ο συλλέκτης

667220_film_canister

Σε ένα ράφι της βιβλιοθήκης, πίσω πίσω για να μη δίνουν στόχο, είχε αραδιάσει ένα μικρό βουνό από πλαστικές θήκες φιλμ. Εκείνες τις μαύρες, με το μαύρο ή γκρι καπάκι, που κρύβαν κάποτε μέσα τους παράξενα ονόματα και αριθμούς όπως KODAK, AGFA, FUJI, DIN, ASA, 100, 200, 400, 12, 24, 36, τέτοιας συνομοταξίας όντα (ναι, κρύβαν ζωή ή μάλλον ζωές μέσα τους).

Πάνω σε κάθε μια είχε γραμμένο με μπλε στυλό σε ένα μικρό κομμάτι χαρτί -κολλημένο με σελοτέιπ πάνω στη θήκη- έναν τετραψήφιο αριθμό. Όπως οι φυλακισμένοι, στα παλιά Μίκυ.

Κάποιον Σεπτέμβρη, τότε που ο αέρας έξω άρχισε να μυρίζει καλοξυμένα μολύβια, πλαστικά πενηντάφυλλα τετράδια και σβήστρες, αποφάσισε να ξαναβάλει σε μια τάξη τη συλλογή του.

Ίδρωσε σαν αντίκρισε τέσσερις θήκες χωρίς αριθμό πάνω τους. Θα’ πρεπε να το ‘χει προβλέψει όμως, πόσο ανθεκτικό μπορεί να είναι ένα κομμάτι σελοτέιπ μετά από τόσα χρόνια που πέρασαν; Κιτρίνισε, ξεράθηκε, ξεκόλλησε, έπεσε. Ακόμη και στα ράφια έχει φθινόπωρο, τι νόμιζες;

Aπό τότε βάλθηκε να ανοίγει μια μια τις τέσσερις θήκες, να απλώνει την άμμο και τα πετραδάκια πάνω σε ένα κομμάτι καθαρό, λευκό, ύφασμα και να περνάει ώρες ατέλειωτες προσπαθώντας να συνταιριάξει αυτό που έβλεπε, άγγιζε και μύριζε, με τους αριθμούς που αποχωρίστηκαν τα συσκευασμένα καλοκαίρια τους.

1986

1989

1993

1998

Ούτε η μύτη, ούτε τα δάχτυλα, ούτε τα μάτια του στάθηκαν στο ύψος τους, κάποια στιγμή βαρυγκόμησαν, λιγοψύχησαν, παραδόθηκαν.

Έστησε αυτί, μήπως και ακούσει κάποια φωνή γνώριμη, ένα γέλιο, ένα βογγητό, ένα τραγουδάκι, που κάτι θα του θύμιζαν, για να βγάλει άκρη με το παζλ. Βουβαμάρα.

Στο τέλος άρχισε να τρώει έναν έναν τους κόκκους (για αρχή) και μετά προχώρησε στα πετραδάκια. Χωρίς νερό, για να μην αλλοιωθεί η μνήμη του.

Τη μέρα που πήγε με άσχημους πόνους στο γιατρό κι εκείνος του είπε «θυμήσου τι έφαγες την τελευταία βδομάδα», είχε μια παρόρμηση να του πει «πρώτα το 1998, μετά το 1989, ύστερα το 1986 και για επιδόρπιο το 1993» αλλά σιώπησε. Με τους γιατρούς δεν κάνεις αστεία. Αλλά ούτε και με τα παλιά καλοκαίρια. Τρόπο να σ’ εκδικηθούν, αν μπερδέψεις το ένα με άλλο, πάντα βρίσκουν.

one day my prince will come (in a cheap black suit)

father-and-daughter

Η Damiet είμαι.

Τρυπήθηκα για πρώτη φορά στα δεκατέσσερα και τελευταία χτες βράδυ στα δεκαεφτά μου.

Στα παραμύθια μπορείς να κοιμάσαι εκατό χρόνια μέσα σε ένα γυάλινο φέρετρο περιμένοντας τον ωραίο καβαλάρη, πρίγκιπα κατά προτίμηση, να σε ξυπνήσει.

Στη ζωή σε βρίσκουν πεταμένη σαν βρώμικη πετσέτα κουζίνας πάνω σε ένα παγκάκι ή ανάμεσα σε δυο υγρούς τοίχους, να μυρίζεις κάτουρο και ξεραμένο αίμα μαζί με ρώσικη φτηνιάρικη βότκα, δεν είχα λεφτά όμως να αγοράσω τίποτε καλύτερο.

Μαλακίες μου διάβαζες.

Ούτε ωραία, ούτε κοιμωμένη.

Δεκαεφτά χρονών γριά και πεθαμένη.

Κι ο τελευταίος που θα με φιλήσει γυμνή δεν είναι καν ένας πεζός -πόσο μάλλον πρίγκιπας- αλλά ένας σπυριάρης εικοσάχρονος πολωνός που με ξεντύνει χαϊδεύοντάς με τώρα και θα με πλύνει μετά γουρλωμένος, για να με ξαποστείλει λίγο πιο περιποιημένη, λίγο πιο παγωμένη, λίγο πιο άσπρη στον άλλο κόσμο.

Εκεί που θα το βάλω γινάτι να ψάξω να βρω τους Γκριμ, μόνο και μόνο για να τους φτύσω στη μούρη ότι σαν παραμυθάδες καλοί ήταν αλλά σήμερα είναι για τα μπάζα γιατί τη ζημιά δεν την παθαίνεις από αδράχτια.

Και μετά θα τους γυρίσω περιφρονητικά την πλάτη γιατί κορόιδεψαν τόσους πολλούς καλόπιστους ανθρώπους επί τόσα πολλά χρόνια.

Κι εσένα μαζί μπαμπά.

 

 

Να ‘σουν εδώ να μου έλουζες τα μαλλιά, μια φορά ακόμη.

