απουσί ς

33177172H  μ ρα που ανακαλύπτ ις ότι το     γκατ λ ιψ  το πληκτρολόγιο,  ίναι μια μαύρη μ ρα.

Πρ π ι να συνηθίσ ις πια στην ιδ α πως όλ ς οι υπ ροχ ς λ ξ ις σωσίβια,  χουν χαθ ί στην αφιλόξ νη θάλασσα μιας λ υκής σ λίδας.

 ρωτας

 υτυχία

 γώ

 σύ

 μ ίς

Μ  τρόμο σκ φτ σαι τι θα συν βαιν  αν ποτ  το    αποφάσιζ  να φύγ ι κι από τις φωνητικ ς σου χορδ ς. Πόσο άσχημη, αλλιώτικη, π ζή τροπή θα πάρ ι η ζωή σου. Όταν  γώ,  σύ,  μ ίς θα μ ίνουμ  μόνοι κι ανυπ ράσπιστοι απ ναντι σ’ αυτούς. Που προνόησαν να φτιάξουν τη ζωή τους χωρίς να στηριχτούν στα   .

 

 

—-

Déjà 0 vu 4

33153532

 

Tο London 0 Hull 4 δεν είναι απλά η συντριβή του σπουδαίου, του μείζονος, των προτεραιοτήτων  και της “πρέπει” βιτρίνας. Είναι, πιο πολύ απ’ όλα, η δικαίωση των μικρών στιγμών που δεν μπορείς να αγοράσεις με χρήμα. Είναι η αποθέωση των κρυμμένων στο ημίφως συναισθημάτων, εκείνων που δεν αξιώθηκαν ποτέ δεύτερης ματιάς, κάποιες φορές ούτε καν πρώτης.

Πάντα London 0 Hull 4. Πάντα με το Hull. Ακόμη κι αν παίζουμε με παίχτη λιγότερο, ακόμη κι αν το γήπεδό μας είναι κλειστό, τιμωρημένο, αραχνιασμένο από καιρό. Ακόμη κι αν οι κερκίδες γίναν καυσόξυλα ή μπάζα για την προβλήτα,  από κει που πάντα σαλπάρουμε για τα Λονδίνα.

Συμπληρώνοντας  δεν συμπληρώνοντας ενδεκάδα, πάντα θα κατεβαίνουμε στο χορτάρι. Για να βλέπουμε στο τέλος της μέρας εκείνο το London 0 Hull 4 στα μάτριξ απέναντι. Για να μας κρατάει όρθιους, μέσα στο παιχνίδι, ως το τελευταίο -θριαμβευτικό- σφύριγμα αυτό το déjà vu που δεν ζήσαμε ποτέ.

 ….

(κι αντίθετα μ΄αυτόν και μ’ αυτόν, δεν μπορώ να υποσχεθώ ούτε καν σε μένα πως αυτή θα είναι η εσχάτη μου απόπειρα για αυτοσυγκινησιακή αμπελομελοφιλοσοφία, αφού η ηδονή των απανωτών φαντασιακών θριάμβων είναι βαθιά εθιστική)

απ’ όλα

33104970.mavili

Τα γεννητούρια της καντίνας στη Μαβίλη δεν τα πρόλαβα. Ξεμπέρδεψα (έτσι νόμιζα) με τη γειτονιά το ’83 και με ανέλαβε για μεταπτυχιακό το στράτευμα. Τότε τα κανονικά μεταπτυχιακά αφορούσαν λίγους, σχεδόν μονόδρομος η ξενιτειά για να τα συναντήσεις, ήταν και τα λεφτά πολλά και η προστιθέμενη αξία συζητήσιμη. Δεν το επιχείρησα.

Αν εξαιρέσεις μονοψήφιες επισκέψεις στου Λώρα (για μένα δεν ήταν παρά το ποτάδικο της γειτονιάς μου και όχι εμβληματικό trademark, ίσως δεν είχα επίγνωση της ιστορίας, έπινα μετρημένα κι όσο επέτρεπε το μηνιαίο μπάτζετ, δεν πόζαρα, κανείς δεν πόζαρε στα εικοσιλίγα του τότε) και μερικές, ελάχιστες, επιδρομές στον Μικέ όταν η υπογλυκαιμία χτυπούσε κόκκινο, δεν θυμάμαι να άνοιξα ποτέ σοβαρούς λογαριασμούς με την πλατεία.

Αντίθετα η ρότα Τσόχα-πλατεία Αγίου Θωμά και στα πέριξ στενά (όπου ήταν τα λημέρια άλλων της φυλής μου), έλιωσε κάμποσες σόλες. Γόνατα όχι, δεν χαμπαριάζουν από κακουχίες τα γόνατα σε τέτοιες ηλικίες.

