το κοριτσάκι με τα iΣπίρτα

29314079

 

Δεκέμβρης, κρύο, χιόνι. Πολύ. Ψόφος.

Μπροστά από το Louis Vuitton της Μόσχας ένα εξεπίτηδες φτωχοντυμένο 14χρονο (αλλά με εξωφρενικά ακριβά Agent Provocateur κατάσαρκα) κρατάει στο δεξί της χέρι κουτί με σπίρτα. Στο αριστερό σφιχτά ένα iPhone5, περιμένοντας το επόμενο ραντεβού με εκείνο το παραγινωμένο αρσενικό που ‘χει τρυφερή ψυχή -ευσυγκίνητη με τις πικρές παλιοκαιρίσιες ιστορίες- και δυνατό πορτοφόλι για να πληρώσει στον νταβατζή της τα χίλια ευρώ (για κανένα 14χρονο δεν υπάρχει η κατάλληλη ισοτιμία σε ρούβλια) που συμφωνήσαν. Όσα χρειάζονται για να την ανεβάσει σε μια royal σουίτα του Baltschug με θέα το Κρεμλίνο, ζητώντας της να ανάβει ένα ένα τα σπίρτα μέσα στις θεοσκότεινες γωνιές της, όσο εκείνος χαπακωμένος, ξαναμμένος και γυμνός θα τρέχει ξοπίσω από τις μικρές παιχνιδιάρες φλόγες μέχρι να σβήσει και η τελευταία και να ανάψει για τα καλά η δική του, την ώρα που θ’ ακούγεται ως έξω στο διάδρομο ένα βραχνό, πεινασμένο και αγριεμένο μαζί  pokazhi pizdu detka!

 

Δεκέμβρης, κρύο, χιόνι. Πολύ. Ψόφος. Εντεκάμιση το βράδυ, παραμονή πρωτοχρονιάς.

Й

(από τις “Εικοσιτρείς σακατεμένες ιστορίες για ενήλικες”)

Balkan swing

29293120

Η ομίχλη ολόγυρα ήταν τέτοιας ποιότητας που ως κι ο Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον -ενδεχομένως κι ο Τζέιμς Χέρμπερτ- θα ντρεπόταν να σκαρώσουν λέξεις για να την περιγράψουν. Οδηγούσε με δέκα, βία είκοσι χιλιόμετρα στο κοντέρ κι ορκιζόταν πως αυτό το πράμα ξεχυνόταν από παντού, ακόμη και κάτω από την άσφαλτο. Για την ακρίβεια εκεί που θα ‘πρεπε να υπάρχει άσφαλτος.

Ήδη ήταν τρεισήμισι το μεσημέρι, έτσι έλεγε το ρολόι. Κόντευε δυο ώρες στο δρόμο, ζήτημα να ‘χε διασταυρωθεί με τρία φώτα που ερχόταν από απέναντι. Μπροστά και πίσω του το τίποτε. Ένα θολό, πηχτό, βρωμερό τίποτε. Μόνο δίπλα του και στο πίσω κάθισμα υπήρχε μια υποψία ζωής, αφού και οι τρεις γλάρωσαν -με τόση θολούρα έξω και ζέστη μέσα- κι αποφάσισαν να κλείσουν μάτια, αφήνοντάς τον να τραβάει κουπί μονάχος του σε έναν άγνωστο δρόμο μιας άγνωστης χώρας, στο δρόμο για τα σύνορα. Εκεί που θα ‘πρεπε να βρίσκονται ήδη από τις δυόμισι.

Ψαχούλεψε στο ντουλαπάκι του συνοδηγού. Αποκοτιά, με τέτοιες συνθήκες, να αφήνεις έστω κι ένα δάχτυλο απ’ το τιμόνι. Μα ήθελε παρέα, μια φωνή, κάτι ψευτοζώντανο -έστω- να μιλάει, αφού οι άλλοι τρεις τον πρόδωσαν. Εκείνος δίπλα είχε δικαιολογία, ήπιε τέσσερα ποτήρια βουλγάρικο μερλό πριν ξεκινήσουν, παραδόθηκε στα πρώτα δέκα χιλιόμετρα. Για τις άλλες δυο πίσω όμως, που πέσαν ψες βράδυ για ύπνο απ’ τις δώδεκα και ξύπνησαν σα φράπες, άμα ήτανε ένορκος ούτε μισό ελαφρυντικό θα χαλάλιζε. Ούτως ή άλλως δηλαδή, ακόμη και ξύπνιες  να ‘ταν.

Έπιασε ένα, χωρίς να δει τι έγραφε το μαρκαδοράκι πάνω, το ‘χωσε στη χαραμάδα.

