αριστεία

33621056Δεν είμαι σίγουρος ότι ξέρω να πω κάτι παραπάνω απ’ όσα οι περισσότεροι ξέρουν (ή καμώνονται πως ξέρουν) για την κατάθλιψη. Για την ακρίβεια γνωρίζω -ιατρικά, θεωρητικά μιλώντας- γι αυτήν λιγότερα απ΄ όσα για ένα Α320 κι ας μου είναι -αυτή η συγκεκριμένη γνώση- άχρηστη.

Κατά καιρούς διαβάζω από δω κι από κει για εννιά, δεκατέσσερα σημάδια (γιατί όχι στρόγγυλα δέκα, είκοσι, άραγε; ) που προειδοποιούν για κατάθλιψη, για τα -και σωματικά- συμπτώματά της, για τεστ κατάθλιψης, για τη διάγνωσή της, για την αντιμετώπιση. Δεν είναι καρκίνος, λένε. Υπάρχει γιατρειά.  Αρκεί να παραδεχτείς πως ζεί εντός σου ή εσύ εντός της, μην χαθούμε περιπλανώμενοι στα χωροταξικά.

Την πρώτη φορά που άνοιξα μια σελίδα να διαβάσω για τα συμπτώματα (περισσότερο από περιέργεια, για να δω τι τραβάνε οι άλλοι, πάντα «οι άλλοι») κατάφερα να φτάσω ως το 6 και σταμάτησα. Πρώτη φορά άγγιζα το άριστα, με  5 στα 6. Μπορεί και 6, αφού αμφιταλαντεύτηκα πολύ πριν ξεκαθαρίσω μέσα μου αν το να βγαίνω σπάνια έξω οφείλεται στην όλο και λιγότερο ελκυστική σύνθεση της παρέας ή στο κόστος ενός καφέ, μιας μπίρας, μιας -έστω τραγικά μέτριας- marguerita. Όμως θυμήθηκα πως ποτέ δεν έλειψε το δεκάευρο, αντίθετα με την ραγδαία καταποντισμένη διάθεση να ψάξω για παπούτσια, ζώνη, πουκάμισο, ένα μπλουζάκι έστω.

Τα άλλα πέντε, τώρα που το ξανασκέφτομαι, ήταν πιο τρομαχτικά. Ραμμένα, θαρρείς, για το σουράτι μου. Ούτε στην Savile Row, ούτε καν στην Old Bond Street θα τα καταφέρναν να τα καλουπώσουν πάνω μου καλύτερα. Υποθέτω, βλέποντας τριγύρω, πως δεν μπορώ να «καυχιέμαι» για μιαν αμφιλεγόμενη, ανύπαρκτη εν τέλει, μοναδικότητα. Αγνοώ αν είναι σύμπτωμα της εποχής, το βλέπεις όμως πως μεταλλαχθήκαμε πλέον σε άριστους ξενιστές, σε ιδανικά επωαστήρια αυτού, αυτών που μας τρώνε τα σωθικά.

Οι γιατροί λένε πως ακόμη και δυο κουμπιά να ‘χεις απ΄ το κοστουμάκι αυτό, μπορεί και να αρκούν για την διάγνωση. Αν σκεφτείς πως ξεκίνησα με σκοπό να γράψω λίγες κουβέντες για την άνοιξη που (δεν) έρχεται κι αντ΄ αυτού κατάφερα να ανασύρω απ΄το μυαλό μου σκόρπιες ολοφώτεινες εικόνες, απ’ το Dawn του Otto Dix ως τα σκυλιά του Francis Bacon και, ασυναίσθητα σχεδόν, Nick Drake στα ακουστικά (όταν παλιά σμπρωχνόντουσαν όλοι οι άγιοι popάδες για να με βγάλουν έξω για πικ-νικ και μπίρες σε παγκάκια, γκαζόν και υγρή -ακόμη- άμμο), καταλαβαίνεις πως ακόμη και το 6 στα 6 με αδικεί κατάφωρα.

 

—-

Haunted Jukebox

33553404

O παππούς είχε μαγαζί με «Κυνηγετικά είδη» κοντά στα τούρκικα, στη διασταύρωση ενός πλακόστρωτου δρόμου που πήγαινε ανατολικά και ενός μικρού τυφλού στενού που δεν πήγαινε πουθενά και ήταν γεμάτος με μικρομάγαζα τούρκων που πούλαγαν παντόφλες, κιλίμια, καφέδες, βαφτιστικά και κοστουμάκια για το σουνέτ. Δεν είχαμε και δεν έχουμε άλλο όνομα γι αυτούς με τους οποίους μοιραζόμασταν και μοιραζόμαστε ως σήμερα την πόλη και την καθημερινότητά μας, δεν έχει νόημα να αναζητάς διπλωματία στις εκφράσεις όταν έχεις μεγαλώσει θεωρώντας κάποια πράγματα αυτονόητα, μέρος του βίου σου και όχι ρετάλι έντυπου αθηναϊκού φολκλόρ.