Πέντε, έξη χρόνια μετά που ξανάρχισαν τα ανεβοκατέβα (με πουκάμισα, παντελόνια με τσάκιση και γραβάτες πλέον, όχι τζιν κι αμπέχωνα) ξανάρχισαν δειλά δειλά τα homage και τα προσκυνήματα στο τρίγωνο. Πεντακόσια μέτρα μακριά ήταν άλλωστε το Πρέζιντεντ, εύκολη η κατηφόρα. Η ανηφόρα γινόταν με στάσεις, μια για περιοδικά και τσιγάρα στο περίπτερο γωνία Κηφισίας και Φειδιππίδου, λίγο χάζι στις αφίσες του Άνεσις, όλα από λίγο. Τα χρόνια της χλιαρότητας είχαν ήδη ξεκινήσει.

Στο γύρισμα της δεκαετίας, τότε που τα τριάντα σηματοδοτούσαν μιαν σχεδόν καταναγκαστική «ωριμότητα», ένα βράδυ (που δεν θυμάμαι καν αν έβρεχε) από το πίσω κάθισμα ενός ταξί είδα φυτρωμένη την καντίνα. Ένα φως ανάμεσα στα -όχι και πολλά- φώτα τριγύρω. Μπορεί (κι αυτό δεν το θυμάμαι) και να κάγχασα, επειδή μαγαρίστηκε η τριγωνική ισορροπία. Που δεν ήξερα τι ακριβώς είναι αλλά κάτι σπουδαίο γεωμετρικά θα ήταν για να ‘χει τέτοιο γκράντε ονοματεπώνυμο.

Η ιστορία -η άγραφη, όχι αυτή των σπουδαίων συμβάντων- λέει ότι στήθηκα κάμποσες φορές στην ουρά, για το λάφυρο. Όχι για να αραιώσω το αλκοόλ που προηγήθηκε αλλά για να συμπυκνώσω τη μέρα που τέλειωνε. Πίσω από παιδιά δεκαοχτώ, εικοσιδυό, εικοσιπέντε χρόνων με πράσινα ντενεκεδάκια στα χέρια. Ντυμένα -πλέον- με στολές που άλλες γράφαν κλικ, κάποιες 01, άλλα πάλι χωρίς στολή. Ανυπότακτα. Πάντα όμως με Νένε στα δικά μου αόρατα ηχεία.

Όταν κάποτε ψευτομεγαλοπιάστηκα και κατηφόρισα προς το Αλέξανδρος (τόσο δίπλα που ακόμη και το τσιτσίρισμα από τα λουκάνικα ή την θυσία των κρεμμυδιών μπορούσες να ακούσεις), η καντίνα και η πλατεία δεν με ξαναείδαν. Ήταν το τεράστιο -πια- πλήθος που με φόβιζε πάνω της, ήταν το «εδώ θα είναι κι αύριο, πού θα πάει;», ήταν τα δεύτερα -άντα, ήταν κάτι άλλο; Ανεξήγητο, ίσως. Μπορεί και όχι. Όσο πιο κοντά, τόσο πιο μακριά, τα ‘χουν πει και γράψει άλλοι πολύ νωρίτερα, πολύ καλύτερα.

Προχτές διάβασα (με ένα μικρό σφίξιμο στο στομάχι) ότι η Μαβίλη ορφάνεψε από τις ρόδες και τα μεταλλικά στηρίγματα που την κρατούσαν, μαζί με λίγα άλλα, ζωντανή στη μνήμη μου. Μια μνήμη με «απ΄όλα». Χορτάτη από ωραία ξημερώματα χαζεύοντας ανθρώπους, αυτοκίνητα, αγκαλιές,κλούβες παραδίπλα, βάζελους, έρωτες, υγρά από φιλιά παγκάκια και αναπόφευκτους λεκέδες κέτσαπ και μουστάρδας στο καλό παντελόνι. Ευτυχώς ανεξίτηλους.

 

….

we’re only in it for the honey

 

33074535

 

Ασχολήθηκα πολύ παλιά με θεμελιώδη ερωτήματα ή  αμφιβολίες, βαθιά υπαρξιακά. Οι απορίες μου -ή όχι και τόσο απορίες, αφού πρόλαβαν να τις διατυπώσουν οι προφήτες και οι μικροί θεοί μου- ήταν ξεκάθαρες, κάποιες με ονοματεπώνυμο  και όλες με ζόρικες συγχορδίες ή ρεφρενάκια:

Where’s Bill Grundy now? Who do you love? Why can’t we live together? Who are the brain police? Why does my heart feel so bad? Why can’t I be you? Where’s Captain Kirk? Why don’t you do right? Ηow could I be such a fool? Where have all the good times gone? Why does it hurt when I pee? Why go? Whatever happened to all the fun in the world?