*

νερό

27378759

 

 

Τα καλοκαίρια μου ως παιδί (τις βδομάδες δηλαδή πριν και μετά τις δέκα μέρες που με πήγαιναν στη θάλασσα και με τάιζαν ωραία ψάρια και ακόμη ωραιότερα Κλασσικά Εικονογραφημένα) τα έζησα σε πόλη. Μικρή, μα δεν έχει σημασία. Είχε -ακόμη από παλιά- περισσότερα τσιμέντα από δέντρα και αλάνες, μα γωνιές για να κρυφτείς σε σκιά υπήρχαν. Και τώρα κάτι ψευτοβρίσκεις μα δεν σε κρύβουν. Ούτε οι γωνιές, ούτε οι σκιές είναι αυτές που ήταν. Δεν ξέρω καν αν υπάρχουν αληθινές σκιές δηλαδή έτσι στριμωγμένες που είναι ανάμεσά μας. Τότε έλιωνα σόλες πάνω στους πλακόστρωτους δρόμους, ένα καλοκαίρι ξήλωσαν μια μια όλες τις πέτρες (λένε ότι τις πήγαν στην παλιά πόλη, να αντικαταστήσουν κάποιες πολύ γέρικες που ξεψυχούσαν) και ρίξαν άσφαλτο ως και κάτω απ’ το σπίτι μου και πιο ψηλά ακόμη. Ανοχύρωτη πόλη, παραδόθηκε αμαχητί. Από τότε δε μου βγάζεις απ΄το μυαλό πως θάψαν το καλοκαίρι κάτω από τόνους πίσσας κι αυτό μας εκδικείται, που δεν το υπερασπιστήκαμε, μικραίνοντας κάθε χρόνο και περισσότερο. Δεν τολμώ να πω «μέχρι να χαθεί για τα καλά μια μέρα», οι κακές σκέψεις πάντα βρίσκουν τρόπο να πιάσουν τζακποτ, με τις καλές ούτε τα λεφτά σου παίρνεις πίσω.

Μου αρέσει να διαβάζω ωραίες ιστορίες για καλοκαίρια και διακοπές στο χωριό, όλα αυτά που δεν έζησα δηλαδή. Για νερά, πλατάνια, ρυάκια, κατσίκια στους δρόμους -και γελάδια, ενδεχομένως-, παππούδες καρτ ποστάλ, μπακάλικα με δέκα πράματα στα ράφια αλλά τα Χάροντς μια δεν πιάνουν μπροστά τους, στο υπογράφω. Διαβάζω και οι άκρες των χειλιών μου ανηφορίζουν μια στάλα -εντάξει, θυμάμαι ότι αυτό ανέκαθεν το λέγαμε χαμόγελο, αλλά κάποτε ήταν λιγότερο τσιγγούνικη αυτή η ανηφόρα, κόντευε να φτάσει στ’ αυτιά σου-. Γι αυτό κάνω βόλτες μέσα στις ιστορίες ανθρώπων που ζήσαν εκεί που εγώ δεν πήγα ποτέ. Μπας και κάποια στιγμή διασταυρωθούν οι δρόμοι μας και συναντηθούμε σε μιαν αναπάντεχη γειτονιά, ας είναι και με την πιο απλή γραμματοσειρά του κόσμου, με φακούς ή με καρπούζια φαναράκια. Με χιλιογδαρμένα γόνατα ή πάνω σε ποδήλατα με φουρφουράκια. Για να πάμε να πιούμε παρέα νερό, με κολλημένο το στόμα μας στη βρύση μέχρι να μπλαβιάσουμε. Χωρίς ανάσα. Να δεις μετά πόσο γαλαντόμα κι ατέλειωτη θα γίνει εκείνη η ανηφόρα.

(αυτό διάβαζα)

αποχαιρετισμός στον Κύριο Δ5

27364294

Do you remember a guy that’s been

in such an early song….

 

 

Xτες το μεσημέρι δυο μακρινοί συγγενείς που ερχόταν και τον βλέπαν από τη μέρα που βάρυνε πολύ, χτύπησαν την πόρτα του. Την προηγούμενη μέρα του πήγαν φαγητό, αερίσαν το σπίτι, συγύρισαν λίγο. Τι να συγυρίσεις σε ένα σπίτι που δεν το περπατάει κανείς, παρά μόνο ο χάρος που περιμένει υπομονετικά μετρώντας μέρες, ώρες…

Πάτησαν το κουδούνι. Ησυχία.

Μετά από πέντε λεπτά η ησυχία μίλαγε καθαρά, φώναξαν κλειδαρά, «αδύνατον» είπε αυτός, «παραείναι θωρακισμένη, βρείτε άλλο τρόπο».

Βρήκαν. Απ’ το μπαλκόνι του διπλανού, παραλίγο να τσακιστούν, γλίτωσαν. Ευτυχώς η μπαλκονόπορτα του σαλονιού ήταν ανοιχτή. Κι εκείνος καθισμένος στην πολυθρόνα. Τραπεζάκι μπροστά του, ένα ποτήρι νερό, ένα σταυρόλεξο, ένα βιβλίο, τα γυαλιά του, τα χάπια του δίπλα. Ίσως ο Άλλος καθόταν υπομονετικά στην απέναντι πολυθρόνα, σκαλίζοντας την ατζέντα του για να ‘βρει τη διεύθυνση του επόμενου τώρα που ξεμπέρδεψε από δω. Αυτά τα εντελώς πεζά γίνονται στην κανονική ζωή, τα άλλα με το σκάκι, τα μαύρα ρούχα, τις σφραγίδες, τις παραλίες και τις παραπανίσιες κουβέντες είναι μόνο για τον Μπέργκμαν.

Στις μία και τριανταπέντε η χήρα στον τρίτο είδε δυο άντρες να κατεβάζουν μια κάσα με έναν ασπρομάλλη μέσα. «Καθόλου καλό χρώμα δεν είχε, έχω δει κι έχω δει πεθαμένους αλλά κάτι τέτοιο όχι». Δεν μου είπε αν ένιωσε καμιά ανατριχίλα όταν πέρναγε το τρίο μπροστά από την πόρτα της που την είχε αφήσει ανοιχτή να κάνει λίγο ρεύμα, έσκαγε ο τζίτζικας έξω, μέσα, παντού. Σίγουρα κατεβαίνοντας ο χάρος θα της έριξε μια κλεφτή ματιά μα είχε βγει το μεροκάματο απ’ αυτή την οικοδομή για σήμερα, συνέχισε λοιπόν πίσω από το τελευταίο του απόκτημα, από πελάτες δεν θα ξέμενε άλλωστε.

