
მთაწმინდის მთვარე
Ούτε εκατό μέτρα μακριά απ’ το σπίτι, είναι το μικρό μπακάλικο -απ’ αυτά τα λίγο απ’ όλα– της Ρίτας. Απ’ την Τιφλίδα. Από κει παίρνω, εκτός από αυλίσια αβγά και μακαρόνια όταν ξεμένω, ρώσικες μπίρες, καλό βούτυρο και παγωτά. Ρώσικα. Γεωργιανά δεν έχει, κι ας είναι καλύτερα, λέει με παράπονο.
Κάποιες μέρες, κυρίως πρωινά Κυριακής, της κάνει παρέα ο Λεωνίδας. Ο μικρός αδερφός της. Φεύγει απ’ το σπίτι αφού φάει κατσαπούρι για πρωινό (μετά από τρεις αποτυχημένες προσπάθειες συνεννόησης, κατάλαβα πως δεν είναι παρά ένα πεϊνιρλί με ονομασία προέλευσης) και πιεί δυο ποτήρια απ’ αυτό το borjomi, που όταν μου το περιέγραψε έκανα να πιω νερό δέκα ώρες, από φόβο μην είναι αλατισμένο κι αυτό. Αφήνει τις τρεις γυναίκες πίσω, γυναίκα, κόρη, μάνα, ο γιός έχει φύγει από καιρό. Θα τον περιμένουν το μεσημέρι να φάνε και να πιούνε παρέα κρασί απ΄το Kakheti, φέρνει μαζί του λίγα μπουκάλια κάθε Αύγουστο που πάει για τρεις βδομάδες -παρέα με τη μάνα του- στο τριπλοκλειδωμένο σπίτι που αφήσαν πίσω. Μόνο με τη μάνα του πάει. Η γυναίκα του δεν αντέχει το ντουέτο μάνας-γιού και μένει εδώ. Φέτος το καλοκαίρι πήγαν τα δυο αδέρφια με τη μάνα, παρέα. Η μάνα θα σταματήσει να μπαίνει στα λεωφορεία για να πάει στο σπίτι που άφησε μονάχο του, μόνο αν λιώσει -ή παγώσει- ο πλανήτης. Αν του συμβεί κάτι πολύ τρομακτικό, πάντως.
Ο μπαμπάς της Ρίτας και του Λεωνίδα έμεινε πίσω. Εκεί. Αλλά δεν τον νοιάζει. Κάτω απ’ το χώμα κανείς δεν νοιάζεται σαν μένει μόνος.
Για να φτάσουν στην Τιφλίδα, ταξιδεύουν πρώτα ως την Πόλη. Istanbul, δεν θα χαλάσουμε τις καρδιές μας. Εφτά, οκτώ ώρες ως τον σταθμό των λεωφορείων. Εκεί τσιμπολογάνε κατιτίς απ’ αυτά που κουβαλάνε μαζί τους, για το δρόμο, περιμένοντας πέντε ώρες ώσπου ν’ανοίξει τις πόρτες το λεωφορείο που θα τους πάει σπίτι. Άλλες σαράντα ώρες δρόμος, μου είπε με καμάρι ανάμικτο με κούραση. Γιατί δεν πας με αεροπλάνο; τον ρώτησα την πρώτη φορά. Η μάμα μου τα φοβάται. Ούτε πεθαμένη θέλω να μπω Λεό, με είπε. Μετά δεν τον ξαναρώτησα. Δικές του είναι οι κοντά πενήντα ώρες, ας τις κάνει ο,τι θέλει.
Κάποιες φορές πιάνουμε κουβέντα, τα πρωινά της Κυριακής συνήθως δεν σε κυνηγάει κανείς. Ούτε καν ο χρόνος. Είναι καλό παιδί ο Λεωνίδας. Ζήτημα να μας χωρίζουν έξη, εφτά χρόνια αλλά έφτυσα αίμα να τον πείσω να μου μιλάει στον ενικό. Τα λίγα λεπτά που καθόμαστε έξω απ΄το μαγαζί και τα λέμε, καθισμένοι σε δυο πλαστικά σκαμπώ, σπάνια μιλάω. Μιλάει εκείνος και χαίρομαι να ακούω να βγαίνει τόση αγάπη για τη χώρα που άφησε κι ας ήρθε -υποτίθεται- στη μήτρα του. Κι εδώ όταν ήρθαμε καλά ήτανε, λέει. Ήτανε. Τώρα όλοι βασανίζονται και βασανίζουν τους άλλους, άτιμα λεφτά.
Μια Κυριακή που πήγα να πάρω γάλα, εκεί στα σχεδόν όρθια επέμεινε και με κέρασε ένα ποτήρι μπίρα, από σπίτι, είπε. Κουβαλημένη από Τιφλίδα δηλαδή. Δεν θυμάμαι όνομα, κάτι σε -ατάρι στο τέλος, η γεύση καλή ήταν για δέκα το πρωί. Και δυνατή, αν κρίνω από το ότι επιστρέφοντας ανέβηκα σε λάθος όροφο. Σκουπίζοντας τον αφρό απ’ το στόμα, θυμήθηκα να τον ρωτήσω κάτι που το ‘χα απορία χρόνια.
Δε μου λες Λεωνίδα, αυτό το Mtatsminda πού είναι; καμιά πόλη στη θάλασσα κοντά;
Έλαμψε. Πού το ξέρεις το Mtatsminda;
Tου είπα. Του είπα και πόσο μαγικό ακούγεται στ’ αυτιά μου κι ας μη ξέρω μισή λέξη. Νομίζω ότι με συμπάθησε μια στάλα παραπάνω. Θα σε βάλω και να το ακούσεις, όταν ξαναβρεθούμε εδώ, υποσχέθηκα.
Έλαμπε.
Εκεί μας πήγαινε ο μπαμπάς μου τις Κυριακές που δεν δούλευε. Δέντρα έχει, νερά έχει, πάρκα έχει, πρωί μας πήγαινε, κατεβαίναμε αργά για φαγητό και φώναζε η μαμά μου που αργήσαμε. Αλλά και την άλλη Κυριακή τα ίδια κάναμε. Έλεγα του μπαμπά να φύγουμε στην ώρα μας, εκείνος κάπνιζε, καλά είναι εδώ έλεγε, ας αργήσουμε, αργούσαμε πάντα. Ωραία είναι η πόλη από εκεί πάνω, πάρα πολύ ωραία. Mόνο τα όμορφα βλέπεις.
Έλαμπε.
Και τώρα, κάθε φορά που ανεβαίνω, πάω. Ας μην είναι και Κυριακή, όλες οι μέρες ίδιες είναι τώρα. Η μαμά μου μένει σπίτι να φτιάξει φαί, άμα είναι κι η Ρίτα κάθεται και τη βοηθάει, εγώ ανεβαίνω, πίνω μια μπίρα αλλά κατεβαίνω στην ώρα μου για φαγητό, να μη φωνάζει η μαμά που αργήσαμε.
Που αργήσαμε.
Που αργήσαμε.
Α ρε Λεωνίδα…
….