Όσο κι αν τα διάφορα -τάχα μου ανακουφιστικά- I know where Syd Barrett lives  έδιναν κάποιες ανάσες κάλπικων generic απαντήσεων κατά καιρούς, τα ερωτηματικά ενηλικιωνόντουσαν και αυθαδιάζαν. Κάποια σπιτώθηκαν για τα καλά, κάποια απεβίωσαν, κάποια συνταξιοδοτήθηκαν, κάποια μετανάστευσαν.  Προϊόντος του χρόνου, ούτε πίκρες, ούτε απώλειες, ούτε λαχτάρες (ωραίες, άσχημες, λαχτάρες πάντως), ούτε τίτλοι και μεγαλεία, ούτε μουχλιασμένοι έρωτες, μήτε ακόμη και καλοί -κάποτε- φίλοι καταφέραν να επιβιώσουν, βγήκαν απ΄τη γραμμή, χαθήκαν μέσα στο ανώνυμο πλήθος, μπουχτισμένα όλα, όλοι, απ΄το ένα-δύο-ένα-δυό και την (ανώφελη, εν τέλει) στοίχιση σκέψεων, συναισθημάτων, λογικής. Μια φορά τα έβαζες στη σειρά, δέκα χάλαγαν. Σκορποχώρι όλα. Μπουλούκι. Ποτέ δεν υπήρξα σούπερμαν διμοιρίτης, μια -ίσως-αμφιλεγόμενη αρετή. Ίσως και ανάθεμα, δεν είμαι ακόμη σίγουρος.

 

….

 

(χαοτικό & αφιερωμένο σ’ όσους κατά καιρούς παρελάσαμε μπουλουκηδόν παρέα, πίνοντας άτακτα, χορεύοντας χαοτικά, βάζοντας λάθος/σωστά κλειδιά σε λάθος/σωστά σπίτια, πατώντας λάθος/σωστά κουδούνια, σε εξώπορτες λάθος/σωστών ανθρώπων, τη λάθος/σωστή μέρα, τη λάθος/σωστή ώρα και στο τέλος βγάζαμε -με δική μας μέθοδο- σωστό/λάθος αποτέλεσμα, διαφορετικό κάθε φορά αλλά πάντα σωστό/λάθος, μέχρι που ανακαλύψαμε ότι το λάθος θα είχε πιο πολλή πλάκα και στρωθήκαμε -έστω καθυστερημένα- να τελειοποιήσουμε την μέθοδο των αλάνθαστων πάνσωστων λαθών, ελπίζω κάτι να καταφέραμε, no regrets)

ξηρασία

33056639Στον ώμο των υπέροχων στερεότυπων και των εικόνων που σε μεγάλωσαν (δεν λέω «σε σημάδεψαν»,  μερικά πετσιά παραείναι αφιλόξενα για πυρωμένα σίδερα μνήμης) δεν είναι να στηρίζεσαι. Μετέωρος θα βρεθείς, παρηγοριά -αν ψάχνεις- καμία.

Πρώτη φορά στη Ρώμη, μεσήλικας πλέον. Τριάντα -πάνω κάτω- χρόνια μετά που την είδα (εκστασιασμένος,  σεληνιασμένος σχεδόν από την ζέουσα σάρκα της) να καλεί τον Μαρτσέλο να βρέξει τα ωραία του Marini. Φτάσαμε μεσημέρι, είπα θα πάω να προσκυνήσω αργά το βράδυ, μετά τα μεσάνυχτα, μια, δυο το πρωί. Να αποφύγω το αλαλάζον πλήθος και την καταναγκαστική καρτ ποστάλ.

Πήγα περασμένες μια. Ελάχιστοι στα στενά τριγύρω, έντεκα στα δέκα μαγαζάκια είχαν ήδη κλείσει, καναδυό ζευγάρια που με προσπέρασαν ήταν ακόμη -χαρά στο κουράγιο τους- αγκαλιασμένα, ένας παραπατούσε μιλώντας στο πουθενά, μια γηραιά κυρία καθόταν σε ένα τραπέζι ψαχουλεύοντας την τσάντα της. Έξη συνάντησα, άντε να ‘ταν εφτά, ορφανό άσπρο γατάκι (αν απορείς) δεν αντάμωσα. Μέχρι να πάρω τη στροφή γι αυτό -ένα απ’ αυτά- που μου είχα τάξει πριν από αιώνες και επιτέλους αξιωνόμουν ν’ αντικρίσω.

 

Σταγόνα νερό. Μόνο ξηρασία και ατέλειωτες σκαλωσιές. Φωτισμένες από τρεις προβολείς απέναντί τους. Κι ένας παλαβός που φωτογράφιζε τις σκιές τους, μπας και του αποκαλύψουν κάτι. Τίποτε.

 

Ούτε να καμωθείς πως βρέχεις τα σκαρπίνια σου σ’ αφήνουν οι μπάσταρδοι. Αδύνατον να κάνεις δέκα βήματα για να αγγίξεις, να χαϊδέψεις εκείνο το υγρό στήθος που ανήκει -όχι αόριστος, ισόβια μόνο- σ’ όλη την ανθρωπότητα. Ως και τα όνειρα και τις φαντασιώσεις μας, άνυδρα τα κάναν.

