Όλα τα Τρινιτά τα είδα είτε στο Rex ή στο θερινό Όσκαρ.
Το Όσκαρ μετά από δυο, τρία καλοκαίρια το έκλεισαν με λαμαρινοκατασκευές και συνέχισε μονοθεματικά με τσόντες, δυο έργα δυο. Δε λέω, είχε μια εναλλακτική ρομαντικότητα να βλέπεις μπουκωμένα γυναικεία στόματα, μυροβόλους θάμνους -ναι, είχαμε φαντασία- και στήθια τρισδιάστατα (τα μάτια μας ήταν 3D γυαλιά από μόνα τους) να ξεχειλίζουν από την οθόνη όσο άκουγες τη βροχή να χτυπιέται πάνω στις λαμαρίνες αλλά τότε ήμασταν δεκατέσσερα και δεκαπέντε (μερικά δείχναμε ξετιναγμένα, παίρναμε ύφος δεκαεφτάρη μασώντας τρεις τσίχλες και μια στις τόσες άνοιγε η πύλη του παράδεισου μετά το ταμείο) και δεν πολυσκαμπάζαμε από ρομαντσάδες, μόνο αληθινές γυμνές γυναίκες, παλλόμενες, υγρές και φωνακλούδες θέλαμε να δούμε. Είχαμε στουμπώσει από τη χάρτινη μουγκή στέγνα των Playboy και των Penthouse.
Το Rex ήταν μια πορδή, χώραγε λιγότερους από εκατό ανθρώπους κάτω και πάνω. Ήταν τόσο χαμηλοτάβανο που άπλωνες το χέρι από τον εξώστη και έπαιρνες πατατάκια από το σακούλι του από κάτω, υπερβολή αλλά μια εικόνα δίνω. Αν δεν το ’λεγες κλειστοφοβικό, το ΄λεγες χουχουλιάρικο. Σήμερα δεν ξέρω τι ακριβώς είναι, μάλλον αποθήκη. Πολλές καλές νύχτες μας τις ενταφιάσαμε κει μέσα και δεν ξέρω πώς καταντήσαμε τόσο χοντρόπετσοι που ούτε μια λοξή ματιά καταδεχόμαστε να ρίξουμε -σαν κεράκι, εν είδει μνημόσυνου- κάθε που περνάμε συχνά πυκνά απ΄έξω.
Σ’ αυτούς τους δυο ναούς εκκλησιαστήκαμε –πες το και κατηχητικό- με τον Tέρενς και με τον Μπαντ. Όμορφοι σαν τον γαλανομάτη δεν θα γινόμασταν ποτέ και το ξέραμε και το ξέραν και τα κορίτσια που μας περίμεναν μετά για να γκομενιάσουμε στη γειτονιά γιατί αυτές δεν καταδεχόντουσαν να σπαταλήσουν μιάμιση ώρα για ’τέτοιες αηδίες’, αλλά ελπίζαμε τουλάχιστον να μπορούσαμε να δέρνουμε κακούς σαν τον άλλον. Με κείνο το θεσπέσια χορταστικό σλαπ της σφαλιάρας και της γροθιάς (χωρίς ντόλμπι σαράουντ μάλιστα), που καμιά αληθινή σφαλιάρα και γροθιά δεν θα αξιωθεί να γεννήσει ποτέ της. Τελικά κακούς ή καλούς δεν δείραμε, οι περισσότεροι από μας. Αλλά το ρέψιμό του το τελειοποιήσαμε, μερικά skills θαρρείς και είναι έμφυτα.
Σήμερα διάβασα ότι πέθανε ο Bambino. Kάποιο απόγευμα λέω να περάσω μια βόλτα έξω από το Rex και να ρίξω μια λοξή ματιά στην πόρτα του που δεν είναι πια πόρτα αλλά τζαμαρία που πίσω της έχει παγωμένα γιαούρτια, τυρόπιτες και πίτσα στο χέρι. Αν δεν έχει πολλή φασαρία στο δρόμο πίσω μου, μπορεί και να καταφέρω ν’ ακούσω τον χοντρό να γκρινιάζει θυμωμένος και μεταγλωττισμένος ‘Don’t call me Bambino’. Και μετά να μοιράζει, γαλαντόμα και ξεκούραστα, δέκα μπουκέτα ολάνθιστες σφαλιάρες.
….