The one desire is to dance the swing
Could catch it all night long

Υπό τις παρούσες συνθήκες τζίφος. Μα κουράγιο -και θάρρος- για να ξαναπλώσει το χέρι του σκαλίζοντας, δεν περίσσευε.

Ανέβασε την ένταση. Ύπνο εσείς, ξύπνιος εγώ αλλιώς θα ξεπαραδιαστούν οι δικοί μας για να μας φέρουν πίσω ωραία συσκευασμένους. Ανατρίχιασε κι αυτό τον ξύπνησε κι άλλο.

And when I’m riding on that wing
And just for you I’m in the swing

Την ώρα που έγερνε προς το τιμόνι, για να δει αν αυτό το σκοτεινό ριντό μπροστά στο δρόμο ήταν κάποιος ηλίθιος δίχως φώτα ή η νύχτα που το ‘βαλε γινάτι να πιάσει βάρδια νωρίτερα, βγήκε ξαφνικά απ’ την ομίχλη. Σα να πάτησε έναν διακόπτη και να καθάρισαν τα πάντα. Είδε που βρισκόταν, καλύτερα να μην έβλεπε. Λίγα γκρεμούλια σπίτια δεξιά κι αριστερά, ασοβάντιστα τούβλα, πεσμένοι φράχτες, ψόφια δέντρα, γκρι χορτάρι, μερικές σαφρακιασμένες κότες και καναδυό γουρούνια που θαρρείς και επέζησαν από μεγάλο λιμό και βγήκαν στο σεργιάνι να το γιορτάσουν επισήμως. Αλλά δεν ήταν όλα αυτά το μαύρο που ‘βλεπε λίγο πριν βγει απ΄ την μούχλα. Άλλο ήταν. Καμιά εκατοστή σκουροντυμένοι, άντρες και γυναίκες, που ξεμύτιζαν απ το νεκροταφείο, στο πλάι του δρόμου αριστερά. Οι μισοί πάνω στην άσφαλτο, μέσα στο δρόμο, δέκα μέτρα μακριά, οι υπόλοιποι σπαρμένοι από δω και από κει, κρατώντας στα χέρια πλαστικά ποτήρια άλλοι με τσάι κι άλλοι με κόλλυβα, γιατί βάζαν δάχτυλα μέσα και μετά τα φέρναν στο στόμα. Πουθενά στον κόσμο δεν πίνουν έτσι, άρα μάλλον κόλλυβα.

Αναβόσβησε τα φώτα δυο τρεις φορές, για μια στιγμή σκέφτηκε να κορνάρει αλλά δεν το βρήκε πρέπον για την περίσταση. Κανείς δεν κουνήθηκε ρούπι, ίσα ίσα που μουλάρωσαν και στάθηκαν να κοιτάνε, κάποιοι απορημένοι κι άλλοι σφόδρα ενοχλημένοι, καταμεσής στην άσφαλτο. Πατούσε φρένο κι αναβόσβηνε τα φώτα και παρακαλούσε από μέσα του «παραμερίστε μην έχουμε κι άλλη κηδεία την ίδια μέρα στον ίδιο καταραμένο τόπο» και κανείς δεν έδινε σημασία κι από την ταραχή του που ξύπνησαν ταυτόχρονα κι οι άλλοι τρεις και φώναξαν -σάμπως και μιλούσαν σε κανέναν αόμματο- «πρόσεξε τους ανθρώπους ρε», κατέβασε το παράθυρο αντί να ξαναπαίξει τα φώτα ή να πατήσει πιο δυνατά το φρένο. Το χωριό γέμισε μουσική. Μεγάλο λάθος σε λάθος ώρα.

And when I’m waiting
Until last call, I do it for the swing

 Άκουσε ένα βαρύ γκντουπ από το μπροστά δεξί φανάρι και τις άλλες πίσω να προσεύχονται, αν και όχι τα μάλα θρήσκες, «κάνε να μη σκοτώσαμε κανέναν, θεούλη μου», μούδιασε ως και η ραφή στο όσχεό του, σκέφτηκε «αυτό είναι το τέλος μας» μα αντί να σταματήσει να δει τι κακό έκανε, πάτησε κόρνα, γκάζι, βρήκε μια τρύπα ανάμεσα στους μαυροντυμένους και διέσχισε όλο το χωριό  -η πινακίδα, την είδε στην έξοδο, έγραφε НΟВО ЛЕСКИ- με τριψήφιο νούμερο στο κοντέρ.