 

….

Μονόπρακτα Δωματίων (καπνός)

33019188

 

Xρόνια, πολλά χρόνια, πάρα πολλά, την παρακαλούσε να το κόψει.

Θα σε πεθάνει. Τι να σε κάνω πεθαμένη μετά;

Το ‘ξερε κι εκείνη, χαζή δεν ήταν. Αλλά απόφαση δεν το ‘παιρνε. Το ελάττωσε, δεν το ‘κοψε. Ημίμετρα, πάλι θα την πέθαινε.

Εκείνος θύμωνε. Πολλές φορές οι περαστικοί μαζεύαν τσαλακωμένα πακέτα -απ’ όπου μπορούσαν να σώσουν τρία, τέσσερα τσιγάρα, έστω και μισά- που ξαφνικά πέφταν απ΄τον ουρανό. Τον τρίτο, συγκεκριμένα.

Της έταξε, την απείλησε, την ικέτεψε, τη φόβισε, όλα τα προσπάθησε. Και το καλό και το κακό. Τίποτε δεν κατάφερε. Καναδυό φορές είπε «αν δεν το κόψεις θα φύγω» αλλά ήταν τόσο ατάλαντος όταν ξεστόμιζε το «θα φύγω» που ούτε σε παράσταση πρώτης δημοτικού θα ‘βρισκε θέση κομπάρσου.

Κι εκείνη θύμωνε, «εντάξει, κόφτο, δεν βαρέθηκες; την άλλη βδομάδα τέρμα, είπαμε», ίσα για να ξεφορτωθεί τη γκρίνια του. Πόσες άλλες βδομάδες περάσαν; Πεντακόσιες; Χίλιες; Ποιος κάθεται να μετράει..

Ένα απόγευμα τον ρώτησε αν θέλει καφέ, είπε «όχι». Εκείνη έκανε, άναψε και τσιγάρο.

Γύρισε και την κοίταξε. Ήταν προετοιμασμένη, το ΄χε ξαναζήσει εκατοντάδες φορές αυτό, κοιτούσε αλλού.

Χτες είπες «το τελευταίο»

Μεθαύριο τέρμα

Χτες είπες

Τι θες τώρα; για δυο μέρες; Πέμπτη τέρμα, αδειάζει αυτό το πακέτο και δεν παίρνω άλλο.

Εκατό φορές το άκουσα αυτό

Εκατόν μία. Μη μου σπας τα νεύρα, είπαμε τέρμα, μη κάνεις τον κουφό

Μετά τις εκατόν μία θα έχει κι άλλες εκατό, το ξέρω το «τέρμα» σου

Ε αφού το ξέρεις κόφτο, δεν ωφελεί η συζήτηση, δεν βοηθάς έτσι

Χίλιες φορές παιγμένη σκηνή. Σχεδόν επαγγελματικά. Χωρίς πάθος, συγκίνηση, ένταση. Άμα τελειοποιήσεις κάτι με την επανάληψη, καμιά ανατριχίλα δεν προλαβαίνει να ενηλικιωθεί. Δηλαδή πόσες τρίχες να υψώσουν ανάστημα με το Satisfaction σε encore σήμερα; Μια, δυο, άντε τρεις;

Έκλεισε το τάμπλετ. Έτσι κι αλλιώς σαχλαμάρες έβλεπε.

Όταν πεθάνεις θα βρω μια που δεν θα καπνίζει

Όταν πεθάνω κάνε ο,τι θες. Καμιά άκαπνη δεν θα σ΄αντέξει άλλωστε. Κι άσε με να πιω τον καφέ μου σαν άνθρωπος, να χαρείς

Και θα την βάλω και στο σπίτι

Να αερίσεις καλά πρώτα και μετά βάλ’την και στη βιβλιοθήκη. Και στο ψυγείο θα σου ‘χω αφήσει χώρο.

Και στο κρεβάτι θα την πάω

Και στον πάγκο της κουζίνας αν αγαπάς, ο,τι πεις αγόρι μου, όσα αντέχει η μέση σου κι ο κώλος της, αν τον χωρέσει και τον αντέξει ο πάγκος

Για πρώτη φορά, από την ώρα που έβαλε τον καφέ δίπλα της, γύρισε και τον κοίταξε.

Να σε ρωτήσω κάτι;

Σαν τι;

Και στο κρεβάτι; όχι και στο κρεβάτι ρε μαλάκα, όχι και στο κρεβάτι

 

—-

δυο μελιτζάνες τον Αύγουστο

33012990

Στις μιάμιση το πρωί πετάχτηκε αλαφιασμένη από το κρεβάτι. Θες τα σεντόνια που ήταν μουσκίδια, θες η σαφρακιασμένη φασαρία (ένα σακατλίδικο τσακίρ κέφι δηλαδή)  απ΄τους κάτω -τα άπαντα του Μάλαμα που δεν είχαν τελειωμό στα ηχεία-, θες η μεσημεριανή σιέστα που την χόρτασε ξεκούραση, θες μια ξινίλα όταν είδε ένα ανεπιθύμητο πρόσωπο στον λειψό της ύπνο, ήρθαν όλα, μπήκαν στη συνταγή και βγάλαν ξυπνητήρι δίχως ήχο.

