
Xρόνια, πολλά χρόνια, πάρα πολλά, την παρακαλούσε να το κόψει.
Θα σε πεθάνει. Τι να σε κάνω πεθαμένη μετά;
Το ‘ξερε κι εκείνη, χαζή δεν ήταν. Αλλά απόφαση δεν το ‘παιρνε. Το ελάττωσε, δεν το ‘κοψε. Ημίμετρα, πάλι θα την πέθαινε.
Εκείνος θύμωνε. Πολλές φορές οι περαστικοί μαζεύαν τσαλακωμένα πακέτα -απ’ όπου μπορούσαν να σώσουν τρία, τέσσερα τσιγάρα, έστω και μισά- που ξαφνικά πέφταν απ΄τον ουρανό. Τον τρίτο, συγκεκριμένα.
Της έταξε, την απείλησε, την ικέτεψε, τη φόβισε, όλα τα προσπάθησε. Και το καλό και το κακό. Τίποτε δεν κατάφερε. Καναδυό φορές είπε «αν δεν το κόψεις θα φύγω» αλλά ήταν τόσο ατάλαντος όταν ξεστόμιζε το «θα φύγω» που ούτε σε παράσταση πρώτης δημοτικού θα ‘βρισκε θέση κομπάρσου.
Κι εκείνη θύμωνε, «εντάξει, κόφτο, δεν βαρέθηκες; την άλλη βδομάδα τέρμα, είπαμε», ίσα για να ξεφορτωθεί τη γκρίνια του. Πόσες άλλες βδομάδες περάσαν; Πεντακόσιες; Χίλιες; Ποιος κάθεται να μετράει..
Ένα απόγευμα τον ρώτησε αν θέλει καφέ, είπε «όχι». Εκείνη έκανε, άναψε και τσιγάρο.
Γύρισε και την κοίταξε. Ήταν προετοιμασμένη, το ΄χε ξαναζήσει εκατοντάδες φορές αυτό, κοιτούσε αλλού.
Χτες είπες «το τελευταίο»
Μεθαύριο τέρμα
Χτες είπες
Τι θες τώρα; για δυο μέρες; Πέμπτη τέρμα, αδειάζει αυτό το πακέτο και δεν παίρνω άλλο.
Εκατό φορές το άκουσα αυτό
Εκατόν μία. Μη μου σπας τα νεύρα, είπαμε τέρμα, μη κάνεις τον κουφό
Μετά τις εκατόν μία θα έχει κι άλλες εκατό, το ξέρω το «τέρμα» σου
Ε αφού το ξέρεις κόφτο, δεν ωφελεί η συζήτηση, δεν βοηθάς έτσι
Χίλιες φορές παιγμένη σκηνή. Σχεδόν επαγγελματικά. Χωρίς πάθος, συγκίνηση, ένταση. Άμα τελειοποιήσεις κάτι με την επανάληψη, καμιά ανατριχίλα δεν προλαβαίνει να ενηλικιωθεί. Δηλαδή πόσες τρίχες να υψώσουν ανάστημα με το Satisfaction σε encore σήμερα; Μια, δυο, άντε τρεις;
Έκλεισε το τάμπλετ. Έτσι κι αλλιώς σαχλαμάρες έβλεπε.
Όταν πεθάνεις θα βρω μια που δεν θα καπνίζει
Όταν πεθάνω κάνε ο,τι θες. Καμιά άκαπνη δεν θα σ΄αντέξει άλλωστε. Κι άσε με να πιω τον καφέ μου σαν άνθρωπος, να χαρείς
Και θα την βάλω και στο σπίτι
Να αερίσεις καλά πρώτα και μετά βάλ’την και στη βιβλιοθήκη. Και στο ψυγείο θα σου ‘χω αφήσει χώρο.
Και στο κρεβάτι θα την πάω
Και στον πάγκο της κουζίνας αν αγαπάς, ο,τι πεις αγόρι μου, όσα αντέχει η μέση σου κι ο κώλος της, αν τον χωρέσει και τον αντέξει ο πάγκος
Για πρώτη φορά, από την ώρα που έβαλε τον καφέ δίπλα της, γύρισε και τον κοίταξε.
Να σε ρωτήσω κάτι;
Σαν τι;
Και στο κρεβάτι; όχι και στο κρεβάτι ρε μαλάκα, όχι και στο κρεβάτι
—-