Μου είπαν ότι τον βάλαν στο ψυγείο για δυο μέρες, ώσπου να ‘ρθει η κόρη του απ’ την άλλη άκρη του κόσμου. Τα τελευταία κοινόχρηστα δεν πρόλαβε να τα πληρώσει. Θα τα πληρώσω εγώ για λογαριασμό του. Κερασμένα.

.

στον αφρό των ημερών

 

 

Λένε ότι οι γλάροι ζουν ίσα με εικοσιπέντε χρόνια. Δεν είναι κι άσχημα, αν υπολογίσεις με πόσο γαλάζιο προλαβαίνουν να ταḯσουν τα μάτια τους.

IMG_0230.JPG

Μ’ αυτόν εδώ συναντηθήκαμε πριν δέκα Αύγουστους. Θυμάμαι καλά ότι τέλειωνε ο μήνας και το καλοκαίρι μαζί, εδώ πάνω τα καλοκαίρια έρχονται αργά και φεύγουν νωρίς, ίσως για να μας κάνουν να νιώσουμε στο πετσί μας την αξία τους. Δεν καταδέχτηκε το πουλί να ρίξει ματιά προς το μέρος μου μα δεν το αδικώ. Σαν έχεις όλα τα καρβέλια της γης απλωμένα μπροστά σου, δεν ασχολείσαι με τα ψίχουλα. Πέταξε μαζί μας ως τα μισά της διαδρομής και μετά χαθήκαμε. Να πω ότι δώσαμε αμοιβαίες υποσχέσεις για το επόμενο θέρος, ψέμματα θα ‘ταν.

27348856 (1)

Από τότε μου ‘μεινε το κουσούρι να φωτογραφίζω γλάρους. Ελπίζοντας ότι μια μέρα θα συναντηθούμε ξανά, εγώ κι εκείνος, στην ίδια διαδρομή. Για να δω ποιός απ’ τους δυό μας άλλαξε περισσότερο με τον καιρό. Μπορεί να ήταν αυτός. Μπορεί όχι. Μπορεί να ήταν το παιδί του. Τα δικά μου δεν ακολουθούν πια. Ψάχνουν -κι αυτά- να ταḯσουν την ψυχή τους.

στα σικαλοχώραφα

summer_toes_Polaroid

 

Χτες βράδι στο μπαλκόνι -εκείνο που δεν σάλπαρε ποτέ γιατί τελικά δεν είχε σταγόνα καύσιμο μέσα του, υποθηκευμένο κι αυτό σ’ όλες τις τράπεζες του σύμπαντος μαζί- άκουγα μια γνώριμη κι απελπισμένη φωνή να λέει  «I cant read my own note. I made a note and I can’t read it».

Περπατάς σα χαμένος μέσα στο σικαλοχώραφο. Κι ούτε ανθρώπου φωνή, ούτε κοράκου κρώξιμο ακούγεται. Μοναχά ο ήλιος που καίει το χώμα.

Μπροστά βρίσκονται όλα. Το φευγιό στο μυαλό ζει. Αν δεν βγάλεις εισιτήριο απ’ το γκισέ του (χωρίς να αποθαρρυνθείς και φοβηθείς απ’ την ατέλειωτη ουρά των «ναι μεν αλλά» που πρόλαβαν και πιάσαν σειρά πριν από σένα), δεν κάνεις βήμα μακριά απ’ αυτό που ξέρεις ότι κατά βάθος είναι τα -κάθε λογής- μπαλκόνια :  το καταδικό σου  Άμχερστ.

Μετράς Έμιλι τριγύρω και χάνεις το λογαριασμό. Μια ώρα -μακριά- είναι μια θάλασσα. Και ξεκινάς.

σε είδα

Σε είδα

να κοιμάσαι τον πιο άβολο ύπνο του κόσμου: με το κεφάλι σου γεμάτο αίματα κατακαλόκαιρο στο πεζοδρόμιο περιμένοντας το σιδερένιο μαγικό χαλί που θα σε ταξιδέψει σε ένα νεκροτομείο.

Καλά ταξίδια και καλό Δεκαπενταύγουστο σε όλους μας!

τιμής ένεκεν

27196060

Απ’ τον Ιούλιο πήρε σβάρνα τα τηλέφωνα και καναδυό κουδούνια. Όχι πως του ΄χαν απομείνει και περισσότερα δηλαδή, άλλοι του το ξέκοψαν, «δεν υπάρχει μια φέτος», άλλοι παντρεύτηκαν, άλλοι είχαν μωρά, άλλοι -το ‘μαθε καθυστερημένα- ξενητεύτηκαν, μονάχος κανείς δεν έμεινε. Εκτός από κείνον.

Δεν είναι δύσκολο να ξεμείνεις. Μια λάθος κουβέντα, ένα όψιμο «ναι» (που δεν ειπώθηκε ποτέ), ένα πρόωρο «όχι», μια σειρά από ατυχή γεγονότα. Τι νομίζεις ότι είναι το «μόνος» δηλαδή; Καμιά ανίατη αρρώστια; κάποιος καρκίνος που σου τρώει τις νύχτες και τα απογεύματα χωρίς τελειωμό, επειδή εσύ τον προσκάλεσες; Ένα αυτοάνοσο είναι, που άλλοτε το παλεύεις κι άλλοτε σε βάζει κάτω και σε σαβουρντάει, σε χτυπάει σα χταπόδι.

Βγήκε ο Ιούλιος, μπήκε ο Αύγουστος, δεύτερος -ή δεύτερη- δεν βρέθηκε να του πει ένα ναι, για τρία τέσσερα βράδια, έστω. Καθένας χωμένος στην ιστορία του, να μετράει και να ξαναμετράει τις ατάκες του και κάθε φορά να τις βρίσκει όλο και πιο λειψές, μα σε ιστορία αλλουνού να μην αποφασίζει να μπει, μη τυχόν και χάσει τα λόγια. Άδεια η θέση του συνοδηγού, ένας καφές στο καράβι, ένα βιβλίο στην άμμο, ένα ζευγάρι γυαλιά, μονά όλα. Αλλά -το αποφάσισε- στην πόλη δεν θα ξεκαλοκαίριαζε, αφού έτσι ήρθαν τα πράγματα (και θα ‘μεναν, όπως ήταν ξεκάθαρο, για καιρό) είπε να ξεπληρώσει ένα παλιό χρέος. Όχι βαρύ. Αλλά θα τον ξαλάφρωνε.

