωδεκάποντα».

Δεν φορούσα Charlie. Ούτε White Linen. Ysatis φορούσα. Κι αν σ’ανακουφίζει αυτό, ναι, έχεις δίκιο, δεν τις κάνουν πια όπως παλιά.

το βράδυ δεν αντέχεις στο σκοτάδι

Λένε ότι ήταν η πιο ζεστή Αυγουστιάτικη μέρα εδώ και εξήντα χρόνια. Αλλά να σου πω, εγώ δεν τα πιστεύω αυτά, σιγά μην υπήρχε κάποιος που καθόταν πριν εξήντα χρόνια να μετράει θερμοκρασίες αυγουστιάτικα αντί να απλώσει τις αρίδες του και να πίνει Fix κάτω από την πρώτη σκιά που θα έβρισκε στο δρόμο του. Μόνο να πανικοβάλλουν τον κόσμο ξέρουν, ο πλανήτης καίγεται, ο θεός θα μας κάψει, άλλη δουλειά δεν είχε ο θεός παρά μόνο να ασχολείται μαζί μας, εγώ ξέρω πως στην Γιαπωνία, στη Λιβύη και το Πακιστάν δουλεύει υπερωρίες, εδώ μια πορδή γειτονιά είμαστε, αν δεν κάνουμε πολλή φασαρία ούτε που θα καταλάβει ότι υπάρχουμε.

Ενας τυφλός ακορντεονίστας πάλευε με 38 υπό σκιάν να παίξει το Libertango. Και τι άλλο να ‘παιζε δηλαδή με τέτοια ζέστη; το hot stuff ή το I love hot nights ; σοβαροί να είμαστε..

 Περασμένες τέσσερις στο Λιστόν, έξη σκυλιά μπαϊλντισμένα γύρω από μια κολόνα, ένας σερβιτόρος βγήκε από το «Ευρώπη» με δυο ποτήρια νερό στα χέρια για να τα διώξει όσο πιο διακριτικά γινόταν, τρία βήματα έξω από την πόρτα του μαγαζιού το σκυλομετάνιωσε που βγήκε στους σαράντα βαθμούς, ήπιε το ένα, έριξε στο κεφάλι του το άλλο, να ρίξεις άδεια ποτήρια σε ζώα δεν γίνεται, μας έχουν που μας έχουν στη μπούκα οι ξένοι για τα δανεικά μας σκέψου τι θα μας σέρνουν μετά και για κακοποιημένα σκυλιά, ξαναμπήκε μέσα, άφησε τα ποτήρια στον πάγκο και έπεσε πάνω σε μια καρέκλα από την εποχή που ο Τόλης Βοσκόπουλος τραγουδούσε ακόμη καθιστός. Στέγνωσε σε ένα λεπτό. Βγήκε βλαστημώντας θεούς, δαίμονες, αγγέλους και τελώνια την ώρα που ένα χέρι απ’ έξω του έγνεψε «έρχεστε λίγο;».

Ο τυφλός ακορντεονίστας νόμισε πως το γυναικείο χέρι έγνεψε σε κείνον και πλησίασε, αν και τυφλός. Σχεδόν άγγιξε το τραπέζι της, αν και τυφλός. Έκοψε μαχαίρι το Libertango και ξεκίνησε μια πιο γρήγορη σαχλαμάρα του Gardel που ποτέ δεν ηχογραφήθηκε αλλά σε μια ιστορία εν μέσω καύσωνα όλα επιτρέπονται. Εκείνη δεν του ‘δωσε ιδιαίτερη σημασία.

Καθισμένη δυο τραπέζια παραδίπλα από την πόρτα , “εκείνη” ήταν ο τύπος της γυναίκας που απευθυνόταν στους πάντες στον πληθυντικό και αγνοούσε τη σημειολογία του όρθιου Βοσκόπουλου. Όχι κατ’ ανάγκη κακό, αφού μπορούσε να σου πει απ΄ έξω και ανακατωτά το πώς άρχιζε και πως τέλειωνε κάθε κείμενο του Αρανίτση, αρχής γενομένης από τις εκθέσεις για το «πώς πέρασα το καλοκαίρι» που έγραφε στο δημοτικό. Θα ήθελα να ‘μουν σε μια γωνιά να έβλεπα τα μούτρα της δασκάλας του όταν διάβαζε τον μικρό Ευγένιο. Τέλος πάντων, δεν είναι αυτός το θέμα μας -δεν είμαι και πολύ σίγουρος βέβαια- , την ώρα που ο σερβιτόρος έριχνε την ιδρωμένη σκιά του στο τραπέζι της εκείνη άναβε το έβδομο μάρλμπορο λάιτς βλέποντας με τρόμο την μπαταρία του λαπτοπ να δείχνει «ανεφοδιασμός ή θάνατος». Παρήγγειλε ένα βέρτζιν μοχίτο, θα ήθελα να γράψω πως παρήγγειλε έναν κρύο καφέ αλλά μοχίτο παρήγγειλε «με μπόλικο λάιμ. Και καφέ ζάχαρη. Και μέντα, όχι δυόσμο. Και τα παγάκια τριμμένα. Σε ποτήρι ψηλό, παρακαλώ». Μια παραγγελία δέκα δευτερολέπτων κράτησε μισόν αιώνα. Ο σερβιτόρος εξαφανίστηκε μέσα στην «Ευρώπη» σέρνοντας ξοπίσω του θεούς, δαίμονες, αγγέλους και τελώνια. Και ένα σκυλί που ζαλισμένο από τη ζέστη λάθεψε στο δρόμο και ξεστράτισε.

Ο τυφλός ακορντεονίστας ένιωσε την οργή να τον πνίγει. Τόση αδιαφορία ποτέ ξανά. Έχωσε τον Gardel στην τσέπη με τα αζήτητα και έπιασε την «Κόκκινη Γραμμή» της Νατάσας. Αν δεν έπιανε κι αυτό, δεν είχε μεροκάματο σήμερα. Ή μάλλον είχε, αλλά εκείνη δεν το ήξερε ακόμη.