Πέντε άντρες -ίσως τα αφεντικά του νεκρού, πλέον, γουρουνιού- στριμώχτηκαν μέσα σε μια άσχημη πράσινη Mercedes Ε200, ξεπάρκαραν απ’ το νεκροταφείο και μπήκαν σαν παλαβοί στην άσφαλτο.  Την ώρα που την είδε στον καθρέφτη να έρχεται με χίλια προς τα πάνω του, αναβοσβήνοντας (κι αυτή) τα φώτα πιο θυμωμένα κι απ την Κριστίν του Κάρπεντερ, ήταν πια σίγουρος πως δεν είχε καθόλου μα καθόλου καλή πρόθεση. Κι ας ξημέρωναν Χριστούγεννα αύριο.

Τα σύνορα ήταν πεντέξι χιλιόμετρα μακριά. Αλλά διακόσια μέτρα μπροστά τους περίμενε -ξανά- η ομίχλη

♫♫

τα άγνωστα x (sniffin’ Christmas)

29233149

Ανάμεσα σε κουραμπιέδες και μελομακάρονα, πασχίζεις να αποσώσεις λίγη αγορασμένη γλύκα γιατί η άλλη, η δωρεάν, παράγινε ακριβή κι απρόσιτη εκεί έξω. Δεν θα ‘πρεπε, μα έτσι κατάντησε. Κατάντια είναι να μη χαίρεσαι που είσαι όρθιος και περπατάς και κρύος αέρας τσιτώνει τις ρυτίδες σου και το όλο και πιο ερημωμένο σου κρανίο και έχεις ατρύπητα χέρια και δεν κρέμονται σωληνάκια πάνω απ’ το κεφάλι σου και δεν περιμένεις -μετρώντας τα ντουπ ντουπ- να διαβάσεις πορίσματα και εξετάσεις. Κατάντια, όμως, είναι και να βαδίζεις στο μονόδρομο του «τη δουλίτσα μας να ‘χουμε κι όλα παλεύονται» γιατί το ξέρεις, σε τρώει άσχημα από μέσα, πως δεν παλεύονται όλα. Όταν η δουλειά αποκτάει υποκοριστικό, είναι γιατί την κανακεύεις μη τυχόν και σου φύγει. Είναι άπιστη η πουτάνα, μπορεί να σου γυρίσει την πλάτη μέσα σε μια νύχτα και να μη ξαναϊδωθείτε ποτέ. Κι ας της κάνεις χατίρια και τεμενάδες και θελήματα και υπερωρίες αφοσίωσης και όλα τα wanna be your dog του σύμπαντος. Όταν πάψεις να γαβγίζεις όπως θέλει -ή κάποιος άλλος κουνήσει την ουρά καλύτερα- , τέλος.

Κάποιες ώρες ολισθαίνω προς το ζειν επικινδύνως, προσπαθώ να με, να μας σκεφτώ λίγα χρόνια μετά. Ένα, δυο, έστω. Μάταια. Εξίσωση που έχει μόνο άγνωστα x δεν λύνεται. Στο τέλος βολεύομαι με τα ρετάλια του 1+1 = 2 , τα carpe diem, τα «γεροί να ‘μαστε αύριο και βλέπουμε». Κι όσο περνάει ο καιρός, τόσο πιο ακριβά τα βλέπω αυτά τα κουρελάκια. Πανάκριβα, ειδικά την ώρα που περνάνε από μπρος μου -μια σπιθαμή μακριά- φορεία με τρίχρονα κορμάκια πάνω τους, βουτηγμένα στο betadin και με λιλιπούτεια βραχιολάκια στο χέρι κι εκείνος γυρίζει και μου λέει «μη κοιτάς, μη» αποστρέφοντας το βλέμμα κι ας έχουν δει τα μάτια του ανείπωτες εικόνες, όσο στα δικά μου απροπόνητα μάτια συνωστίζονται στρατιές ολόκληρες από «μα γιατί;» και απαντήσεις δεν έχω γιατί εξισώσεις με μόνο άγνωστα x δεν λύνονται.

Κι έτσι περνάει ο καιρός, μέρα με τη μέρα στενεύω κι άλλο, λίγο περισσότερο, το ρούχο που φοράω για να μη φανώ αρτιμελής ανάμεσα σε διαμελισμένους. Με ανακουφίζει προσωρινά αυτό. Αλλά δεν απαλύνει τον πόνο των σακατεμένων.