Αν ήταν ένα τρυφερό γλυκόπικρο ταινιάκι (απ΄ αυτά που κάνουν τους κυνικούς στη γαλαρία να πουν «έλα μωρέ τώρα»), θα τον έβλεπες στις εφτάμιση το πρωί του Σαββάτου να ξαναβάζει το αγαπημένο του χαχόλικο πουκαμισάκι και το παλιό ξεθωριασμένο τισερτ μέσα στο σάκο της μικρής θερινής απόδρασης. Εκδρομή τιμής ένεκεν, κι ας τα ‘φερνε αφόρετα πίσω, για όλα τα καλοκαίρια που πέρασαν αγόγγυστα μαζί του, ως τώρα.

οδεύοντας προς τις 15

1375008711

Όσο πλησιάζουν οι μέρες, τόσο περισσότερο μου σφηνώνεται στα μηνίγγια το δεκαεφτάχρονο στην ταινία του Γιάνναρη.

Όσο περνάνε τα χρόνια, τόσο λιγότερο με συγκινούν τα άδεια σπίτια, ερήμην των ανθρώπων που ζούνε μέσα τους.

Άδεια σπίτια οι περισσότεροι, ένας ένας προς τα κει βαδίζουμε, έστω κι αντιστεκόμενοι -μάλλον χλιαρά κι αδέξια-. Ντουβάρια, πατώματα, ταβάνια και ξεπλυμένα φαντάσματα που περιφέρονται εντός τους. Κι ούτε ένα κλεφτρόνι καταδέχεται να μας παραβιάσει, ένα “γαμώτο”, ένα “φτάνει”, ένας θυμός, μπας και ζωντανέψει λίγο το πλάνο.

Αύγουστος

27142271 (1)

 

 

Είμαι ο Έρνεστ Γουόκερ και θέλω να σας διηγηθώ το μικρό παράπονό μου.

Έφτασα δεκατρία και η μάνα μου δεν μ’ έστειλε ποτέ σε κατασκήνωση, για την ακρίβεια μ’ έστειλε μόνο μια φορά για τρεις μέρες και την τέταρτη περίμενε -βάφοντας ,νυχτιάτικα, κοραλλί τα νύχια της- το ταξί που με γύρισε πίσω, προσφορά του διευθυντή της κατασκήνωσης «Οι Τυφλές Φώκιες»¹ στο Κίτερυ Πόιντ που -όπως έμαθα αργότερα- της είπε στο τηλέφωνο «Νέλλυ, κάτι δεν πάει καλά με το βλαστάρι σου, στον επιστρέφω για να επιληφθείς».

Όταν επιλήφθηκε κατάλαβα πως το μόνο μου αμάρτημα ήταν που επέμενα τα βράδια-τρία πρόλαβα όλα κι όλα-να μαζεύω γύρω μου τα άλλα παιδιά για να τους λέω τις ιστορίες που αγαπούσα να βλέπω στον ύπνο και στον ξύπνιο μου : για το μαύρο τριχωτό καβούρι με τις εφτά δαγκάνες που κομμάτιαζε τα τζούφια κρανία των κακομαθημένων αγοριών που το παίζαν αρχηγοί, το ακέφαλο φίδι με τα τρία κεφάλια στην ουρά που είχε συνήθειο να τρυπώνει στα κρεβάτια και ύστερα ανάμεσα στα πόδια των κοριτσιών που φορούσαν σιδεράκια και μίλαγαν πολύ και φίλαγαν λίγο, για τον λύκο που είχε όχι μόνο τα μαλλιά αλλά και τη φωνή της κοκκινοσκουφίτσας μα σκότωνε πιο αλύπητα κι από τον Χίτμαν² , για τη νεροχελώνα που είχε σαγόνια σαν του μεγάλου γαλάζιου καρχαρία -αλλά όχι στο στόμα μα στην κοιλιά της- και σάρωνε ο,τι ζωντανό και πεθαμένο βρισκόταν στο δρόμο της, για την διάσημη κότα Bostonian³ που είχε ενάμιση μέτρο ύψος και έναν χαυλιόδοντα αντί για ράμφος, για τα φριχτά μοβ σκουλήκια που ζούσαν πάνω στις άρρωστες λεύκες και τρεφόταν με τις τσίμπλες από τα μάτια όσων παιδιών αργούσαν να ξυπνήσουν το πρωί (μερικές φορές, κάποια γέρικα τυφλά σκουλήκια ζαλισμένα από την πείνα έτρωγαν ακόμη και τα μάτια αλλά το ορκίζομαι ότι δεν το έκαναν από κακία), για τα χωρίς πόδια σκυλιά που δεν μπορούσαν να γαβγίσουν αλλά δείχναν μόνο τα άσχημα και βρωμερά δόντια τους κουνώντας σα τρελά το κεφάλι τους δεξιά κι αριστερά μέχρι που αυτό ξεκόλλαγε απ’ τη θέση του και κατρακυλούσε ως τα κόκκινα βράχια που κάναμε το απογευματινό μας μπάνιο, για τα διάφανα ψάρια που είχαν δυό ζευγάρια πόδια, βράγχια στην πλάτη  και δεν κολυμπούσαν αλλά καρτερικά περίμεναν τα κεφάλια των σκύλων που κατηφόριζαν προς τη θάλασσα κάθε απόγευμα (ποτέ δεν μάθαμε ως σήμερα τι έκαναν με τα κεφάλια αυτά κι αν έτσι γεννιούνται τα σκυλόψαρα αλλά μου φαίνεται πολύ ανόητος τρόπος για να γεννηθεί ένα σκυλόψαρο), ακόμη και για το τρελό παγώνι τους είπα, που είχε σπαθιά αντί για φτερά στην ουρά του κι αλίμονο σ όποιον άκουγε μέσα στη νύχτα την τρομερή κραυγή του και τον ήχο από λάμες που κομματιάζουν ανθρώπους, ζώα και φυτά. Ήθελα να τους πω και για τα άσπρα μυρμήγκια που τρώγαν ζωντανούς όσους δεν είχαν ακόμη κλείσει τα δεκατρία την μέρα που ήταν η δεύτερη πανσέληνος του σκοτεινού μήνα Αύγουστου, ενώ την ώρα που ξεκίνησα να τους διηγούμαι για τη χοντρή γιγάντια βδέλλα που βγαίνει από την τρύπα της τουαλέτας και ρουφάει βαθιά μέσα στο υγρό χώμα αυτούς που ρίχνουν απερίσκεπτα ακαθαρσίες πάνω της και μερικά μαμμόθρεφτα σαν τον Νίκυ Μπλαντ άρχισαν να μυξοκλαίνε, μπήκε απρόσκλητος ο ομαδάρχης που είχε δεν είχε κλείσει τα δεκάξι και αρπάζοντάς με από το μπράτσο (εκείνο που μελάνιασε από την Κλαίρ Ο’Χάρα  που με κρατούσε σφιχτά όσο η βδέλλα ανέβαινε στην επιφάνεια) με πέταξε έξω από τον θάλαμο κοιτάζοντάς με σαν κακό γκόλουμ που πρέπει να το ρίξουν μέσα σε δυό σακιά αναμμένα κάρβουνα ελπίζοντας να πεθάνει αργά, βασανιστικά και τελετουργικά.

