Η ομίχλη ολόγυρα ήταν τέτοιας ποιότητας που ως κι ο Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον -ενδεχομένως κι ο Τζέιμς Χέρμπερτ- θα ντρεπόταν να σκαρώσουν λέξεις για να την περιγράψουν. Οδηγούσε με δέκα, βία είκοσι χιλιόμετρα στο κοντέρ κι ορκιζόταν πως αυτό το πράμα ξεχυνόταν από παντού, ακόμη και κάτω από την άσφαλτο. Για την ακρίβεια εκεί που θα ‘πρεπε να υπάρχει άσφαλτος.
Ήδη ήταν τρεισήμισι το μεσημέρι, έτσι έλεγε το ρολόι. Κόντευε δυο ώρες στο δρόμο, ζήτημα να ‘χε διασταυρωθεί με τρία φώτα που ερχόταν από απέναντι. Μπροστά και πίσω του το τίποτε. Ένα θολό, πηχτό, βρωμερό τίποτε. Μόνο δίπλα του και στο πίσω κάθισμα υπήρχε μια υποψία ζωής, αφού και οι τρεις γλάρωσαν -με τόση θολούρα έξω και ζέστη μέσα- κι αποφάσισαν να κλείσουν μάτια, αφήνοντάς τον να τραβάει κουπί μονάχος του σε έναν άγνωστο δρόμο μιας άγνωστης χώρας, στο δρόμο για τα σύνορα. Εκεί που θα ‘πρεπε να βρίσκονται ήδη από τις δυόμισι.
Ψαχούλεψε στο ντουλαπάκι του συνοδηγού. Αποκοτιά, με τέτοιες συνθήκες, να αφήνεις έστω κι ένα δάχτυλο απ’ το τιμόνι. Μα ήθελε παρέα, μια φωνή, κάτι ψευτοζώντανο -έστω- να μιλάει, αφού οι άλλοι τρεις τον πρόδωσαν. Εκείνος δίπλα είχε δικαιολογία, ήπιε τέσσερα ποτήρια βουλγάρικο μερλό πριν ξεκινήσουν, παραδόθηκε στα πρώτα δέκα χιλιόμετρα. Για τις άλλες δυο πίσω όμως, που πέσαν ψες βράδυ για ύπνο απ’ τις δώδεκα και ξύπνησαν σα φράπες, άμα ήτανε ένορκος ούτε μισό ελαφρυντικό θα χαλάλιζε. Ούτως ή άλλως δηλαδή, ακόμη και ξύπνιες να ‘ταν.
Έπιασε ένα, χωρίς να δει τι έγραφε το μαρκαδοράκι πάνω, το ‘χωσε στη χαραμάδα.
The one desire is to dance the swing
Could catch it all night long
Υπό τις παρούσες συνθήκες τζίφος. Μα κουράγιο -και θάρρος- για να ξαναπλώσει το χέρι του σκαλίζοντας, δεν περίσσευε.
Ανέβασε την ένταση. Ύπνο εσείς, ξύπνιος εγώ αλλιώς θα ξεπαραδιαστούν οι δικοί μας για να μας φέρουν πίσω ωραία συσκευασμένους. Ανατρίχιασε κι αυτό τον ξύπνησε κι άλλο.
And when I’m riding on that wing
And just for you I’m in the swing
Την ώρα που έγερνε προς το τιμόνι, για να δει αν αυτό το σκοτεινό ριντό μπροστά στο δρόμο ήταν κάποιος ηλίθιος δίχως φώτα ή η νύχτα που το ‘βαλε γινάτι να πιάσει βάρδια νωρίτερα, βγήκε ξαφνικά απ’ την ομίχλη. Σα να πάτησε έναν διακόπτη και να καθάρισαν τα πάντα. Είδε που βρισκόταν, καλύτερα να μην έβλεπε. Λίγα γκρεμούλια σπίτια δεξιά κι αριστερά, ασοβάντιστα τούβλα, πεσμένοι φράχτες, ψόφια δέντρα, γκρι χορτάρι, μερικές σαφρακιασμένες κότες και καναδυό γουρούνια που θαρρείς και επέζησαν από μεγάλο λιμό και βγήκαν στο σεργιάνι να το γιορτάσουν επισήμως. Αλλά δεν ήταν όλα αυτά το μαύρο που ‘βλεπε λίγο πριν βγει απ΄ την μούχλα. Άλλο ήταν. Καμιά εκατοστή σκουροντυμένοι, άντρες και γυναίκες, που ξεμύτιζαν απ το νεκροταφείο, στο πλάι του δρόμου αριστερά. Οι μισοί πάνω στην άσφαλτο, μέσα στο δρόμο, δέκα μέτρα μακριά, οι υπόλοιποι σπαρμένοι από δω και από κει, κρατώντας στα χέρια πλαστικά ποτήρια άλλοι με τσάι κι άλλοι με κόλλυβα, γιατί βάζαν δάχτυλα μέσα και μετά τα φέρναν στο στόμα. Πουθενά στον κόσμο δεν πίνουν έτσι, άρα μάλλον κόλλυβα.
