To ‘λεγε με καμάρι, πίνοντας την τελευταία -ανύπαρκτη- γουλιά απ’ το φραπέ της.
«Όχι που θα καθόταν εδώ να σκοτώνεται με φροντιστήρια και μαθήματα και μετά εξετάσεις για σχολές της πλάκας και πτυχία του κώλου»
Έψαξε τσιγάρο, έπιασε το προτελευταίο. Από πακέτο πρωινό και η ώρα ήταν δεν ήταν εφτάμιση.
«Στο φινάλε το θέμα είναι να κάνουν αυτό που αγαπάνε, όχι να ψάχνονται για αρχιτέκτονες και να καταλήγουν φυσικοί. ‘Η να θέλουν να γίνουν μοριακοί βιολόγοι και στο τέλος να καταγίνονται με ουλίτιδες, σφραγίσματα κι απονευρώσεις. Σιγά μην έμπαινε σε τέτοια διαδικασία το παιδί»
Είχε πάρει φόρα. Δεν είναι σίγουρο ότι οι άλλες δυο την άκουγαν, καθεμιά είχε τα δικά της ζόρια. Της μιας της τέλειωσαν τα τσιγάρα και δεν τόλμησε να κάνει τράκα βλέποντας τα μόλις δυο αλλότρια, το κοντινότερο περίπτερο ήταν διακόσια μέτρα μακριά και είχε βολευτεί καλά κάτω απ’ τον ανεμιστήρα. Της αλληνής πάλι της ξανάρθε περίοδος σήμερα, δεύτερη φορά σε δυο βδομάδες. Δεν την απασχολούσε τόσο η εμμηνόπαυση που της έκλεινε, πλέον, παιχνιδιάρικα το μάτι. Ότι θα ΄πρεπε να ειδοποιήσει τον άλλον για αλλαγή πλάνων την ένοιαζε, να μη σκάει κι εκείνος να σκαρφίζεται σενάρια για να σερβίρει στην γυναίκα του. Στράφι τόσο γαλάκτωμα σώματος, τόση λεπτομερής φροντίδα στην ευαίσθητη περιοχή. Tου ‘στειλε μήνυμα όσο σιχτίριζε από μέσα της, χαμογελώντας αφηρημένα, για άλλο ένα χαμένο γαμήσι.
«Μας το ξέκοψε απ’ την αρχή, δεν ξέρω τι έχετε εσείς στο μυαλό σας μας είπε, εγώ σ’ αυτό το κωλοσύστημα δεν μπαίνω, άμα έχετε λεφτά να δώσετε για ένα χρόνο έχει καλώς, αλλιώς δώστε μονο τα εισιτήρια να φύγω και σας χρωστάω αγάπη αιώνια, άμα στο θέτει έτσι δεν της κόβεις τα φτερά, τα κόβεις;»
Aυτή με το χαραμισμένο γαλάκτωμα σκέφτηκε -προς στιγμήν- να πει «ε καλά, με δεκατρία απολυτήριο δεν τα λες και αετίσια τα φτερά» αλλά έβγαλε το σκασμό. Είχαν άλλωστε συνθηκολογήσει άτυπα οι τρεις τους, πως όταν βρισκόταν καθεμιά θα έλεγε τα δικά της (κι ας ήταν και ψέματα που θα ‘καναν τον παπάρα τον Μινχάουζεν να αυτοκτονήσει από ζήλια καταπίνοντας με τη μιας 50 χάπια αλήθειας) και οι άλλες θα συγκατένευαν χλιαρά, ούτε «αλλά», ούτε «όμως», τσιμουδιά. Ωραίες παρέες, στην κορυφογραμμή των σαράντα, εκεί που παραμονεύει (μόλις σκαρφαλώσεις) η αφιλόξενη στέπα των πενήντα.
Μίλησε η άλλη, η χαρμάνω.
«Και τι σου λέει τώρα; Τακτοποιήθηκε όπως ήθελε; Δυσκολεύτηκε; Καλά με τη γλώσσα, πρόβλημα δεν θα ‘χε με δέκα χρόνια ιδιαίτερα και εκατό σορμπόν αλλά με τη ζωή εκεί;»
Πήγε για μια τελευταία γουλιά καφέ πριν απαντήσει, ρούφηξε αέρα. Ευτυχώς διακριτικά.