Ο παππούς πουλούσε δίκαννα, μονόκαννα, φλόμπερ, φυσίγγια και αξεσουάρ. Ό,τι μα ο,τι χρειαζόταν κυνηγός για να αρματωθεί και να ξαμοληθεί για μπεκάτσες, πέρδικες, λαγούς και φάσες,   θα το ‘βρισκες μέσα στα μεγαλύτερα δεκαπέντε τετραγωνικά του σύμπαντος, εκεί που περνούσε τις μέρες του. Καθισμένος πίσω από έναν χαμηλό πάγκο, γεμάτο με κουτιά από σκάγια -αριθμημένα, απ΄τα πιο ψιλά ως τα τούντσια- που γεμίζαν φυσίγγια που σφραγιζόντουσαν, μαρκαριζόντουσαν και μπαίναν στο κουτί τους με έναν τρόπο που κατάφερα να τελειοποιήσω από τα εννιά μου και μ’ έκανε να νιώθω σπουδαίος. Πήγαινα μόνο τα Σάββατα, μόνο μετά το σχολείο, εκείνες τις εποχές ήταν άλλης κατασκευής τα Σάββατα. Και στις διακοπές που όλα ήταν ευκολότερα αφιέρωνα λίγο παραπάνω χρόνο, λίγο, μια-δυο ώρες, ώσπου να πέσει το χαρτζιλίκι και να πάω να το κάνω Μίκυ, Σούπερ Σεραφίνο, γνώση. Κάτι σαν αυτοπεποίθηση με κυρίευε όχι γιατί συνδυαζόταν με χαρτζιλίκι αλλά γιατί (τώρα που το ξανασκέφτομαι) μόνο μικρός ινδός φακίρης θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο μέσα σε μια τρύπα που εκτός απ΄ τον παππού -κι εμένα, τις μέρες που δεν βαριόμουν να φτιάχνω πυρομαχικά- φιλοξενούσε σε τρεις καρέκλες κολημμένες στον τοίχο απέναντι απ΄τον πάγκο (μια σπιθαμή, ούτε καν, μισή σπιθαμή μακριά) τουλάχιστον άλλους τέσσερις μόνιμους θαμώνες-πελάτες, που διηγιόταν ο ένας στον άλλον τις Benelli και τις Saint Etienne ιστορίες τους και τα θαυμαστά τους κατορθώματα τις Κυριακές. Τότε κατάλαβα πως οι κυνηγοί είχαν τη δική τους θρησκεία, αφού την ώρα που ο υπόλοιπος κόσμος έτρεχε στις εκκλησίες και στα αντίδωρα, αυτοί τρέχαν στα μπαΐρια, στα μπαντάκια και σε βουνά που δεν ήξερα και δεν έμαθα ποτέ να προφέρω το όνομά τους.

Εκεί γύρω στα έντεκα, δώδεκα, στα τελειώματα του δημοτικού τέλος πάντων, αποφάσισα να μην επενδύσω σε περισσότερη γνώση και εμπειρία. Είχα, άλλωστε, καταρρίψει αμέτρητες φορές το ατομικό ρεκόρ εξυπηρέτησης πελατών, ετοιμάζοντας ως και δυο εικοσπεντάδες φυσίγγια (ένα προς ένα) σε λιγότερο από ένα τέταρτο. Καλό μαστοράκι ήμουν,  έτσι λέγαν οι αραδιασμένοι στις καρέκλες απέναντι, οι κριτές της καπατσοσύνης μου. Κάλυκας (πράσινοι, κόκκινοι, μαύροι, μπορούσες να σκοτώσεις έγχρωμα, το συνειδητοποίησα αργότερα αυτό), σέσουλα με σκάγια απ΄το σωστό ντενεκεδάκι, τάπωμα (χαρτί αλλά και μάλλινες, μερακλίδικες), πρέσα, πακετάρισμα, έτοιμος. Μια περηφάνια στα μάτια του -συνονόματου- παππού την διέκρινα, μα δυστυχώς έμεινε λειψή. Ποτέ δεν κράτησα καραμπίνα στα χέρια, ποτέ δεν πήγα κυνήγι, ποτέ δεν σημάδεψα ζωντανό. Ένα φλομπεράκι που σχεδόν καταναγκαστικά μου είχε δώσει για να αντρωθώ, πήγε στράφι. Το δάνειζα κρυφά σε επίμονα και τολμηρά γειτονόπουλα για να βαράνε τσίχλες και σπούργιτες, αποδεχόμενος –εξ ανάγκης- την ηθική αυτουργία της εξολόθρευσης των πτηνών της γειτονιάς. Βέβαια κι αυτά τον ατέλειωτο είχαν και ανακουφίστηκα κάπως όταν κατάλαβα πως για κάθε σπουργιτάκι που σκοτώνεις υπάρχουν άλλα δέκα που περιμένουν τη σειρά τους, όταν είσαι δώδεκα, δεκατρία, φτιάχνεις άλλοθι πιο γρήγορα κι από φυσίγγια.