Είναι μερικά βράδια, την ώρα που το σπίτι αρχίζει και παγώνει, που πίνω με αόρατες παρέες δίπλα. Οινοπνεύματα ακριβά, φτηνά, μπουκάλια με περίεργες ετικέτες, ποτήρια χαμηλά, ψηλά, καμιά σημασία δεν έχει. Μερικές φορές μιλάμε, άλλες όχι. Συνήθως κοιταζόμαστε βουβοί κι ας είμαστε ώρες ατέλειωτες, διόδια, αεροδρόμια ή θάλασσες μακριά. Ξέρει, όμως, ο καθένας τι σκέφτεται ο άλλος (κι ας ζούνε τόσο διαφορετικές ζωές) : πως εξισώσεις μόνο με άγνωστα x δεν λύνονται, άρα θα ψάξεις να βρεις τον τρόπο να δώσεις σε κάποια x σάρκα και οστά. Κι ο,τι αποτέλεσμα βγάλει. Αρκεί να λιγοστέψουν τα x και να περισσέψουν οι άνθρωποι.

Ανάμεσα σε κουραμπιέδες και μελομακάρονα και μια σειρά αρχαία λαμπιόνια που ξεψυχάνε ένα ένα, χρόνο με το χρόνο, σκέφτεσαι -μου λέω- κάτι ασυνάρτητα πράματα ώρες ώρες…..

Καλές Γιορτές, everyone

πατρίδα βαθιά

29126188 (1)

Τον δέκατο τέταρτο χρόνο μετά την έναρξη της Μεγάλης Ύφεσης στην Χώρα, οι πρώτοι απόφοιτοι της Σχολής Καπνοδοχοκαθαριστών ορκίστηκαν με πάρα πολύ μεγάλη επισημότητα και την αναπόφευκτη συγκίνηση που συνοδεύει τέτοια κοσμογονικά events. Χρειάστηκε να θυσιαστεί μισή γενιά για να μπορέσουν επιτέλους η Παιδεία και η Εκπαίδευση να συμβαδίσουν καινοτόμα με τις ανάγκες της εποχής, των εργοδοτών και των Χορηγών.

Δεν ήταν -βέβαια- εύκολο για τους συγκινημένους γονείς των νέων πτυχιούχων να ξεχάσουν εικόνες και συνήθειες δεκάδων χρόνων, όπως την πρώτη μέρα στο νηπιαγωγείο, την πρώτη στο δημοτικό, τη μέρα του τελευταίου ενδεικτικού της Έκτης. Τις παλιές εκείνες χρωματιστές φωτογραφίες, με καθαροντυμένα και φρεσκολουσμένα παιδιά, έξω από κτίρια που γράφαν «Πρώτο Νηπιαγωγείο», «Πέμπτο Δημοτικό» και άλλα τέτοια vintage. Τώρα μπαίναν στη Σχολή από τα πέντε τους και μέχρι τα δέκα, τη μέρα της ορκομωσίας, καμιά αναμνηστική τους φωτογραφία δεν έβλεπε το φως. Τέτοιας ποιότητας μαύρο ήταν αδιαπέραστο ακόμη κι από τρεις ήλιους ή εκατό δισεκατομμύρια φλας που άναβαν ταυτόχρονα. Κάποτε μια τέτοια φωτογραφία κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο αλλά ύστερα είπαν πως την έφτιαξαν παιδιά. «Για την πλάκα τους» είπαν οι αρχηγοί της Χώρας.

Ένας ανεπαίσθητος προβληματισμός που κατά καιρούς έβγαινε στην επιφάνεια, ότι ίσως δηλαδή και να μην ταιριάζει στην πολιτισμένη Χώρα το θέαμα καπνισμένων πεντάχρονων κι εξάχρονων που μπαινόβγαιναν -στα πλαίσια της πρακτικής τους εξάσκησης- σε καμινάδες που με δυσκολία χωρούσαν σκίουρο, γρήγορα ξεπεράστηκε όταν με μια νέα τροπολογία αυξήθηκε το όριο ηλικίας για την εισαγωγή από πέντε στα έξη χρόνια και εφτά μήνες και ταυτόχρονα διατάχθηκε γενικός λιμός στις ηλικίες κάτω από τα πέντε ώστε να αποφευχθεί -μεσοπρόθεσμα- ανήκεστος βλάβη στις καπνοδόχους.

Τουλάχιστον είχαν αποφευχθεί τα χειρότερα. Μετά από μια τεράστια αιμορραγία, η χώρα μπορούσε, επιτέλους, να κρατήσει τη νέα γενιά στα σπλάχνα της. Βαθιά μέσα. Τόσο βαθιά που ούτε μισή αχτίδα από φως κατάφερε να βρει το δρόμο ποτέ.