Σακιά με κάρβουνα δεν είχαν, αυτά γινόταν την εποχή που ο μπαμπάς μου πήγαινε κατασκήνωση στο Σάουθ Φρήπορτ † και τρώγαν διάφορα ξεράσματα. Εμείς τώρα είχαμε γκριλ και ωραίες ηλεκτρικές ψηστιέρες για σωστό μπάρμπεκιου, κι έτσι αποφάσισαν να μη με κλείσουν ανάμεσα σε δυό αντιστάσεις γιατί έχει και το αργά τα όριά του, με παρουσίασαν -λοιπόν- μπροστά στον διευθυντή της κατασκήνωσης που ήταν και πορτιέρης στην εκκλησία του Αγίου Λουκά στο Πόρτλαντ του Μέιν όπου κηδέψαμε το μπαμπά μου αλλά πουλούσε και υφάσματα όταν έκλεινε η κατασκήνωση το Σεπτέμβρη, από αυτά τα φτηνιάρικα που έφερνε τακτικά στο σπίτι αφού πέθανε ο μπαμπάς και η μάνα μου του έλεγε πως ούτε καναπέδες δεν θα καταδέχονταν να τα φορέσουν, αυτός λοιπόν αφού με κοίταξε απ τα νύχια ως τα σκονισμένα μαλλιά μου είπε στους άλλους που στεκόταν τριγύρω του «βγάλτε τη μάνα του μαλακισμένου στο τηλέφωνο και φωνάξτε ένα ταξί, δεν θα περιμένω να ξημερώσει».

Δεν ξέρω τι τους είπε η μάνα μου στο τηλέφωνο περασμένα μεσάνυχτα αλλά ξέρω πως είναι πολύ μεγάλη αγένεια να ξυπνάς τους άλλους στα καλά του καθουμένου, ξύπνησαν και ένα ταξί στο διπλανό ψαροχώρι το Κατς Άιλαντ ή μάλλον τον  οδηγό του γιατί τα ταξί ποτέ δεν κοιμούνται, δεν είμαι όμως και σίγουρος γιατί είχα ακούσει παλιά μια ιστορία για ένα κίτρινο ταξί που κυκλοφορούσε τις νύχτες και κατάπινε παιδιά, ούτε ήμουν και βέβαιος αν το ταξί που περίμενε έξω από την σιδερόπορτα για να παραλάβει εμένα και τη μικρή μου τσάντα ήταν αυτό το κίτρινο ταξί που πεινούσε αλλά ίσως να μην ήταν γιατί δεν ήταν κίτρινο αλλά πορτοκαλί, ίσως πάλι απλά να άλλαζε χρώμα όσο περνούσε η ώρα και χόρταινε, δεν πρόλαβα να δω ποιος καθόταν πίσω από το τιμόνι όταν κόλλησε η πλάτη μου στο κάθισμα και μέσα σε ένα σύννεφο από σκόνη και άσχημες βρισιές (που ντρέπομαι να τις γράψω κι αυτές εδώ) να με ακολουθούν, κατηφορίσαμε το στενό δρόμο που έβγαζε στη διασταύρωση και μετά στην άσφαλτο.