Μιάμιση.

Σε μια πόλη που βολόδερνε δίχως ήλιο, χωρίς φως, με υγρασία και άπνοια που θα τις ζήλευε ως και κατακόμβη. Έβραζε η καργιόλα η φτωχομάνα στο βορεινό ζουμί της, παλιά αυγουστιάτικη  συνήθεια για όσους ξέρουν τα χούγια της.

Λιγούρα.

Με μια σαλάτα απ’ τις δώδεκα το μεσημέρι ήτανε. Μια ντομάτα, τρεις μπουκιές κριθαροκούλουρο, δυο καπαρόφυλλα και τέσσερις σταγόνες λάδι για να γλιστράει στον οισοφάγο. Με τρία ποτήρια νερό για να ξεπλύνει την αηδία, πέντε μέρες τα ίδια και τα ίδια, μη τυχόν και ανέβει γραμμάριο η ζυγαριά, μη τυχόν και πετάξει σάρκα στο πλάι του μαγιώ πάνω απ΄τα λάστιχα, μη τυχόν και διαμαρτυρηθεί το παντελόνι που βρήκε αντίσταση στο ανέβασμα.

Βγήκε με το εσώρουχο στο μπαλκόνι. Μετά τα μεσάνυχτα όλα αμβλύνονται. Και οι αντιστάσεις και τα αδιάκριτα βλέμματα από τριγύρω και οι ατέλειες. Κοίταξε χαμηλά, λοξά, ως τη θάλασσα. Μισό χιλιόμετρο μακριά και μύριζε άσχημα ως εδώ, ψηλά μέχρι τον πέμπτο.

Εκείνη ωραία μύριζε όμως. Ιδρώτα πλυμένο -απ’ τις εντεκάμιση το βράδυ- και Ultraviolet. Κι ας ήξερε οτι δεν θα βγει απόψε.

Πείναγε. Τι να σου κάνουν πέντε μπουκιές και τρεις σουρωτές ολημερίς.

Έβγαλε δυο μελιτζάνες απ΄το ψυγείο. Μπαμπατζάνικες, μελανιασμένες, απ’ αυτές για ψήσιμο, δεν είχε απ’ τις άλλες, τις ριγέ αλλά άμα πεινάς όλα σετάρουν. Έβαλε λάδι στο τηγάνι να κάψει. Έψαξε για σκόρδο, είχε. Και μισό κουτί ντομάτα στον τρίφτη, στο ψυγείο.

Σε πέντε λεπτά το σπίτι είχε ντουμανιάσει απ΄την λαδίλα, την καπνίλα, την σκορδίλα, που ήρθαν και τακίμιασαν με την υγρασία και κολλήσαν στα ντουβάρια, στις κουρτίνες, στις καρέκλες, όπου βρήκαν, αφού τρυπώσαν πρώτα σε κάθε πόρο της, ούτε Ultraviolet επέζησε ούτε ωραία ιδρωτίλα, no prisoners, όλα πεθαμένα, μόνο καπνός, καμένο λάδι πιτσιλισμένο δεξιά κι αριστερά, σκόρδο και πείνα. Ο καπνός ήταν τόσος που αυτή που σεκλέτιαζε από κάτω με την πριγκηπέσα νωρίτερα, σκέφτηκε σκιαγμένη να καλέσει το 199. Ευτυχώς δεν το ‘κανε γιατί χώθηκε μέσα στο -ας πούμε- ρεφρενάκι από την Βασίλισσα καρδιά κι έμεινε για πάντα εκεί, ερωτοχτυπημένη, με σημάδια στο παράθυρο και καπνό στα μάτια.

Έριξε την ντομάτα. Ξέχασε να βάλει καπάκι, ως και το πάτωμα βάφτηκε κόκκινο.

Δε γαμιέστε όλα, είπε. Και οι ντομάτες και τα κριθαροκούλουρα και τα σταγονόμετρα και τα νερά και τα μαρούλια και τα τοσοδούλικα μαγιώ και ο κοπανιστός αέρας και τα πατώματα και τα πλακάκια. Και η άδεια πόλη, αυγουστιάτικα. Κάθε χρόνο, Αύγουστο. Δε γαμιέστε όλα, όλοι.

Πήρε σα μωρό στα χέρια το πιάτο με τις μελιτζάνες και βγήκε στο μπαλκόνι. Μισόγυμνη, όπως πριν. Aνέβασε τα πόδια στα κάγκελα, βολεύτηκε.

