εκατόν ογδόντα εννιά

24686894

Μόλις είχε βγει από μια δύσκολη ανάρρωση την πήρε τηλέφωνο. Ρώτησε αν χρειάζεται κάτι, οτιδήποτε, οποτεδήποτε, του είπε όχι. Όρθιο όχι, σίγουρο. Καμιά σχέση με τα σακάτικα.

Την άλλη μέρα ξαναπήρε τηλέφωνο, είπε «να ‘ρθω να σε δω ;», άκουσε κάτι σαν «έλα», πήγε, κάθησε ένα τέταρτο, εκείνη -ταλαιπωρημένη αλλά ακόμη όμορφη- ήταν μισοξαπλωμένη σε μια γωνιά του καναπέ σκεπασμένη με μια καφέ κουβέρτα, είδε την ετικέτα, Βέτλανς-Νάουσα, αθάνατες οι γαμιόλες σκέφτηκε, είπαν δέκα σαχλές κουβέντες, την ξαναρώτησε αν θέλει κάτι, είπε όχι, σ’ευχαριστώ, βαριέμαι κλεισμένη μέσα αλλά θα περάσουν οι μέρες, πριν την ενδέκατη κουβέντα της είπε «να πηγαίνω τώρα, μη σηκώνεσαι» κι έφυγε.

Δυο μέρες μετά έστειλε ένα μήνυμα «κερνάω πίτσα και παρέα, όποτε θελήσεις». Πέρασε μισή ώρα, ήρθε απάντηση «καλή ιδέα, σήμερα περιμένω κόσμο, κάποια άλλη μέρα ίσως». Απάντησε σε πέντε λεπτά «όποτε θελήσεις». Κακή ιδέα.

Κύλησαν πολλές άλλες μέρες ίσως. Πάρα πολλές μέρες ίσως. Δεν πήρε τηλέφωνο, δεν έστειλε μήνυμα. Ούτε είδε στο δικό του.

Χρόνια μετά, κάποιο βράδι που σκεφτόταν εκείνην τυλιγμένη με τη Βέτλανς-Νάουσα, χωρίς να ξέρει αν ζει, αν πέθανε, συνειδητοποίησε -επιτέλους- ότι δεν χάθηκαν στο κάποια άλλη μέρα. Στο ίσως χάθηκαν.

soul spa

renault10

To άσπρο δεκαράκι Ρενώ, ήταν το πρώτο αυτοκίνητο που οδήγησα. Μηχανή πίσω, πορτ-μπαγκάζ μπροστά. Ήταν τόσο ελαφρύ που όταν δεν πηγαίναμε ταξίδι με ψευτομπαγκάζια, είχα πάντα έναν μισογεμάτο σάκκο τσιμέντο μπρος για να μη με τρώει το άγχος της απογείωσης όταν έπιανε τα εκατό. Το κοντέρ έγραφε εκατονπενήντα αλλά στα εκατονδέκα τερμάτιζε. Όσο γενναίος και να ‘λεγα πως ήμουν στα δεκαεφτά, δεκαοχτώ, είκοσι, τον κόφτη τον είχα ενσωματωμένο στο φυλλοκάρδι μου. Ποτέ δεν είπα «τσιμέντο να γίνω, πάτα το λίγο ακόμη αγόρι μου μέχρι να ξεριζωθούν οι πόρτες». Μια ζωή χλιαρός. Μη τυχόν και φύγουν οι πόρτες. Τώρα ούτε ταβάνια έχουμε αλλά τότε δεν ήξερα.

Ένα Σάββατο,  Φεβρουάριο μήνα, την εποχή που οι Φεβρουάριοι δεν είχαν φέισμπουκ, τουίτς και τέτοια δίσεκτα, πήρα αγκαζέ δυο διάφανες Scotch εξηντάρες και κατηφόρισα προς τη θάλασσα. Εικοσιπέντε χιλιόμετρα δρόμος, δεν το ‘λεγες κι αποκοτιά, δεν ξεκίναγα για το Ντακάρ.