Το τσιγάρο κόντευε να φτάσει στη μέση, μοχίτο δεν εμφανίστηκε στον ορίζοντα παρά μόνο ένα μήνυμα στο κινητό της «τη μπέμπελη θα βγάλεις εκεί έξω που τριγυρνάς», κατέβασε λίγο τα γυαλιά της για να δει αν είχε μέιλ, τίποτε δεν είχε , η σύνδεση του ευγενούς (ή ευγενικού; δεν ξέρω) χορηγού Λιστόν γαμιόταν η σκύλα, σαν να μην έφτανε αυτό η μπαταρία είπε «θάνατος» γιατί αυτή ποτέ δεν είπε «ανεφοδιασμός», γύρισε για μια στιγμή να δει στο εσωτερικό της «Ευρώπης» κι αυτό ήταν το μοιραίο λάθος της, η μυωπία της δεν την βοήθησε αλλά την βοήθησε ο σερβιτόρος που εμφανίστηκε πίσω από την πλάτη της λέγοντας πως το σκυλί που μπήκε απρόσκλητο στο μαγαζί τους έσπασε όλα τα ψηλά ποτήρια και τότε εκείνη αποφάσισε σαν έτοιμη από καιρό : «φέρτε μου ένα μυστικό αλλά να είναι καλά παγωμένο, αν σας βρίσκεται και μια φέτα λεμόνι ακόμη καλύτερα, σε όποιο ποτήρι βολεύει εσάς». Ο σερβιτόρος ξαναχάθηκε μέσα στο μαγαζί, από πίσω του έτρεχε να τον προφτάσει η γνωστή παρέα, μη τα ξαναλέμε, θεοί, δαίμονες, σκυλιά, τελώνια κλπ…ησυχία δεν θα βρισκε αυτό το μεσημέρι που έβραζε το έξω αλλά και το μέσα του με όσους παλαβούς αφήνουν τον κλιματισμό στα σπίτια τους ψάχνοντας να πιούν μυστικά on the rocks ανάμεσα σε πλακόστρωτα και κολόνες που βράζουν.

Ο τυφλός ακορντεονίστας, ήδη τρία στενά πιο πέρα περιεργαζόταν το -ακριβό του φάνηκε με την πρώτη ματιά- Sony Ericsson. Tι Piazzola, τι Gardel και ποια Θεοδωρίδου, καμιά τέχνη με μικρό ή κεφαλαίο τ  δεν μετράει μπρος στην αφηρημάδα μιας γυναίκας.

To λαπτοπ ξεψύχησε πριν φτάσει το μέιλ που περίμενε, το μυστικό που ήρθε στο τραπέζι της ήταν καλοφτιαγμένο αλλά όχι όσο κρύο θα ‘θελε, το κινητό της το χαιρόταν κάποιος με χρυσό δόντι που δεν έμοιαζε του Τζακ Σπάροου κι εκείνη -απτόητη από την τραγική απώλεια- άναψε το όγδοο τσιγάρο περήφανη για τον εαυτό της που μπόρεσε να διαχειριστεί τόσες αναποδιές μαζεμένες ένα μεσημέρι που καίει το μέτωπό σου αλλά το βράδυ δεν αντέχεις στο σκοτάδι. Όχι χωρίς την οθόνη να σε φωτίζει από απέναντι…

(«20 Ιστορίες για βλόγερς» , εντελώς ανέκδοτο)

η ζωή που γέρνει

Χτες βράδυ ανακάλυψα ότι το διάσημο πλέον βιβλιαράκι μου έχει διακόσιες ογδόντα ιστορίες που περιμένουν  (η πιο υπομονετική ως και τέσσερα χρόνια) ν’ ανοίξουν οι πόρτες για να μπουν μέσα του, δες τα Harrods πρώτη μέρα εκπτώσεων για να ‘χεις μια ιδέα του τι θα γίνει με το που θα τους πω «μάγκες ήρθε η ώρα». Αν επιζήσουν από το μακελειό, θα γίνουν περίπου διακόσιες σελίδες, όπως το ΄χω στο μυαλό μου, ούτε να παθαίνεις εξάρθρωση καρπού όσο κρατάς το βιβλίο ξαπλωμένος στον καναπέ, ούτε όμως και να μπορείς να κάνεις αέρα μ΄ αυτό τις ζεστές μέρες του Ιούλη στην ξαπλώστρα (αισιόδοξα μιλώντας). Χαμηλό για να ανέβεις και να κατεβάσεις τη baking powder και τις βανίλιες από τα πάνω ράφια της κουζίνας, βολικό για να κάνεις το δεξί πόδι του καναπέ πιο σταθερό. Οι ιστορίες μου χαρακτηρίζονται από ανύπαρκτη πλοκή, ούτε να αγχώνεσαι για τα αποτελέσματα των ακτινοθεραπειών της μάνας της -διαζευγμένης- ηρωίδας στο τρίτο κεφάλαιο, ούτε αν ο Σελίμ ο Τρίτος θα ανακαλύψει τελικά πως η ένατη πολύ ντροπαλή και μουγκή γυναίκα του είναι -στην πραγματικότητα- αγόρι και μετά θα κάψει την μισή Κωνσταντινούπολη επειδή ήταν και γιός του ταυτόχρονα. Μακριά από μένα τέτοια ψυχεδέλεια, το παν είναι να λειτουργείς σαν ηλεκτρική σκούπα, να αδειάζεις το κεφάλι του αναγνώστη από τα περιττά και ασήκωτα βάρη της μέρας, όσα γράφεις να μην είναι σα ζιζάνια σε χωράφι αλλά ψιχάλα, να τον κάνεις να θέλει να πάρει για παρέα ένα ποτήρι κόκκινο κρασί δίπλα κι όχι να τον στέλνεις για χιλιάρι ντεπόν μετά από είκοσι σελίδες. Απλός, χρήσιμος και χρηστικός και όχι σώνει και καλά απαραίτητος, these are the words. Πάντα αισιόδοξα μιλώντας..  