Κάποια μέρα, στη εφηβεία πια εγώ, αποφασίσαν να κάνουν το πλακόστρωτο άσφαλτο για να βγαίνεις χωρίς αναταράξεις απ’ την πόλη, πηγαίνοντας ανατολικά. Σα να μην έφτανε αυτό, όλο το τετράγωνο που είχε μέσα του και την τρύπα του παππού θα γκρεμιζόταν για να γίνει μια μεγάλη, πολύ μεγάλη οικοδομή. Ξεκίναγε με λύσσα, και λίγη καθυστέρηση στα μέρη μας, εκείνη η θλιβερή  εποχή της αντιπαροχής που κατάπιε πολλά γκρεμούλια και μαζί τους, δεν γινόταν αλλιώς, και τα πίσω χρόνια μας. Η κατεδάφιση έχωσε και ανθρώπους μέσα στα χαλάσματα, δεν νοσταλγώ συνοικίες το όνειρο, απλά θυμάμαι κάποιους -με ονοματεπώνυμα- που μαράζωσαν με το που εμφανίστηκαν οι μπουλντόζες.

Ο παππούς βρήκε άλλη μια τρύπα, μικρότερη από την προηγούμενη, στο τυφλό στενό από πίσω, είκοσι βήματα παραδίπλα. Κανείς δεν ασχολήθηκε μ’ αυτό το στενάκι, ευτυχώς (τότε, δέκα χρόνια μετά ήρθε και η σειρά του). Μετέφερε όλη την πραμάτεια του εκεί -αν και οι glory days είχαν παρέλθει, ανοίξαν στο μεταξύ άλλα δυο «Κυνηγετικά είδη» φουλ εξτρά και λουσάτα-  κι έμεινε πίσω από τον πάγκο μέχρι τη μέρα που τον πήγα (εγώ, μόνος μου εγώ, δεν ήθελα κανέναν άλλον μαζί) πρώτα στον γιατρό, μετά στον ακτινολόγο και μετά στο σπίτι. Tο επόμενο πρωί ο πατέρας μου πήγε κι έβαλε πινακίδα «Kλειστόν» στο μαγαζάκι. Αυτά γίναν Ιούνιο. Τον Αύγουστο τον κηδέψαμε. Εκείνος 78, εγώ 18.

Οι γιατροί είπαν «καρκίνος στα πνευμόνια», η κόρη του είπε «μα δεν έβαλε ποτέ τσιγάρο στο στόμα», ο γαμπρός του αποφάνθηκε «ναι, αλλά όποιος έμπαινε εκεί άδειαζε μισό πακέτο τσιγάρα στην καθησιά», η γιαγιά είπε «τα σκάγια φταίνε, όλο το μπαρούτι μέσα του μπήκε, τριαντατόσα χρόνια» και η ετυμηγορία ήταν very much dead.

Σήμερα το στενό είναι κουλέρ λοκάλ πεζόδρομος,  οι accidental tourists χαζεύουν ψευτοεντυπωσιασμένοι απ’ την τάχα μου οριεντάλ γραφικότητα. Οι τούρκοι πουλάνε τα ίδια, παντόφλες, κιλίμια, καφέδες, βαφτιστικά και κοστουμάκια για το σουνέτ. Το τελευταίο μαγαζάκι του παππού -κι όμως, υπάρχει ακόμη- πουλάει βότανα, τσάγια, μπαχάρια, πάουερ φουντ. Το λες και ειρωνεία.

Επίσης, στο πατάρι έχω φυλαγμένο το Saint Etienne που μου άφησε. Όταν θυμάμαι το βγάζω, χαζεύω και χαϊδεύω τα συγκλονιστικά του σκαλίσματα, το γυαλίζω, το ξαναβάζω στη θήκη. Ούτε μια φορά, έστω προς τιμήν  ή εις μνήμην  έριξε. Αυτό δεν ξέρω πως το λες.

 

…..

το κουκούλι

33539315

Υπήρξαν στιγμές στον βίο μας, εμάς των αγοριών, που ο καθένας έφευγε κρυφά από τον άνθρωπό του, για δυο, τρεις νύχτες σαν κλέφτης  (με περίτεχνα ή θλιβερά ψέμματα), βάζοντας σημάδι στο χάρτη για έναν τόπο όπου πάντα λαχταρούσε να πάει, εκεί που ήταν σίγουρος (ή έτσι ήλπιζε, έτσι σχεδίαζε τουλάχιστον) πως θα υποδυόταν λίγες μέρες κάποιον «άλλον», που θα ‘ταν αόρατος από τον ξεχρωμιασμένο και χλιαρό κόσμο της μαρμότας τριγύρω.

Εκεί κανείς δεν θα μπορούσε να τον δει, ούτε καν ως αύρα, κανείς δεν θα ‘ταν μαζί του εκτός από την Βάλια Κέντρου.

Aυτή.