Στην πρώτη μπουκιά (με κουτάλι, για να μη χαθεί στάλα απ’ τη σάλτσα) ρίγησε το είναι της σύγκορμα. Παπούδιασε απ΄τα νύχια ως την τελευταία τρίχα στο κεφάλι της. Στην δεύτερη έμεινε ολόγυμνη. Ανυπεράσπιστη. Ελεύθερη. Περασμένες δυο, πρωί, Παλαιών Πατρών Γερμανού και Παύλου Μελά γωνία.

 

….

(μια αληθινή ιστορία)

chiaro

33002033

Eξερεύνησις αγνώστου δέρματος. Χαρτογράφηση αργότερα, αν η χώρα -οι χαράδρες, τα φαράγγια, οι πλαγιές της, τα βουνά της- δεν αποδειχθεί αφιλόξενη, άνυδρη, φουρτουνιασμένη, ακατάλληλη για ζωή. Λίγο πριν περιπλανιόσουν σε ένα δάσος από κερατίνη, παραμερίζοντας με τα δάχτυλα για να ανοίξεις μονοπάτια. Κατηφορίζεις  ξανά στο ξέφωτο, γύρω απ΄ τον αφαλό, να πάρεις ανάσες, πριν την επόμενη διαδρομή στο άγνωστο. Που -λένε οι παλιοί- πρέπει να ταξιδέψεις νότια να το αναζητήσεις. Αυτή τη φορά στέλνεις τη γλώσσα για να ιχνηλατήσει. Επιστρέφει αποκαμωμένη, αδύνατον  να εξηγήσει με λόγια τι συνάντησε. Αυτή, η φλύαρη. Συγκεντρώνεις ενισχύσεις, βρέχει, γλιστράει. Και ο τόπος ολόγυρα βράζει, καίει, λαμπαδιάζει.

 

(μεταφρασμένο, εξ αφής, από το πρωτότυπο)

 

….

scuro

32996213Το ξεστόλισμα ολοκληρώθηκε λίγο πριν τις δώδεκα. Άσχημη γύμνια, σκέφτηκα βλέποντας την κρυάδα του τοίχου σαν έγινε τρία κομμάτια το δέντρο. Τα ήδη πακεταρισμένα φωτάκια αφήναν ως χτες βράδι μια υπόνοια πως υπάρχει ζωή σ’ εκείνη τη γωνιά του σπιτιού, όπως κάνουν τα λαμπάκια στα σωσίβια, στο διάδρομο προσγείωσης, στην εξώπορτα ενός σπιτιού μόνου μέσα στην ερημιά. Ως τις δωδεκάμισι οι τελευταίες κούτες είχαν στοιβαχτεί στο πατάρι. Χωρίς λογίδρια και μπάντες να συνοδεύουν την εκφορά τους, όλα τέλειωσαν σιωπηλά ακριβώς όπως και στο στόλισμα. Εδώ και χρόνια μόνον ησυχία συνοδεύει το τελετουργικό. Ποτέ κανένα ηχείο δεν τόλμησε να ψελλίσει οτιδήποτε. Να στολίσουμε να ξεμπερδεύουμε. Να ξεστολίσουμε να τελειώνουμε. Δεν είναι να απορείς που απορούμε γιατί επιμένουμε -ακόμη- να ανεβοκατεβάζουμε κούτες στο πατάρι.

Πριν καν καταπιώ την πέμπτη μπουκιά, δεν κατέβαιναν εύκολα οι προηγούμενες,  είπα «φάτε εσείς, σε δέκα λεπτά επιστρέφω».

Τα ορφανά από ήλιο μεσημέρια της Κυριακής, είναι θλιβερό το κέντρο της πόλης. Το ίδιο και η εικόνα των ανθρώπων όταν τους βλέπεις μέσα από το αυτοκίνητο. Περπατάνε σαν σελιδοδείκτες ανάμεσα σε κλειστά, μισάνοιχτα και ερημωμένα μαγαζιά, ντυμένοι στα μαύρα, στα γκρι, στα μπλε, στα καφέ, στα σκονισμένα μαύρα, σ’ όλες τις αποχρώσεις του scuro. Αν ο στρειδάκης ζούσε μέσα σ΄αυτό το βιβλίο, θα καταλάβαινε τι θα πει αργός και βασανιστικός θάνατος. Μόνο με μελαγχολικό δεν αξιώνεσαι μπεστ σέλερ σήμερα.

Επέστρεψα σε ένα τέταρτο. Η ζωντοχήρα του τελευταίου ορόφου που με είδε -βγαίνοντας απ΄το ασανσέρ- φορτωμένο με ένα κουτί γλυκά και μια πρόχειρα τυλιγμένη ανθοδέσμη με τέσσερα σωμόν και τρία κίτρινα τριαντάφυλλα, σίγουρα θα αναρωτήθηκε τι και ποιος γιορτάζει, σ΄αυτό το σπίτι ή σε άλλο. Από καιρό περιορίσαμε όμως, σαν άτυπη συμφωνία, τις περιττές κουβέντες και τις ερωτήσεις που μένουν αναπάντητες. Είπε μόνο ένα «ωραία λουλούδια», χαμογέλασε και παραμέρισε για να μπω. Ακόμη σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ αν -και τι- απάντησα.