Πήγα στη βιβλιοθήκη απέναντι και έψαξα -χοντρικά, με το μάτι- να βρω ανάλογο μέγεθος. Βρήκα ένα του Στάντον, «Reality-centered people management», τέτοιες μαλακίες διάβαζα στα τριανταμείον μου πιστεύοντας πως όσα γράφει μέσα υπάρχουν στην πραγματική ζωή και θα αποδειχθούν χρήσιμα στην συναρπαστική μου καριέρα. Ελλείψει people σήμερα (για να μη πιάσω στο στόμα μου και τη «συναρπαστική καριέρα»), να χέσω και το ρεαλισμό και το μάνατζμεντ μαζί. Μη σου πω και τη ράτσα των Στάντον που αραδιάζει ανύπαρκτες -εν τέλει- θεωρίες  και σχεδιάζει ασκήσεις επί χάρτου για υπαρκτά δράματα και αληθινούς πολέμους με θύματα ανθρώπους και όχι αριθμούς. Target-centered management είναι η μόνη αλήθεια, το “πιάσε τους στόχους”, ο μόνος μη διαπραγματεύσιμος παράγοντας, όλοι οι άλλοι είναι συζητήσιμοι και αναλώσιμοι. Φτηνοί.

Ξάφνου ένιωσα μια ακατάσχετη επιθυμία να μου σφίξω το χέρι που στοχάζομαι τόσο πρωτότυπα αλλά αντί να κάνω αυτό απλά δεν έβαλα το βιβλίο του Στάντον ξανά στο ράφι, ίσιωσα με τις εκατονενενήντα σελίδες του τη βιβλιοθήκη που έγερνε λίγο αριστερά, προς την Ιερά Βινυλιακή Σύνοδο των cool-jazz priests. Το παν στη ζωή είναι να έχεις πρότυπα τα οποία πρέπει  στην πορεία να αμφισβητείς. Αν μπορείς και κάθε μέρα, με πρακτικό τρόπο, ακόμη καλύτερα.

χωρίς διαθήκη

Αυτή δεν είναι μια εαρινή κάτι-σαν- ιστορία αλλά πρέπει να την διηγηθώ όσο είναι ακόμη νωρίς, πριν η μνήμη μου δηλώσει πως αρνείται κάθε συνεργασία μαζί μου γιατί δεν της έδωσα ποτέ την πρέπουσα σημασία, αναζητώντας για λογαριασμό της επίμονα και με συνέπεια τα σκηνικά και τους πρωταγωνιστές του πόθου της. Όχι «μου». Δικά της ήταν. Αν δεν ήταν αυτή να με χτυπάει κάθε τρεις και λίγο συνωμοτικά στον ώμο λέγοντάς μου «ρε συ, πώς λεγόταν εκείνο το café μέσα στον St Lazare;» ή «θυμάσαι πώς σου μιλούσε το δέρμα της σαν της έβαζες αντηλιακό;», εγώ θα συνέχιζα το δρόμο μου έχοντας στην τσέπη σαν κέρματα τις καθημερινές μου σκέψεις και δεν θα γύρναγα να ρίχνω -τάχα μου αδιάφορες- ματιές πίσω όπως η γυναίκα του Λωτ. Μέχρι σήμερα γλίτωσα, ξινός έγινα, αλμυρός όχι, για πόσο όμως;

Είναι επικίνδυνο να γράφεις για ιστορίες παλιές. Δεν ενδιαφέρουν κανέναν. Το πιο πιθανό ούτε κι εσένα. Ακόμη πιο πιθανό να μη τις έζησες ποτέ ακριβώς έτσι αλλά κι αυτό μικρή σημασία έχει, τις ιστορίες τις φτιάχνεις για να μπεις μέσα τους, γι αυτό και τις ράβεις στο νούμερό σου. Αυτό το «ράβεις» είναι το πρόβλημα, όσο περνάνε τα χρόνια ανακαλύπτεις -άτιμες μπίρες, μαλακισμένα σαββατιάτικα τσίπουρα, γαμημένα μιλφέιγ- πως δεν χωράς πια μέσα τους και τις αφήνεις να μπουν αυτές μέσα σε σένα. Τραγικό. Ακόμη κι ο Νώε πιο άπλα είχε μέσα στην Κιβωτό.

Δεν ξέρω τι έπαθα με τη Βίβλο σήμερα…

Λοιπόν, αυτή για την οποία ξεκίνησα να μιλάω ήταν μια πλάτη που πάνω της ποτέ δεν κατόρθωσα να ακουμπήσω τα χέρια μου. Εννοώ να τη βρω γυμνή, δέρμα με δέρμα, γιατί πάνω από υφάσματα συμπλήρωσα ήδη τα συντάξιμα μαζί της. Να την αγγίξω ψηλά, στους ώμους αλλά και πιο χαμηλά, λίγο πάνω από τη μέση, στο ύψος του στήθους μα και ακόμη χαμηλότερα, εκεί που τα δυο λακκάκια μαζεύουν μέσα τους τον ιδρώτα που μπορεί να είναι από ζέστη, μπορεί από κάτι άλλο. Προτιμώ το «κάτι άλλο», είναι πιο ωραία η γεύση του ιδρώτα όταν αποφασίσεις να ξεδιψάσεις από δυο μικρές λίμνες που βρίσκονται στη μέση του πουθενά, η μάλλον στη μέση της διαδρομής για εκεί που θέλεις -μη πεις πως έχασες το δρόμο, ψέμα θα ‘ναι- να πας. Ερήμην της, ίσως. Μα αν φτάσεις ως εκεί διψασμένος, κουρασμένος, εξαντλημένος, αποφασισμένος,  λίγο σε νοιάζει το «ναι» της. Εσύ θα πιεις κι ας μην ακουμπήσει ποτέ το στόμα σου εκεί. Θα πιεις τόσο όσο ούτε οι τριακόσιες στάμνες του Γεδεών είχαν μέσα τους και πάλι διψασμένος θα μείνεις, εκλιπαρώντας «δώσε μου κι άλλο».