Κρυμμένη πίσω από τα μαύρα γυαλιά της σ’ όλη τη διαδρομή, πάλευε να βγάλει απ΄το πρόσωπο τα μαλλιά που τα ΄κανε αλάνι-τουφάνι ο αέρας που τρύπωνε απ΄ τα παράθυρα, έξυνε αφηρημένη το γυμνό της γόνατο ανασηκώνοντας μια στάλα -και δυο, και τρεις- το ύφασμα που προσποιούνταν ότι το έκρυβε, άλλαζε τραγούδια όταν της φαινόταν παράταιρα με τη στιγμή, κατέβαζε το καθρεφτάκι για να βεβαιωθεί -γι ακόμη μια φορά- πως το περίγραμμα των χειλιών της ήταν έτοιμο να υποδεχθεί τον εισβολέα (αχ αυτά τα καθρεφτάκια, σε πόσα πρόθυμα στόματα συνοδηγών ανταπόδωσαν το λάγνο βλέμμα τους), απλωνόταν ως το πίσω κάθισμα για να βρει κάτι μέσα στην τσάντα της, πάντα υπάρχουν αυτά τα χρήσιμα άχρηστα «κάτι» μέσα στις τσάντες τους που μας υπερβαίνουν. Απλωνόταν και η μυρωδιά της, απ΄το λαιμό, τις μασχάλες, τα χέρια, το στήθος της, γινόταν κουκούλι που σε έκλεινε προστατευτικά εντός του. Μέχρι να αποφασίσεις αν θα ξεμυτίσεις από κει μέσα πετώντας ή έρποντας.

Καθένας μας ταξίδεψε, έστω μια φορά, σαν κλεφτρόνι, με συνοδηγό μια Βάλια Κέντρου. Ο,τι όνομα κι αν είχε εκείνη. Μερικοί δεν επιστρέψαν. Άλλοι, πάλι, δεν φύγαν στ’ αλήθεια ποτέ. Τους τρώει σιγά σιγά το κουκούλι.

 …..

(αφιερωμένο στον Θάνο Κάππα και την Βάλια Κέντρου  του)

after the rain

76131526

Το μυαλό μας θέλει άδειασμα. Αυτός ο ατέλειωτος, υγρός, δυστοπικός, πηχτός χειμώνας -όχι πως οι προηγούμενοι του φερθήκαν τρυφερότερα- ήταν βάσανο μεγάλο. Το μυαλό μας θέλει να στεγνώσει απ΄ τα βρωμόνερα που το πλημμυρίσαν, σταγόνα, σταγόνα και δεν θυμάμαι πώς γίνεται αυτό. Διαβάζω πως όταν ζέσταινε λίγο ο καιρός, βρίσκαμε τον τρόπο. Κάποτε το κάναμε, έτσι λένε οι παλιές ιστορίες, ακόμη και χωρίς μια στην τσέπη. Ξυπόλητοι, με ένα μπλουζάκι, μια κασέτα. Μετά χωθήκαμε στα θέλω  και στα πολύπλοκα, τα παραπανίσια, τα ψηφιακά. Έναν, δυο ανθρώπους που αγαπάς και μυρίζουν -ακόμη- όμορφα θες μαζί. Αρκεί όταν κι αυτοί αδειάζουν το μυαλό τους και το απλώνουν για στέγνωμα, τώρα που φεύγουν οι βροχές, να μη ξεχαστούν και πετάξουν και σένα μέσα από κει.

 

——

εικόνα: Αlexandros K 

blogs wide shut

33513681

Εδώ και δυο βδομάδες έχω στο χείλος της υπέρβαρης (από χίλιους δυο λαθρεπιβάτες) βιβλιοθήκης δέκα βιβλία το ένα πάνω στ΄ άλλο, έτοιμα να σωριαστούν στα μάρμαρα και δεν έχω φυλλομετρήσει κανένα. Άλλοθι δεν υπάρχει, ούτε καν η εκμαυλιστική άνοιξη που αγνοείται, red alert και τα συναφή. Βογγάνε οι λέξεις μέσα, πιο στριμωγμένες κι από πρόσφυγες σε σαπιοκάραβο. Και επιμένω, ο άθλιος, να μη τους δίνω άσυλο, χώμα, μάτια να πατήσουν.

Σκαλίζοντας τα βινύλια, στην ίδια υπέρβαρη, ανακάλυψα μια Κλειώ Δενάρδου. Ελπίζω να με έχει συγχωρέσει η μάνα μου, είκοσι χρόνια την έψαχνε μάταια. Πολύ παχύς αυτός ο ίσκιος του θεού, όλα τα κρύβει, όρθια ή γονατιστά (inside joke, μη δίνεις σημασία αν είσαι κάτω από σαράντα ή δεν ξέρεις τι θα πει ΥΕΝΕΔ). Θα της επιστρέψω το δισκάκι σήμερα και δεν θα το πάρει χαμπάρι, σα να βγήκε μόλις από την κάσκα είναι. Αφού μυρίζει λακ, ακόμη.

Χτες βράδυ είδα στον ύπνο μου ότι ήμουν στη Βιέννη, σε ένα σίξτις κοινόβιο με κορίτσια αξύριστα (all over) και άλουστα σαν την Janis ενώ αγωνιζόμουν να βρω την Νικόλ για να την βοηθήσω να κατεβάσει το φερμουάρ. Δεν θυμάμαι τι διάβασα ή τι έφαγα πριν πέσω για ύπνο, πάντως πρέπει να ήταν πολύ χειρότερο απ’ αυτό που έφαγε ο Kane στο πρώτο Alien.