Στη διαδρομή παραλίγο να τρακάρω τρεις φορές με την άνοιξη. Καθόλου ποιητικό. Η πανηλίθια έβγαζε μπούτι απροειδοποίητα, πετιόταν μέσα από χωράφια, πουρνάρια, κλειστά βενζινάδικα και πάνω από δέντρα, αν δεν με γελά η μνήμη μου στο τελευταίο «παραλίγο» έσκασε ένα χαμόγελο σαν τη γάτα του Cheshire και το τιμόνι με τα χέρια μου πήραν προσωρινό διαζύγιο ένεκα λαχτάρας. Παρόλα αυτά το κράτησα στην άσφαλτο το Ρενάκι, δεν το λες και κατόρθωμα με εβδομήντα χιλιόμετρα την ώρα αλλά «μια ζωή υπερβολικός» έλεγε η μάνα μου.

Από το σπίτι έφυγα με ένα πεντακοσάρικο, μπορεί και λιγότερα, και τέσσερις ταχύτητες συν όπισθεν. Μετά από δέκα χιλιόμετρα χάθηκε η τρίτη. Έτσι, απροειδοποίητα. Δεν της φερόμουν ποτέ καλά, είναι αλήθεια, αλλά τι να πουν και οι άλλες τέσσερις. Ειδικά η όπισθεν ήταν πιο βασανισμένη κι από αυτί που άκουγε δέκα φορές σερί Do you really want to hurt me? και όχι μόνο δεν μάτωνε αλλά ζητούσε και τα ρέστα απ’ το ρεφρέν. Μy own private Guantanamο, υπερβολικός αλλά και πρωτοπόρος.

Κουτσά στραβά έφτασα στη θάλασσα, παραμυθιαζόμουν ότι ήμουν σε ειδική διαδρομή με διαλυμένο σαζμάν, πρώτη-δεύτερη-τέταρτη, μια φορά αποπειράθηκα το πρώτη-τέταρτη κι όταν με προσπέρασε ένα ποδήλατο (απ΄ τα κατοχικά) ντράπηκα πολύ και σταμάτησα να το παίζω Τζόνι Πεσμαζόγλου (άντε, Σιρόκο για τους λιγότερο δημογέροντες) και είπα «σημασία έχει να φτάσεις, τα της διαδρομής άσ’τα για τους καβαφικούς», μια ζωή λόγιος κι εστέτ.

Στην παραλία είχε μόνο γλάρους. Πολλούς γλάρους. Και μια τζούρα ήλιο, ίσα για μισή ρουφηξιά. Τότε δεν κάπνιζα, περπάτησα ως την άκρη της άμμου, φορούσα τα καλά μου Rayban, τα wayfarer, φαντάζομαι ότι οι γλάροι -θεός σχωρέσ’ τους όπου και να λιώνουν σήμερα- δεν θα ΄χαν να πουν ούτε μισή καλή κουβέντα για μένα, κάθησα χάμω, έβλεπα τον ορίζοντα κι αυτός εμένα, κανείς απ’ τους δυο μας δεν άλλαξε κουβέντα, είχα αρκετά να πω αλλά τους φεβρουάριους ο ορίζοντας βαριακούει λίγο, δεν θυμάμαι πόση ώρα πέρασε,  πάγωσα, ξαναγύρισα στο Ρενώ, έβαλα πρώτη, έφυγα.

Στο σπίτι, την ώρα που έτριβα τυρί πάνω στα μακαρόνια, είπα του πατέρα μου «έχασα την τρίτη», ούτε γύρισε να με δει -εκείνος οδηγούσε ήδη το τσίλικο Gredos, δικό μου ήταν το ζόρι- αλλά είπε «να πας να τη βρεις», κρατήθηκα να μη του πω «με τόσους γλάρους εκεί κάτω, λέπι της δεν θα βρω ακόμη κι αν σκαλίζω ως τον Ιούνιο» αλλά δεν μίλησα για να μη πει «σιγά τον ποιητή, επειδή έγραψες 18,5 Έκθεση στις πανελλαδικές δεν σημαίνει ότι έμαθες να οδηγάς κιόλας» και συνεννοηθήκαμε μια χαρά με οκτώ λέξεις.