Με ένα δεκάρικο μπορείς να χρωματίσεις μια gloomy Sunday για να μη φαίνονται οι μαύροι κύκλοι στα μάτια της. Με ένα τάληρο ακόμη, την γλυκαίνεις κιόλας. Μετά μπορείς να μπεις βαθιά μέσα της χωρίς να σε απωθεί. Κι ώσπου να ξαναντυθεί και να φύγει, με ένα ποτήρι απ’ το σωστό μπουκάλι, ή μ’ ένα γέλιο που ξεφυτρώνει απ’ το πουθενά, μπορείς ως και να τη συμπαθήσεις.

 

a voter of a certain age

33004226

Αν εξαιρέσεις τους  εγχώριους ναζί  (που δεν έχουν ιδεολογία, μόνον αυτή του μίσους προς τους μη «ομοίους» τους), με όλους τους άλλους -έστω, τους περισσότερους-  που θα κατέβουν στις εκλογές μπορώ να βρω ένα, δυο, τρία κοινά σημεία. Δηλαδή, για την ακρίβεια της διατύπωσης, αυτοί υιοθετούν μια, δυο, τρεις αδιαπραγμάτευτες, έως και αρχετυπικές θέσεις μου. Μερικά συν δεν κάνουν πλην μα ούτε και ξέρεις τι θα γεννήσει η πρόσθεση.

Το πρόβλημα είναι πως με τους ίδιους έχω και μια, δυο, τρεις, πέντε διαφωνίες, από αυτές με δ αλλά -φευ- και με Δ. Συμψηφισμούς δεν δέχομαι να κάνω, ούτε και να αντιμετωπίσω σοβαρά τους μη σοβαρούς ντελάληδες του  «έλα γι αυτά που συμφωνούμε και στην πορεία θα βρούμε και τα υπόλοιπα». Υποκρισία η «πορεία». Αφού αυτοί μένουν ακίνητοι. Αν τύχει να μετακινηθούν, χάνουμε τα ένα, δυο, τρία κοινά σημεία. Τα πλην αυγατίζουν. Και φτου κι απ’ την αρχή με τα δάχτυλα ή το κομπιουτεράκι.

Το αληθινά ιλαρό στην ιστορία αυτή είναι να θεωρείς πως μετέχεις ισότιμα στις προσθαφαιρέσεις. Και ως αδύνατος στην ειδική τους sur mesure αριθμητική (ή απλά γινατσής, ίσως και φανατικός αντι-κάτι, αυτή η χώρα είναι εύφορος τόπος για τα κάθε λογής «αντί») να εξακολουθείς να γαβγίζεις δυνατότερα ακόμη κι απ΄ τα μαντρόσκυλα ράτσας που αμείβονται με σάρκα για να υπηρετούν τα αφεντικά τους. Αντί να αποδεχτείς (και να ανακουφιστείς, ευλογία είναι) το οτι για αυτούς δεν είσαι παρά ένας κατά περίπτωση χρήσιμος κοπρίτης. Όχι «δικός» τους, αφού δεν στήθηκες -κουνώντας ουρά- να σου φορέσουν κολάρο, δηλωτικό ιδιοκτησίας.

Δεν τολμώ να ισχυριστώ, προκλητικά, πως όλοι έχουμε ίσα δικαιώματα στη σάρκα. Όσοι δεν απεκδύονται του δικαιώματος να βλέπουν τα στραβά (που μέχρι χτες το manual τα είχε καταχωρημένα ως ίσια) δεν έχουν καν θέση σε -έστω και άυλα- payrolls. Αλλά το να γλυκοκοιτάζεις τα κόκκαλα που σου κουνάνε πέρα δώθε και να μαλώνεις με άλλους όμορφους κοπρίτες για τη μοιρασιά, ήταν ανέκαθεν κάτι που με ξεπερνούσε.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στο http://www.thegreekcloud.com/ )

Berlin

32978962

Tα ντουβάρια δεν χτίζονται μόνα τους. Ένας -τουλάχιστον ένας- πρόθυμος πρέπει να βάλει την πρώτη πέτρα και τη λάσπη ή το τσιμέντο πάνω της. Μετά ο άλλος απέναντι, θες από γινάτι, θες από θυμό, θες επειδή τον τρώει κανένα σαράκι, θες από δυσφορία ή φρένιασμα (ότι τρώει και τον χτίστη δηλαδή) βάζει μεγαλύτερη πέτρα, διπλή δόση γέμιση, ρίχνει κι ένα γκράφιτι στο τέλειωμα. Και μια μαύρη πέτρα γυρίζοντας την πλάτη. Δυο μαύρα λιθάρια, δυο. Κανείς δεν αφήνει στον άλλον την τελευταία λεπτομέρεια του όρθιου και εν ζωή ενταφιασμού. Ενδιάμεσα (αν και δεν είναι ωριμότητα να ψάχνεις ηθικούς αυτουργούς) μαζεύονται κι άλλοι πρόθυμοι γεμίζοντας τα κενά. Μη τυχόν και μείνει χαραμάδα ορφανή.