Προσπαθώ να γράψω κάτι μελλοντολογικό που διαδραματίζεται  γύρω στο 1990 και τα προβλέπω όλα. Με κάθε λεπτομέρεια. Too scary.

Όταν είδα για πρώτη φορά την διάσημη σκηνή με τον Μπράντο και την Σνάιντερ, έκανα μισό χρόνο να φάω βούτυρο. Νόμιζα ότι όλα μύριζαν. Μετά έκανα άλλο μισό χρόνο να φάω γιατί δεν μύριζε κανένα, τίποτε παρά μόνο αδιάφορη βουτυρίλα, και απογοητεύτηκα. Σήμερα που το ξανασκέφτομαι, δεν θα ΄θελα να είμαι στη θέση του παντελονιού της Μαρίας.

Τα μεσημεριανά τσίπουρα του Σαββάτου είναι επώδυνα. Ειδικά όταν περιμένουν να πάρουν σειρά τα νυχτερινά Jameson. Όταν αρχίσω να ξυπνάω τις Κυριακές απ΄τις εφτά για να πιάσω καλό στασίδι, θα πρέπει να κόψω ένα από τα δυο. Προς το παρόν κάθομαι μέσα τα Σάββατα για να μη μου πέσει πολύ βαριά η πρώτη Κυριακή στο «Εξαιρέτως». Την ώρα που θα κάθομαι πίσω απ΄ τη γριά με  tattoo έναν μαύρο κύκνο στo εσωτερικό του καρπού. Θα τη ζήσουμε τη Δευτέρα Παρουσία στα στασίδια, να το θυμηθείς.

Οι ιστορίες του Κυρίου Μπράουν γίναν εικοσιεφτά. Αυτό δεν σημαίνει τίποτε απολύτως πέρα από το γεγονός της πίστης μου στον κύριο Μπράουν. Μου υποσχέθηκε ότι στην τριακοστή ιστορία θα τινάξει τα μυαλά του στον αέρα. Για να πέσουν οι λέξεις στον δρόμο, κάτω, να τις πάρουν όποια πετεινά του ουρανού τριγυρίζουν ψάχνοντας απομεινάρια σκέψεων. Μετά θα ησυχάσουμε επιτέλους  και οι δυό μας. Για τα πτηνά δεκάρα δεν δίνω.

Έχει καεί η μια λάμπα δαπέδου στο σαλόνι. Εδώ και τρεις βδομάδες αρνούμαι να την αλλάξω. Ενδόμυχα ελπίζω ότι κάποια στιγμή θα ξανανάψει. Έχω διαβάσει πολλές ιστορίες για λάμπες που ζωντάνεψαν. Σκέψου, άλλωστε, τον τρόμο που θα νιώσει κάποιος ανύποπτος που θα πάει νυχτιάτικα να πετάξει σκουπίδια σε έναν ζεστά φωτισμένο κάδο.

Μπορεί τελικά να γράψω κάτι που θα διαδραματισθεί το 1980. Ένας guru που εμπιστεύομαι μου είπε ότι πονάει πολύ, αλλά λιγότερο από το 1990. Για το 1975 δεν το συζητώ, αποκλείεται να κλείνει το φερμουάρ της χρονοκάψουλας.

Κάποτε, δεν πάει πολύς καιρός, έσπρωξα -καθόλου διακριτικά, ομολογώ- προς μια ωραία γυναίκα που καθόταν παραδίπλα μου (ανάμεσα σε κρασιά, βότκες και γουίσκια) μια χαρτοπετσέτα που πάνω της είχα γράψει FIDELIO. Με κοίταξε πολύ περίεργα. Την αναποδογύρισε και έγραψε WTF. Δεν ξαναβρεθήκαμε.

 

—-

ασσόδυο σε περιβάλλον θέρους

33486756

Με κοιτάζουν πάρα πολύ επίμονα. Mπορεί και απορημένα, πλέον. Δυο αξιοθαύμαστοι, ακούραστοι αυχένες στριμμένοι προς τα μένα τόσα χρόνια. Δεν ξέρω τι ακριβώς περιμένουν να δουν. Αυτές μείναν τριάντα (ούτε καν κλεισμένα) στην φωτογραφία. Εγώ που δεν κατόρθωσα να μπω στο κάδρο, φορτώθηκα εικοσιτόσα καλοκαίρια πριν καν προλάβω να πατήσω το κλικ. Φώναξα «ελάτε, σας κοιτάζει το πουλάκι», θυμάμαι ότι απάντησε «δεν κάνει και τίποτε άλλο όλη μέρα»,  αμαρτία να πεις πως είχε κι άδικο.