Ούτε στα πόδια της πήγε το χέρι μου ποτέ. Στο γόνατο ναι, ίσως και λίγο παραπάνω. Ντυμένα πόδια όμως δεν μετράνε, ούτε σου δικαιολογούν διπλά συντάξιμα. Εννοώ γυμνά, δέρμα με δέρμα, στα δάχτυλα, στη γάμπα, στο γόνατο αλλά και πιο ψηλά, εκεί που πάντα το χέρι σου καίγεται, μπορεί από τη ζέστη, μπορεί από κάτι άλλο. Προτιμώ το «κάτι άλλο» αλλά αν έρθει η ώρα εκείνη, καλύτερα μ΄αυτά τα πόδια να κάψεις τα πλευρά σου παρά το χέρι σου. Αν είναι να καείς, καν’ το όπως η βάτος, όχι σαν σπίρτο.

Ανάμεσα πλάτη και πόδια είναι ο τόπος, ο προορισμός, το ξέρουμε όλοι αυτό. Καλή είναι η διαδρομή μα απ’ το να γράφεις αληθινές ή φανταστικές ταξιδιωτικές ιστορίες για τόπους μακρινούς, μαγικούς, ιδανικούς και τέλειους, προτιμότερο να βγάλεις εισιτήριο για τις όμορφες ατέλειες. Που μπορεί και να είναι τριάντα βήματα κοντά, ως τη διπλανή πόρτα. Ή μια ματιά δρόμος, ως την καρέκλα απέναντι.

η γραμμή νούμερο 2

Η πόλη δεν έχει μετρό και δεν πρόκειται να αποκτήσει. Τρεις γραμμές λεωφορείου της βρίσκονται μόνο κι αυτές ανάπηρες. Αν δεις εκείνους που περιμένουν στην αφετηρία, είσαι σίγουρος πως kindle δεν έχει κανείς τους στην τσάντα, ούτε iPad, ούτε BlackBerry στην τσέπη. Μερικοί δεν έχουν καν πορτοφόλι. Στο δρομολόγιο για και από την -κατ’ ευφημισμό- Νεάπολη, όποιος ανοίξει να διαβάσει κάτι, δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά η απόδειξη από το γερμανικό σούπερ μάρκετ που έπεσε βαριά. Ένας έλεγχος ακόμη, έστω στο και πέντε, μήπως και καταλάβει γιατί το πενηντάρικο -σ’ όποιον το έχει- δεν είναι πια αρκετό. Μπορεί κάποιοι τολμηροί να διαβάζουν το λογαριασμό της ΔΕΗ,του ΟΤΕ, της βόνταφον, δεν ξέρω, είμαι κι εγώ διαστροφικός και τους καταλαβαίνω. Εφημερίδα δεν είδα ποτέ ανοιχτή εκτός από μια τυλιγμένη που είχε μέσα λίγους πανσέδες για φύτεμα. Το χειρότερο είναι να προσπαθείς σε ευθείες και στροφές να διαβάσεις τις αιματολογικές αναλύσεις που μόλις πήρες, ευτυχώς καθισμένη. Γιατί όσο και να μη διάβασες τα μάτια της μικροβιολόγου την ώρα που έλεγε «θα σας πει ο γιατρός σας», εκείνο το «αιματοκρίτης 25» όλο και φαντάζεσαι τι μπορεί να σημαίνει.

Μανδραβέλη, Ακρόιντ, Χωμενίδη και LIFO δεν είδα να διαβάζει κανείς….

κάτι σαν έαρ, κάτι σαν ντέμπι

 