< >

σαν ψεύτικο υστερόγραφο

29111817

 

Με τον Κώστα λέγαμε (εδώ και κάμποσα χρόνια) πως όταν τα πράγματα γίνουν σκατά και κάθε ξύπνημα θα ‘ναι όλο και πιο δύσκολο, θα ανοίξουμε εκείνη την τρύπα που όλο τη μελετάγαμε και όλο την αναβάλλαμε. Την αποδιώχναμε γιατί κατά βάθος φοβόμασταν και κάθε μέρα κοιταζόμασταν και λέγαμε «έλα ρε μαλάκα, πόσο πιο σκατά δηλαδή;».

Πολύ.

Θα κάναμε κάτι για το οποίο κανείς δεν θα ΄δινε δεκάρα. Κανένα αφιέρωμα στους «καινοτόμους άνεργους» δεν θα μας είχε μέσα. Στο TEDx θα πληρώναν για να μην περάσουμε ούτε απ’ έξω. Μπορεί να μας αφιέρωνε και τρεις σκωπτικές γραμμές η συνομοταξία των Μανδραβέληδων, χωρίς να μας ονοματίσει, απλά περιγράφοντάς μας. Ως μη μετρήσιμο στατιστικό δείγμα, σαν παράδειγμα για αποφυγή, σαν υπαίτιους όλων των δεινών που μας φέραν ως εδώ. Μέχρι εκεί. Κάθε φορά που βάζαμε τα νούμερα κάτω και ήταν τόσο διαφορετικά απ΄του προηγούμενου μήνα, αβάσταχτα δυσβάσταχτα κι ας περάσαν μόλις τρεις βδομάδες απ’ το τελευταίο μπίζνες πλαν -θέμα τιμής να έχεις ένα τέτοιο παραμάσχαλα- λέγαμε «έλα ρε μαλάκα, πόσο πιο σκατά δηλαδή;» κι  απαντούσαμε (από μέσα μας, για να μη τρομάξουμε ο ένας τον άλλον) με την ίδια λέξη.

Πολύ.

Αλλά δεν το βάζαμε κάτω. Σ’ αυτές τις ηλικίες -άλλως τε- δεν έχεις πολλά να χάσεις όταν χάσεις μέσα σ΄ένα βράδι τα πάντα. Με όποιο μπεταντίν κι αν σου πασαλείψουν την πληγή, είτε κινητικότητα, είτε διαθεσιμότητα, είτε αποζημίωση, είτε επίδομα ανεργίας το βαφτίσουν, πάλι πληγή θα είναι. Αυτά που θ΄αφήναμε πίσω (ακούσια) δεν θα ‘ ταν και λίγα. Μα αν το καλοσκεφτόσουν, δεν θα ‘ταν και η ζωή μας ολάκερη. Εκτός κι αν πεις «ζωή» κόμπους τυλιγμένους στο λαιμό, γύρω από σκληρούς γιακάδες, μεταξωτά πανιά που γράφαν DKNY, Napoleone, Βoss, Albricci, Carlo Colombo, Profuomo και Βrooks Brothers. Δώρα, τα περισσότερα. Την εποχή της ευμάρειας. Αυτά που τα κοίταζε καμιά φορά γελώντας ο άλλος κι έλεγε «ετούτα θα σε πνίξουν μια μέρα ρε μαλάκα, χωρίς να το πάρεις χαμπάρι».

Τελικά την τρύπα δεν θα την ανοίξουμε. Αυτός φεύγει τον άλλο μήνα σε ένα μέρος με όνομα που δεν θα μάθω ποτέ να προφέρω. Ίσως το πληκτρολογήσω κάποια στιγμή στο GPS ανεβαίνοντας, αν αργήσει εκείνος να κατηφορίσει. Και θα συνεχίσω, άγνωστο για πόσο, να δένω προσεγμένους κόμπους σ΄αυτά που μια μέρα -το ξέρω- θα με πνίξουν. Πριν αποχαιρετιστούμε -με τρόπο που αρμόζει σε ψύχραιμα αγόρια, σε καθωσπρέπει οικογενειάρχες- θα του δώσω το cd με το μενού των ηχείων κι εκείνος τη λίστα με τα πρώτα ψώνια, για το πρώτο πιάτο, της πρώτης μέρας. Αυτής που δεν έμελλε να ξημερώσει.