Σ όλη τη διαδρομή στην 95 δεν έβγαλα μιλιά. Το ίδιο κι ο οδηγός που μου φαινόταν να ροχαλίζει αλλά ούτε στιγμή δεν λοξοδρομήσαμε, ούτε ένα φως μας τύφλωσε από απέναντι. Ήταν πράγματι ένας καταπληκτικός οδηγός που θα ήταν άξιος αντίπαλος του Ρόμπυ Γκόρντον* αν οδηγούσε κι αυτός μια ασπροκόκκινη γυαλιστερή Σεβρολέ Τζιμ Μπιμ κι όχι ένα πορτοκαλί ταξί που είχε κρεμασμένη μια φωτογραφία κάποιας μισόγυμνης ξανθιάς στον καθρέφτη του και έναν μαυροντυμένο κύριο για συνοδηγό που δεν κατόρθωσα να τον δω καλά και τραγουδούσε μονότονα «Because you’re mine, I walk the line», αν γίνω οδηγός ταξί όταν μεγαλώσω θα έχω τη Σακίρα συνοδηγό, μπορεί και τον Μπίλυ Τζο** αν δεν δεχτεί η Σακίρα και το ταξί θα το έχω συνεταιρικά με τον φίλο μου τον Τζέισον που πέθανε πριν τρία χρόνια την ώρα που δοκίμαζε να καταπιεί μια ολόκληρη τομάτα ενώ η μάνα του φώναζε «θα πνιγείς ηλίθιο, φτύσ’την βλαμμένο» και πνίγηκε, πριν πνιγεί έγινε κόκκινος σαν την τομάτα, μετά πράσινος σαν καρπούζι και στο τέλος κίτρινος σαν τις μπανάνες Εκουαδόρ που σιχαίνομαι, έτσι όμως είναι οι φιλίες και δεν πεθαίνουν εξαιτίας μιας τομάτας, το ταξί θα το έχουμε μαζί και τώρα που το ξανασκέφτομαι δεν θα κάθεται δίπλα μου ούτε ο Μπίλυ ούτε η Σακίρα αλλά ο Τζέισον κι ας είναι κίτρινος και πράσινος και κόκκινος μαζί. Χτες το βράδυ όταν τους έλεγα πως τις νύχτες δεν φοβάμαι να τριγυρνάω έξω από τους θαλάμους μόνος γιατί κρατάω τον Τζέισον από το χέρι, αυτά έκαναν πως δεν καταλαβαίνουν γιατί δεν είχε κανέναν Τζέισον η κατασκήνωση, καλύτερα έτσι γιατί τα βράδια που ο φίλος μου ερχόταν να κοιμηθεί στο κρεβάτι μου δεν ήθελα κανείς να του μιλάει γιατί ήταν δικός μου φίλος και σε κανέναν δεν τον χάριζα, σιγά τις φιλίες που κάνουν οι μεγάλοι, όλο παρέα κι όλο γκρίνια και μαχαιρώματα πισώπλατα, «Ντόναλντ μην αφήσεις τον Τεντ να σου ξαναπουλήσει μούρη για το εξοχικό στο Κέιπ Ελίζαμπεθ» έλεγε η μάνα μου στον μπαμπά πριν τον βρει πεσμένο μισό μέσα στη μπανιέρα και μισό έξω , «θα δεις τι αμάξι θα σου πάρω γω μωρό μου» της είχε πει αυτός όταν είδε το καινούριο Ντοτζ της κυρίας Κίντμαν αλλά ούτε που πρόλαβε να βγει απ’το μπάνιο και έμεινε η μαμά μόνη με μένα και το παλιό Φορντ, οι μεγάλοι το μόνο που ξέραν να μοιράζονται ήταν ένα λογαριασμό κάθε Σάββατο που πηγαίναν για αυγά με σπαράγγια στο diner του Γιούρι στο Ιστ Εντ και τις ντάιετ Πέπσι και τις μπύρες για το μπάρμπεκιου πάρτι στις τέσσερις Ιουλίου, εγώ ολόκληρο ταξί θα μοιραστώ κι ας το μετανιώσω αργότερα. Μ’ αυτά και μ’ αυτά φτάσαμε στη γωνία του σπιτιού και είδα το φως αναμμένο, κανείς δεν με περίμενε έξω αλλά έτσι πρέπει, είμαι μεγάλο παιδί και δεν είχα ανάγκη από χαϊδολογήματα, πήρα αγκαλιά την μικρή μου τσάντα με τα ρουχαλάκια μου, έβαλα το κλειδί στην πίσω πόρτα και είπα μπαίνοντας «πάλι εδώ είμαστε» και η καημένη η μαμά μου δεν κατάλαβε πάλι τι πάει να πει «είμαστε» αλλά ήταν πολύ νυσταγμένη και κατάφερε μόνο να πει -ανακατεύοντας με τα δάχτυλά της που μύριζαν όζα τα μαλλιά μου – «θα τα πούμε το πρωί, εντάξει;»

Είμαι ο Έρνεστ Γουόκερ και θέλω να σας πω ότι ακόμη δεν καταλαβαίνω γιατί είναι πιο τρομαχτικός ο μαύρος κάβουρας με τις εφτά δαγκάνες από την ιστορία της σιντερέλλα***, κάποια μέρα ξεκίνησε να μου διηγείται γι αυτήν την κακόμοιρη η γιαγιά μου που ζει τώρα σε ένα σπίτι μόνο για γέρους , αυτή η καημένη κοπέλα λοιπόν όλη μέρα σφουγγάριζε ένα σπίτι με τρεις σοφίτες σαν της θείας Ώντρει που την έστελνε ακόμη ο θειος Σάιρους -ο αδερφός του μπαμπά- να δουλεύει στο Γουολ Μαρτ ‡ της λεωφόρου Ντίρινγκ, κι έτρεχε μετά -η σιντερέλλα, όχι η θεία μου- στους ορθοπεδικούς για τα τσαλακωμένα της γόνατα και ούτε ένα ευχαριστώ δεν άκουσε για το παρκέ και το σιδέρωμα που της ρούφηξαν τα νιάτα της και σα να μην της έφταναν όλα αυτά, έρχεται μετά κι ένας περίεργος που έκανε τη δουλειά του πρίγκιπα και της φοράει ένα παπούτσι τριανταδύο νούμερο που ούτε το φλιτζάνι του καφέ χώραγε μέσα του αλλά αυτή πόναγε κι έκλαιγε και το φόραγε και πάλι έκλαιγε, κάτι τέτοια κάνει κι η μάνα μου με τα ρούχα της αλλά την αγαπάω γιατί είναι μάνα μου κι ας μη με ξανάστειλε σε κατασκήνωση αλλά στον κύριο Σ.Ε.Κίνγκ ®© που όλο με ρωτάει τι βλέπω στον ύπνο μου και τι όταν είμαι ξύπνιος και γράφει και σβήνει και μιλάει σε ένα μικρό κασετοφωνάκι τρίβοντας ευτυχισμένος τα χέρια του, αλλά ποτέ δεν ρωτάει και τον Τζέισον που κάθεται πάντα δίπλα μου γιατί αν τον ρώταγε θα ήξερε πως έτσι είναι οι φίλοι, όλα από μισά τα έχουν και ποτέ δεν διαμαρτύρονται γιατί δεν είναι όλα τα καλά του κόσμου δικά τους….