Μια, το πολύ δυο φορές το χρόνο (συνήθως τέτοιες μέρες, αν  δεν έχει ψοφόκρυο) πηγαίνω στους νεκρούς κι ανάβω ένα κερί, άμα θυμηθώ παίρνω και δυο λουλούδια στο χέρι. Δεξιά κι αριστερά δεν χασομεράω, βιαστικός πάω, τρεχάτος φεύγω, ακόμη κι εκεί. Πίσω στους ζωντανούς.

Φέτος έπεσα πάνω σ’ αυτό. Και το πήρα μαζί μου, με ένα κλικ.

Έμεινα να το χαζεύω ώρα κάμποση. Άμα μ’ έβλεπε έτσι ακούνητο όποιος  άναβε καντήλια, λουμίνια ή καρβουνάκια παραδίπλα, θα μ’ έπαιρνε για πολύ θρήσκο, πολύ πονεμένο ή απελπισμένο από κάποιο πρόσφατο χαμό. Μηδέν στα τρία. Ευτυχώς δεν υπήρχε ψυχή όρθια για να ασχοληθεί μαζί μου. Για τις υπεριπτάμενες δεν γνωρίζω, με τα μεταφυσικά και τα θρησκευτικά δεν καταγίνομαι, δεν το ΄χω.

Στους συμβολισμούς δεν πολυπιστεύω, εύπλαστοι είναι, τις πιο πολλές φορές εσύ είσαι ο υποβολέας κι αυτοί μιλάνε με τις δικές σου σκέψεις, λέξη προς λέξη. Αλλά μιαν εξαίρεση φέτος την έκανα.

Όταν γύρισα σπίτι δεν χρειάστηκε να σκεφτώ τα πώς και τα τι, ξήλωσα μια πέτρα. Ευτυχώς ήμουν -ανέκαθεν- αδέξιος χτίστης, τσιμέντο δεν έβαζα, η λάσπη -αν και παγωμένη, τόσο καιρό μετά- κουτσά στραβά ξύνεται, φεύγει, ξαναγυρνάει στη γη σαν κομμάτι της. Και μετά φεύγει κι η επόμενη πέτρα. Και η επόμενη, η επόμενη, κι άλλη. Μέχρι να το δεις ίσιωμα. Όσην ώρα γκρεμίζεις ακούς και τον άλλον, από πίσω, να κάνει ο,τι κι εσύ. Σα να περίμενε από καιρό. Κάποιος έπρεπε να βγάλει την πρώτη κοτρώνα, δεν έχει σημασία ποιος. Αρκεί στο τέλος να γίνουν νταμάρι οι πέτρες και να δεις παραπέρα, να δει κι αυτός. Όσα ωραία γκράφιτι και να βάψεις πάνω στο ντουβάρι (ότι τάχα μου δε με νοιάζει τι είπαμε, τι ζήσαμε και καπνίσαμε και φάγαμε παρέα, τι μαλακίες κάναμε μαζί, σε πόσα βιβλία βουτήξαμε, πόσα γέλια δεν τσιγκουνευτήκαμε, πόσα μπουκάλια αδειάσαμε) καμιά ζωγραφιά συγκάλυψης δεν είναι καλύτερη απ’ το χώμα που πατάει ο άλλος, τον ορίζοντα πίσω του. Και το πρόσωπό του.

Για όσα -ίσως- έπονται της κατεδάφισης (γιατί κανείς δεν ξέρει τι -κι αν- έπεται, οι καλές προθέσεις και οι φτιασιδωμένοι επίλογοι δεν αρκούν) τα τραγούδια τα λένε καλύτερα.

Πρώτα χωνόμαστε μαζί σ’ ένα μικρό καφέ, to hear the guitars play. Όπως παλιά. Μετά έρχεται η ώρα του Dubonnet on ice. Κι όταν γίνουμε και οι δυο κουρούμπελα, κασκόλ και γήπεδο. Εκεί που το ένδοξο και λατρεμένο μας Hull θα κατατροπώσει ακόμη μια φορά το ψηλομύτικο Λονδίνο με 4-0. Εκτός έδρας.

Μερικές φορές, λέω κι ελπίζω να μη το μετανιώσω, καλό είναι ν΄ αφήνεις τα γινάτια στην άκρη, ακούγοντας  τι σου λένε τα σπασμένα μάρμαρα. Και τα τραγούδια.

…..