ολ ινκλούσιβ

o-hansel-and-gretel-facebook

 

Υπάρχει ένα μικρό σπίτι στο βουνό, όχι πολύ μακριά από δω, που είναι πρόθυμο να με φιλοξενήσει για μια-δυο νύχτες. Το σπίτι θα είναι άδειο από ανθρώπους, αυτό είναι ενίοτε ανακουφιστικό. Τέτοιους καιρούς, σίγουρα. Δυσκολεύομαι να μιλάω, χρειάζεται υπομονή αυτό, έχω έλλειμμα μεγάλο.

Δεν ξέρω τι ακριβώς μπορείς να κάνεις τρεις μέρες μονάχος σου δίπλα σε δάση, μονοπάτια, ρέματα και πουρνάρια. Δηλαδή ήξερα κάποτε μα κοντεύω να το ξεχάσω, κρατάω σημειώσεις για να μην χάσω τον ειρμό μου εκεί πάνω. Κοντεύουν να με καταπιούν τα τσιμέντα, η άσφαλτος και τα ασανσέρ.

Θα βγω να περπατήσω στα βρεμένα χώματα -η υγρασία, ακόμη κι αν δεν βρέχει, ποτέ δεν έπαψε να ζει εκεί- , να φτιάξω μια ομελέτα (ανέκαθεν πίστευα ότι οι βουνίσιες ομελέτες, ακόμη και με καμπίσια αυγά, είναι οι καλύτερες), να χαζεύω με τις ώρες τις κορυφές των βουνών να αλλάζουν χρώμα (οι πιο σοφοί λένε ότι αν συγκεντρωθείς πολύ μπορείς να τις δεις να αλλάζουν και θέση αλλά δεν το κατάφερα ακόμη, δεν έχω τόσο κουράγιο), να βλέπω τα πουλιά να ερωτοτροπούν (αλλιώς γιατί να πετάνε όλη μέρα; δεν είναι ηλίθια τα πουλιά), να ακούω τον καπνό απ΄τις καμινάδες των κοντινότερων σπιτιών -διακόσια μέτρα μακριά, το πρώτο-, να βλέπω άστρα -ένα, δυο, δέκα, τριάντα, εκατό- το βράδι καθισμένος στα σκοτάδια, στη μέση της αυλής, μουσκίδι από την πάχνη. Δεν θυμάμαι, καν, αν η πάχνη ζει τις νύχτες αλλά μικρή σημασία έχει αυτό. Όταν κάτι σ’ αγκαλιάζει, αφέσου και μη σκαλίζεις τα τι και τα πως.

Το σπίτι είναι εξοπλισμένο με όλα τα καλά του πολιτισμού, μπορώ λοιπόν ν’ ακούσω ως και τον Σούρμαν, ως και τον Τζάρετ να παίζουν μόνο για μένα -εντάξει, και για τα πουλιά αν δεν κάνει πολύ κρύο και μείνουν ανοιχτά τα παράθυρα-. Τι ωραία θα ΄ταν να μάθαινα τα πουλιά να παίζουν το Piperspool! Μα χρειάζεται χρόνο αυτό, δεν χρειάζεται; Δεν έχω, δυο μερόνυχτα μόνο, ίσως μιαν άλλη φορά.

Kαμιά διάθεση δεν έχω να πάρω οτιδήποτε για να διαβάσω -εξόν, ίσως, από το μυαλό μου αναγκαστικά, που δεν είναι όμως και κάτι που θα μ’έκανε να σπαταλήσω χρόνο έστω για να το ξεφυλλίσω-, ούτε πλήκτρα θα ακουμπήσουν τα δάχτυλά μου (ακόμη και το κινητό στο αθόρυβο ή -ίσως- με τιτίβισμα, αν βρω από κοτσύφι θα είναι μια ευχάριστη έκπληξη, δεν μπορεί να μην υπάρχει app γι΄αυτό) παρά μόνο φύλλα, χώμα, νερό, χαλίκια και κανένα πεσμένο βελανίδι. Μ’ αρέσει να μαζεύω βελανίδια κι ας μου ’ναι εντελώς άχρηστα, έχω ειδικευτεί σ’ αυτό. Καστανιές δεν υπάρχουν εκεί τριγύρω, τι κρίμα. Ούτε και κοκκινοσκουφίτσες, μόνο βλαμμένοι τα πιστεύουν κάτι τέτοια. Λύκοι δεν νομίζω ότι ζουν κοντά, γιαγιάδες πολλές, τις έχω δει. Παππούδες λιγότεροι, μαζεύτηκαν όλοι στο νεκροταφείο – στην άλλη άκρη του χωριού, ευτυχώς-.

Είναι, όσο το σκέφτομαι, θαυμάσιο να ξέρεις ότι υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που μπορείς να μην κάνεις σ΄ένα σπίτι στο βουνό, δίπλα στο δάσος.

..

λόγια του άμβωνα

worn-natural-sheer-work-tights

 

 

 

Οι γυναίκες που κατηφορίζουν για τις δουλειές τους το πρωί δεν έχουν πια γυμνούς ώμους, ούτε γυμνά πόδια. Το δέρμα τους ανατριχιάζει για λάθος λόγους. Βγαίνουν από το μπάνιο χωρίς να ’χουν αφήσει ούτε μια σταγόνα νερό ζωντανή επάνω τους. Kρύβουν τα γόνατά τους από τα μάτια μας, θαρρείς και είμαστε ληστές. Δεν μπορούμε πια να αγγίξουμε τυχαία τα μπράτσα τους. Το πριν λίγες μέρες καθαρά χαραγμένο μονοπάτι ανάμεσα στα στήθη τους χρειάζεται, πλέον, ιχνηλάτη. Το σημάδι απ’ το μαγιώ δεν τις απασχολεί, ούτε τις τρώει το άγχος για τις δυο τρίχες που ξεφύτρωσαν στα σύνορα. Σε λίγες βδομάδες τα χείλια τους θα υποταχθούν στα λιποζάν. Η κρέμα που απλώνεται στο σώμα τους πασχίζει, αλλά η ντουλάπα με τα χειμωνιάτικα είχε καλύτερο Γκρενουίγ και η μυρωδιά της φοριέται κατάσαρκα, ως το μεδούλι.

 

Κάθε Οκτώβριο οι άντρες χάνουμε το φως μας, μα ξέρουμε τον δρόμο.

 

Εἴη τὸ ὄνομα Αυτών εὐλογημένον ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος.

Τοῦ σαρκίου δεηθῶμεν.

 

λετ δε μιούζικ πλέι

wet_lips_by_physaliaphysalis_88-d5d1xow

 

 

 

Το στόμα της είχε τη γεύση από το πρελούδιο της σουίτας Νο 1 για τσέλο του Μπαχ, από τα δάχτυλα του Ροστροπόβιτς. To σάλιο της πιο νόστιμο κι από το πρώτο μέρος του Koeln Concert. Ρίγησε από καύλα όταν σκέφτηκε τι ήχοι θεσπέσιοι τον περίμεναν χαμηλότερα.

 

 

 

 

 

 

 

Δεν μίλησε, δεν χρειάστηκε.

 

 

 

 

 

 

 

“’Ελα να με ακούσεις”, του είπε.