…μου άρεσε μια ντέμπι χάρι κάποτε, παλιά, τότε που βοσκούσαν ακόμη μαμούθ στον πλανήτη, έναν Απρίλη χόρευα μαζί της έχοντας πιεί ενάμιση ρόσο αντίκο και δυο μαρτίνι, την ωρα που ακουγόταν το Heart of Glass της είπα στο αυτί (εξ ανάγκης, τα ηχεία -Bose 901 νομίζω ήταν- έκαναν πολύ φασαρία) «μοιάζεις με την Ντέμπι Χάρι» και εκείνη χαμογέλασε από την κορφή ως τα νύχια, αυτό που της ψιθύρισα ήταν μισή αλήθεια γιατί η Ντέμπι είχε ωραιότερο διάσημο κώλο αλλά η δικιά μου (so called) απείρως καλύτερο άσημο στήθος με το οποίο ήμουν βαριά ερωτευμένος, plus the fact οτι ήταν πολύ νεότερη της Ντέμπιδος και ήταν -ελέω μαρτίνι κι αυτή, έτσι νόμιζα- κολλημένη σαν στρείδι επάνω μου αλλά ήταν -γαμώτο- αλλουνού, κι εγώ αλληνής ήμουν βέβαια αλλά έτσι ήταν η άνοιξη παλιά, ολωνών, με τεράστιο φως, ξανθιά, όχι με ανταύγειες, ούτε με ξεβαμμένη ρίζα…..το δέρμα πίσω από το αυτί της δεν θυμάμαι τι μύριζε αλλά ή Charlie θα ήταν ή White Linen, ότι κι αν ήταν με ζάλισε και ήθελα να πω και μερικά άλλα έξυπνα μα το μόνο που μου ήρθε στη γλώσσα (ένας αιώνας δρόμος απ’ το μυαλό) ήταν ένα fat free «αλλά αυτή δεν χαμογελάει όπως εσύ», πάλι καλά δηλαδή, θα μπορούσα να έχω πει κάτι σαν «μα αυτή φοράει ακόμη εφηβικό σουτιέν» και να ευχηθώ να σβήσουν ακόμη και τα άστρα εκείνη την ώρα για να μη δει το μάτι μου να γυαλίζει, μετά ακούστηκε το Sailing και τη ρώτησα -ο άθλιος ζαμπούνης- αν κουράστηκε και είπε «είναι ερώτηση τώρα αυτή;», δεν κουράστηκε, το στήθος της ακούμπησε ανάγλυφο, τρισδιάστατο και σε πλήρη ανάπτυξη πάνω μου με εκείνο τον τρόπο που έχω ξεχάσει από καιρό, το ίδιο κι εκείνη φαντάζομαι μετά από τρεις γέννες και καμιά εικοσαριά δίαιτες που είναι αμείλικτες στους ιστούς και τους αδένες, πολλά χρόνια μετά έψαχνα να βρω πάνω μου εγκαύματα από εκείνο το άγγιγμα αλλά μάταια, στο τέλος βαρέθηκα κι εγώ και τα εγκαύματα και σταματήσαμε να ψαχνόμαστε, τα θυμήθηκα αυτά σήμερα που είδα τη φωτογραφία της Ντέμπιδος στου φίλου μου και ασυναίσθητα έφερα τα δάχτυλά μου στη μύτη για να θυμηθώ αν ήταν Charlie ή White Linen, δεν μύρισα τίποτε, μετά θυμήθηκα πως την άνοιξη μόνο οι αλλεργίες και μερικά παραπανίσια κιλά μου κάνουν παρέα, αναρωτήθηκα τι να κάνει τώρα, αυτή τη στιγμή, και για πόσο ηλίθιο θα με περνούσε αν της τηλεφωνούσα μεσημεριάτικα για να της πω «πάω στοίχημα πως είσαι πιο ωραία από τη Ντέμπι Χάρι σήμερα» και μόλις την ακούσω να γελάει να τη ρωτήσω κάτι που με τρώει από τότε «τελικά το στήθος σου σκλήρυνε εκείνο το βράδι και κόντεψε να με τρυπήσει ή ιδέα μου ήταν;», χωρίς να νοιάζομαι πλέον για το αν θα σβήσουν ή όχι τα άστρα γιατί το μάτι μου έχασε απο καιρό το λούστρο του και η άνοιξη έπαψε από καιρό να είναι ξανθιά, άσπρισε κι αυτή μα παραμένει μια ξεπεσμένη γηραιά ντίβα, αν δεν βρει πρώτα τη σωστή χρωμοβαφή ο χειμώνας θα περιμένει με τις βδομάδες για αλλαγή βάρδιας, τελικά δεν τηλεφώνησα γιατί δεν είχα καμιά διάθεση να πιάσω κουβέντα με τον άντρα της για τη γκόλντμαν ζακς, τα σπρέντς  και τη χαμένη τιμή του δώρου του πάσχα, τέλειωσα τις δουλειές μου και πέρασα για μια -τάχα μου τυχαία- βόλτα απ’ τα  Hondos, ρώτησα αν βγαίνει η Charlie σήμερα και εισέπραξα ένα βλέμμα που αν η απορία μέσα του ήταν σπαθί θα με είχε κόψει σε δεκατέσσερα τεύχη πριν προλάβω να ζητήσω γονυπετής χάρη, τη White Linen δεν χρειάστηκε να τη μυρίσω, ζω μαζί της πάρα πολλά χρόνια και γνωριζόμαστε καλά πια, αν αυτό το ποστ το έγραφε ο Ζαν Μπατίστ Γκρενουίγ θα έλεγε «ματαιοπονείς, μπορεί το όνομα, το μπουκάλι και τα συστατικά να είναι τα ίδια μα δεν τις κάνουν πια όπως παλιά». Πήρα μια φτηνή κρέμα για τις ρυτίδες στα μάτια (τόσα αντικρύζουν αγόγγυστα και σιωπηλά, κάπως πρέπει λοιπόν να τα ανταμείψω) και έφυγα.

Το πιστεύεις ή όχι, με το που μπήκα στο αυτοκίνητο δεν έπαιζε το Heart of Glass. Αυτά γίνονται μόνο στο χόλυγουντ. Μια βλακεία της Gaga έπαιζε. Το έκλεισα και άρχισα να τραγουδάω μόνος μου, με κλειστά παράθυρα ασφαλώς….what I find is pleasing and I’m feeling fine, love is so confusing there’s no peace of mind…

Δεν πήρα τηλέφωνο. Δεν ήταν οι κουβέντες για τα spreads και τις υποβαθμίσεις το πρόβλημα, το άλλοθι για να μη σχηματίσω τον αριθμό της ήταν. Αν μου έλεγε «ναι, δεν ήταν ιδέα σου, ήθελα να σε τρυπήσει» θα έπρεπε κάτι να απαντήσω αναδρομικά και την άνοιξη οι απαντήσεις -και οι αλλεργίες- είναι περίπλοκες.

Η Λίστα του Κακλού

Για καλό ή για κακό, όλες κάναν κάτι στο στομάχι μου (το κέντρο της ψυχικής μου ισορροπίας). Το έσφιξαν κόμπο, το έλυσαν, με έστειλαν στο ψυγείο, με στείλαν για κατούρημα, με κράτησαν με κλειστό στόμα ένα 48ωρο.

Γιατί καμμιά δεν μιλάει στη μητρική μου γλώσσα ;

Ίσως φταίνε οι εμμονές τους, ίσως οι δικές μου που τις βγάζω τώρα για παρέλαση.

Σημαιοφόρος :

Funny Games-Mikael Haneke (όχι η αμερικάνικη εκδοχή, δεν υπάρχει Απόλυτος Τρόμος αν δεν ακούσεις τη μητρική γλώσσα του Γκαίτε) – Βία. Με προδιαγραφές. Χωρίς αιτία. Γιατί έτσι.

Ατάκτως παρελαύνοντα ακολουθούν :

Βug-Phil Hay/Matt Manfredi – Αν το δεις και πεις «μα τι βρήκε σε ένα υποτονικό ταινιάκι της σειράς;», θα σου απαντήσω πως κι εγώ ένας άνθρωπος της σειράς είμαι, ίσως και εκτός σειράς.