Βρήκα λεφτά (δεν αγόρασα ούτε μισό βινύλιο για πέντε μήνες, έκοψα μαχαίρι την «Ελλη» και το «Ιντεάλ» με τα άπαντα του Βάιντα, κόπηκαν και οι σαγκριές στον Ιπποπόταμο) και το καλοκαίρι, μετά την εξεταστική, απέκτησα ξανά τρίτη. Τον Ιούλιο πήγα μαζί της -δεν εννοώ την ταχύτητα- στον Αρμενιστή και μείναμε τέσσερα βράδια. Ήπια είκοσι Beck’s (ο μεγαλοπιασμένος), βούτηξα τριάντα φορές, έφαγα τρεις φορές όλες κι όλες, χάζευα τρεις ώρες το γυμνό στήθος της (με και χωρίς γυαλιά) κι έπαθα μια ηλίαση, μία αλλά ξεγυρισμένη. Summer by numbers. Το Ρενώ εκεί, πιστό σκυλί, δίπλα στη σκηνή. Τα άκουσε όλα, τα είδε όλα. Έχω και μια φωτογραφία μου μαζί του από τότε αλλά χάλασε το σκάνερ. Κι άλλα πολλά χάλασαν, ενδιάμεσα.

Δεν ξέρω γιατί κάθησα να τα γράψω αυτά και ποιόν μπορεί να ενδιαφέρουν -εξόν ίσως από την ψυχή του Renault, που συρρικνώθηκε μαζί με τις λαμαρίνες σε κάποια πρέσσα όταν ήρθε η ώρα της διόλου τιμητικής απόσυρσης και πήρε όλα τα μυστικά μου, μας, μαζί του-.

Μάλλον γιατί θυμήθηκα-με κάποιες τανίνες συγκρατημένης περηφάνιας και λίγη πίκρα στην επίγευση- ότι το σακκί με το τσιμέντο μπροστά ήταν μισογεμάτο. Όσα χιλιόμετρα και να κάναμε παρέα, πάντα μισογεμάτο. Ποτέ μισοάδειο. Ποτέ.

—–

κάτι που ο Vivaldi δεν είχε ποτέ φαντασθεί

24413752

Καθόμαστε και μετράμε βδομάδες και μέρες να βγει ο χειμώνας. Κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας με χαπάκια «πενήντα και σήμερα». Και μετά ρίχνουμε κλεφτές ματιές στο ημερολόγιο για το καλοκαίρι, υπολογίζοντας μεζούρες αντιβίωσης, «εκατονδέκα κι απόψε». Που και που καταπίνουμε καναδυο placebo αργίες -κάτι καθαροδευτέρες, πρωτομαγιές, πασχαλιές- ενδιάμεσα, οι τυχεροί. Είναι κι άλλοι πολλοί που έχουν αναγκαστική αργία μήνες, χρόνια.

Ο,τι και να ‘ρθει, για κάποιους, τους περισσότερους, θα είναι αλλιώς. Αγκαλιές σε διαθεσιμότητα, φιλιά σε εργασιακή εφεδρεία , σπέρμα φορολογημένο απ΄το πρώτο γραμμάριο, για να γελάσεις θα απαιτείται δίμηνη προειδοποίηση. Όλα αλλιώς θα είναι. Αφού από καιρό τώρα η αυθόρμητη χαρά σου ή το άθροισμα των μηνιαίων στιγμών ευτυχίας από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία κρίθηκαν παράνομα και καταχρηστικά.

Θυμήθηκα το Καζαβίτι όταν παρκάραμε κάτω, στο πλάτωμα, κι ανηφορίσαμε για τα πλατάνια. Παραγγείλαμε -Ιούλιος μήνας, το νησί έβραζε μα στο βουνό έβλεπες τους πόρους σου να ζωντανεύουν- μια φασολάδα για να τη μοιραστούμε κι από μια μοσχαρίσια μπριζόλα, αλλά «μη τις καρβουνιάσεις, ας στάζουν λίγο αίμα». Είπα να φέρουν μια καυτερή, του φώναξες «κι ένα κομμένο κρεμμύδι και θρούμπες, με λίγο λάδι, ξύδι και ρίγανη, δεν κατεβαίνει σκέτη η φασολάδα».