Sonny Stitt ρε παπάρα; θα σπάσουν τα αβγά πριν τα πιάσω στα χέρια μου. Σκέψου τους τρεις πελάτες μας, γαμώ το μάρκετινγκ σου

Καβουρμά με αβγά ρε μαλάκα; πιο yesterdays πιάτο δεν γίνεται. Κέρνα το καλύτερα, είναι ντροπή να τους πάρουμε λεφτά για κατοχικό μενού

Και μετά θα σκάσουμε στα γέλια πίνοντας ο,τι βρεθεί πρόχειρο μπροστά μας. Αυτό το γέλιο -που δεν βγήκε, στ’ αλήθεια, από μέσα μας- εύχομαι να τους πνίξει μια μέρα.

Στο καλό μικρέ. Στο λέω από σήμερα γιατί τη μέρα που φεύγεις θα λείπω. Δυο κόμπους στο λαιμό δεν θα μπορέσω να τους κάνω κουμάντο. Τώρα θα μάθω να βγαίνω στο βουνό με το ποδήλατο και να πηγαίνω στο σούπερ μάρκετ μονάχος μου…

Οtto Dix days

29079684

 

Σήμερα νωρίς το πρωί, πάλευε να βγει ήλιος κάπου ανατολικά (αυτό δεν το άλλαξαν, ακόμη). Δεν τα κατάφερε, μου φαίνεται λίγο απροπόνητος κι ανήμπορος τον τελευταίο καιρό. Σε λιγότερο από τρία λεπτά χλώμιασε και -μάλλον- ξάπλωσε για να πάρει πάνω του, ελπίζω να αντέξει να κάνει λίγα χλιαρά βήματα προς τα πάνω μας μέσα στη μέρα. Στη διαδρομή λάμπες αναμμένες, σβηστές, σπασμένες, αυτοκίνητα με σκοτεινά χρώματα και φώτα με τσίμπλες. Μέσα σκοτεινά ρούχα, ντύνουν πνιγμένους στις σκέψεις τους ανθρώπους. Θα ΄θελα πολύ να μάθω τι ακούνε κλεισμένοι στις λαμαρίνες. Ελπίζω όχι φωνές. Στο τελευταίο κόκκινο φανάρι, στα σύνορα της πόλης, μετράω τρία κορεάτικα, τρία γερμανικά, δυο ιταλικά, ένα γαλλικό και δυο σκουριασμένα -χωρίς πατρίδα- στη σειρά, το ένα πίσω και δίπλα απ΄τ΄άλλο.

Σε δυο λεπτά άναψε πράσινο και φρρρρρ….χαθήκαμε όλοι δεξιά κι αριστερά, σαν κάργες που ψάχνουν το πρωινό ψίχουλο για να το πάνε πίσω στη φωλιά.

Ευτυχώς κοντεύουν χρονιάρες μέρες και θα μπορέσουμε, οι τυχεροί, να βάλουμε ένα καλύτερο κάδρο στα πρωινά μας. Για να μη μας τρομάζουν όταν στέκονται αφτιασίδωτα εκεί απέναντι..

talkin’ ’bout my generation *

29050464 (3).last

 

 

Δηλαδή στα σοβαρά πίστευες, κάποτε, ότι το ξεθώριασμα γλυκοκοιτάζει μόνο τα ντουβάρια, τα μαύρα μπλουζάκια, τα «Ενοικιάζεται τριάρι» στις κολώνες και τις ξαπλωμένες κάτω απ’ τον ήλιο πετσέτες;

* not trying to cause a big s-s-sensation, though

δεκαεφτά λέξεις κι ένας αριθμός

29035207

 

Οι φίλοι, του είπα, είναι για να βοηθάνε. Ακόμη κι όταν έρχεται η ώρα να κάνουν κάτι που ευχόντουσαν ποτέ να μη χρειαστεί, αλλά γνωρίζαν πως αργά ή γρήγορα θα χτυπήσει την πόρτα.

Του ζήτησα έναν αριθμό. Για να ψάξω, να ρωτήσω, να μάθω, να του πω.

Μου είπε «θα σου στείλω mail αύριο το πρωί».

Ξημέρωσε. Στις 09:18 έστειλε. Δεκαεφτά λέξεις κι έναν αριθμό.

Οικοσκευή, από εδώ σε Radolfzell am Bodensee 78315, λοιπόν (Oι λέξεις είναι πουτάνες. Πάντα λίγες για τόσα πολλά)

=

51% Σάββατο

29008399

Πριν τα ντουβάρια στο σπίτι αρχίσουν να σφιχταγκαλιάζονται, παίρνω τους δρόμους. Μπορώ, ακόμη, να κυκλοφορώ  χωρίς να χρειάζεται να έχω πρόχειρα κέρματα στην τσέπη για διόδια πεζοδρομίων. Άλλο αν τα χρυσοπληρώσαμε. Και συνεχίζουμε να τα πληρώνουμε, χωμένα μέσα σε Διαύγειες και ποιότητες ζωής που ραγίσαν ελλείψει κονδυλίων. Ωραίες λέξεις. Μπορώ να φτιάξω καλύτερες, χωρίς -όμως- να τις χρεώσω σε κανέναν.