Οldboy-Chan-wook Park – Aισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης (και μια τζούρα Φρύνιχος) μεταφρασμένοι στα 한국어

Μanhattan-Woody Allen- Είμαι τρελλός για ασπρόμαυρο, για jazz, για Γούντι, για Νταιαν Κήτον στα -ας πούμε- νιάτα της. Τέσσερα σε ένα, διάνα !

La stanza del figlio-Nanni Moretti- Θα το πω κι ας μην είναι πολιτικά ορθό (χέστηκα κιόλας) : αν έχεις παιδί, αυτή η ταινία θα σε γαμήσει. Θα χτίσει αυθαίρετα στο πίσω μέρος του μυαλού σου και θα μείνει εκεί για πάντα. Stuck by this river.

Rear Window-Alfred Hitchcock- Τι να μας πει κι ο Φον Τρίερ και οι λοιποί δογματικοί που ανακαλύψαν το μονοκάμερο και νομίσαν πως έπιασαν τους αδερφούς Νταρντέν απ’ τα testacles

Mon oncle-Jacques Tati- Θα έβαζα τις Διακοπές του κυρίου Hulot αλλά αυτό μ΄αρέσει λίγο περισσότερο γιατί δεν επαψα να ασφυκτιώ μέσα σε πράγματα που ξεπερνούν κι εμένα και την εποχή μου μαζί (όταν εγώ κι αυτή τυχαίνει να ταυτιζόμαστε).

συν εφτά μπρατσωμένα μπαλαντέρ για επιδόρπιο :

Ascenseur pour l’échafaud-Louis Malle – Miles, Παρίσι, ασπρόμαυρα φίφτις, Μωρίς Ρονέ αλλά κυρίως καμπαρντινάτη Ζαν Μορώ, πόσο ανικανοποίητα σκατόψυχος πρέπει να είσαι για να πεις «gimme more» ;

High Fidelity-Stephen Frears- Αν δεν μεγάλωσες με ροκ, βινύλια, αληθινά δισκάδικα-ενορίες (όχι Μητροπόλεις) και Maxell 60ρες, ξέχνα το.

Sweet sixteen-Ken Loach- Από τα Άπαντα του Λόουτς διαλέγω αυτό στην τύχη. Εντελώς τυχαία όταν το είδα (καθυστερημένα) ο μεγάλος μου έκλεινε τα δεκάξη.

La femme d’à côté– François Truffaut – Γιατί μου αρέσει ο Τρυφώ, η Φανί και οι γυναίκες. Των άλλων. Ντροπής πράματα.

Taxi driver-Martin Scorsese

-πολύ προβλέψιμος ρε ΚΚΜοίρη

-You talkin’ to me? You talkin’ to me? Who the fuck do you think you’re talking to?

Assault on Precinct 13– John Carpenter- O Kάρπεντερ έβγαλε κι άλλα καλά, προτιμώ όμως αυτό που δεν είχε τέρατα. Ο άνθρωπος είναι το Τέρας το καλό.

Nueve Reinas-Fabian Bielinsky – Λαμπρό στυλ, απίστευτη μούρη ο Darin, ευφάνταστο σενάριο, έλλειψη στόμφου και δηθενιάς, ακριβώς αυτό που με κάνει να σκέφτομαι πάντα πόσο μα πόσο κομπλεξαρισμένοι είναι οι 9 στους 10 δικοί μας σκηνοθέτες (ο δέκατος δεν γεννήθηκε ακόμη).

μαζί με ένα τζόκερ :

Αmerican History X – Tony Kaye – Και για τον Νόρτον και για το θέμα και για το διδακτικό της ύφος που αντί να με χαλάσει-όπως το unhappy end- με έφτιαξε.

με πολύ ιδρώτα :

Lola rennt Tom Tykwer – Υποδειγματικό βιντεοκλίπ. Με αρχή-μέση-τέλος. Με όποια σειρά θες εσύ. Aλλά σε fast forward.

σε μεγάλη ανηφόρα :

Les triplettes de Belleville – Sylvain Chomet- Kάθε μα κάθε φορά που το βλέπω βγαίνω στο μπαλκόνι και παίρνω το ποδήλατο για μια μεγάλη βόλτα, γι αυτό φροντίζω να μη το βλέπω χειμώνα και με καύσωνες. Καλύτερα ζωντανός παρά εστέτ σινεφίλ.

με το πιο μη χαμόγελο :

The Cameraman– Edward M. Sedgwick – Μπάστερ Κήτον και ξερό ψωμί. Tι άλλο πια να κάνουμε για να σας εντυπωσιάσουμε άκαρδες;

κι ένα παράπονο γιατί δεν τις φτιάχνουν πιά έτσι :

The Return of the Pink PantherBlake Edwards- Το προ-κύκνειο άσμα Σέλερς ως Κλουζώ. Με τα κύκνεια δεν τα πάω καλά, οπότε μένουμε σ’ αυτό. Και στο swimming pewl.

Στον καταψύκτη κρύβω κι άλλα πενήντα.

Όπως η Πανδώρα.

Λέω να μην τον ανοίξω…μπούχτισα από σινεμά, να γράψουμε και για τίποτ΄ άλλο

( ολ μούβιζ αρ κλίκαμπλ )

Σινεμά Αντισύλληψη

Το πρώτο μέρος με τις ταινίες ξεπούλησε, συνταγή δοκιμασμένη δεν την αλλάζεις.

Δέκα ταινίες με υπέροχα παιδάκια που σε κάνουν να πατήσεις pause κατουρημένος απ’ την τρομάρα, τρέχοντας να αγοράσεις προφυλακτικά. Δες και μάθε για να μη πάθεις.

