Tα ντουβάρια δεν χτίζονται μόνα τους. Ένας -τουλάχιστον ένας- πρόθυμος πρέπει να βάλει την πρώτη πέτρα και τη λάσπη ή το τσιμέντο πάνω της. Μετά ο άλλος απέναντι, θες από γινάτι, θες από θυμό, θες επειδή τον τρώει κανένα σαράκι, θες από δυσφορία ή φρένιασμα (ότι τρώει και τον χτίστη δηλαδή) βάζει μεγαλύτερη πέτρα, διπλή δόση γέμιση, ρίχνει κι ένα γκράφιτι στο τέλειωμα. Και μια μαύρη πέτρα γυρίζοντας την πλάτη. Δυο μαύρα λιθάρια, δυο. Κανείς δεν αφήνει στον άλλον την τελευταία λεπτομέρεια του όρθιου και εν ζωή ενταφιασμού. Ενδιάμεσα (αν και δεν είναι ωριμότητα να ψάχνεις ηθικούς αυτουργούς) μαζεύονται κι άλλοι πρόθυμοι γεμίζοντας τα κενά. Μη τυχόν και μείνει χαραμάδα ορφανή.
Μια, το πολύ δυο φορές το χρόνο (συνήθως τέτοιες μέρες, αν δεν έχει ψοφόκρυο) πηγαίνω στους νεκρούς κι ανάβω ένα κερί, άμα θυμηθώ παίρνω και δυο λουλούδια στο χέρι. Δεξιά κι αριστερά δεν χασομεράω, βιαστικός πάω, τρεχάτος φεύγω, ακόμη κι εκεί. Πίσω στους ζωντανούς.
Φέτος έπεσα πάνω σ’ αυτό. Και το πήρα μαζί μου, με ένα κλικ.
Έμεινα να το χαζεύω ώρα κάμποση. Άμα μ’ έβλεπε έτσι ακούνητο όποιος άναβε καντήλια, λουμίνια ή καρβουνάκια παραδίπλα, θα μ’ έπαιρνε για πολύ θρήσκο, πολύ πονεμένο ή απελπισμένο από κάποιο πρόσφατο χαμό. Μηδέν στα τρία. Ευτυχώς δεν υπήρχε ψυχή όρθια για να ασχοληθεί μαζί μου. Για τις υπεριπτάμενες δεν γνωρίζω, με τα μεταφυσικά και τα θρησκευτικά δεν καταγίνομαι, δεν το ΄χω.
Στους συμβολισμούς δεν πολυπιστεύω, εύπλαστοι είναι, τις πιο πολλές φορές εσύ είσαι ο υποβολέας κι αυτοί μιλάνε με τις δικές σου σκέψεις, λέξη προς λέξη. Αλλά μιαν εξαίρεση φέτος την έκανα.
Όταν γύρισα σπίτι δεν χρειάστηκε να σκεφτώ τα πώς και τα τι, ξήλωσα μια πέτρα. Ευτυχώς ήμουν -ανέκαθεν- αδέξιος χτίστης, τσιμέντο δεν έβαζα, η λάσπη -αν και παγωμένη, τόσο καιρό μετά- κουτσά στραβά ξύνεται, φεύγει, ξαναγυρνάει στη γη σαν κομμάτι της. Και μετά φεύγει κι η επόμενη πέτρα. Και η επόμενη, η επόμενη, κι άλλη. Μέχρι να το δεις ίσιωμα. Όσην ώρα γκρεμίζεις ακούς και τον άλλον, από πίσω, να κάνει ο,τι κι εσύ. Σα να περίμενε από καιρό. Κάποιος έπρεπε να βγάλει την πρώτη κοτρώνα, δεν έχει σημασία ποιος. Αρκεί στο τέλος να γίνουν νταμάρι οι πέτρες και να δεις παραπέρα, να δει κι αυτός. Όσα ωραία γκράφιτι και να βάψεις πάνω στο ντουβάρι (ότι τάχα μου δε με νοιάζει τι είπαμε, τι ζήσαμε και καπνίσαμε και φάγαμε παρέα, τι μαλακίες κάναμε μαζί, σε πόσα βιβλία βουτήξαμε, πόσα γέλια δεν τσιγκουνευτήκαμε, πόσα μπουκάλια αδειάσαμε) καμιά ζωγραφιά συγκάλυψης δεν είναι καλύτερη απ’ το χώμα που πατάει ο άλλος, τον ορίζοντα πίσω του. Και το πρόσωπό του.
Για όσα -ίσως- έπονται της κατεδάφισης (γιατί κανείς δεν ξέρει τι -κι αν- έπεται, οι καλές προθέσεις και οι φτιασιδωμένοι επίλογοι δεν αρκούν) τα τραγούδια τα λένε καλύτερα.
Πρώτα χωνόμαστε μαζί σ’ ένα μικρό καφέ, to hear the guitars play. Όπως παλιά. Μετά έρχεται η ώρα του Dubonnet on ice. Κι όταν γίνουμε και οι δυο κουρούμπελα, κασκόλ και γήπεδο. Εκεί που το ένδοξο και λατρεμένο μας Hull θα κατατροπώσει ακόμη μια φορά το ψηλομύτικο Λονδίνο με 4-0. Εκτός έδρας.
Μερικές φορές, λέω κι ελπίζω να μη το μετανιώσω, καλό είναι ν΄ αφήνεις τα γινάτια στην άκρη, ακούγοντας τι σου λένε τα σπασμένα μάρμαρα. Και τα τραγούδια.
Καλά κάνατε κ.ΚΚΜ κι αρχίσατε την κατεδάφιση….Για μένα που δεν φημίζομαι για τη σοφία μου έπρεπε να συμβεί κάτι για να την ξεκινήσω…ευτυχώς ή δυστυχώς ακόμη άκρη δεν έβγαλα….Πάντως εκεί που κατεδάφισα έφτιαξα κάτι όμορφα κηπάκια,με λουλούδια,με δέντρα… 😉 Καλή σας χρονιά αγαπητέ !