♫♪

Σημειώσεις του μεταφραστού

¹   “The Blind Sea-Dogs “, παράρτημα της Y.M.C.A του Maine

²    Πρωταγωνιστής 3ps βίντεο γκέιμ , γνωστός και ως «Κωδικός 47»

³    Eκ Βοστώνης ορμώμενη, απλή συνωνυμία με την εγχώρια πουκαμισερί

†   Camp στο Casco Bay που λειτούργησε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 60 οπότε και  καταστράφηκε ολοσχερώς από επιδρομή τερμιτών

*  Οδηγός των NASCAR  και ο πρώτος Αμερικανός που κέρδισε σε σκέλος του Παρίσι-Ντακάρ

**    Τραγουδιστής και πρώτη μούρη πίστα των Καλιφορνέζων ρόκερς Green Day

***    γνωστή στην ημεδαπή και ως Σταχτοπούτα

‡   ο Νο 1 μπακάλης παγκοσμίως

®©   Ναι, Aυτός

his own private Turin

27124368

 

 

Της είπε «θέλω να το κάνουμε σε ένα ρημαγμένο φτηνιάρικο ξενοδοχείο, θα φέρω γω καθαρά σεντόνια».

Έφερε.

Tα ‘βγαλε στην κοιλιά της, γύρω απ’ τον αφαλό.

Mετά εκείνη έφυγε. Για πάντα. Χωρίς να χύσει.

Την αυθεντικότητα αυτού του σεντονιού, που ίχνος λεκέ δεν αξιώθηκε να δει πάνω του, δεν την αμφισβήτησε ποτέ κανείς.

Τάκης μπλουζ

Ο παππούς μου -ο συνονόματος– ήταν ένας δύσκολος άνθρωπος, έφυγε όμως χωρίς να αφήσει λογαριασμούς πίσω του. Μέχρι το τέλος της ζωής του, με τρία πράγματα προσπάθησε να συμφιλιωθεί : με τα όπλα, τα κυνηγόσκυλα και με μένα. Με τα χούγια μου, μάλλον. Με τα δυο πρώτα τα κατάφερε, συναντήθηκαν στο πάθος του, κυνηγούσε πενήντα χρόνια, ως την τελευταία στιγμή. Δυο μήνες πριν μας εγκαταλείψει, η παρέα του (όλοι είκοσι και τριάντα χρόνια νεότεροι) τον πήραν για μια τελευταία βόλτα με το δίκαννο στον ώμο -ακόμη κι αν δεν είχε δύναμη να πατήσει τη σκανδάλη- , απ τα χαράματα ως την ώρα που χανόταν ο ήλιος. Γύρισε ευτυχισμένος με μάτια που γυάλιζαν. Ποτέ δεν τον είχα δει ως τότε να δακρύζει, ούτε μια φορά. Ήξερε ότι ήταν η τελευταία του έξοδος. Καθάρισε το όπλο, άπλωσε τα πόδια στη γυναίκα του για να του βγάλει τις μπότες, έγειρε στο κρεβάτι δίπλα στη σόμπα και ποιος ξέρει τι όνειρα είδε μετά.

Όχι εμένα πάντως, εγώ ήμουν στριμωγμένος απ’ τις άλλες δυο αγάπες του στο πίσω κάθισμα, ο παρίας της υπόθεσης, το μαύρο πρόβατο . Ένας τρίτος που δεν χωρούσε -από δικό μου γινάτι και μόνο- στους δύο. Την ώρα που του ήρθε το φύλλο πορείας για τους μεγάλους κυνηγότοπους, πρόλαβε μέσα στο άγχος της ετοιμασίας να μου αφήσει την ευχή του, ένα μονόκαννο St Etienne (που δεν το κράτησα ποτέ) και το μεγάλο του παράπονο: «γιατί βρε αγόρι  μου δεν τον αγάπησες τον Τάκη; ».

Ο Τάκης ήταν το trademark της αυλής. Το 10 το καλό της ομάδας. Μόλις έβγαινε από τα αποδυτήρια μεταμορφωνόταν σε παιχταρά που κυνηγούσε υπομονετικά κάθε χαμένη φάση και μπαλιά  ακολουθώντας σαν πιστό σκυλί τις οδηγίες του προπονητή του. Μόνο  το «σαν» είναι πλεονασμός . Το «πιστό σκυλί» όχι.  Αυτό το σέτερ ήταν το άλλο μισό του παππού μου για δέκα συναπτά χρόνια, ακόμη και σε ηλικία που άλλοι φορ απόφευγαν να πλησιάσουν την αντίπαλη περιοχή και πλατσουρίζαν στα ρηχά, ο Τάκης όργωνε λαγκάδια, ραχούλες και βαλτότοπους. Σκόραρε κι έτρωγε βουνά με το κουτάλι την ώρα που εγώ έτρωγα σόλες στη γειτονιά γαμπρίζοντας –θέμα και θέαμα που δεν θα μπορούσε να απασχολήσει κανέναν ιστορικό του μέλλοντος-.

Κάθε φορά που ο Τάκης πετούσε από πάνω του τα δεσμά -τριπλοπλεγμένο δερμάτινο λουρί περασμένο με επίχρυσο χαλκά στη λαιμαριά, δώρο του αφεντικού του για τα έκτα του γενέθλια- και ορμούσε προς την σιδερένια εξώπορτα για να πάρει ανάσες στην άδεια από τετράτροχα γειτονιά (τρία είχε όλα κι όλα σε ακτίνα ενός χιλιόμετρου),  την έκλεινα επιδεικτικά με θόρυβο και -το ομολογώ- κακία.  Δεν θα βγεις τώρα , θα βγεις όταν θελήσω εγώ . Ώσπου να φτάσει το αφεντικό του κοντά και να με κοιτάξει με ύφος που θα τρόμαζε ακόμη και τυραννόσαυρο, το μαρτύριο του Τάκη ήταν η δική μου λύτρωση: πηδούσε πάνω στην πόρτα, έξυνε με τα νύχια του το σίδερο, λαχάνιαζε με στόμα ορθάνοιχτο, με εκλιπαρούσε με βλέμμα που θα λύγιζε ακόμη και Βίκινγκ σε παράκρουση. Γρύλιζε παρακλητικά, άσε με να βγω στη γειτονιά, πόνεσε η ψυχή μου στο σπιτάκι, μη μου το κάνεις αυτό. Τίποτε εγώ. Πέντε λεπτά λιγότερης ελευθερίας του  μου ήταν αρκετά για να κοιμηθώ το βράδυ σαν πουλάκι -από αυτά που αποτέλειωνε με το στόμα του, ο δολοφόνος-. Τον παππού μου που κρατούσε το όπλο τον είχα οριστικά και αμετάκλητα απαλλάξει. Έφταιγε ο νεκροθάφτης, όχι ο πιστολέρο.