Poltergeist – Αυτή η ταινία ήταν πολύ διδακτική. Και προφητική. Στα λέω γρήγορα : αν δεις το καμάρι σου να κάθεται με τις ώρες σαν το χάνο απέναντι από φωτεινή οθόνη μεγάλο κακό θα σε βρει. Στην καλύτερη περίπτωση θα το ρουφήξει η οθόνη και μεγάλες πόρτες θα διαβείς τρέχοντας από δωμάτιο σε δωμάτιο για να το βρεις, δεμένος με σκοινιά και αλυσίδες γιατί θα φυσάνε είκοσι μποφόρ μέσα στο τριάρι σου, τι Κατρίνα και αηδίες. Στην χειρότερη μακρύ δρόμο θα κάνεις, ψάχνοντας να βρεις Νοσοκομείο με τμήμα απεξάρτησης για να το χώσεις μέσα με τη βία, το φυτό. Σε κάθε περίπτωση πικρό καφέ θα πιείς. Φαρμάκι.

Μary Poppins – Ποιος γονιός που δεν είχε καρδιά μενίρ (σ.σ. πιο σκληρό από πέτρα) είδε αυτή την αγία γυναίκα και δεν πέθανε από ντροπή για την ανεπάρκειά του; Ως και η Αγια Τερέζα μοιάζει Μέρκελ μπροστά της. Χίλιες φορές καλύτερα να με έβαζαν να λέω απνευστί «Supercalifragilisticexpialidocious» μέχρι να βγω στη σύνταξη -αν δεν πέθαινα στο ενδιάμεσο από πνευμονικό οίδημα- παρά να έχω μέσα στο σπίτι αυτά τα δυο κωλοπαιδαράκια που ούτε κρεβάτι στρώνουν, ούτε πιάτα μαζεύουν απ’ το τραπέζι, ούτε βρακί θυμούνται ν΄αλλάξουν μέχρι να πετρώσει το σκατό επάνω τους. Αυτά δεν χρειαζόταν νταντά. Τον Αμίν Νταντά γύρευε ο κώλος τους.

E.T. – Χίλιες φορές να τα πεις τα σκασμένα «δεν απαντάτε στο κουδούνι της πόρτας όταν είστε μόνα στο σπίτι» , «δεν ανοίγετε ποτέ την πόρτα σε κανέναν άγνωστο», «δεν βάζετε κανέναν που δεν σκουπίζει καλά στην εξώπορτα τα πόδια του στο δωμάτιό σας» , το χαβά τους αυτά. Και σε τελική ανάλυση δηλαδή τι κακό έκαναν τα βλαμμένα ; Επειδή μπάσαν στο σπίτι ένα παιδάκι που ήταν λίγο διαφορετικό από τα άλλα και είχε μια μούρη σαν χελώνα μετά από εγκεφαλικό, ένα λαιμό σαν μπουρί , χέρια νούμερο 54 και φωσφόριζε η καρδιά του; σάμπως εξωγήινα δεν είναι και τα δικά μας ;

Finding Nemo – Tα «Omen» , «Orphan» και τα συναφή δήθεν κοψοχολίστικα είναι η Χάιντι μπρος σ’ αυτό το Έπος του Τρόμου. Αντί να τον αφήσει τον Μάρλιν να σαλιαρίζει με τη Ντόρυ σε καμιά σκοτεινή γωνιά στον ύφαλο, σηκώνεται το ξεψάρωτο κωλόψαρο και τραβάει στην Αστραλία και τρέχει κι ο μπαμπάς του ξοπίσω του περνώντας απ’ τη σκύλα και τη χάρυβδη και χαρχαρίες και τσούχτρες και μπόμπες βυθού και έχει και την Ντόρυ από πάνω να του τα σπάει μιλώντας φαλαινέζικα και μη τα πολυλογώ, 100 λεπτά ταινία για να ζήσουν στο τέλος αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα όσο σκεφτόμαστε πόσο τυχεροί είμαστε που δεν γεννηθήκαμε ψάρια κλόουν αλλά γίναμε στην πορεία μπαμπάδες. Ένα και το αυτό, με τέτοιες συνθήκες. Μια απορία μόνο : αν ο Μάρλιν ήταν χήρος, έχει καλώς. Αν όμως ο Νέμο είχε μαμά που δεν ίδρωσε το λέπι της χάνοντας το βλαστάρι της, τότε είναι πολύ μεγάλη μουλάρα. Και καργιόλα μαζί.

Rosemary’s Baby – Αν μόλις έχει γεννήσει η γυναίκα σου και στο κρεβατάκι αντί να κοιμάται μωρό κοιμάται ο Σατανάς αυτοπροσώπως (ή έστω ένα σατανάκι, μη το κάνουμε θέμα, μπορεί ο Μεγάλος να είχε δουλειά και να εξουσιοδότησε άλλον), μη μου σπας και τα νεύρα από πάνω ρωτώντας «ε και τι σχέση έχει αυτό με το ποστάκι σου;». Σατανάκι είπα ανόητε, όχι σαγανάκι.

Hide and Seek – Εντάξει, ο Ρόμπερτ ντε Νίρο είναι ο Κακός αλλά η σπαστικιά η κόρη του που όλη τη μέρα μιλάει με έναν Τσάρλι και τον ζωγραφίζει κιόλας και παίζει μαζί του χωρίς να μας τον συστήσει ποτέ και μας σπάει και τα νεύρα από πάνω με τα «I have a new friend και I have a new friend» είναι Πιο Κακιά. Σε τελική ανάλυση τρελός γίνεσαι, δεν γεννιέσαι. Εξ αιτίας τους.

The Exorcist – Τι γιατί; Αν έχεις κορίτσι που κατεβαίνει ανάσκελα σαν αράχνη τις σκάλες, γαμωσταυρίζει σαν την Κανέλλη, έχει δόντια σαν του Shane MacGowan, κατουράει όρθιο, κάνει ξαπλωμένη τραμπολίνο στο κρεβάτι, έχει ρουλεμάν στο σβέρκο, χρώμα σαν τον Κέρμιτ και τον Hulk μαζί  και μισεί το παπαδαριό, μην περιμένεις να την καλοπαντρέψεις κιόλας. Η Ανθούλα του Καραβάκου είναι Μόνικα Μπελούτσι μπροστά της.