«Ναι, βολεύτηκε μια χαρά, τα είχε σχεδιάσει όλα μήνες πριν αυτή, απ’ τα Χριστούγεννα κιόλας. Όλη μέρα στα μέιλ και στα φέισμπουκ, σιγά μη δεν έβρισκε άκρη. Ο μπαμπάς της είχε κατά καιρούς κάτι παράξενες εξάρσεις, και που θα πας, μικρό κορίτσι μόνο, μεγάλη πόλη, χάος, ακριβό μέρος, στο τέλος ημέρεψε, να ‘χεις ανοιχτό σκάιπ, να απαντάς στο κινητό όταν σε παίρνουμε, να μαγειρευεις καμιά φορά σπίτι, να προσέχεις τι βάζεις στο στόμα σου, το πήρε απόφαση. Το ‘χει και καμάρι όμως, δεκαοχτώ χρονών παιδί, μαθητευόμενη-έστω-, αν τα πάει καλά της είπαν σε ένα χρόνο θα αρχίσει να πληρώνεται κιόλας, προς το παρόν στέλνουμε, και μετά θα στέλνουμε δηλαδή, ο φούρνος να είναι καλά, αλλά άμα την ακούς να σου λέει ότι δουλεύει στα γραφεία του Marie Claire ως τα μεσάνυχτα δεν της κόβεις τη χαρά, την κόβεις;»
Ήρθε μήνυμα, αθόρυβο, στο κινητό της φρεσκοπλυμένης. «ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΑΤΥΧΙΑ ΜΑΣ.ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΕ ΝΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ ΔΗΛΑΔΗ;». Πόσο μαλάκες είστε όλοι και πόσο ίδιοι, σκέφτηκε. Πληκτρολόγησε «ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΑΜΠΟΝ» και τον άφησε με το σμαρτφον στο χέρι, την ώρα που κούναγε επιδοκιμαστικά τα φρύδια, σουφρώνοντας τα (ωραία, πανάθεμά τα) χείλια της λέγοντας «άξιο παιδί, άξιο, όχι, δεν την κόβεις».
Την ίδια ώρα το άξιο (αληθινά άξιο) παιδί, που έκανε αμάν να φύγει μιαν ώρα αρχύτερα απ΄ το σπίτι των τρελλών και μπήκε μονάχη της στο αεροπλάνο την ίδια μέρα που έδωσε το τελευταίο μάθημα για το απολυτήριο (απαράβατος όρος του φούρναρη μπαμπά, χωρίς απολυτήριο δεν πας πουθενά, σάματις θα μπορούσε να πάει και κάπου δηλαδή εκτός του πουθενά), έμπαινε στο μετρό για να φτάσει σε μια μεγάλη αποθήκη στο Saint-Denis όπου αφού άλλαζε ρούχα θα έμπαινε μαζί με άλλες εννιά -κάθε φυλής και ηλικίας- στο βανάκι που θα τις πήγαινε μαζί με τις ηλεκτρικές σκούπες, τα γάντια, τα πανιά και τα αστραφτερά απολυμαντικά τους εκεί που ανέκαθεν ήθελε να μπει με κάθε τρόπο. Όχι και τόσο ανέκαθεν βέβαια, αφού πρώτα η καθαριστική που είχε συμβόλαιο με την Vogue της ξεκαθάρισε ευγενικά (μήνες πριν) ότι λυπάται πολύ μα δεν πληροί τα προσόντα.
Πάντα κουβάλαγε μαζί της μια μικρή τσάντα με διαφορετικά, κάθε φορά, ρούχα. Την ώρα που κόντευαν να τελειώσουν -περασμένα μεσάνυχτα- για να ξαναμπούν στο βαν που τις περίμενε κάτω, εκείνη έβγαινε από το WC σαν Σταχτοπούτα. Για την ώρα της σέλφι, για την ώρα της λάμψης στον τοίχο της. Άξιο παιδί. Και προνοητικό. Όταν τέλειωνε από την μαθητεία στο Marie Claire θα πήγαινε κάπου αλλού. Ίσως στο Μuteen. Άλλωστε θα ήταν μόλις δεκαεννιά. Μέχρι να βαρεθεί, θα πέρναγε καιρός.
Ένα χιλιόμετρο πιο βόρεια απ’ το «γραφείο» της, τα βράδια ένας πεθαμένος με διάσημο τάφο τραγούδαγε (θαρρείς για κείνη, που ποτέ δεν τον άκουσε βέβαια, έχοντας τα ακουστικά με τη Lady Gaga βυθισμένα στ’ αυτιά της)
You’re lost little girl
You’re lost
Tell me who
are you?
Νομίζω οτι τα κορίτσια καλά κάνουν και δεν ακούν φωνές από πεθαμένους ποιητές. Μπορεί να καψαλίσουν τα φτερά τους και να πέσουν -τι κρίμα- πιο γρήγορα στην στέπα.
….