-You’re not my eater
-I’m not your food
Γαμιόμαστε. Μεταφορικά. Το κυριολεκτικά δεν έχει πέραση. Ως και η επιθυμία -όχι μόνο για τη σάρκα, όχι- αδυνατίζει κάθε μέρα, σα να την τρώει καρκίνος ή να τη λιώνει το ζάχαρο. Σχεδόν ντρεπόμαστε να την ομολογήσουμε, αν το κάνουμε πασχίζουμε να ‘ναι χαμηλόφωνα. Για να μη τρομάξουν -αυτά τα ρετάλια επιθυμίας, τα ξέφτια των «θέλω» που επέζησαν- και κλείσουν την πόρτα πίσω τους για πάντα. Αν δούμε να το κάνει άλλος, τον επιτιμούμε με φωνή τελάλη, «ε όχι και να παραιτηθείς απ’ τις εφήμερες μικρές χαρές, ε όχι να αφεθείς στην αγκαλιά της παραίτησης και της σκουριάς, ε όχι να σε δένουν με σπάγκο οι ενοχές όπως οι λιλιπούτειοι τον Γκιούλιβερ, ε όχι!». Μετά που θα φανούμε λιοντάρια ξαναλουφάζουμε, για να τελειοποιήσουμε τον ψίθυρό μας.
Γαμιόμαστε. Μέσα σε κακοφωτισμένα δωμάτια. Στην άκρη ενός κρεβατιού, καναπέ, γραφείου, καρέκλας. Το μόνο που με μπερδεύει, ακόμη, είναι αν τα θέλω μας είναι γονατιστά και μασκαρεμένα ή εμείς. Ποιος ο eater, ποιος το food. Δεν έχει και μεγάλη σημασία αυτό όμως, όχι. Εκείνο που με φοβίζει είναι μην ανοίξει κανείς απρόσκλητος την πόρτα και μας δει να αγκαλιαζόμαστε, γονατιστοί ή στα τέσσερα. Με κλειστό ή ανοιχτό φερμουάρ. Να μη δει ότι τελικά ο πόθος, η λύσσα για τα θέλω -κι ας τα ψιθυρίζουμε- δεν σβήνει εύκολα, όσοι καρκίνοι κι αν τα πολεμάνε.
…
μα είναι πράγματα τώρα αυτά που μας πετάτε στα μούτρα;
εμ δεν είναι
…μες στο κατακαλόκαιρο;-)
εμ καλυτερα χειμωνα;