The Sixth Sense – «I see dead people» και «I see dead people» και «I see dead people», κι ο άλλος ο παπάρας να τρέχει πίσω απ’ τον πιτσιρικά για να τους δει κι αυτός μπας και χάσει η βενετιά βελόνι, τους είδε τους αποθαμένους και χόρτασε και θα ‘θελα να ‘ξερα τι κατάλαβε στο τέλος που είδε μια τρύπα νααααααααα -με το συμπάθιο- από την κοιλιά ως την πλάτη του αλλά έτσι είναι μ’ αυτά τα τσογλάνια, ούτε να πεθάνεις με την ησυχία σου σ΄αφήνουν.

Taken – Έχεις βγει στην σύνταξη (σε πολιτισμένη χώρα που δεν βάζουν χέρι στις συντάξεις), είσαι δυο μέτρα άντρακλας, ο Θεός σε φώτισε και χώρισες νωρίς, έχεις ένα τσούρμο κολλητούς για να κάνετε σάχλες παρέα, ετοιμάζεις barbecue, κρυώνεις τις μπίρες, στρώνεις το κρεβάτι για την μάχη που έπεται και εκεί που αρχίζει να επιδρά το μπλε χαπάκι σε παίρνει η ηλίθια η κόρη σου τηλέφωνο για να σου πει ότι πήγε στο Παρίσι και την έχουν απαγάγει Αλβανοί σωματέμποροι για να την εκπαιδεύσουν ως γιουσουφάκι ή κάτι τέτοιο ελαφριά ντυμένο τέλος πάντων, αν ήσουν άτεκνος τώρα θα ρευόσουν τις μπίρες και θα λέρωνες το στεφάνι της λεκάνης κατουρώντας ελικοειδώς αντί να τρέχεις στη Μονμάρτρη να πλακώνεσαι στις μπούφλες με τους Κοσοβάρους αλλά μη δίνεις σημασία, αυτά ούτε στις ταινίες γίνονται.

Birth – Καλά, το ξέρουμε πως όλοι, κουτσοί, στραβοί, λεπροί, θέλουν να παντρευτούν την Κίντμαν αλλά όσο υπάρχουν δεκάχρονα σαν κι αυτό το βλαμμένο που ντε και καλά είναι η μετεμψύχωση του μακαρίτη του άντρα της και Κύριος οίδε τι kinky έχει βάλει στο βρωμερό κι αρρωστημένο μυαλό του, άσπρη μέρα δεν θα δούμε οπότε καλό είναι να βάλουμε φρένο στην παραγωγή δεκάχρονων όσο ακόμη υπάρχουν Νικόλ στον κόσμο αυτό. Tελεία.

knifestyle

Στην αγορά του Clichy-sous-Bois ή σε μια λαική στην Αγία Ελεούσα, δεν έχει σημασία το πού, τρεις ακαθόριστης ηλικίας και εθνικότητας γυναίκες διεκδικούν σιωπηλά την ίδια σακούλα με πεντέξη πράσα που ήταν πεταμένα πίσω από τον πάγκο. Μια από τις τρεις θα είναι πιο τυχερή.

Γύρω τους, κοντά τους, πάνω από δέκα άτομα κάθε ηλικίας και φύλου, συγκεντρώνονται -θα έλεγα σαν τις ύαινες αλλά ντρέπομαι- για τον ίδιο σκοπό : να μαζέψουν ό,τι πεθαμένο μπορέσουν, πριν καταφθάσει το συνεργείο καθαρισμού.

Όμως οι λαϊκές αγορές δεν είναι πια το μοναδικό «εξ ουρανού μάνα» για τους συλλέκτες τροφίμων ©®. Κάθε απόγευμα, λίγο πριν το κλείσιμο, κόσμος μαζεύει φρούτα, αβγά, σαλάμια και γιαούρτια ληγμένα από τους κάδους που βρίσκονται πίσω από τα σούπερ μάρκετ.

Μια γυναίκα, βρίσκει ένα κουνουπίδι και μερικά μισοστιμμένα πορτοκάλια  έξω από ένα Monoprix, τα βάζει μέσα στην τσάντα της. «Αυτό θα είναι το δείπνο μου» λέει. Στα Κάτω Πετράλωνα, ένας ηλικιωμένος ανασύρει δύο μαυρισμένα μήλα από τον πάτο ενός χαρτοκιβώτιου, πίσω απ΄ τον Σκλαβενίτη. Τα μάτια του λάμπουν, ο,τι απομείνει μετά το καθάρισμα θα τρώγεται. Συνταξιούχος είναι, ένα σουγιαδάκι θα του βρίσκεται, χρόνο για καθάρισμα έχει.

Εικοσιπεντάρες ή τριαντάρηδες (ναι, από τους «κανονικούς», τους «καθαρούς», τους υπεράνω υποψίας, από αυτούς που θα κάνουν τα γόνατά σου να κοπούν αν τους δεις να περιφέρονται με σακκούλες στις λαικές μετά το κλείσιμο) δεν είδα ακόμη. Είμαι σίγουρος όμως πως δεν θ’ αργήσει κι αυτό. Θα μας καλέσει -άλλωστε- ο Ντάβλας στην πρεμιέρα τους πάνω απ’ τους σκουπιδοτενεκέδες.

Πριν κάμποσα χρόνια, η Μαντόνα έδωσε προφητικά -άθελά της- την αληθινή διάσταση της εποχής δηλώνοντας «μπορείς να καταλάβεις πόσο fun έχει μια πόλη από το αν έχει ”Nobu” ή όχι».

Το Παρίσι έχει Nobu. Και η Αθήνα έχει. Για fun ρωτήστε τους από πάνω.

(μπορείς να αντικαταστήσεις τη Μαντόνα, το Ντάβλα και το Nobu με ο,τι άλλο θέλεις, η αφορμή άλλωστε ήταν, όχι το αίτιο)