Μαζί με τα πιάτα ήρθαν στο τραπέζι και οι σφήκες. «Μη τις πειράζεις» μου είπες, «μυρίστηκαν σάρκα και κατηφόρισαν απ τις φωλιές τους, θα βάλουμε ένα κομμάτι κρέας παραδίπλα και θα μας αφήσουν να φάμε».

Είχες και δεν είχες δίκιο. Δεν ήταν εύκολο να μοιράζεσαι το πιάτο σου με τις σφήκες, προσέχοντας όταν φέρνεις τη μπουκιά στο στόμα να μη βάλεις κι ένα τέτοιο αγρίμι μέσα σου κι έχεις άσχημα ξεμπερδέματα μετά. Αλλά -είπαμε- μισή ώρα είναι, θα φύγουν τα πιάτα από μπροστά μας κι όταν μείνουμε μόνοι μας με τις μπίρες δεν θα μας καταδεχτούν άλλο, θα πιούμε και θα νυχτωθούμε με την ησυχία μας. Θα βλέπουμε από δω πάνω τα φώτα απ’ το λιμάνι χαμηλά, δεν θα σηκωθούμε απ’ τις ψάθινες καρέκλες -παρά μόνο για να αδειάσουμε την κύστη μας- κι όταν το πάρουμε απόφαση θα ΄χεις στον κώλο και στα μπούτια σου τα ωραιότερα ψαθοtattoo του σύμπαντος και θα ‘ναι δέκα το βράδι, σε μια πλατεία καρτ-ποστάλ, με δέκα γερόντια τριγύρω κι άλλους πέντε σαν κι εμάς, να πίνουν μπίρες, ούζα, μαλαματίνες και να γελάνε με το volume στα κόκκινα. Tότε, αν θυμάσαι, δεν είχε «κόφτη» στο γέλιο.

Μπορούμε εύκολα να ξαναπάμε εκεί και φέτος, το ξέρω, είμαστε απ’ τους τυχερούς, δεν το κάνω θέμα. Οι σφήκες όμως έχουν μπει πια μες στο σπίτι. Και για όπου και να ξεκινήσουμε, τρυπώνουν πρώτες πρώτες μέσα στη βαλίτσα. Με ήλιο, με φως, με γεμάτο τραπέζι, με άδειο, νύχτα, αυτές εκεί. Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνα και ξανά απ’ την αρχή. Στιγμή δεν μας αφήνουν μόνους.

Αν υπήρχε Ε.Σ.Ρ. για βλογς, σαν εκείνον τον θλιβερό Adam Sutler που λέει «δεν υπάρχουν σφήκες, άστεγοι, φτώχεια, πείνα και απελπισία αν δεν τα βλέπεις και δεν τα διαβάζεις, κόψε μαχαίρι την εικόνα και τις λέξεις λοιπόν», θα με είχαν ήδη κάψει ζωντανό. Για παραδειγματισμό.

Σήμερα -όμως- ήταν  μια ωραία μέρα. Βγήκα και περπάτησα στον ήλιο, ανάμεσα σε ανθρώπους που πίναν τον καφέ τους ή απλά βλέπαν τα παιδιά τους να τρέχουν ανάμεσα σε περιστέρια, παγκάκια, μπαλόνια και κούνιες. Ήταν μια ωραία βόλτα. Μια βόλτα Lou Reed. Μια perfect day στα σπλάχνα της wild side. Έτσι θα πορευόμαστε από δω και μπρος.

Να μη ξεχάσω να ρωτήσω τις σφήκες αν σκοπεύουν να την ποινικοποιήσουν κι αυτήν.

—–

κερασμένο στη Niemands Rose

e-

24367590 (1)

Μερικές φορές απορώ με ανθρώπους που δεν ξέρω. Θυμώνω μαζί μου γιατί θυμώνω με e. Με τα περισσότερα απ’ αυτά, στην αληθινή μου ζωή δεν θα ‘θελα να διασταυρωθούν ούτε οι σκιές μας.