I’m too sexy, o θεός και η παναγία, πώς καταλήξαμε εμείς οι ρόκερς σε τέτοιο πηγάδι;

Ωραία κορίτσια. Σαν τα δυο κουκλάκια της El Greco, την Ναταλί και την Νιόβη. Η μια καστανή, η άλλη ξανθιά στο φυσικό της, δεν θυμάμαι ποιά απ΄ τις δυό ήταν η brunette. Ωραία κορίτσια πάντως, έκαιγαν υπό σκιά. Και σήμερα καίνε, όταν η εμμηνόπαυση ή τα νεύρα χτυπάνε κόκκινα. Επιμένω να τις λέω ‘κορίτσια’ όταν βλέπω παλιές φωτογραφίες τους, σε γυναίκες μεταλλαχθήκαν αργότερα, όταν τις πλάκωσαν ασιδέρωτα σεντόνια και βρακιά, οι άπλυτες κατσαρόλες, οι κρέμες μέρας/νύχτας, τα ροχαλητά μας, τα πουκάμισα στις κρεμάστρες, τα λάστιχα απ΄τα εσώρουχα που τις «έκοβαν», το πρώτο τεστ-Παπ και η πρώτη μαστογραφία, το πρώτο ιοβόλο βλέμμα όταν μας έβλεπαν χωμένους και χαμένους και μουγκούς, σκεπασμένους με εφημερίδες ή περιοδικά σε κάποιον βουλιαγμένο καναπέ. Ώρες ώρες πιστεύω πως η δικιά μας μετάλλαξη ήταν η δική τους κόλαση, όχι το αντίστροφο.

 So you gotta let me know
Should I stay or should I go?

Ένα τάβλι δίπλα τους και από ένα μπουκάλι μπίρα ανάμεσα στα πόδια τους, το θυμάμαι. Beck’s ήταν, οι άλλες δεν είχαν προλάβει να κρυώσουν. Εγώ τις είχα φέρει τις μπίρες, απ΄ το ταβερνάκι στην άλλη γωνιά της παραλίας, δέκα λεπτά πηγαινέλα. Άμα κολλάς ένσημα έρωτος και καύλας δεν μετράς βήματα σε άμμο που λαμπαδιάζει. Απορώ πως άντεχε αυτό το μπουκάλι ήρωας και δεν λύσσαγε με τέτοια θέα, πώς συγκρατιόταν και δεν έσπερνε δεξιά κι αριστερά τους αφρούς του πριν καν το αγγίξει ανοιχτήρι.

 κάθε βράδι χορεύαμε I love to hate you, σιγά μη καταλαβαίναμε τα στιχάκια τότε

Μαύρα μαγιώ, έχω συγκρατήσει κάθε λεπτομέρεια. Πώς κούμπωναν, πώς ξεκούμπωναν, πού είχαν βασανιστεί ανεπανόρθωτα απ’ τον ήλιο. Στέγνωναν πάνω τους, δεν πολυνοιαζόντουσαν γι αυτά τα μαμαδίστικα τότε. Τα πάνω μισά λιαζόντουσαν κρεμασμένα στην ομπρέλα. Πολλές φορές έβγαζα τα γυαλιά, τα μαύρα, για να κοιτάζω καλύτερα τις ρώγες τους. Χωρίς παρεμβολές. Με κοιτάζαν κι αυτές, με θράσος. Μέχρι που αλλάζαν χρώμα, γινόντουσαν αγνώριστες αν φύσαγε λίγο παραπάνω, αν τα αφεντικά τους βάζαν κάτι στο μυαλό τους, αν έπεφτε καμιά αδέσποτη σταγόνα από κύμα πάνω τους. Κι όταν βγαίναν απ΄ τη θάλασσα. Ή μπαίναν κάτω απ’ το ντους, λίγα μέτρα παραπίσω. Τυχερό το νερό που έκανε βόλτες πάνω τους. Άτυχα τα αλάτια που δεν μακροημέρευαν.

Σε κάποια κασσέτα ήταν γραμμένο το  All together now, τόσο ωραίο, τόσο θερινά παράταιρο

Ήταν εποχές που δεν χρειαζόταν να πεις και πολλά. Λίγο αεράκι μπορούσε να κάνει το σώμα να τα ομολογήσει όλα, αυτό κι αν ήταν ορός της αλήθειας. Σήμερα ρίξαν μπούρκα πάνω τους. Πάλι τα μισά λιάζονται πάνω στην ομπρέλα αλλά τα καφτάνια της παραλίας αναλαμβάνουν να κρύψουν τα κάποτε εν δήμω. Τα εν οίκω μας καταπίνουν μπουκιά μπουκιά, κάποιες φορές ανόρεχτα, ευτυχώς κάποιες λαίμαργα, σχεδόν στο πόδι. Τζανκ φακ. Σπάνιο μα εμφανίζεται που και που. Καλύτερο, όσο να ΄ναι, από το καλοσιδερωμένο. Αφεθήκαμε βολεμένοι, μπουχτισμένοι, κουρασμένοι να μας μασουλάνε οι τσακίσεις αλφάδι, τα μέριτο της επανάληψης και τα κολλαρίσματα.

Tainted love σε ρεμίξ με Shamen. Ω Μαρκ, προφήτη των μικρών και των μετρίων  tainted lovers!