Δέκα βήματα μακριά απ΄την εξώπορτα το φαρμακείο της γειτονιάς. Σηκώνω το δεξί χέρι, χαιρετάω το χαμογελαστό κορίτσι με την άσπρη ποδιά, μέσα. Κάνει το ίδιο, κρατώντας στο χέρι της ένα κουτί με συμμετοχή 25%. Κάνει κρύο. Φοράω γάντια. Για ένα δευτερόλεπτο νιώθω Tommie Smith. Εκείνη δεν είμαι βέβαιος αν παριστάνει τον John Carlos. Αμφιβάλλω αν τον ξέρει, αν άκουσε ποτέ κάτι γι αυτόν. Μάλλον όχι, αν κρίνω από το ότι δεν σήκωσε το αριστερό. Βάζω γρήγορα το χέρι στην τσέπη, διώχνω τις σκέψεις. Δεν σε στέλνουν σε βάθρο. Το πολύ πολύ να σε στείλουν σε Ladose ή Xanax.

Μετά, πενήντα μέτρα πιο κάτω, το κομμωτήριο. Το ‘χω χωνέψει πως η Mathilde δεν ζει πια εδώ. Eίναι ωραία γυναίκα η κομμώτρια, απ’ αυτές που ζεματάνε, μα έχει κι αυτή τα ζόρια της. Παλιά, κάθε Σάββατο, ουρά στην αναμονή ανάμεσα σε κλεισμένα από μέρες ραντεβού, απ’ τις εννιά το πρωί ως τις έξη και τις εφτά το απόγευμα. Τώρα ο χρόνος έχει συσταλεί. Η ουρά κόπηκε απ’ τη ρίζα. Τα ραντεβού δεν γεμίζουν πια ούτε μισό ποστ-ιτ. Με αχτένιστη ψυχή δεν σε μάραναν και δέκα αχτένιστες τρίχες. Αν και η σχωρεμένη η γιαγιά μου -που δεν πέρασε ποτέ κατώφλι κομμωτήριου- συνήθιζε να λέει «αφού οι άντρες είστε τόσο τρίχες, πίσω από τρίχες σέρνεστε». Τότε δεν υπήρχαν καράβια, μάλλον. Όμως όσο άδειες και να είναι οι πολυθρόνες και οι καρέκλες, πάλι περισσότερο κόσμο θα δεις εκεί μέσα απ’ ότι στο γαλατάδικο διαγώνια. Εκεί μπαίνει ο κόσμος, παίρνει ενάμιση πράγμα στο χέρι και φεύγει σχεδόν σαν κυνηγημένος. Είτε από ντροπή για το δίευρο που κουβαλάνε, είτε από πίκρα για τη σοκολάτα που έμεινε στο ράφι «άσε, θα ξανάρθω το απόγευμα, να δω και τι άλλο μου λείπει», είτε από φόβο μη τυχόν και τους πιάσει κάποιος άλλος τη θέση στο πεζοδρόμιο και χάσουν τη σειρά τους πάνω στον μακρύ, ίσιο, ίδιο κι απαράλλακτο μονόδρομο για το σπίτι. Εκεί που, αν είναι τυχεροί, κάτι θα καίει. Μάτι στην κουζίνα, ξυλόσομπα, κλιματιστικό, κανένα αερόθερμο. Κι ένα πιτσιρίκι που περίμενε κατιτίς αλλά δεν θα ρωτήσει «δεν έφερες;» αφού έμαθε να ρωτάει όλο και πιο λίγα γι αυτά τα μονόμπαντα και στριφνά μαθηματικά της αφαίρεσης. Γιατί νομίζεις δηλαδή ότι τις λένε μπίτερ τις σοκολάτες, ακόμη και τις γάλακτος;

Κοιτάζω ψηλά, προς τους τρίτους και τους τέταρτους όροφους, ξαναδιώχνω τις σκέψεις πριν γίνουν μαγκάλια. Ο ουρανός ανάμεσα στα τσιμέντα είναι καθαρός, έχει ήλιο. Με δόντια, μα όλα έχουν δόντια πλέον. Και δεν τα δείχνουν μόνο, δοκιμάζουν σάρκα κιόλας. Στο καθαριστήριο απέναντι βλέπω καθαρά τα σημάδια απ΄τη δαγκωνιά. Σάββατο λίγο πριν τις δώδεκα και κλειστό,  φώτα σβηστά, ψυχή. Μόνο κρεμάστρες με ρούχα μέσα σε σακκούλες, μακριά απ’ τα αφεντικά τους. Παρατημένα εκεί μήνες. Δεν είναι παιδιά, θα πεις, πανιά είναι. Ναι αλλά μ΄αυτά πέρασες φουρτούνες και χαρές και συμπληγάδες και σκύλες και χάρυβδες και γάμους και βαφτίσια, μ΄αυτά τα πανιά. 80% βισκόζη, 20% βαμβάκι. 100% απώλεια.