Αναβόσβησε τα φώτα δυο τρεις φορές, για μια στιγμή σκέφτηκε να κορνάρει αλλά δεν το βρήκε πρέπον για την περίσταση. Κανείς δεν κουνήθηκε ρούπι, ίσα ίσα που μουλάρωσαν και στάθηκαν να κοιτάνε, κάποιοι απορημένοι κι άλλοι σφόδρα ενοχλημένοι, καταμεσής στην άσφαλτο. Πατούσε φρένο κι αναβόσβηνε τα φώτα και παρακαλούσε από μέσα του «παραμερίστε μην έχουμε κι άλλη κηδεία την ίδια μέρα στον ίδιο καταραμένο τόπο» και κανείς δεν έδινε σημασία κι από την ταραχή του που ξύπνησαν ταυτόχρονα κι οι άλλοι τρεις και φώναξαν -σάμπως και μιλούσαν σε κανέναν αόμματο- «πρόσεξε τους ανθρώπους ρε», κατέβασε το παράθυρο αντί να ξαναπαίξει τα φώτα ή να πατήσει πιο δυνατά το φρένο. Το χωριό γέμισε μουσική. Μεγάλο λάθος σε λάθος ώρα.
And when I’m waiting
Until last call, I do it for the swing
Άκουσε ένα βαρύ γκντουπ από το μπροστά δεξί φανάρι και τις άλλες πίσω να προσεύχονται, αν και όχι τα μάλα θρήσκες, «κάνε να μη σκοτώσαμε κανέναν, θεούλη μου», μούδιασε ως και η ραφή στο όσχεό του, σκέφτηκε «αυτό είναι το τέλος μας» μα αντί να σταματήσει να δει τι κακό έκανε, πάτησε κόρνα, γκάζι, βρήκε μια τρύπα ανάμεσα στους μαυροντυμένους και διέσχισε όλο το χωριό -η πινακίδα, την είδε στην έξοδο, έγραφε НΟВО ЛЕСКИ- με τριψήφιο νούμερο στο κοντέρ.
Πέντε άντρες -ίσως τα αφεντικά του νεκρού, πλέον, γουρουνιού- στριμώχτηκαν μέσα σε μια άσχημη πράσινη Mercedes Ε200, ξεπάρκαραν απ’ το νεκροταφείο και μπήκαν σαν παλαβοί στην άσφαλτο. Την ώρα που την είδε στον καθρέφτη να έρχεται με χίλια προς τα πάνω του, αναβοσβήνοντας (κι αυτή) τα φώτα πιο θυμωμένα κι απ την Κριστίν του Κάρπεντερ, ήταν πια σίγουρος πως δεν είχε καθόλου μα καθόλου καλή πρόθεση. Κι ας ξημέρωναν Χριστούγεννα αύριο.
Τα σύνορα ήταν πεντέξι χιλιόμετρα μακριά. Αλλά διακόσια μέτρα μπροστά τους περίμενε -ξανά- η ομίχλη…
♫♫
Η βαλκανική εκδοχή του Κάρπεντερ πασπαλισμένη με την βαλκανική εκδοχή του Στίβεν Κινγκ.
πολύ λουστρίν κομμωτήριο κατάσταση αυτή στο βίντεο. εγώ χώθηκα μέσα σε μετα-Πρίστινα καταστάσεις
1. ορίζουμε το χώρο (χρόνο) 2. διαμορφώνουμε τις συνθήκες 3. δημιουργούμε ένα περιστατικό 4. οδηγούμε στην κατάληξη 5. πασπαλίζουμε με χαριτωμένες πινελιές.
Μακάρι να ήταν τόσο εύκολο για όλους μας!
για κανέναν δεν είναι εύκολο να βγει απ΄την ομίχλη
πολύ καλό!Είναι άσχετο,αλλά μου θυμίζει μία ταινία μικρού μήκους για την οποία μου μιλάει συχνά ο πατέρας μου..με ένα αμάξι,ένα χαλασμένο φρένο και πολλά πρόβατα..!
Καλά ξεμπερδέματα με την ομίχλη 🙂
δεν έχει πρόβατα εδώ, πεθάναν όλα από ευλογιά
Νομίζω ότι το “ξανά” πριν την ομίχλη δεν μας χάλασε στην προκειμένη.
δεν οδηγάει γρήγορα στην ομίχλη αφού. οι αυτόχθονες, πάλι, ναι. δύσκολα πράματα
για το πλήθος… http://youtu.be/YtjcXpnN_do
και για την οδήγηση… οποιοδήποτε από “blues brothers” 🙂 http://youtu.be/ZTT1qUswYL0