Για την ιστορία : o Tάκης έφυγε εννιά μήνες πριν το αφεντικό του. Μόλις έφυγε κι εκείνος, η αυλή θυσιάστηκε στην αντιπαροχή. Εκείνο το καλοκαίρι, το θυμάμαι καλά, πέθαναν ταυτόχρονα εφτά αυλές στη γειτονιά. Άσχημος καρκίνος η αντιπαροχή.

Τριάντα καλοκαίρια αργότερα, πέρυσι ήταν, ένα γρύλισμα χαμηλά, από κάτω στο δρόμο, με ξύπναγε στις τέσσερις το πρωί. Κάθε βράδι. Μέχρι σήμερα.

Στην αρχή δεν έδωσα σημασία, άλλαζα πλευρό, σε δέκα λεπτά κοιμόμουν. Απ’ τα μέσα του καλοκαιριού και μετά όμως, μάτι δεν έκλεινα μέχρι να πάει τέσσερις και να τ’ ακούσω.

Πάντα στην ώρα του.

Ποτέ δεν μπόρεσα να δω από πού ερχόταν, για να πω την αλήθεια σκιάχτηκα να κατέβω κάτω για να διαπιστώσω το που και τι και ποιο. Πήγαινα στην άκρη του μπαλκονιού και έριχνα ο,τι έβρισκα πρόχειρο προς τα κει που -υπέθετα ότι- ζούσε το γρύλισμα. Ο δρόμος, το πεζοδρόμιο, γέμιζαν με ροδάκινα, ακτινίδια, πατάτες, κρεμμύδια. Μια φορά –αποκαμωμένος πια, μετά από είκοσι ξενύχτια- πέταξα και μισό πεπόνι. Η άσφαλτος γινόταν μια άσχημη παλέτα, Τζάκσον Πόλοκ φάε τους γιαρμάδες μου, έλεγα. Δεν είχε νόημα να πεις eat my dust με τόσο τσιμέντο ολόγυρα.

Μετά το γρύλισμα σταμάταγε κι άκουγα κάτι σαν ξύσιμο, νύχια πάνω σε πέτρα, σε σίδερο, στο τέλος ένα γρρρ στον ορίζοντα, ηχώ που ξεψυχούσε. Πώς να κοιμηθείς μετά…

Ένα ξημέρωμα λίγο έλειψε να ΄χουμε δράματα, όταν νόμισα πως ήρθε πάλι το σκυλί αλλά δεν ήταν παρά δυο ξεχασμένα φαντάρια που έπνιγαν  μέχρι αυτή την ώρα τον πόνο τους στις ρετσίνες και ανηφόριζαν για το στρατόπεδο με το τελετουργικό που η νύχτα επιβάλλει : φωνές, αλαλαγμοί, δέκα και σήμερα, ένα ρεφρέν Κιάμου, λίγη Θεοδωρίδου, πολύς σαματάς για τόση εφήμερη χαρά. Ευτυχώς συγκρατήθηκα.

Ποτέ κανείς απ΄τα τριγύρω μπαλκόνια δεν ενοχλήθηκε, ούτε φως άναψε, ούτε ένας βγήκε να δει από πού έρχεται αυτό το άσχημο, μονότονο, επίμονο , ενοχλητικό, το λες και παραπονεμένο, σαν ξεψυχισμένο σόλο ευνουχισμένου Kλάπτον γρύλισμα. Ποτέ κανείς.

Πριν είκοσι μέρες ξύπνησα στις τέσσερις, από μια γεμάτη κύστη. Βγήκα στο μπαλκόνι μετά και παραξενεύτηκα με την τόση ησυχία. Καιρός ήταν, είχα πολύ καιρό να κοιμηθώ σαν άνθρωπος, ένιωθα τις   αισθήσεις μου  να φεύγουν σιγά σιγά για διακοπές χωρίς εμένα.

Για μια στιγμή νόμισα πως άκουσα νύχια πάνω σε τσιμέντα και σε σίδερα, ξανά. Πέταξα μια πατάτα που βρήκα πρόχειρη πλάι στη γλάστρα με το δυόσμο. Το ξύσιμο σταμάτησε απότομα. Έστησα αυτί. Μόνο το μοτέρ της καρδιάς μου, ίσα που δήλωνε την ύπαρξή του στο ρελαντί. Περίεργη γαλήνη. Για μισό λεπτό, που μου φάνηκε χιλιετία. Και μετά μια σχεδόν ψιθυριστή αλλά πεντακάθαρη και γνώριμη φωνή έφτασε μέχρι τ’αυτιά μου : «ασ’ τον ρε Τάκη, παράτα τον, πάμε να φύγουμε από δω.  Δεν πρόκειται να μας ανοίξει. Ποτέ δε νοιάστηκε για μας, σιγά μη βάλει τώρα μυαλό…τζάμπα πήγε τ’ όνομα».

 

Μια γάτα που πέρναγε τυχαία απ το δρόμο εκείνη την ώρα κόντεψε να πηδήξει στον πρώτο όροφο απ’την τρομάρα της. Ένα ελαφρύ αεράκι ενόχλησε ανεπαίσθητα τις σακούλες με τα σκουπίδια μέσα κι έξω απ τους κάδους.  Φως άναψε στον δεύτερο απέναντι. Ένα μωρό σπάραζε στο κλάμα.

Από κείνη τη νύχτα δεν ξανάκουσα  άλλο γρύλισμα. Ξυπνάω όμως στις τέσσερις και μετράω τικ τικ τικ στο ξυπνητήρι, μέχρι να χαράξει. Προσπαθώντας να θυμηθώ αν αλήθεια νοιάστηκα.