
Στην λίστα μου της ασχήμιας, τα σφιχτικά όνειρα και ο πονοκέφαλος έχουν περίοπτη θέση. Αν τα συνδυάσεις (να κοιμηθείς δηλαδή με κεφάλι που έχει τραίνα που εκτροχιάζονται μέσα και συναντηθείς μετά με όνειρα ή αν σου γαμάνε την ψυχή τα όνειρα και ξυπνήσεις για να γλιτώσεις και να πεις «ευτυχώς, ένα όνειρο ήταν μόνο» αλλά να παραμονεύει στη γωνία ο πονοκέφαλος για να σε αποτελειώσει) καλύτερα να μην περιμένεις κάτι όμορφο από την μέρα που ξημερώνει. Tα όνειρα, λέει, είναι φόβοι και επιθυμίες, έτσι μου είπαν, έτσι διάβασα. Δεν είχα ποτέ διάθεση να μπλέκω με ασυνείδητα, υποσυνείδητα, συνειδητά, REM, Φρόιντ και Γιουνγκ, εγώ και οι υπεραναλύσεις είμαστε μαλωμένοι. Καλό, κακό, δεν ξέρω, δεν θα αγαπηθούμε τώρα στα τελειώματα.
Περπατώντας στο βουνό ξέφυγα λίγο απ’ όλα αυτά. Απόλυτη ησυχία. Εκτός. Εντός τα τραίνα πήγαιναν κι ερχόντουσαν, κάποια στιγμή μετά από ένα μισάωρο -με ιδρώτα, λαχάνιασμα αλλά τεράστιες ανάσες- εξαφανίστηκαν κι αυτά. Ας εκτροχιαστούν και σε άλλα κεφάλια μέσα.
Διασταυρώθηκα με άλλους δυο, άγνωστούς μου, στην διαδρομή. Ανταλλάξαμε από μια «καλημέρα», ας κανακεύουμε πού και πού την κοινωνικότητά μας. Μετά από τέσσερα χιλιόμετρα, τόσο έλεγε ο ρουφιάνος στην τσέπη μου που μετράει βήματα και απόσταση, επιστροφή για άλλα τόσα. Δεν συνάντησα ψυχή. Ευτυχώς γιατί ήθελα να ακούω μόνον την ανάσα μου. Και τον ήλιο ήθελα να ακούω αλλά τα μάζεψε κι έφυγε, ντάλα μεσημέρι.
Στα μισά του πίσω βαρέθηκα να την ακούω κι αυτήν, πάτησα το play στο A million little pieces. Σύμφωνοι, λάθος επιλογή αλλά αν κόψεις δέκα στιχάκια κι αλλάξεις άλλα πέντε μαζί με τους χρόνους -όχι άλλους αόριστους- , τα τραίνα πηγαινοέρχονται πάνω στις ράγες τους χωρίς να μπλέκονται μεταξύ τους οι λαμαρίνες τους. There isn’t (όχι wasn’t) much I use (όχι used) to need, a smile with glow, a summer breeze through my heart, my hair (εδώ γελάμε), my body (κι εδώ γελάμε), my soul, whatever. Tελεία.