Γκρι, μωβ, λερί, τέτοιο ουρανό σου περιγράφω έξω απ το παράθυρο.Χάλι μαύρο, άπλυτος ουρανός, βρωμιάρης, λέτσος.Κάποτε μου άρεσε να τον βλέπω σε εξώφυλλα από δισκάκια, που είναι χωμένα πίσω πίσω στα ράφια εδώ και χρόνια. Ηeaven up here, αν σου λέει κάτι. Σήμερα μόνο ήλιο θέλω, γερνάω. Σίγουρα γερνάω.

Κρυώνω και είμαι κουρασμένος.Όλη την περασμένη βδομάδα -κι αυτήν – την έβγαλα χαπακωμενος.

Είμαι ένα κλικ πριν το κρακ. Και θα είναι μεγάλο κρακ, θα το ακούσω πριν καν έρθει. Θα δω τις μελανιές.

(άθλια και θλιβερή προσπάθεια να με πείσω να μην αρχίσω γυμναστήριο)

 

Θέλω να αγοράσω ένα παλιό βανάκι VW. Και να μπω να κάνω ταξίδια μέσα του, ας είναι και παρκαρισμένο. Το πάν -λέγαν οι σοφοί- είναι να μη ξέρεις πού θα σε βγάλει το επόμενο πρωί. Όταν η αμόλυβδη είχε πενήντα δραχμές το γαλόνι, τέτοιας λογής σοφία την παίζω κι εγώ στα δάχτυλα.

Ξεκίνησα τον Νοέμβριο να διαβάζω -ξανά- τη «Μεγάλη Πλατεία» του Μπακόλα. Τελικά είναι πάρα πολύ μεγάλη πλατεία, τύφλα να ΄χει η Τιενανμέν, ούτε στα πρώτα τραπεζάκια κατόρθωσα να φτάσω και κοντεύει να μπει η άνοιξη.

Μουσικές ακούω μια φορά κάθε δέκα, δεκαπέντε μέρες. Όπως πηγαίναν οι παλιοί στις πουτάνες, για να ξεχαρμανιάσουν. Πως κατάντησα έτσι εγώ…

Υποθέτω, διόλου βάσιμα, πως το καλοκαίρι θα αποφασίσει να με καταδεχτεί και φέτος. Αν και με τους περισσότερους της ράτσας μου δεν θα ΄θελε να διασταυρωθεί ούτε καν στις τριανταμία Αυγούστου λίγο πριν τα μεσάνυχτα.

Φυσικά τα blogs πέθαναν. Και είναι απόλαυση να ορνιθοσκαλίζεις, όταν κάνεις κέφι, ο,τι σου κατέβει, πάνω στα βρωμομάρμαρα. Oύτε ο από κάτω θα ενοχληθεί, ούτε οι περαστικοί θα γυρίσουν κεφάλι. Από ψευτοφαντάσματα βρώμισε  ο τόπος. Κάποτε έλεγα κι ένα «α!» διαβάζοντας αλλωνών μάρμαρα. Τώρα, εννιά φορές στις δέκα, ανάβω ένα κεράκι και τέλος. Δεν φταίνε οι άλλοι, μου σώθηκαν όμως τα «α!».

Κάποια στιγμή να το πάρω απόφαση πως άδικα μεγαλοπιάνομαι. Το μόνο κρακ που μπορεί να ακουστεί, θα είναι από τη μέση μου. Αν ξεχάσω τη ζώνη, τη μέρα που θα βγάζω ένα ένα τα φυτά ξανά στο μπαλκόνι.

Με μερικούς από τους  e που ποτέ δεν ήταν -εξ αρχής- e , θα διασταυρωθούμε κάποια στιγμή στην αληθινή ζωή και θα πιούμε τσίπουρα, μπίρες, καφέδες, κρασιά, γουίσκια, κώνειο, ο,τι. Μπας και ξαναζωντανέψουν τα χαμένα «α!»

——-