Ωραία κορίτσια. Τρελλά και αγαπησιάρικα. «Για σπίτι». Δεν έχω ιδέα τι σημαίνει αυτή η χυδαιότητα αλλά εκ του αποτελέσματος κρίνονται όλοι. Αν αφήσεις το σπίτι να σε χώσει βαθιά μέσα στα μπετά του και γίνεις ένα με την καθαρή λίγδα που δεν ξεκολλάει απ’ τα ντουβάρια του όσο συχνά και να τα βάφεις, αποδεικνύεται οτι οι γέροι κάτι παραπάνω ξέραν από μας. Αντιστεκόμαστε, ναι. Αλλά αυτά τα αποφθεύγματα των γέρων είναι απέθαντα. Θα ζήλευε ο Ρομέρο, πάω στοίχημα.

 Ήταν η χρονιά που o  αληθινός scarface τραγούδαγε και τα ‘λεγε χύμα

Έκτοτε μεσολάβησαν διάφορα και στις δυο. Η ιστορία της ζωής όλων μας, με λίγα ή πολλά λόγια. Και χωρίς λόγια, παραπανίσια είναι, μη κοιτάς εμένα που καταγίνομαι ακόμη. Γιατροί, νοσοκομεία, κάμποσες ενδοσκοπήσεις, μερικές βιοψίες, μαγνητικές, υπέρηχοι, ράμματα, ευρήματα, πορίσματα, αγωνίες, ανακουφίσεις, γέννες, σχολειά, διαβάσματα, ιώσεις, εκδρομές, εξετάσεις, χαρές, απογοητεύσεις, ταξίδια, αιφνίδιες αναχωρήσεις, κιλά που φεύγαν και επέστρεφαν (πάντα βρίσκαν το δρόμο της επιστροφής, χειρότερα κι από πιστά σκυλιά), βαφτίσια, κηδείες, μνημόσυνα, γενέθλια, γιορτές, χαρές, καταβυθίσεις, χάπια, αλκοόλ, καφέδες, βιαστικά γραμμένα -και σβησμένα- sms, ζυγαριές, χαλασμένα φερμουάρ, συνεντεύξεις, απολύσεις, ταμεία ανεργίας, λογαριασμοί, ξενύχτια για καλό και για κακό, λαχτάρες, νεύρα, πολλά νεύρα, άσπρο, μαύρο, και γέλια, ναι γέλια, δεν έμαθα ποτέ -μπορεί να ‘ναι και για καλό- αν βρέθηκαν κι άλλοι δίπλα τους, μιαν ανάσα από το στήθος τους κι αν κάναν στενή κι αχώριστη παρέα οι βαριές ανάσες και οι ιδρώτες τους αλλά αυτά συμβαίνουν στη ζωή, όχι μόνο στο σινεμά και στα βιβλία, μερικά φιλμ καλό είναι να μη τα πολυσκαλίζεις, δεν ξέρεις τι θα δεις που δεν μπόρεσες να αντικρίσεις εικοσιτόσα χρόνια.

But we’re never gonna survive unless
We get a little crazy

Τώρα που το ξαναβλέπω, με ξαπλώστρες δεν είχαμε ανοίξει παρτίδες. Δυο ψάθες, μια πετσέτα ήταν η σουίτα μας. Οι γυναίκες της διπλανής πετσέτας. Κι αυτό το χάσαμε. Eξυπακούεται ότι ο πληθυντικός αφορά εμάς τους τέσσερις, που ήμασταν εκεί, μέσα και έξω απ΄το κάδρο. Εσύ μπορείς κάλλιστα να μην έχεις χάσει το παραμικρό. Δεν θα το μαρτυρήσω στον Ρομέρο, υπόσχομαι.

 Δεν την βρίσκω εκείνη την κασσέτα. Καλύτερα. Μπορεί να μύριζε  από το αντηλιακό τους και τα πράγματα να παίρναν απροσδόκητη τροπή.

Εν μέρει είχαν δίκιο να τρέμουν το φακό οι Κομάντσι. Ακόμη κι αν στεκόντουσαν πίσω του.

 

…..

ένα κι ένα δυό

33440784.last2

Μετράω μια μια τις βδομάδες, τις μέρες, μέχρι να ξανασυναντηθώ με τις γυναίκες της διπλανής ξαπλώστρας. Όλοι μας ένα χειμώνα μεγαλύτεροι. Mπορεί και σοφότεροι.

Θα ‘χουν κάμποσες ιστορίες να διηγηθούν τα ξεσαλωμένα μυαλά μας. Τα σώματα έχουν πάψει από καιρό να φλυαρούν. Όση σάρκα προσθέτουν πάνω τους, τόσες παραπανίσιες, αχρείαστες κουβέντες αφήνουν πίσω. Ένα κι ένα δυό. Καθαρά πράματα.

 

….

οι Joanne στα κουβούκλια

33424875

Στην επιστροφή βάζω δέκα συνεχόμενες φορές το Sketch for Joanne. Στα διόδια πάντα χαμηλώνω την ένταση, ο,τι κι αν ακούω. Δεν θέλω να τρομάξω τα κορίτσια που ανοίγουν τα παράθυρα κι απλώνουν τα περιποιημένα χέρια τους σε αγνώστους.