Ξαναβγάζω το χέρι απ’ την τσέπη. Το φέρνω στο αυτί. «Ναι, για κει πάω τώρα. Όχι, δεν το ξέχασα». Ψέμα. Πιάνω άλλη γνώριμη ρότα στο πεζοδρόμιο, δίπλα σε κλειστά μαγαζιά και ανοιχτές πληγές, πέντε λεπτά δρόμος μέχρι το ασανσέρ και το κουμπί που γράφει τρίτος όροφος. «Έτοιμες είναι;». Μ΄αρέσουν οι μικροβιολόγες που σε κοιτάζουν με χαμογελαστά μάτια χωρίς να λένε τίποτε. Το πιο καθαρό, βουβό και φλύαρο μαζί «όλα εντάξει, όλα μια χαρά» σ’ όλο το γαλαξία. Τους αγαπώ αυτούς τους ανθρώπους που σου δίνουν ανάσες με 15% συμμετοχή. Ειδικά όταν ξεχνάνε να κλείσουν δυο κουμπιά στο άσπρο στενό πουκάμισο κάτω απ΄την άσπρη, 100% αυστηρή ποδιά τους.

Είναι φορές που -ντρέπομαι, μα θα το πω- νομίζω πως αυτά τα ορφανά  κουμπιά είναι τα ψιχουλάκια, για να βρω το άλλο 49% που λείπει..

δυο τρία λεπτά ακόμη

28952651

Προχτές σκάλιζα -άγνωστο για ποιό λόγο, ίσως άσκοπα- τα βινύλια στα ράφια, παραμερίζοντας μαραφέτια και θήκες για ρεσώ, φερμένα από μέρη που το πιθανότερο είναι να μην επισκεφθώ ποτέ ξανά. Μέσα στους χάρτινους φακέλους, χαραγματιές και σκόνες πάνω σε προσεχτικά φτιαγμένα αυλάκια που ίσως δεν επισκεφθώ ποτέ -με σέρπα τη βελόνα- ξανά. Κάποια δισκάκια τα έπιανα στα χέρια απορημένος, πότε το πήρα γω αυτό; ,κάποια βιαζόντουσαν να ξαναγυρίζουν στη θέση τους μουτρωμένα, μας ξέχασες, τόσα περάσαμε μαζί και μας ξέχασες.

Δεν είναι λογικό να γίνεσαι μέλουρας με τα δισκάκια. Ας είναι και αρχαία. Ούτε να πιστεύεις πως κάνεις κάτι τάχατες σπουδαίο διαλέγοντας λέξεις απ’ το Wurlitzer του μυαλού : πατάς A1 και βγαίνει «ξεθωριάζω», μετά Β6 και «αχνά», ύστερα F8 και «λήθη». Αυτά είναι κόλπα παλιά, χιλιοπαιγμένα, ξεπερασμένα. Με ένα κέρμα ένα ποστ, με δυο τέσσερα, εκατό να βάλεις μόνο σαρανταπενταράκια θα παίζει. Μικρές ιστορίες, σύντομες, εφήμερες, με κουπλεδάκι και ρεφρέν  για να περνάει η ώρα μέχρι να ξαναθυμηθεί το επόμενο χέρι (πες το κι αφορμή) να πατήσει ένα τυχαίο D7 και να απορήσεις -ίσως- κι εσύ που είχες τέτοιο τραγουδάκι κρυμμένο στα σωθικά σου. Τίποτε καινούριο, μη θαρρείς. Απλά λίγο παραπάνω fuzz, μια -ξεχασμένη- γυναικεία φωνή στο βάθος, μια -σχεδόν αναπόφευκτη, χειμώνας μπήκε- βραχνάδα στο κουπλέ, ένα αλανιάρικο πιανάκι, ένα μισοτελειωμένο τσιγάρο στο fade out. Δυο, τρία λεπτά ακόμη, όλο κι όλο. Αυτά γράφουμε. Tα J5 μας.