Μια μέρα νόμισα ότι ένα κουρασμένο ξανθό κορίτσι -περασμένα μεσάνυχτα- μου χάιδεψε το χέρι δίνοντάς μου την απόδειξη και τα ρέστα. Θα ήμουν κι εγώ πάρα πολύ κουρασμένος, μάλλον, φαντάζομαι διάφορα. Εκτός κι αν έχουν όντως αναβαθμίσει τις υπηρεσίες τους για τους μεσήλικες που ξεχνάνε να βγάλουν τις γραβάτες στη διαδρομή.

Έξη, δεν νύχτωσε μα είναι βράδυ, δεν είναι βροχή αυτό το πράμα εκεί έξω αλλά η υγρασία μπαίνει μέσα απ’ τις λαμαρίνες. Και δεν φυσάει για να ανοίξει μια χαραμάδα στον ορίζοντα, να βγει μια στάλα φως.

Ανατολικά πηγαίνεις ανόητε, ανατολικά. Δεν υπάρχει τώρα φως εκεί.

A hug can be just a hug, λέει. Κάτι ανακαλύψεις που κάνουν οι πιτσιρικάδες, όσο δεν βρίσκουν χάρτη ή GPS για το a fuck can be just a fuck.

Εκατόν πενήντα, εκατόν εξήντα, κόφτης. Να μείνει μια στάλα βενζίνη και για αύριο. Δεν με έχει προσπεράσει κανείς. Δεν βιάζονται, μάλλον. Ή ξέμειναν από λεφτά. Ή είμαι μόνος στο δρόμο. Είμαι μόνος στο δρόμο. Διασταυρώνομαι με φώτα μετά από τρεις -ακόμη- Joanne.

Η Joanne έφερε αψέντι, λέει. Θυμάμαι είχα πρωτοδεί μπουκάλι στο αεροδρόμιο στην Πράγα. Φλώρικο, σίγουρα καμιά σχέση με κείνο που άδειαζε κάθε νύχτα ο Τουλούζ Λωτρέκ σκετσάροντας κορίτσια, μπούτια, μπούστα. Δεν πήρα, ήταν αργά, νύχτα, κλειστά τα μαγαζιά, σαν στοιχειωμένο το αεροδρόμιο. Ευτυχώς είχε αεροπλάνα.

Θέλω να βγάλω το δισκάκι και να ψάξω Radio Warszawa στα μεσαία. Ο,τι και να παίζουν, ξέρουν από τζαζ αυτοί. Χτες βράδυ μπήκα σε ένα φαρμακείο, όσην ώρα αυτή με την άσπρη ρόμπα έγραφε στο αυτοκόλλητο «ένα το πρωί, ένα το βράδυ, μ.φ», από το λάπτοπ της ακουγόταν Τσέτ Μπέικερ. «Δεν μου ξανάτυχε σε φαρμακείο» της είπα χαμογελώντας. Χαμογέλασε κι αυτή. Σίγουρα χρειαζόταν ορθοδοντικό. Η μουσική όμως ήταν αψεγάδιαστη. Αλφάδι. Το ίδιο και οι σλάβικες γωνίες στο πρόσωπό της.

Η Joanne πετάει ψίχουλα στους κύκνους. Το έκανα κι εγώ, κάποτε. Σε πάπιες. Και σε ανθρώπους που με αγαπούσαν στ΄ αλήθεια. Δεν ζούμε όλοι μέσα σε ωραία στιχάκια.

Φως στο κινητό. Το ξέχασα στο αθόρυβο. Χτυπάει μια, δυο, τρεις, έξη, δέκα. Μπορεί να μην ψάχναν εμένα. Με ανακουφίζει αυτή η σκέψη. Φως, χτυπάει ξανά. Εμένα ψάχνουν. Δεν κρατάει πολύ η ανακούφιση.

Τελευταία διόδια στον ορίζοντα. Επιτέλους, λίγο χρώμα. Μπούχτισα με γκρι, μαύρο, λερί άσπρο.

Σκέφτομαι να πω της κοπέλας στο κουβούκλιο,  την ώρα που θα μου δίνει την απόδειξη, «θέλεις να σου πάρω δώρο ένα ποδήλατο για το Πάσχα;», αφού περάσαν τα Χριστούγεννα. Φοβάμαι όμως πως δεν θα καταλάβει. Δεν πειράζει. Επιβραδύνω σιγά σιγά, εκατόν είκοσι, ογδόντα, εξήντα. Θα της το πω, έστω κι αν αυτή πει μετά it’s too much. Πενήντα, τριάντα. Δεν θα με ξαναδεί άλλωστε. Είκοσι, φρένο. It’s a boy. Δεν απαντώ καν «ευχαριστώ» όταν λέει «καλό ταξίδι», δεν με νοιάζει, δεν θα με ξαναδεί άλλωστε, αύριο θα είμαι αλλιώς.

Τα βράδια θα έπρεπε να απαγορεύεται να βάζουν αγόρια στα κουβούκλια. Ή να απαγορεύουν μούζικες στα αυτοκίνητα, έστω.

Πριν βάλω καν πέμπτη, πατάω το πλήκτρο για ν’ ακούσω το μήνυμα. Τα γνωστά. She can close me down, like I let no one else do.

Γιατί θεέ μου παίζω συνέχεια τα ίδια και τα ίδια;

….